Γράφει ο Αντώνης Ζήβας
Το τάνγκο είναι ένα τα δημοφιλέστερα μουσικά είδη και χορούς στον πλανήτη. Γεννήθηκε, άκμασε (και ακμάζει ακόμη) στις όχθες του ποταμού Ρίο ντε λα Πλάτα, στην Αργεντινή και την Ουρουγουάη, από προλετάριους μετανάστες στο Μπουένος Άιρες και το Μοντεβιδέο πριν διαδοθεί σε όλον τον κόσμο. Η ισπανική λέξη tango προέρχεται πιθανώς από τη γλωσσική οικογένεια Niger-Congo της Δυτικής Αφρικής και συγγενεύει με την λέξη tamgu (χορός/χορεύω) της γλώσσας Ibibio της ίδιας γλωσσικής οικογένειας. Οι ρίζες του τάνγκο είναι πολλές και διάφορες: η μουσική και τα τραγούδια των γκάουτσο (οι καουμπόι των αργεντίνικων πεδιάδων-pampas) που είχαν επιρροές από την Ανδαλουσία της Ισπανίας και τα συνόδευαν παλαμάκια και χτυπήματα στο δάπεδο με το τακούνι, το αφρικανικής προέλευσης candombe (από το Κονγκό) που το έπαιζαν με κρουστά, οι χοροί του μαύρου πληθυσμού, το bel canto η canzonetta, και το πιο εξευγενισμένο χορευτικό στυλ των Ιταλών μεταναστών, η κουβανέζικη habanera, το βαλς…
Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, το τάνγκο ήταν ευρέως διαδεδομένο στις λαϊκές γειτονιές του Μπουένος Άιρες, κυρίως στη συνοικία Λα Μπόκα, στο λιμάνι της πόλης (που κοινωνικά είχε πάρα πολλές ομοιότητες με την Τρούμπα του Πειραιά) και επειδή ήταν μια μουσική προλετάριων, η αστική τάξη της χώρας αρχικά την αντιμετώπισε εχθρικά, αφού στα προκατειλημμένα μάτια της φάνταζε να συνδέεται με τον υπόκοσμο και με τους οίκους ανοχής. Σε κοινωνικό και στιχουργικό επίπεδο (αλλά καθόλου σε μουσικό), θα μπορούσαμε να συνδέσουμε τον τάνγκο με το ρεμπέτικο, τη δική μας αστική λαϊκή-προλεταριακή μουσική, μιας και η θεματολογία των στίχων του είναι ανάλογη με αυτή του ρεμπέτικου όσο αφορά το λούμπεν προλεταριάτο και τους λογιών λογιών παρανόμους, με τη διαφορά ότι στο τάνγκο υπάρχουν και καθαρά πολιτικά τραγούδια, σε αντίθεση με το ρεμπέτικο όπου οι πολιτικές αναφορές είναι εξαιρετικά σπάνιες.
Λα Μπόκα, Συνοικία το Όνειρο...
Η Λα Μπόκα, η συνοικία του Μπουένος Άιρες δίπλα στο λιμάνι της πόλης, πήρε το όνομα της από τον γενοβέζικο συνοικισμό Μποκαντάσε – μια παλιά γειτονιά ναυτικών της ιταλικής Γένοβας. Από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, η Λα Μπόκα αποτελούσε ένα ισχυρό προπύργιο πολιτιστικής δραστηριότητας. Έντυπα όπως τα El Ancla (1865), Eco de La Boca (1888), El Bohemio (1892), Cristoforo Colombo (1892), Progreso (1896) και La Unión (1899), δίνουν στο ποικίλο φάσμα του πολιτισμικού ενδιαφέροντος και των ιδεολογικών τάσεων την εικόνα μιας απόλυτα διαμορφωμένης κοινωνίας.
Ανέκαθεν η συνοικία διέθετε σημαντικό αριθμό τοπικών ιδρυμάτων που συνδέονται με τον αμοιβαίο και τον πολιτιστικό τομέα. Το φαινόμενο αυτό θα συνδεόταν με τη μεταναστευτική δυναμική, όπου τα οικογενειακά και κοινωνικά δίκτυα παίζουν σημαντικό ρόλο στην υποδοχή ενός μετανάστη και την ένταξή του στο νέο έδαφος.
Η Κοινωνική Πρόνοια της Λα Μπόκα ιδρύθηκε το 1875 και είναι μία σαφής δομή αλληλεγγύης μεταξύ των γειτόνων με στόχο τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης για όλους. Το 1882, έπειτα από μία παρατεταμένη γενική απεργία, η Λα Μπόκα “αποχώρισε” από το κράτος της Αργεντινής και κήρυξε την αυτονομία της. Από τότε μέχρι και σήμερα, έχει ανά καιρούς καταδείξει ότι πέρα από μία φτωχή συνοικία με μια διάσημη ποδοσφαιρική λέσχη, την Μπόκα Τζούνιορς, αποτελεί ένα μικρό πυρήνα ριζοσπαστικής πολιτικής. Το 1908, ριζοσπάστες προλετάριοι υπέγραψαν το «Μανιφέστο της Λιμενικής Απεργίας» το οποίο πέτυχε την καθιέρωση της 8ωρης εργασίας και τη μείωση του βάρους των σάκων με άνθρακα στα 70 κιλά.
Φίλαθλοι της Μπόκα Τζούνιορς παρακολουθούν ποδοσφαιρικό αγώνα στις αρχές του αιώνα
Στα τέλη του 19ου αιώνα με αρχές του 20ού, η Λα Μπόκα, εκτός από μια γειτονιά πολιτικοποιημένων εργατών, είναι μία δεξαμενή για νέα καλλιτεχνικά ρεύματα, καθώς η μετανάστευση την μετατρέπει σε κομβικό σημείο συνάντησης ανθρώπων της εργατικής τάξης που εκτός από τα κοινά τους προβλήματα για το μεροκάματο και τα δικαιώματά τους, μοιράζονται και τις καλλιτεχνικές τους ανησυχίες. Η γειτονιά των εργατών είναι και ταυτόχρονα μια γειτονιά μουσικών, ζωγράφων, εικαστικών, ποιητών και ονειροπόλων.
Εισάγοντας εργατικά χέρια, πολιτισμό και πολιτικές ιδέες
Όπως σε όλο τον τότε “νέο κόσμο”, έτσι και στη περίπτωση της Αργεντινής και της Ουρουγουάης η μετανάστευση επηρέασε σε βάθος την κοινωνική διαμόρφωση των δύο χωρών. Οι Ευρωπαίοι μετανάστες όμως, μαζί με τη πείνα τους, μετέφεραν τα όνειρά τους και κάποιες... παράξενες ιδέες από τις χώρες τους, όπως οι αναρχικές, οι κομμουνιστικές και οι σοσιαλιστικές. Αυτοί ήταν που δημιούργησαν τις πρώτες συνδικαλιστικές οργανώσεις και τα πρώτα πολιτικά κόμματα της αριστεράς. Για παράδειγμα, την Πρωτομαγιά του 1890 οργανώθηκε η πρώτη διαδήλωση για το οκτάωρο με τη συμμετοχή δυο χιλιάδες και πλέον εργατών/τυριών, ενώ αργότερα η ημερομηνία καθιερώθηκε ως “Ημέρα του Εργάτη”.
Η μετανάστευση έφερε επίσης στις δύο χώρες αυτά που αργότερα θα γίνονταν οι βασιλιάδες τους: το ποδόσφαιρο και το τάνγκο. Εκείνοι που μύησαν τους Αργεντινούς στο ποδόσφαιρο ήταν οι Βρετανοί που είχαν φτάσει στη χώρα ως εργάτες σιδηροδρόμων. Στη γειτονιά της Λα Μπόκα, λοιπόν, δημιουργήθηκε η Μπόκα Τζούνιορς, η πιο θρυλική ποδοσφαιρική ομάδα της Αργεντινής. Σε αντίθεση με τα περισσότερα ποδοσφαιρικά σωματεία των αρχών του 20ού αιών που ιδρύθηκαν από Άγγλους, η Κλουμπ Ατλέτικο Μπόκα Γιούνιορς (Club Atlético Boca Juniors) ξεκίνησε ως η ομάδα των Ελλήνων και Ιταλών μεταναστών που διέμεναν στη Λα Μπόκα, στο λιμάνι του νοτιοανατολικού Μπουένος Άιρες. Έτσι η ομάδα απέκτησε το παρατσούκλι Γενοβέζοι (Los Xeneizes), ακριβώς επειδή η Λα Μπόκα βρισκόταν στην καρδιά της παροικίας των Ιταλών μεταναστών από Γένοβα. Στις 3 Απριλίου 1905, μια παρέα Ελλήνων και Ιταλών μεταναστών συγκεντρώθηκαν στο σπίτι του Esteban Gablietto (ιδρυτικό μέλος του συλλόγου) με σκοπό την ίδρυση του σωματείου. Τη συγκεκριμένη παρέα αποτελούσαν, εκτός από τον Gablietto, οι Alfredo Scarpatti, Santiago Sana, οι Χιώτες αδερφοί Ιωάννης (Juan) και Θεόδωρος (Teodoro) Φαρέγκας και ο Σαμιώτης Κωνσταντίνος Καρούλιας.
Alfredo Scarpatti
Η παρουσία όλων αυτών των μεταναστών στη χώρα αποτυπώθηκε και διαμόρφωσε τη μουσική της: το chotis, ένας μαδριλένικος χορός, το βαλς και η πόλκα, ήταν δημοφιλή είδη ανάμεσα στους μετανάστες που κυρίως προέρχονταν από τον ευρωπαϊκό νότο. Το μπαντονεόν και το βιολί, για παράδειγμα, ήταν όργανα που είχαν φέρει μαζί τους οι μετανάστες και που τα έσμιξαν με τις ισπανικές κλασικές κιθάρες.
Στο Μπουένος Άιρες και στη Λα Μπόκα, ανάμεσα στις ταβέρνες, τα πορνεία και τα καφενεία των μεταναστών, οι ιδέες και η διασκέδαση πήγαιναν αγκαζέ με τον πόνο τη φτώχεια και τις αναμνήσεις των μακρινών πατρίδων τους. Η κουβανέζικη habanera γνώρισε τη milonga και τη σύστησε στα αφρικάνικα candombes. Το ανδαλουσιανό ταγκό φλερτάρισε με την νοσταλγική και θλιμμένη ιταλική καντσονέτα.
Η πρώτη γενιά των ερμηνευτών τάνγκο αναφέρεται σαν η “Παλιά Φρουρά” (Guardia Vieja). Το πρώτο τάνγκο που ηχογραφήθηκε ήταν του Angel Villoldo (Άνχελ Βιγιόλντο). Η μουσική παιζόταν με όργανα που μπορούσαν εύκολα να μεταφερθούν: αρχικά τρίο, φλάουτο-κιθάρα-βιολί, με το μπαντονεόν να φτάνει περί τα τέλη του 19ου αιώνα. Η διάδοση του μπαντονεόν οφειλόταν πρωτίστως στον Eduardo Arolas (Εδουάρδο Αρόλας), ενώ ο Vicente Greco(Βισέντε Γκρέκο) καθιέρωσε το σεξτέτο για το τάνγκο, με πιάνο, κοντραμπάσο, δύο βιολιά και δύο μπαντονεόν. Στο σημείο αυτό να αναφέρω ότι το μπαντονεόν είναι ένα αερόφωνο πληκτροφόρο μουσικό όργανο που ανήκει στις κονσερτίνες και είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο στην Αργεντινή. Ονομάστηκε bandonion από τον εφευρέτη του, τον Γερμανό Χάινριχ Μπαντ, και κατασκευάστηκε αρχικά ως όργανο για την εκκλησιαστική μουσική και την καθημερινή λαϊκή μουσική, σε αντίθεση με τη συγγενική του κονσερτίνα, (επίσης γερμανικής προέλευσης), η οποία θεωρείτο παραδοσιακό όργανο. Οι Γερμανοί μετανάστες στην Αργεντινή έφεραν μαζί τους το όργανο στις αρχές του 20ού αιώνα, όπου ενσωματώθηκε στην ντόπια μουσική. Σε αντίθεση με το ακορντεόν, το μπαντονεόν δεν έχει πλήκτρα όπως του πιάνου στη μια πλευρά, αλλά κουμπιά και στις δύο πλευρές. Επίσης, αντίθετα με το ακορντεόν, τα περισσότερα κουμπιά στο μπαντονεόν παράγουν διαφορετική νότα όταν αυτό ανοίγει παρά όταν κλείνει. Αυτό σημαίνει ότι το κάθε σειρά κουμπιών είναι στην πραγματικότητα δύο: ένα για τις νότες που παράγονται όταν αυτό ανοίγει και ένα για τις νότες που παράγονται όταν αυτό κλείνει. Δεδομένου ότι το αριστερό και το δεξί πληκτρολόγιο διαφέρουν μεταξύ τους, ο οργανοπαίχτης πρέπει ουσιαστικά να εξοικειωθεί με τέσσερα πληκτρολόγια για να μάθει να παίζει. Υπάρχουν επίσης διαφορές μεταξύ του αργεντινού και του γερμανικού πληκτρολογίου.
To μπαντονεόν
Το τάνγκο δεν έγινε ποτέ ο κύριος πολιτισμικός τρόπος έκφρασής τους, όπως συνέβη με την πρόγονό του, τη milonga, στην οποία οι payadores libertarios (ελευθεριακοί τροβαδούροι) προσέδωσαν μια σαφώς πολιτική διάσταση τραγουδώντας με τις κιθάρες τους για την επανάσταση και τους ήρωές της γύρω από τις φωτιές της πάμπας. Ωστόσο, γεννήθηκαν και μεγάλωσαν μαζί της, στους ίδιους τόπους και την ίδια εποχή (περίπου το 1880-1920) με το αργεντίνικο αναρχικό κίνημα, σαν παιδιά που δεν είναι από τους ίδιους γονείς αλλά παίζουν στην ίδια γειτονιά και μοιράζονται τα ίδια βιώματα: στην περίπτωσή μας, την παντοειδή στέρηση που γεννά τη θλίψη, αλλά και το όραμα της ουτοπίας για ένα καλύτερο αύριο, τη μοναξιά, τον επίμοχθο αγώνα για τον επιούσιο και τη συντροφικότητα που αυτός συνεπάγεται, την οργή για τη στυγνή εκμετάλλευση του εργάτη αλλά και τον έρωτα, τις βραδινές τσάρκες με τις μικρές αποδράσεις στα πορνεία, στα ποικίλα στέκια αλλά και στις λέσχες των εργατικών συνδικάτων.
Συλλαλητήριο της αναρχοσυνδικαλιστικής Εργατικής Ομοσπονδίας (FORA)
Έτσι μια όσμωση ανάμεσά τους υπήρξε αναπόφευκτη και οδήγησε σε μια σχέση όπως αυτή που διαγράφεται στους παραπάνω στίχους: αν και υπάρχουν, τα τραγούδια και οι προσωπικότητες του τάνγκο που μιλούν ξεκάθαρα για τον αναρχισμό σίγουρα δεν συνιστούν τον κανόνα, όμως η ανατρεπτική κοινωνική κριτική, η σκωπτική-δηκτική διάθεση απέναντι στα «κακώς κείμενα», η αμφισβήτηση καθοσιωμένων αντιλήψεων που διακρίνουμε σε πολλούς γνωστούς δημιουργούς και στα κομμάτια τους ήταν (σύμφωνα και με δική τους παραδοχή) άμεσο αποτέλεσμα της έντονης επιρροής που ασκούσε με τη δράση και την κουλτούρα του το δραστήριο ελευθεριακό κίνημα, ιδίως την εποχή που κυριαρχούσε σε συντριπτικό ανάμεσα στις άλλες τάσεις, δηλαδή ανάμεσα στα 1900-1930.
Οι Χορευτές της επανάστασης
Μια χειμωνιάτικη μέρα γύρω στα 1890, ένα μεγάλο, σκουριασμένο σκαρί πιάνει σκάλα στο Μπουένος Άϊρες… Ας φανταστούμε ότι το λένε Λιγουρία και φτάνει θαλασσοδαρμένο από την ομώνυμη ιταλική περιφέρεια και το λιμάνι της Γένοβας.
Μερικές μορφές, εξαντλημένες από το μακρύ ταξίδι, με εμφάνιση που παραπέμπει σε κομμάτια του μωσαϊκού της φτωχολογιάς, αποβιβάζονται με το αργό βήμα που υπαγορεύει ο φόβος για το άγνωστο, καθώς και με το πιο άτιμο τρωκτικό, χειρότερο κι από αυτά που συνάντησαν στα βρώμικα καταστρώματα: τη νοσταλγία. Ο ρυθμός όμως είναι σταθερός: η ελπίδα κι η περιέργεια δίνουν την πρώτη ώθηση…
Πολλοί από αυτούς, όπως και από τους αντίστοιχους Ισπανούς και πολλούς άλλους που αποβιβάστηκαν από τα παρακείμενα αραξοβόλια, εκτός από φτωχοί, είναι και περήφανοι για την εργατική τους καταγωγή. Και κάτι παραπάνω: εγκατέλειψαν την Ευρώπη κυνηγημένοι για τις ιδέες τους και τη δράση τους ως επαναστάτες ενάντια σε ό,τι οι ίδιοι θεωρούσαν κοινωνική αδικία και εκμετάλλευση. Είναι αυτοί που, μεταξύ άλλων, στο εφεξής αφενός θα αποτελέσουν τη μαγιά που θα δώσει το ιδιαίτερο μουντό χρώμα της καθημερινής ζωής στα conventillos και στα arrabales του Μπουένος Άιρες στην Αργεντινή και του Μοντεβίδεο στην Ουρουγουάη (τις παραγκουπόλεις και τις γειτονιές τους) και αφετέρου, μαζί με πολλούς ντόπιους κρεολούς και κυρίως τους ελευθερόφρονες γκάουτσος της πάμπας, θα συγκροτήσουν ένα από τα μαζικότερα και πιο μαχητικά ελευθεριακά-αναρχικά κινήματα του κόσμου – εκείνο της Αργεντινής.
Εvaristo Carriego
Παρακάτω θα αναφέρουμε μερικές χαρακτηριστικές περιπτώσεις δημιουργών που ήταν θιασώτες ή επηρεάστηκαν από τις εν λόγω ιδέες και των τραγουδιών τους. Έχουμε λοιπόν (ενδεικτικά) τον Άνχελ Βιγιόλντο (βλ. π.χ. το “Matufias o el arte de vivir” - Απάτες ή ή τέχνη του ζην), τον Ενρίκε Σάντος Ντισέπολο (βλ. π.χ. το “Cambalache” - Ανακατωσούρα), τον Cátulo Castillo, συνθέτη του πασίγνωστου “La ultima curda” (βλ. το “El Ultimo cafiolo”- Ο τελευταίος… χαφιές!), τον Βιρχίλιο Εσπόζιτο (βλ. το “Oro falso”- Κάλπικος Χρυσός), τον Εβαρίστο Καρριέγο που έγραφε ποιήματα στην αναρχική εφημερίδα La Protesta (Η Διαμαρτυρία), η οποία εκδίδεται ανελλιπώς από το 1896 ως σήμερα, τον Αντόνιο Ποδεστά (βλ. το “Como abrazo a un rencor” - «Σαν αγκαλιά με μια πικρία», που μιλάει για τις διώξεις των αναρχικών από την αστυνομία), τον Μάριο Μπατιστέγια (βλ. το “Al pie de la Santa Cruz”, που μιλάει για τη μεγάλη απεργία των αγρεργατών στην Σάντα Κρουζ της Παταγονίας το 1921, που κατέληξε στο μακέλεμα 1500 απεργών από το στρατό [βλ. στα ελληνικά το βιβλίο Η Εξέγερση στην Παταγονία του Osvaldo Bayer, Κουκίδα, 2012]) κ.α.
Για όσους ενδιαφέρονται και γνωρίζουν ισπανικά, υπάρχει μεταξύ άλλων στο διαδίκτυο το βιβλίο του Javier Campo, Las ideas libertarias y la Cuestion Social en el Tango (Οι ελευθεριακές Ιδέες και το Κοινωνικό Ζήτημα στο Τάνγκο, εκδ. Editorial Reconstruir).
Η δεκαετία 1910-1920 είναι η περίοδος όπου το τάνγκο βγαίνει από τα στενά όρια της Αργεντινής και της Ουρουγουάης και κατακτά τον κόσμο, αναγκάζοντας, μεταξύ άλλων, τους Αργεντίνους αστούς να το αποδεχθούν. Γύρω στα 1910, το τάνγκο άρχισε να χορεύεται έξω από την Αργεντινή, ως ένας καινούριος χορός της μόδας από την αστική τάξη αλλά και από την αριστοκρατία, πρώτα στο Παρίσι και μετά στην υπόλοιπη Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική, πράγμα που αντανακλάται και στα εγχειρίδια περί κοινωνικών χορών της εποχής, τα οποία περιλαμβάνουν και το τάνγκο. Την ίδια περίοδο το τάνγκο φτάνει και στην Ελλάδα. Ήδη το 1914 οι οπερέτες Πόλεμος εν Πολέμω του Σπύρου Σαμαρά και Στα Παραπήγματα του Θεόφραστου Σακελλαρίδη περιλαμβάνουν ελληνικά τάνγκο. Τα επόμενα χρόνια, και ιδίως στο μεσοπόλεμο, ηχογραφούνταν και κυκλοφορούσαν σε δίσκους γραμμοφώνου πάνω από εκατό ελληνικά τάνγκο κάθε χρόνο.
Carlos Gardel
Το τάνγκο χορεύεται από σφιχταγκαλιασμένα ζευγάρια, και μολονότι το αγκάλιασμα κάπου κάπου μπορεί να χαλαρώνει επιτρέποντας να εκτελούνται οι κινήσεις που το απαιτούν, κατά κανόνα δεν σπάει. Είναι έντονα αυτοσχεδιαστικό με σαφώς διακριτούς ρόλους για τον καβαλιέρο και την ντάμα, όπου ο καβαλιέρος με την κίνησή του προτείνει κινήσεις στην ντάμα στις οποίες τελικά προσαρμόζεται ο ίδιος. Έτσι, όταν το χορεύουν έμπειροι χορευτές, υπάρχει ένας διάλογος του ζευγαριού με αφορμή την μουσική επειδή, σε αντίθεση με άλλους χορούς, δεν έχει τυποποιημένα βήματα και φιγούρες, αλλά μάλλον ένα κινησιολογικό λεξιλόγιο και ένα αντίστοιχο συντακτικό που επιτρέπει τον αυτοσχεδιαστικό σχηματισμό χορευτικών φράσεων σχεδόν απεριόριστης ποικιλίας ανάλογα με την μουσική, την διάθεση του ζευγαριού και τον διαθέσιμο χώρο στην πίστα.
Παρόλα αυτά, στην αυθεντική του μορφή το τάνγκο παραμένει ένα είδος που συνεχίζει να εξυμνεί τα πάθη, τους πόθους, τα έργα και ημέρες του λούμπεν προλεταριάτου, αλλά και την πολιτική του καταγωγή. Θα κλείσω με τους στίχους ενός ποιήματος του Χόρχε Λουίς Μπόρχες αφιερωμένο στο τάνγκο και τη θεματολογία του:
Πού να βρίσκονται; ρωτά η ελεγεία
για κείνους που πια δεν υπάρχουν, μαθές,
σα να υπήρχε ένα μέρος όπου το Χθες
είναι το Σήμερα, το Ακόμα ή το Επιπλέον μία.
Πού να βρίσκονται (επαναλαμβάνω) από απάχηδες τόσες γενιές
που πήγαν κι έστησαν μια τρομερή νύχτα
σε σκονισμένους χωματόδρομους ή σε χαμένες γειτονιές
του στιλέτου και της μαγκιάς τη σέχτα;
Πού να βρίσκονται εκείνοι που πέρασαν;
Στην εποποιία ένα επεισόδιο κόμισαν χορηγία
κι ένα θρύλο στο χρόνο. Που δίχως καμία κακία,
όφελος ή ερωτικό πάθος ο ένας τον άλλον μαχαίρωσαν;
Τους ψάχνω μέσα στους θρύλους τους, στην τελευταία
θράκα που, όπως ένα αναπάντεχο τριαντάφυλλο,
κρατάει κάτι από εκείνον τον ψυχωμένο όχλο
στο Κοράλες και στην Μπαλβανέρα την ωραία.
Σε ποια σκοτεινά στενοσόκακα ή τόπο έρμο
του άλλου κόσμου θα κατοικεί η γρανιτένια
η σκιά εκείνου του Μουράνια,
του μαχαιροβγάλτη απ' το Παλέρμο;
Κι εκείνος ο μόρσιμος Ιμπέρα (που κι οι άγιοι
τον λυπούνται) σ' ένα γιοφύρι του δρόμου, του Νιάτου,
του αδερφού του, έδωσε χτύπημα θανάτου.
Στα φονικά τον ξεπερνούσε κι έγιναν οι φόνοι πάγιοι.
Μια μυθολογία κοφτερών εγχειριδίων
σβήνει αργά μέσα στη λήθη.
Ένα τραγούδι για άθλους ελήφθη
μέσα στο θόρυβο των αστυνομικών δελτίων.
Μα υπάρχει κι άλλη θράκα, κι άλλου πυρακτωμένου ρόδου,
από τη στάχτη που τους φυλάει ακέραιους.
Εκεί βρίσκεις μαχαιροβγάλτες αγέρωχους
και το βάρος του αθόρυβου μαχαιριού ενός βάρδου.
Αν κι αυτό το εχθρικό στιλέτο ή τ' άλλο στιλέτο,
ο Χρόνος, τους έστειλε κάτω απ' το χώμα,
σήμερα, έξω απ' του χρόνου το παραπέτο,
το θάνατο, εκείνοι οι πεθαμένοι ζουν μεσ' του τάνγκο το σώμα.
Μεσ' στις χορδές της μουσικής βρίσκονται,
στης κιθάρας το αργό το παίξιμο,
και λέει μια μιλόνγκα μ' αλέγρου ρυθμού πλέξιμο
για το γιορτάσι και την αθωότητα σαν πέτονται.
Γυρίζει ο κίτρινος τροχός πάνω απ' το κενό
μ' άλογα και με λιοντάρια. Ακούω την ηχώ
και με του Αρόλας και του Γκρέκο τα τάνγκο ξεψυχώ
που είδα κάποτε να χορεύουν στο στενό,
κάποια στιγμή που αναδύεται απ' το πουθενά,
δίχως πριν ούτε μετά, ενάντια στη λήθη,
που θυμίζει της ίδιας της απώλειας τα ήθη,
το χαμό και το ανακτημένο ξανά.
Στ' ακόρντα υπάρχουν πράγματα παλιά, στους στίχους:
στο άλλο πάτιο και στης κληματαριάς τους γρίφους.
(Πίσω απ' τους καχύποπτους τοίχους
ο Νότος κρατάει την κιθάρα και τη λαβή του ξίφους).
Εκείνο το ξέσπασμα, το τάνγκο, εκείνη η διαβολιά,της ζωής τα μεστά χρόνια προκαλεί.
Φτιαγμένος από σκόνη και χρόνο, ο άνθρωπος διαρκεί λιγότερο κι απ' του μεσημεριού την αντηλιά.
Το παρόν κείμενο βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε ένα άλλο αφιέρωμα που γράφτηκε κάπου το 2009 από έναν αδελφικό μου φίλο και σύντροφο, τον Νίκο Πι Ανέσθιο Ντε λα Τσιάπας. (φαντάζομαι το χαμόγελό του όταν θα το διαβάζει για την απόδοση του ονόματός του).
Είχε ανέβει τότε σε κάποιες κινηματικές σελίδες, αλλά στη πορεία το «έφαγε» η λήθη του χρόνου. Μετά από μια μικρή ιντερνετική έρευνα, το εμπλούτισα με ακόμη περισσότερες ιστορικές και κοινωνικές αναφορές.
Για τη συγγραφή του παραπάνω κειμένου χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από: https://musicmarket.gr και την wikipedia
Διαβάστε σχετικά:
Η αναρχική προέλευση των αργεντίνικων γλυκισμάτων...
Αντώνης Ζήβας
Ο Αντώνης Ζήβας είναι D.J. ραδιοφωνικός παραγωγός και record sellector εδώ και 28 έτη. Παράλληλα έχει υπάρξει μπασίστας σε διάφορες γνωστές-άγνωστες Punk και Alternative μπάντες από τη δεκαετία του '80 ως τις μέρες μας, ενώ ανήκει στο απροστάτευτο υπό εξαφάνιση είδος των δισκοπωλών. Γεννήθηκε στη Πάτρα, αλλά διάλεξε να ζήσει για πάρα πολλά χρόνια στη Κρήτη, όπου και απέκτησε τη Κρητική υπηκοότητα, την οποία διατηρεί ακόμη με πείσμα. Τα τελευταία χρόνια κατοικεί στη κοιλιά του τέρατος που ονόμασαν Αθήνα, περιφέροντας το σάρκιον του σε διάφορα Booth της Αθηναϊκής νύχτας και μία φορά την εβδομάδα τα μεσημέρια των Σαββάτων, ξαποστένει στο μικρόφωνο του metadeftero.gr, μέσα από την εκπομπή Reclaim The Music
Αντώνης Ζήβας
Ο Αντώνης Ζήβας είναι D.J. ραδιοφωνικός παραγωγός και record sellector εδώ και 28 έτη. Παράλληλα έχει υπάρξει μπασίστας σε διάφορες γνωστές-άγνωστες Punk και Alternative μπάντες από τη δεκαετία του '80 ως τις μέρες μας, ενώ ανήκει στο απροστάτευτο υπό εξαφάνιση είδος των δισκοπωλών. Γεννήθηκε στη Πάτρα, αλλά διάλεξε να ζήσει για πάρα πολλά χρόνια στη Κρήτη, όπου και απέκτησε τη Κρητική υπηκοότητα, την οποία διατηρεί ακόμη με πείσμα. Τα τελευταία χρόνια κατοικεί στη κοιλιά του τέρατος που ονόμασαν Αθήνα, περιφέροντας το σάρκιον του σε διάφορα Booth της Αθηναϊκής νύχτας και μία φορά την εβδομάδα τα μεσημέρια των Σαββάτων, ξαποστένει στο μικρόφωνο του metadeftero.gr, μέσα από την εκπομπή Reclaim The Music
Αντώνης Ζήβας
Ο Αντώνης Ζήβας είναι D.J. ραδιοφωνικός παραγωγός και record sellector εδώ και 28 έτη. Παράλληλα έχει υπάρξει μπασίστας σε διάφορες γνωστές-άγνωστες Punk και Alternative μπάντες από τη δεκαετία του '80 ως τις μέρες μας, ενώ ανήκει στο απροστάτευτο υπό εξαφάνιση είδος των δισκοπωλών. Γεννήθηκε στη Πάτρα, αλλά διάλεξε να ζήσει για πάρα πολλά χρόνια στη Κρήτη, όπου και απέκτησε τη Κρητική υπηκοότητα, την οποία διατηρεί ακόμη με πείσμα. Τα τελευταία χρόνια κατοικεί στη κοιλιά του τέρατος που ονόμασαν Αθήνα, περιφέροντας το σάρκιον του σε διάφορα Booth της Αθηναϊκής νύχτας και μία φορά την εβδομάδα τα μεσημέρια των Σαββάτων, ξαποστένει στο μικρόφωνο του metadeftero.gr, μέσα από την εκπομπή Reclaim The Music