Γράφει ο Αργύρης Αργυριάδης
Υπάρχουν πολλές άγνωστες ιστορίες καλλιτεχνών της ροκ μουσικής που διαδραματίστηκαν με τον δικό τους τρόπο, την περίοδο του ψυχρού πολέμου. Μια από αυτές είναι και αυτή του Αμερικανού Dean Reed, του επονομαζόμενου στο ανατολικό μπλοκ ως ο «κόκκινος Ελβις» και όχι άδικα, μιας και ήταν εκείνος που έκανε διάσημο το rock n roll στο σιδηρούν παραπέτασμα. Η ιστορία που θα ασχοληθούμε σήμερα είναι γεμάτη αντιφάσεις, αντίσταση, απογοήτευση και ιδεολογικούς χειρισμούς.
Εκ πρώτης όψεως έχει αρκετά στοιχεία και μοιάζει αλλά δεν είναι όμοια με αυτή του επίσης ξεχασμένου λαϊκού τραγουδιστή Sixto Rodriguez που έγινε γνωστός από το βραβευμένο με Όσκαρ ντοκιμαντέρ Searching for Sugar Man. Σε αντίθεση με τον καλλιτέχνη από το Ντιτρόιτ, του οποίου η μουσική έγινε επιτυχία κατά το κίνημα κατά του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική, η δικιά μας ιστορία δεν έγινε και μάλλον δεν θα γίνει ποτέ ταινία και αν και έγινε ντοκιμαντέρ παρά τα βραβεία δεν έφθασε ποτέ στο Όσκαρ ακόμα και αν φήμες έλεγαν ότι τα δικαιώματα για την κινηματογραφική προβολή της βιογραφίας του Reed την είχαν ή την διεκδικούσαν ο Έλληνας πιά Θωμάς Hanks και η Jodie Foster.
To Κολοράντο που είναι και η γενέτειρα του Dean Reed έχει τη δική του έκδοση του Sugar Man. Ενώ όπως θα δούμε οι ιστορίες τους δεν είναι ακριβώς οι ίδιες, υπάρχουν κοινά θέματα: και οι δύο ήταν τραγουδιστές των οποίων η μουσική ήταν γνωστοί και είχε επιρροή εκτός ΗΠΑ, σε ανθρώπους σε ξένες χώρες και των οποίων οι μελωδίες χρησιμοποιήθηκαν ως ανεπίσημοι ύμνοι για πολιτικούς και κοινωνικούς σκοπούς.
Ο Ντιν Ριντ ήταν η επιτομή του αμερικανικού αγοριού. Γεννημένος στο Ντένβερ το 1938, ήταν αθλητικός, ελκυστικός, πρόσκοπος & καλό παιδί, τραγουδιστής και μουσικός ως έφηβος. Για πολλούς ήταν πολλά υποσχόμενος ως ηθοποιός σαν ένα νέος Τζίμι Στιούαρτ, Βαν Χέφλιν ή ακόμα Τζον Γουέιν, και σίγουρα, στα 20 του, όταν ο Ριντ εγκατέλειψε το κολέγιο αναζητώντας την τύχη του στο Χόλιγουντ, όλα έμοιαζαν ονειρικά.
Αρχικά προσπάθησε να διαπρέψει ως τραγουδιστής, αφού εγκατέλειψε τις σπουδές στου στην μετεωρολογία, κατά την μετακόμιση του στην Καλιφόρνια το 1958 κατάφερε και πήρε ένα επταετές συμβόλαιο με την Capitol Records. Ήταν το 1962, όταν το single του έγινε επιτυχία στη Νότια Αμερική, η Capitol τον έστειλε σε περιοδεία στη Βραζιλία, τη Χιλή και το Περού, όπου γνώρισε τεράστια δημοτικότητα και κατατάχθηκε υψηλότερα από τον Έλβις Πρίσλεϋ στις δημοσκοπήσεις των Νοτιοαμερικανικών επιτυχιών. Αργότερα το ίδιο έτος, και βλέποντας ότι εκεί ήταν που είχε μεγαλύτερο σουξέ, ο Ριντ μετακόμισε στο Σαντιάγο της Χιλής, όπου του δόθηκε δική του τηλεοπτική εκπομπή. Εκεί, έγινε πολιτικά ενεργός ως σοσιαλιστής, ασπάστηκε τον Μαρξισμό και άρχισε να γράφει τραγούδια ειρήνης και να συγκεντρώνει τους φτωχούς και τους καταπιεσμένους. Έγινε φίλος με τον Χιλιανό κομμουνιστή τραγουδοποιό & τραγουδιστή Victor Jara και από τότε άλλαξε πολιτικό στρατόπεδο. Η πολιτική μετατόπιση του Ριντ ήταν τόσο έκδηλη στη μουσική του, που στην Αργεντινή, οι τίτλοι των τραγουδιών του μετατράπηκαν σε διαμαρτυρίας ενάντια στο καθεστώς πχ το «Tutti Frutti» σε «Las Cosas Que Yo He Visto» («Πράγματα που έχω δει»). Για την δράση του αυτή Ο Ριντ υπέστη βίαια αντίποινα από την αργεντίνικη δεξιά: ο σκύλος του δηλητηριάστηκε, το δωμάτιό του πυροβολήθηκε και το σπίτι του υπέστη βανδαλισμό. Παρόλα αυτή η γνωριμία και υποστήριξη του με τον Σαλβαντόρ Αλιέντε του χάρισε το παρατσούκλι «Μr. Simpatico».
Όμως αυτό συνέβαλε μόνο στην τόνωση των πολιτικών του κινήτρων και ξεκίνησε το ταξίδι του πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα. Ο Ριντ γράφει για το ταξίδι αυτός: «πιθανώς η μεγαλύτερη μου έκπληξη κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μου στη Σοβιετική Ένωση ήταν να βρω ότι στις κομμουνιστικές χώρες της Ρωσίας και της Τσεχοσλοβακίας οι άνθρωποι έχουν περισσότερη ελευθερία παρά το φόβο για το μέλλον».
Αφού έζησε μέχρι το 1964, στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής, με την πρώτη του σύζυγο, την Patricia, μετά τη σύλληψή του το 1965 για τις μαρξιστικές απόψεις του, μετακόμισε στην Ισπανία και μετά στην Ιταλία. Το 1966, ο Ριντ πραγματοποίησε μια περιοδεία στη Σοβιετική Ένωση και πήρε ένα συμβόλαιο ηχογράφησης με τη σοβιετική ετικέτα Melodiya Records. Ήταν ο πρώτος μουσικός που κυκλοφόρησε ένα άλμπουμ ροκ εν ρολ πίσω από το σιδηρούν παραπέτασμα. Έκανε περιοδείες σε χώρες του Ανατολικού Μπλοκ, όπου θεωρήθηκε σούπερ σταρ και κέρδισε πολλά βραβεία ειρήνης φτάνοντας να τιμηθεί και με το βραβείο Λένιν.
Εκτός από την καριέρα του στο τραγούδι, ο Ριντ πρωταγωνίστησε σε 18 ταινίες σε όλη την Ευρώπη και στην Αργεντινή, και έπαιξε σε πολλά «spaghetti western». Έγραψε, σκηνοθέτησε και πρωταγωνίστησε στο El Cantor, μια ταινία που απεικονίζει τη ζωή του Χιλιάνου τραγουδιστή και πολιτικού ακτιβιστή Victor Jara, που πυροβολήθηκε μετά το πραξικόπημα της Χιλής το 1973, όπως επίσης και στην ταινία Bloody Heart που αφορά την σφαγή των ινδιάνων στο Wounded Knee, στον καταυλισμό Pine Ridge, το 1890. Κάτι που υποβάθμισε ακόμα περισσότερο την δημοτικότητα του στις ΗΠΑ.
Γενικά η δημοτικότητα του Reed ακολούθησε αυτήν του υπαρκτού σοσιαλισμού. Αμ και αρχικά η μουσική του κάποτε έγινε συνώνυμο του σοσιαλιστικού ιδεαλισμού, δεν φαινόταν πλέον σχετική με την ιστορική πραγματικότητα ειδικά της ανατολικής νεολαίας. Καθώς τα αντι-ουτοπικά, πιο ατομικιστικά κινήματα όπως η εξέγερση των πανκ της Σιβηρίας ενθάρρυναν τη νεολαία ενάντια στο κράτος, η μουσική του Ριντ άρχισε να κερδίζει τη φήμη του κρατικής μαριονέτας. Αναμφίβολα η δεκαετία του 1980 χαρακτηρίστηκε από πολιτιστική και ιδεολογική σύγκρουση, και πουθενά περισσότερο από την Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας τελευταίο καταφύγιο του Ριντ. Παρά τις αριστερές του ιδέες, δεν εντάχθηκε ποτέ στο Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα της Ανατολικής Γερμανίας (Κομμουνιστικό). Ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του μαρξιστή και όχι κομμουνιστή. Αγαπούσε πολύ την πατρίδα του, δεν αποποιήθηκε την αμερικανική υπηκοότητα, ενώ δεν ξέχασε τις υποχρεώσεις του στην Εφορία, υποβάλλοντας κάθε χρόνο φορολογική δήλωση.
Καθώς το φάντασμα της Δύσης κινήθηκε προς τα ανατολικά, και οι φιλελεύθερες νοοτροπίες κινήθηκαν προς μια ενωμένη Γερμανία, ο μαρξιστικός ουτοπισμός του Ριντ σαρώνεται προς τα πίσω κάτω από την παλίρροια του νεοφιλελευθερισμού που άρχισε να καθορίζει την εποχή. Τα πράγματα για τον «κόκκινο Έλβις» ή «Τζόνι Κας του Κομμουνισμού» έγιναν χειρότερα όταν στην εκπομπή του CBS «60 minutes» το 1986 υπερασπίσθηκε το τείχος του Βερολίνου, συγκρίνοντας αρνητικά τον Ρέιγκαν με τον Στάλιν και επαινώντας τη σοβιετική επέμβαση στο Αφγανιστάν. Τότε δέχθηκε χιλιάδες επικριτικά γράμματα, που τον χαρακτήριζαν «προδότη» και «ατάλαντο καλλιτέχνη».
Έξι εβδομάδες μετά τη συνέντευξή του στο CBS, στις 13 Ιουνίου 1986, o Ντιν Ριντ βρέθηκε νεκρός στις όχθες μιας λίμνης κοντά στο Ανατολικό Βερολίνο. Η επίσημη αιτιολογία του θανάτου του ήταν πνιγμός, η τρίτη σύζυγος Ρενάτε Μπλούμ μίλησε για αυτοκτονία, ενώ η οικογένειά του στις ΗΠΑ δεν απέκλεισε την περίπτωση δολοφονίας του από την KGB, επειδή σκόπευε να επιστρέψει στην πατρίδα του.
Η εκδοχή της αυτοκτονίας αναδεικνύεται στη βιογραφία του Ριντ, Rock 'n' Roll Radical: The Life and Mysterious Death of Dean Reed που εκδόθηκε το 2005. Ο συγγραφέας της Τσακ Λαζέφσκι ανακάλυψε στα αρχεία της διαβόητης Στάζι ένα ιδιόχειρο σημείωμα του Ριντ, που αναφέρεται σε επικείμενη αυτοκτονία του και ζητεί συγγνώμη από τον ηγέτη της χώρας, Έριχ Χόνεκερ, για την πράξη του. Προφανώς, οι αρχές το απέκρυψαν και προσανατολίστηκαν στην εκδοχή του πνιγμού, για να μην τσαλακώσουν την εικόνα της σοσιαλιστικής Ανατολικής Γερμανίας.
Η ιστορία του Reed είναι το αμάλγαμα ιδεολογικού χειρισμού της εποχής του ψυχρού πολέμου και συνάμα της εκπληκτικής δυνατότητας που έχει η ροκ μουσική. Όταν ο αμερικανικός ραδιοφωνικός σταθμός Voice of America μεταδόθηκε για πρώτη φορά στη Μόσχα στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ένας διερμηνέας ζήτησε να παίξουν ένα τραγούδι του Dean Reed. Ο DJ είπε πολύ απλά ότι «δεν υπάρχει τέτοιος Αμερικανός τραγουδιστής…»