Η Φλόγα που Τρεμοσβήνει. Σκηνοθεσία: Louis Malle, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Pierre Drieu la Rochelle

 Γράφει ο Γιάννης Ζελιαναίος

«Γιατί σε κάθε περίπτωση, όποιος και να 'σαι επιθυμείς τα ίδια πράγματα όπως όλος ο κόσμος, σαν όλο τον κόσμο και θα πρέπει να ασχοληθείς να τα πάρεις και να τα πάρεις μέσα απ’ τον κόσμο. Έπειτα μπορείς να τα περιφρονήσεις όλα, πράγματα και ανθρώπους. Αλλά όχι προηγουμένως, όχι προηγουμένως, προηγουμένως είσαι ένας σακάτης που φτύνεις όσους περπατούν κανονικά… Ταπείνωσα, ατίμασα το υπέροχο αίσθημα της περιφρόνησης που μ’ επισκέφτηκε. Η ζωή μου τσακίστηκε στα πόδια».

Αποσταγμένος δανδής και τρόφιμος πια σε αρρωστιάρα κλινική αποτοξίνωσης, ο αλκοολικός Αλέν μέσα σε δυο μέρες παίρνει τους δρόμους του Παρισιού μήπως και βρει το πέρασμα από την φαντασία στην πίστη. Η φύση του όμως δεν λέει με τίποτα να τον απαρνηθεί και μέσα σ’ ένα σμάρι αιώνιων ερωταπαντήσεων αποφασίζει να περάσει από τον ένα κόσμο στον άλλον.
Ο Γάλλος συγγραφέας και ποιητής Pierre Drieu la Rochelle επηρεασμένος από τον θάνατο του φίλου του και σουρεαλιστή ποιητή Jacques Rigaut, θρονιάζεται και γράφει ένα υπέροχο βιβλίο κάπου εκεί στο 1931, με τον τίτλο Le Feu Follet (στα ελληνικά, Η Φλόγα που Τρεμοσβήνει, εκδόσεις Εξάντας και σε μετάφραση Χριστιάνας Καραμανίδου). Ο Drieu la Rochelle δεκαπέντε χρόνια αργότερα και αφού πιο πριν είχε ασπαστεί τον παρανοϊκό φασιστικό κόσμο, αυτοκτονεί γεμάτος αηδία και τύψεις για τον υστερικό λειμώνα που διάβηκε το τομάρι του.
Το 1963 ένας άλλος Γάλλος που «κλεινόταν μέσα σε ασανσέρ για δολοφόνους», παίρνει τον πανέμορφο Maurice Ronet ώστε να ηθοποιήσει τον ρόλο του Alain Leroy από το βιβλίο. Βάζει μια μπαγκέτα στο χέρι του Erik Satie για να μελοποιήσει την φλόγα και η κάμερά του σινεματογραφεί μια από τις καλύτερες ταινίες του Γαλλικού κινηματογράφου. Ο Ronet δίνει μια άπιαστη ερμηνεία, ο σκηνοθέτης Louis Malle σε βουτάει απ’ το λαρύγγι με τα πλάνα του κι ένα άρρωστο Παρίσι γίνεται τόσο αναιμικό κι ανέστιο που χάνει την τότε μποέμικη φήμη του. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την άκρη μια σύριγγας λογοτεχνικά κι από την αρχή του ποτηριού κινηματογραφικά.

Pierre Drieu la Rochelle

Γιος ενός αποτυχημένου επιχειρηματία και αθεόφοβου γυναικά, ο πατέρας του Pierre Drieu la Rochelle παντρεύεται την μητέρα του συγγραφέα για καθαρά οικονομικούς λόγους και τέσσερα χρόνια αργότερα ο καθείς θα πάρει τον δικό του δρόμο. Αποτέλεσμα αυτού του γάμου ήταν ο μικρός Pierre όπου στα νεανικά του χρόνια θα εντυπωσιαστεί και θα γοητευθεί από το ντανταϊστικό κίνημα αποκτώντας και μια στενή φιλία με τον Louis Aragon. Θα πολεμήσει στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και θα τραυματιστεί δύο φορές πολύ σοβαρά. Σταδιακά και βλέποντας την όλη φρίκη του μεσοπολέμου που προκάλεσε οικονομική κρίση, εξαθλίωση και τσάκισμα ψυχών, θα καταπιεί κι αυτός αμάσητα τις παρανοϊκές ιδέες και στάσεις του φασισμού και τα πολιτικά του κείμενα από εκεί που ήταν καθολικά αντί – ναζιστικά θα περάσουν στην αντίπερα όχθη. Ένα γεγονός που συχνά πυκνά βρισκόταν σε μια παράξενη αντίφαση μιας και ο ίδιος ο Rochelle είχε σώσει δις από τα χέρια της Γκεστάπο τον φίλο του ποιητή, εκδότη και κριτικό λογοτεχνίας, Jean Paulhan που λάμβανε μέρος στην Γαλλική Αντίσταση κατά των ναζιστικών δυνάμεων. Αηδιασμένος από τις αποτρόπαιες πράξεις της φάρας του Χίτλερ τελικά θα στραφεί στον μυστικισμό της Ανατολής για να βάλει τέλος στη ζωή του το 1945 και αφού η πατρίδα του, η Γαλλία, είχε απελευθερωθεί από τους ναζί. Κατά τη διάρκεια της επαφής του με το ντανταϊστικό κίνημα ο Rochelle θα γνωριστεί και θα συνδεθεί φιλικά με τον Γάλλο σουρεαλιστή ποιητή Jacques Rigaut.

Ζακ Ριγκώ

Ο Ζακ Ριγκώ περπατούσε στους δρόμους του Παρισιού, σέρνοντας με το αριστερό του πόδι έναν κουβά με γάλα ρωτώντας τους διαβάτες: «Πότε πέθανε ο κύριος Ζακ Ριγκώ;»
Έγραφε συνέχεια ποιήματα με θέμα την αυτοκτονία. Όχι απλά έγραφε αλλά σκοπός του ήταν εκείνα τα ποιήματα μια μέρα να πάρουν σάρκα και οστά περνώντας τον στον άλλο κόσμο των σουρεαλιστών. Όπως είχε ανακοινώσει το 1929 και σε ηλικία 30 χρόνων, ο Ριγκώ θα έβαζε τέλος στη ζωή του με έναν εξαιρετικά προγραμματισμένο τρόπο. Θα τοποθετούσε έναν χάρακα στην θέση που βρισκόταν η καρδιά του και ύστερα θα τραβούσε τη σκανδάλη όντας σίγουρος πως η σφαίρα θα διαπεράσει το σημείο που σημάδευε ο χάρακας!
Ο Αντρέ Μπρετόν είχε πει πως ο Ριγκώ καταδίκασε τον εαυτό του εις θάνατο περίπου στην ηλικία των είκοσι και περίμενε ανυπόμονα για δέκα χρόνια, μετρώντας τις ώρες για την ακριβή στιγμή που θα έβαζε τέλος στην ύπαρξή του. Και όταν ήρθε αυτή η στιγμή, ο Ριγκώ ετοίμασε την σκηνή σχολαστικά.
Τακτοποίησε το δωμάτιό του, έβαλε σε τάξη τα ποιήματά του, ντύθηκε με τα καλά του και τοποθέτησε τον χάρακα πάνω στο κρεβάτι!

"Είστε όλοι ποιητές κι εγώ είμαι από την πλευρά του θανάτου"

Επηρεασμένος κι εμπνευσμένος από τον τρόπο ζωής και θανάτου του Rigaut, ο Rochelle το 1930 θα καθίσει και θα γράψει το Le Feu Follet όπου και θα εκδοθεί μια χρονιά αργότερα από τις περίφημες εκδόσεις Gallimard. Το βιβλίο έφερε κι έναν υπότιτλο στην προμετωπίδα του που έλεγε πως ήταν αυτοβιογραφικό. Ο ίδιος ο Rochelle άλλωστε τυραννιόταν σε όλη του τη ζωή με το ζήτημα της αυτοχειρίας και των αέναων ερωτημάτων της ζωής του.

«Αγνοούσε από πάντα πως, κι αν ακόμα η ψυχή του δεν ήταν αναιμική, για να μπορέσει να την ελευθερώσει θα ‘πρεπε πρώτα να τη βιάσει, να τη σφίξει με προσπάθεια και οδύνη».

Ο Αλέν είναι ένας τριαντάχρονος τοξικομανής που τους τελευταίους μήνες βρίσκεται σε κλινική αποτοξίνωσης. Πρώην γυναικάς, δανδής, η ψυχή των πάρτι και των συνεστιάσεων, ζούσε συνέχεια με χρήματα των άλλων και ειδικότερα των γυναικών. Παντρεμένος με την Αμερικανίδα Ντόροθι που απλά καλύπτει τα έξοδα της αποτοξίνωσης και δεν αλληλογραφεί πια μαζί του, ο Αλέν βρίσκεται πια σε ένα ψυχολογικό αδιέξοδο. Μέσα σε ένα διήμερο θα πάρει τους δρόμους του Παρισιού βρίσκοντας παλιούς φίλους, γνωστούς, ερωμένες και συνεργούς στην ηρωίνη, κατεβαίνοντας τα σκαλοπάτια μιας προσωπικής κόλασης που γνωρίζει ήδη το τέρμα της. Τα πάντα είναι προκαθορισμένα και αυτή η τελευταία βόλτα συμβαίνει απλά για να ειπωθεί το τελεσφόρο αντίο.


O Rochelle στήνει έναν εμμονικό χαρακτήρα που ο τρόπος ζωής του τον έκανε να μην αισθάνεται τίποτα πια. Ο Αλέν έζησε στο τεντωμένο σκοινί μιας αδυσώπητης κραιπάλης που του στράγγιξε την ψυχή κι έμεινε πια να φοβάται τα πάντα και τίποτα. Η ματαίωση των συναισθημάτων, η κενότητα, όλα αυτά που είναι για πάντα χαμένα, το άγγιγμα που δεν αισθάνεται, ο έρωτας που είναι άσχημος, η αυτολύπηση, όλα ένα κατευόδιο στην ακύρωση και στο «άδειο» ως έννοια στο κορμί και στην ψυχή του Αλέν. Ωσότου φτάνει το τέλος και το τελειωτικό κεφάλαιο του βιβλίου κυλάει ωσάν την ηρωίνη που μπαίνει στη φλέβα, έρχεται να πει την μοναδική αλήθεια για τον άμοιρο Αλέν.

«Κυκλωμένος, απομονωμένος, στο τελευταίο στάδιο της αποχώρησής του ήταν ακόμα δεμένος με μερικά αντικείμενα. Έλειπαν όλα εκείνα που εξαφανίζονταν μόλις τα άφηνε, και ποτέ βεβαίως νωρίτερα, αυτά τα αντικείμενα του έδιναν την ψευδαίσθηση πως ακόμα αγγίζει κάτι έξω από τον εαυτό του. Έτσι ο Αλέν ξέπεσε σε μια φτηνή ειδωλολατρία, όλο και περισσότερο βρισκόταν κάτω από την εξάρτηση παράξενων αντικειμένων που επέλεγε η μικρή σαρδόνια φαντασία του. Για τον πρωτόγονο (και για το παιδί) τα αντικείμενα παιχνιδίζουν, ένα δέντρο, μια πέτρα είναι πιο απτά από το κορμί μιας ερωμένης και τα ονομάζουν θεούς γιατί κάνουν το αίμα να σφυροκοπάει. Αλλά για τη φαντασία του Αλέν τα αντικείμενα δεν ήταν σημεία εκκίνησης, ήταν εκεί που επέστρεφε εξαντλημένη μετά από ένα σύντομο ταξίδι μέσα απ’ τον κόσμο. Φιλοσοφία, τέχνη, πολιτική ή ήθος, κάθε σύστημα του φαινόταν μια αδύναμη μπλόφα. Επίσης, μη θέλοντας να κρατηθεί από καμιά ιδέα ο κόσμος, καταντούσε τόσο ασταθής, δεν του πρόσφερε κανένα στήριγμα. Μόνο τα στερεά κρατούσαν γι’ αυτόν κάποιο σχήμα».

Τριάντα δυο χρόνια μετά (1963) την έκδοση της «Φλόγας που Τρεμοσβήνει», ο Γάλλος σκηνοθέτης Louis Malle θα πάρει το βιβλίο και θα το κάνει ταινία. Ο Αλέν εμφανίζεται ως αλκοολικός και όχι ως τοξικομανής στο φιλμ και ο σπουδαίος ηθοποιός Maurice Ronet θα δώσει μια σπουδαία ερμηνεία σαρκώνοντας τις σελίδες του Rochelle. Μαζί του η Jeanne Moreau που είχαν ξαναβρεθεί παρέα στο «Ασανσέρ για Δολοφόνους» και πάλι σε σκηνοθεσία του Malle, καθώς και η μητέρα του ενός εκ των τριών παιδιών που έκανε ο σκηνοθέτης στην πραγματική του ζωή, η εκθαμβωτική Alexandra Stewart στον κομβικό ρόλο της Σολάνζ.
«Ακούστε Σολάνζ, καταλαβαίνετε, είστε η ζωή. Ε, λοιπόν, η ζωή, δεν μπορώ να σας αγγίξω», μονολογεί ο Ronet σε ένα παραλήρημα του Αλέν και μπροστά στη γυναίκα που όλοι επιθυμούν. Ο Malle στήνει μια ταινία αριστούργημα που πιάνει τους υπόκωφους ήχους των τυμπάνων του βιβλίου. Ένα αριστοτεχνικό στυλ που βαδίζει πανώρια μελαγχολικά, αντάμα με την μουσική του Eric Satie. Ποιητικές σκηνές μέσα στο Παρίσι της δεκαετίας του ’60, στις κάμαρες που συνέβαιναν οριστικά πράγματα ή και τίποτα, στα καφέ που μόνιαζε η μπουρζουαζία με την εργατική τάξη πάνω από ένα ποτήρι κιρ και τα τρόφιμα λόγια μιας ζωής που βάδιζε υπεροπτικά μέσα στα άνθη. Το γλυκόπικρο πιάνο του Satie παίρνει από το χέρι την αδειοσύνη του Αλέν, σκουπίζει τον ιδρώτα από το μέτωπό του καθώς ο κόσμος γύρω του τον τρομάζει, δίνει κουράγιο στο βλέμμα του καθώς μετά από τέσσερις μήνες αποτοξίνωσης το πρώτο ποτήρι σημαίνει αρρώστια και βάζει ήχους στα αντικείμενα του δωματίου της κλινικής όπου αρνείται να εγκαταλείψει ο ήρωας.

«Η ευαισθησία ήταν στην καρδιά μου και όχι στα χέρια μου», διατυμπανίζει η διαφημιστική προμετωπίδα της ταινίας και η αλήθεια είναι αυτή. Τα ναρκωτικά δεν έχουν τον κύριο λόγο στο ψυχόδραμα του Αλέν, τα ναρκωτικά ήταν η πρόφαση και το εναρκτήριο μαστίγωμα ώστε η ψυχή του να γονατίσει και να τσακιστεί. Ο Maurice Ronet αγχώνει με την ερμηνεία του ως Αλέν και ο Malle στήνει τους «φίλους» γύρω του ωσάν κάλπικα σκέλεθρα. Τα μόνα ζωντανά πράγματα είναι τα αντικείμενα που στέκονται ακούνητα πάνω σε ένα μικρό ράφι και δίπλα στη λάμπα του τραπεζιού. Οι φωτογραφίες του παρελθόντος και η ημερομηνία στον καθρέφτη, η μοναδική ημερομηνία που υπάρχει για αυτόν, που υπήρξε σε όλη του τη ζωή των τριάντα χρόνων υπάρχουν εκεί να του θυμίζουν το χρέος του, το μονάκριβο χρέος του.

«Θα έμενα, αλλά θα φύγω»,
«Αντίο Αλέν… Αλέν μείνε. Αλέν, σ’ αγαπούμε»
«Ναι, ναι».
Ο δρόμος.

«Εγώ είμαι ένας φτωχός τοξικομανής. Το ναρκωτικό είναι βλακώδες. Αυτοί που αγαπούν τα ναρκωτικά, οι αλκοολικοί, είμαστε οι φτωχοί συγγενείς. Έτσι κι αλλιώς σβήνουμε γρήγορα. Κάνουμε αυτό που μπορούμε… Λάβετε υπόψη σας πως είμαι άντρας, ε βέβαια, δεν μπόρεσα ποτέ να έχω ούτε χρήματα ούτε γυναίκες. Παρόλο που είμαι πολύ ενεργητικός και πολύ αρρενωπός. Αλλά, να δεν μπορώ ν’ απλώσω το χέρι, δεν μπορώ να αγγίξω τα πράγματα. Εξάλλου κι όταν αγγίζω τα πράγματα δεν νιώθω τίποτα… Σκοτώνομαι γιατί δεν μ’ αγαπήσατε, γιατί δεν σας αγάπησα. Σκοτώνομαι γιατί οι σχέσεις μας υπήρξαν δειλές, για να επανορθώσω τις σχέσεις μας. Θ’ αφήσω επάνω σας μια κηλίδα ανεξίτηλη. Ξέρω καλά πως καλύτερα ζεις πεθαμένος παρά ζωντανός στη σκέψη των άλλων. Δεν με σκέφτεστε, ε καλά λοιπόν, δεν θα με ξεχάσετε ποτέ!...Fin».

Trivia: Όλα τα αποσπάσματα που γράφονται με κυρτά είναι μέσα από το βιβλίο: «Η Φλόγα που Τρεμοσβήνει», σε μετάφραση Χριστίνας Καραμανίδου, εκδόσεις Εξάντας.
Το βιβλίο επανακυκλοφόρησε το 2019 από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν σε μετάφραση Δημήτρη Δημητριάδη και με τον τίτλο, «Το φθίνον φως».
Η ταινία του Louis Malle, Le Feu Follet κυκλοφορεί σε dvd από την Criterion Collection.


image

Γιάννης Ζελιαναίος

Γεννήθηκε το 1978. Εργάζεται στην Στέγη Bibliotheque. Συνεργάζεται με το Merlin’s Music Box. Βάζει μουσική στο Closer. Κυκλοφορεί τις φανζινατες εκδοσεις συλλεκτικου παραλογισμου ΚΑΖΑΝΑΚΙ. Έχει βγάλει πέντε ποιητικές συλλογές. Πιστεύει πως το φαΐ των θεών είναι τα μακαρόνια και του αρέσει το ρήμα βοτκάρω.
 
 
 
image

Γιάννης Ζελιαναίος

Γεννήθηκε το 1978. Εργάζεται στην Στέγη Bibliotheque. Συνεργάζεται με το Merlin’s Music Box. Βάζει μουσική στο Closer. Κυκλοφορεί τις φανζινατες εκδοσεις συλλεκτικου παραλογισμου ΚΑΖΑΝΑΚΙ. Έχει βγάλει πέντε ποιητικές συλλογές. Πιστεύει πως το φαΐ των θεών είναι τα μακαρόνια και του αρέσει το ρήμα βοτκάρω.
 
 
 
image

Γιάννης Ζελιαναίος

Γεννήθηκε το 1978. Εργάζεται στην Στέγη Bibliotheque. Συνεργάζεται με το Merlin’s Music Box. Βάζει μουσική στο Closer. Κυκλοφορεί τις φανζινατες εκδοσεις συλλεκτικου παραλογισμου ΚΑΖΑΝΑΚΙ. Έχει βγάλει πέντε ποιητικές συλλογές. Πιστεύει πως το φαΐ των θεών είναι τα μακαρόνια και του αρέσει το ρήμα βοτκάρω.
 
 
 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1