Γράφει ο Μιχάλης Τζάνογλος
Ο Thomas Harvey "Sean" Bonniwell γεννήθηκε το 1940 στο Σαν Χοσέ της Καλιφόρνιας και ήρθε σε επαφή με τη μουσική από πολύ μικρός, μιας και ο πατέρας του έπαιζε τρομπέτα. Οι πρώτες προσπάθειες να φτιάξει δικό του σχήμα και να ασχοληθεί πιο σοβαρά ξεκινούν το 1955 , όταν ο δεκαπεντάχρονος Sean σχημάτισε μαζί με άλλους τρεις συμμαθητές του ένα φωνητικό κουαρτέτο, σε μία προσπάθεια να μιμηθούν πετυχημένα συγκροτήματα της εποχής όπως οι Platters. Η ουσιαστική όμως ενασχόληση με τα μουσικά δρώμενα έρχεται λίγα χρόνια αργότερα, το 1959, όταν σπούδαζε στο κολέγιο και αποφάσισε να σχηματίσει ένα folk τρίο, τους Noblemen.
Το σχήμα αυτό, αν και βραχύβιο, κατάφερε να ηχογραφήσει έντεκα κομμάτια. Τα master tapes όμως ξεχάστηκαν για πολλά χρόνια στο συρτάρι κάποιου ηχολήπτη και ίσως να είχαν μείνει στην αφάνεια αν δεν τα ξέθαβε ένας άλλος ηχολήπτης, ο Larry Miller. Ο Bonniwel, επιμελήθηκε την ψηφιακή τους επεξεργασία και τα κυκλοφόρησε το 2010, κάνοντας ο ίδιος τη διανομή χέρι με χέρι ή από την ιστοσελίδα του.
To 1963 ο Bonniwell έγινε μέλος των Wayfarers, ενός άλλου folk σχήματος, με το οποίο ηχογράφησε τρία άλμπουμ για την RCA (The Wayfarers At The Hungry I το 1963, Come Along With The Wayfarers το 1963 και At The World's Fair το 1964).
Επόμενος σταθμός το 1965, όταν ο Bonniwell, όντας ακόμα μέλος των Wayfarers, συνάντησε τον μπασίστα Keith Olsen και τον ντράμερ Ron Edgar στο club Ice House στη Pasadena, όπου εμφανιζόταν με τους Wayfarers, και οι τρεις τους αποφάσισαν να σχηματίσουν τους Ragamuffins. Ο Bonniwell είχε κουραστεί από το μουσικό ύφος αλλά και τη δομή των Wayfarers που δεν του επέτρεπε να βγαίνει μπροστά και να κινείται στα πιο rock μουσικά μονοπάτια που ήθελε. Στο νέο σχήμα, ο Bonniwell ανέλαβε την κιθάρα και τα φωνητικά και έγινε ο βασικός τραγουδοποιός. Όπως ήταν το ζητούμενο, ο ήχος των Ragamuffins άρχισε να ξεφεύγει από τα τυπικά folk πρότυπα και να γίνεται πιο ηλεκτρικός. Αντίστοιχα, το ίδιο έξω από τα folk πρότυπα ήταν και η εικόνα της μπάντας: total-black-look και κούρεμα σε στυλ Beatles, σε αντίθεση με τα κουστούμια, τις γραβάτες και τα κοντά καλοχτενισμένα μαλλιά των folk καλλιτεχνών της εποχής. Τότε ήταν που ο Bonniwell άρχισε να φοράει στο χέρι του ένα μαύρο γάντι. Σαν τρίο, οι Ragamuffins ηχογράφησαν μερικά κομμάτια, τα οποία επίσης δεν κυκλοφόρησαν τότε, αλλά πολύ αργότερα, όταν κάποια από αυτά συμπεριλήφθηκαν στη συλλογή Ignition (2000) με ανέκδοτες ηχογραφήσεις και demos του Sean Bonniwell και των Music Machine.
Οι Ragamuffins ήταν η μπάντα που ένα χρόνο αργότερα, και αφού προστέθηκαν και οι Mark Landon (κιθάρα) και Doug Rhodes (πλήκτρα), μετασχηματίστηκαν στους Music Machine. Έχει ενδιαφέρον, αλλά και πλάκα, ο λόγος και ο τρόπος που άλλαξε το όνομα της μπάντας. Την εποχή εκείνη (όπως εξάλλου και σήμερα) τα αφεντικά που είχαν χώρους για εμφανίσεις συγκροτημάτων ήθελαν να ακούγονται χιτάκια, δηλαδή κομμάτια πού ήξερε και τραγουδούσε και το κοινό, αυξάνοντας το κέφι και, συνεπώς, την κατανάλωση. Έτσι λοιπόν, οι Ragamuffins έπαιξαν διασκευές στην οντισιόν αλλά μόλις το αφεντικό τους προσέλαβε άρχισαν να παίζουν το δικό τους υλικό. Στα μεσοδιαστήματα ανάμεσα στα κομμάτια, το αφεντικό φώναζε «Παίξτε Monkeys! Παίξτε Turtles!» Τότε, προφανώς για να του τη σπάσει, ο Bonniwell αποφάσισε να συνεχίσουν παίζοντας χωρίς διακοπή. Δηλαδή, κάτι σαν μια ασταμάτητη Μουσική Μηχανή. Εξ ου και το όνομα: The Music Machine.
Το (Turn On) The Music Machine, το πρώτο (και μοναδικό με αυτή τη σύνθεση) άλμπουμ των Music Machine, ηχογραφήθηκε στο Studio C της RCA και κυκλοφόρησε από την Original Sound στις 31 Δεκεμβρίου 1966. Περιείχε δώδεκα garage punk δυναμίτες, έτοιμους να διαλύσουν τα κεφάλια των ακροατών. Από τα δώδεκα κομμάτια, τα επτά ήταν πρωτότυπες δημιουργίες και τα υπόλοιπα πέντε ήταν διασκευές. Tο μουσικό ύφος ήταν καθαρό garage-punk με εμφανείς επιρροές, σε κάποια σημεία, από τη folk, αλλά και με ψυχεδελικά περάσματα, κάτι που κατατάσσει το άλμπουμ ανάμεσα στα πρώτα με τον ήχο που σε ελάχιστο χρόνο θα κυριαρχούσε, έστω και για σύντομο χρονικό διάστημα, στη μουσική βιομηχανία. Το άλμπουμ κατάφερε να μπει στη λίστα επιτυχιών του Billboard, φτάνοντας μέχρι το Νο 76.
Το πρώτο κομμάτι που κυκλοφόρησε σε σινγκλ και που ξεχώρισε, ήταν το «Talk Talk» που άνοιγε το άλμπουμ, σκαρφάλωσε γρήγορα μέχρι τον Νο 15 των αμερικάνικων charts μένοντας στον κατάλογο για δώδεκα εβδομάδες. Ήταν ένα εμπνευσμένο κομμάτι που πληρούσε όλες τις προδιαγραφές για να μεταδίδεται από το ραδιόφωνο. Είχε διάρκεια μόλις ένα λεπτό και 56 δευτερόλεπτα. Είχε τέσσερις αλλαγές στο ρυθμό. Κυριαρχούσαν οι παραμορφωμένες κιθάρες, τα γεμίσματα της φαρφίσα και τα τύμπανα που χτυπούσαν σε ρυθμό πολυβόλου. Είχε στίχο που άγγιζε τη νεολαία. Τέλος, είχε μία εκπληκτική και απόλυτα ωμή απόδοση των στίχων από τον Bonniwell. Στη δεύτερη πλευρά του σινγκλ υπήρχε το «Come on In».
Ένα άλλο κομμάτι που ξεχώρισε και επίσης έμεινε στην ιστορία, ήταν το ψυχεδελικό «The People in Me», που ήταν το δεύτερο σινγκλ μέσα από το άλμπουμ (με b-side το «Masculine Intuition») και κατάφερε να ανέβει μέχρι το Νο 66 του καταλόγου επιτυχιών.
Από τις διασκευές του άλμπουμ, εκείνη που είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον ήταν το «Hey Joe», το οποίο ξέφευγε από τη μέχρι τότε πιο πετυχημένη εκτέλεση των Leaves που είχε κυκλοφορήσει ένα χρόνο νωρίτερα. Η εκτέλεση των Music Machine ήταν πιο αργή και πιο ατμοσφαιρική, πλησιάζοντας περισσότερο αυτή του Tim Rose (1966), απαλλαγμένη όμως από τα folk στοιχεία της. Για την ιστορία, αξίζει να αναφερθεί ότι τα υπόλοιπα κομμάτια που υπήρχαν στο δίσκο ήταν τα: «Trouble», «Cherry, Cherry» (Neil Diamond), «Taxman» (The Beatles), «Some Other Drum», «Masculine Intuition», «See See Rider» (παραδοσιακό blues, ηχογραφημένο για πρώτη φορά από τη Gertrude «Ma» Rainey το 1924), «Wrong», «96 Tears» (? and the Mysterians) & «Come on in». Τη κυκλοφορία του άλμπουμ ακολούθησαν πολλές προσκλήσεις από τηλεοπτικούς σταθμούς και live εμφανίσεις σε όλη τη χώρα, αυξάνοντας τη δημοτικότητα των Music Machine.
Την άνοιξη του 1967, στα διαλείμματα ανάμεσα στις τηλεοπτικές εμφανίσεις και τις περιοδείες, η μπάντα ξεκίνησε την ηχογράφηση του δεύτερου άλμπουμ της και τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς κυκλοφόρησε δύο νέα σινγκλ, το «Double Yellow Line» και το «Eagle Never Hunts the Fly», τα οποία όμως δεν γνώρισαν την επιτυχία των προηγούμενων. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα αλλά κυρίως επειδή τα μέλη είχαν παραχωρήσει τα δικαιώματα του ονόματος (επομένως και τα οικονομικά οφέλη) στον παραγωγό τους Brian Ross, αποφάσισαν να τη διαλύσουν το συγκρότημα και να ακολουθήσουν ξεχωριστούς δρόμους*.
Ο Bonniwell προσπάθησε να διατηρήσει το συγκρότημα έστω και με νέους συνεργάτες και τελικά κατάφερε να αποδεσμευτεί από την Original Sound και να υπογράψει με την Warner Bros. Στη νέα μπάντα συμμετείχαν εκτός του Bonniwell, οι Ed Jones (μπάσο), Harry Garfield (πλήκτρα), Alan Wisdom (κιθάρα) και Jerry Harris (τύμπανα). Το νέο σχήμα ονομάστηκε The Bonniwell Music Machine και το 1968 κυκλοφόρησε το ομώνυμο άλμπουμ του. Από τα δεκατέσσερα κομμάτια του άλμπουμ, τα πέντε («Astrologically Incompatible», «Talk Me Down», και «The Day Today», «Double Yellow Line» & «Eagle Never Hunts the Fly») είχαν ηχογραφηθεί με τους αυθεντικούς Music Machine. Τα υπόλοιπα εννέα ήταν τα: «Absolutely Positively», «Somethin’ Hurtin On Me», «The Trap», «Soul Love», «Bottom Of The Soul», «I've Loved You», «Affirmative No», «Discrepancy», «Me, Myself, And I».
Παρόλο που το The Bonniwell Music Machine, ηχογραφήθηκε έτσι ώστε να πληροί όλες τις προδιαγραφές που είχε θέσει η Warner, δεν προκάλεσε την παραμικρή αίσθηση, με αποτέλεσμα το συγκρότημα να διαλυθεί. Προτού διαλυθούν όμως, ο Bonniwell και οι νέοι συνεργάτες του κατάφεραν να ηχογραφήσουν άλλο ένα άλμπουμ, το οποίο όμως παρέμεινε στο ράφι. Πολύ αργότερα, το 2000, αυτά κομμάτια συμπεριλήφθηκαν στο άλμπουμ Ignition, που περιείχε επίσης μερικές ηχογραφήσεις των Ragamuffins.
Παράλληλα με τις ηχογραφήσεις των Bonniwell Music Machine, ο υπερδραστήριος Sean ηχογράφησε ένα προσωπικό άλμπουμ, το οποίο κυκλοφόρησε το 1969 με τίτλο Close από την εταιρεία Capitol Records. Μία ακόμα σόλο δουλειά του Bonniwell σε συνεργασία με τον ηχολήπτη της Original Sound, Paul Buff, είχε σαν αποτέλεσμα την κυκλοφορία του σινγκλ «Nothing's Too Good for My Car»/ «So Long Ago» κάτω από το όνομα Friendly Torpedos.
Τη δεκαετία του ’70, ο Bonniwell ουσιαστικά διέκοψε την ενεργή ενασχόλησή του με τη μουσική (αν και σε ένα βαθμό συνέχισε να συνθέτει) και αφοσιώθηκε στην πνευματική αναζήτηση. Πούλησε όλα του τα υπάρχοντα, αγόρασε ένα βαν VW και περιπλανιόταν στις ΗΠΑ. Όπως είχε πει κάποτε και ο ίδιος, μεταμορφώθηκε σε ένα είδος δυτικοποιημένου γκουρού. Την ίδια περίοδο, άλλαξε την εικόνα του αφήνοντας γενειάδα και μακριά μαλλιά, ήρθε πολύ κοντά στις ανατολικές θρησκείες, ασχολήθηκε με την εναλλακτική ιατρική, έγινε χορτοφάγος και ό,τι άλλο χαρακτήρισε τη γενιά των χίπηδων στη μετα-χίπικη εποχή.
Σαν αποτέλεσμα αυτών των αναζητήσεων, το 1982 ο Bonniwell ασπάστηκε τον χριστιανισμό και έγινε κατά κάποιο τρόπο ένας «κοσμοκαλόγερος», άλλοτε κηρύσσοντας το λόγο του Θεού και άλλοτε συμμετέχοντας σε gospel μουσικά σχήματα. Σε αυτά τα τελευταία, συνήθιζε να τραγουδάει κομμάτια των Music Machine με τροποποιημένους στίχους. Η δεκαετία του ‘80 έκλεισε με τη μία και μοναδική επανεμφάνιση των Music Machine στο φεστιβάλ Psychedelic Summer of Love που πραγματοποιήθηκε στο Universal Amphitheatre του Λος Άντζελες στις 3 Φεβρουαρίου 1989.
Τα μέσα της δεκαετίας του ’90 βρήκαν τον Bonniwell να φιλοξενείται σε ένα ράντσο με αραβικά άλογα στο Porterville της Καλιφόρνιας και να γράφει την αυτοβιογραφία του, η οποία εκδόθηκε το 1996 με τον τίτλο Talk Talk. Παράλληλα κυκλοφόρησε από την Sundazed Records μία συλλογή από κομμάτια της περιόδου των Music Machine με τίτλο Beyond the Garage (1997). Ο Bonniwell χρησιμοποίησε τον ίδιο τίτλο (Beyond the Garage) στη δεύτερη έκδοση της αυτοβιογραφίας του (εκδ. 2000), την οποία είχε επεξεργαστεί δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στη περίοδο των πνευματικών του αναζητήσεων.
Τον Νοέμβριο του 2004, ο Bonniwell έκανε τη πρώτη του (και μοναδική) περιοδεία στην Ευρώπη παίζοντας σε Λονδίνο, Μόναχο, Βερολίνο, Άμστερνταμ, Βενετία και Παρίσι, καθώς και στο Μπένιντορμ, ένα παραθαλάσσιο τουριστικό κέντρο νότια της Βαλένθια. Υλικό από εκείνη την περιοδεία κυκλοφόρησε λίγο αργότερα σε CD με τίτλο Turn On Europe και διανεμήθηκε μέσα από το site του Bonniwell. Η αξία του συγκεκριμένου CD είναι ότι αποτελεί τη μοναδική ολοκληρωμένη live κυκλοφορία του Sean Bonniwell.
Η τελευταία φορά που ο Bonniwell βρέθηκε σε στούντιο για να συμμετέχει σε ηχογράφηση ήταν το 2006, όταν οι Larksmen (μία garage μπάντα από το Λος Άντζελες) τον κάλεσαν να συμμετάσχει σαν guest στο ομώνυμο και μοναδικό άλμπουμ τους. Στην ηχογράφηση αυτή, ο Bonniwell συμμετέχει με δύο δικές του συνθέσεις, τα κομμάτια «Burn Like a Boy» και «Out of Darwin's Mind». Το «Burn Like a Boy» ήταν μία παλιά σύνθεση που προοριζόταν για τους Music Machine αλλά δεν ηχογραφήθηκε ποτέ.
Ο Sean Bonniwell πέθανε στις 20 Δεκεμβρίου 2011 από καρκίνο του πνεύμονα και η σορός του αποτεφρώθηκε.
Σημειώσεις
* Ο μπασίστας Keith Olsen έγινε μουσικός παραγωγός και συνεργάστηκε με μεγάλα ονόματα της μουσικής βιομηχανίας όπως Fleetwood Mac, Grateful Dead, Bob Weir, Emerson, Lake & Palmer, James Gang, Sons of Champlin, Rick Springfield, REO Speedwagon, Pat Benatar, Heart, Joe Walsh, Starship, Santana, Kim Carnes, Jethro Tull, Ozzy Osbourne, Scorpions, Bad Company, Europe, 38 Special, Sammy Hagar, Whitesnake, Foreigner, Sheena Easton, Journey και πολλούς άλλους.