Μετάφραση:* Πάνος Τομαράς
Στις 30 Μαρτίου 1970 ο κόσμος της μουσικής απέκτησε ένα από τα πιο προκλητικά και εξαιρετικά άλμπουμ που ηχογραφήθηκαν ποτέ, το Bitches Brew του Μάιλς Ντέιβις. Από τις 30 Μαρτίου 1970 που κυκλοφόρησε έχει μεταβληθεί, από μια κατά κύριο λόγο, παρεξηγημένη δουλειά, στο άλμπουμ που αναγνωρίζεται ως ο γεννήτορας του τζαζ ροκ ήχου, καθώς και μια μεγάλη επιρροή στην εξέλιξη του ροκ και του φανκ σε ευρύτερο επίπεδο.
Το Bitches Brew σηματοδότησε τη συνέχεια του πειραματισμού του Ντέιβις με τα ηλεκτρικά όργανα που είχε εγκαινιάσει στο προηγούμενο άλμπουμ του, το περίφημο In a Silent Way του 1969. Χρησιμοποιώντας όργανα όπως το ηλεκτρικό πιάνο και την ηλεκτρική κιθάρα, ο Ντέιβις εγκατέλειψε τους παραδοσιακούς τζαζ ρυθμούς για χάρη πιο χαλαρών ενορχηστρώσεων, επηρεασμένων από το ροκ, που επικεντρώνονταν γύρω από τεχνικές αυτοσχεδιασμού.
Η μουσική του Bitches Brew είναι ταυτόχρονα προκλητική και εξαιρετική. Σ’ εκείνο το σημείο της καριέρας του Ντέιβις, αποτελούσε έναν δρόμο χωρίς επιστροφή προς την κατεύθυνση που είχε ξεκινήσει με την ηχογράφηση του “Circle in the Round” τον Δεκέμβριο του 1967. Μέχρι τον Αύγουστο του 1969, η μουσική του Ντέιβις παρέμενε αρκετά κοντά στην τζαζ αισθητική και στο γούστο του τζαζ κοινού, ώστε να του επιτρέπει μια σχετικά ομαλή επιστροφή στην αγκαλιά του ιδιώματος της τζαζ. Όμως η σφοδρότητα και η ένταση αυτού του άλμπουμ έθεσαν σε κίνηση μια δυναμική που η πορεία της ήταν αδύνατον να αντιστραφεί. Οι υπνωτικοί ρυθμοί είχαν τις ρίζες τους στο ροκ και στην αφρικανική μουσική, και ανήγγειλαν ένα καινούριο, περιπετειώδες μουσικό σύμπαν, με αποτέλεσμα ο Μάιλς να προσελκύσει ένα νέο ακροατήριο και να εκτοξευθεί στη στρατόσφαιρα ως μουσικός.
Η τεράστια επιρροή αυτού του δίσκου στη μουσική σκηνή της τζαζ πιθανώς ενισχύθηκε από το γεγονός ότι σχεδόν όλοι οι μουσικοί που συμμετέχουν, έκαναν στη συνέχεια λαμπρή καριέρα από μόνοι τους. Ο Τζο Ζάβιναλ και ο Γουέιν Σόρτερ (μαζί με τον περκασιονίστα Αΐρτο Μορέιρα) έπαιξαν στους Weather Report, ο Χέρμπι Χάνκοκ και ο Μπένι Μόπιν έφτιαξαν τους Mwandishi, ο Τζον ΜακΛόχλιν με τον Μπίλι Κόμπαμ σχημάτισαν τους Mahavishnu Orchestra και ο Τσικ Κορία δημιούργησε τους Return to Forever με τον Λένι Γουάιτ.
Τον Ιανουάριο του 1969 ο πυρήνας της μπάντας του Ντέιβις είχε σταθεροποιηθεί και περιλάμβανε τον Γουέιν Σόρτερ στο σοπράνο σαξόφωνο, τον Ντέιβ Χόλαντ στο μπάσο, τον Τσικ Κορία στο ηλεκτρικό πιάνο και τον Τζακ ΝτεΤζονέτ στα ντραμς. Για την ηχογράφηση του επόμενου άλμπουμ του, ο Ντέιβις επανέφερε δύο παλιά μέλη της μπάντας του, τον Τόνι Γουίλιαμς στα ντραμς, επειδή ήθελε να χρησιμοποιήσει το στυλ του, και τον Χέρμπι Χάνκοκ στο δεύτερο ηλεκτρικό πιάνο, καθώς είχαν συμφωνήσει και οι δυο από πριν να συνεργαστούν με τον Ντέιβις στο στούντιο. Τον επόμενο μήνα προστέθηκαν στην εξάδα ο Αυστριακός Τζόζεφ Ζάβιναλ στα πλήκτρα, αφού του τηλεφώνησε ο Ντέιβις και του ζήτησε να φέρει ιδέες για το γκρουπ, και ο Άγγλος κιθαρίστας Τζον ΜακΛόχλιν, ο οποίος είχε πάει στις Ηνωμένες Πολιτείες λιγότερο από δυο εβδομάδες νωρίτερα για να παίξει στο συγκρότημα του Τόνι Γουίλιαμς, τους Lifetime, πριν ο Ντέιβις του ζητήσει να παρευρεθεί στις ηχογραφήσεις.
Παρόλο που στις ζωντανές εμφανίσεις και στα πρόσφατα άλμπουμ Miles in the Sky (1968) και Filles de Kilimanjaro (1968) είχε γίνει εμφανής η στιλιστική στροφή του Ντέιβις προς τα ηλεκτρικά όργανα και την τζαζ φιούζιον, το In a Silent Way περιλάμβανε για πρώτη φορά πλήρη ηλεκτρική ενορχήστρωση. Θεωρείται από τους μουσικοκριτικούς σαν ο πρώτος φιούζιον δίσκος του Ντέιβις, σηματοδοτώντας την αρχή της «ηλεκτρικής» περιόδου του. Επίσης, είναι ο πρώτος δίσκος του Ντέιβις που δημιουργήθηκε σε μεγάλο βαθμό με την επεξεργασία των ταινιών από τον παραγωγό Τίο Μασέρο, οι τεχνικές του οποίου έχουν δώσει στοιχεία της κλασικής φόρμας της σονάτας στις ηχογραφήσεις του Ντέιβις για το In a Silent Way.
Τον Αύγουστο του 1969, ο Ντέιβις συγκέντρωσε την μπάντα του για πρόβα μια εβδομάδα πριν τις κλεισμένες ημερομηνίες στο στούντιο. Το κουιντέτο του πλαισίωσαν ο Ζάβιναλ, ο ΜακΛόχλιν, ο Λάρι Γιάνγκ, ο Λένι Γουάιτ, ο Ντον Αλάιας, ο Τζούμα Σάντος και ο Μπένι Μόπιν. Ο Ντέιβις είχε γράψει κάποιες απλές συγχορδίες, αρχικά για τρία πιάνα, που τις επέκτεινε σε ένα σχεδίασμα για μια σύνθεση ευρύτερης κλίμακας. Παρουσίασε στα μέλη του συγκροτήματος αυτά τα «μουσικά σκίτσα» και τους είπε να παίξουν ό,τι τους ερχόταν στο μυαλό, αρκεί να ταίριαζε με τις συγχορδίες που είχε επιλέξει. Αυτό ήταν όλο.
«Ήμασταν σαν ορχήστρα, και ο Μάιλς ήταν ο μαέστρος μας. Φορούσαμε ακουστικά. Έπρεπε να ακούμε πολύ καλά ο ένας τον άλλο. Δεν υπήρχαν καλεσμένοι στην ηχογράφηση. Απαγορεύονταν ακόμα κι οι φωτογραφίες. Υπήρχε όμως ένας καλεσμένος, που δεν αναφέρεται ποτέ, ο Μαξ Ρόουτς. Οι ηχογραφήσεις έγιναν αποκλειστικά ζωντανά, χωρίς όβερνταμπ, μέσα σε τρεις μέρες, από τις 10 π.μ. μέχρι τη 1 μ.μ.» – Λένι Γουάιτ.
Ίσως η πιο σημαντική καινοτομία ήταν ρυθμικής φύσεως. Στην ηχογράφηση συμμετείχαν δύο μπασίστες (ο ένας στο ηλεκτρικό μπάσο κι ο άλλος στο κοντραμπάσο), δυο, τρεις ντράμερ σε κάθε κομμάτι, δυο, τρεις ηλεκτρικοί πιανίστες και ένας περκασιονίστας, που όλοι έπαιζαν ταυτόχρονα. Επιπλέον, σε αντίθεση με τους περισσότερους τζαζ δίσκους εκείνης της εποχής, η μουσική που ηχογράφησε το κάθε σύνολο υπέστη σημαντική επεξεργασία μετέπειτα. Σύντομα σημεία ενώθηκαν για να δημιουργήσουν μεγαλύτερα σε διάρκεια μέρη και περάστηκαν διάφορα εφέ στις ηχογραφήσεις. Το Bitches Brew δεν έγινε ένας ριζοσπαστικός κλασικός δίσκος μόνο για τη μουσική καινοτομία του, αλλά έμεινε επίσης γνωστό για την πρωτοποριακή χρήση της τεχνολογίας του στούντιο.
«Το Bitches Brew εγκαινίασε τη χρήση του στούντιο σαν άλλο ένα μουσικό όργανο, καθώς περιλαμβάνει ένα σωρό κοψίματα και ραψίματα, όπως και πολλά στουντιακά εφέ που ήταν εγγενές τμήμα της μουσικής. Ο Μάιλς και ο παραγωγός του, ο Τίο Μασέρο, χρησιμοποίησαν καινούριες, τολμηρές μεθόδους στο στούντιο, ιδίως στο ομώνυμο κομμάτι και στο πρώτο, το “Pharaoh’s Dance”. Υπήρχαν πολλά ειδικά εφέ, όπως λούπες με ταινίες, ντιλέι με ταινία, ρίβερμπ και άλλα».(Απόσπασμα από το The Making of Bitches Brew, των Πολ Τίντζεν και Ενρίκο Μέρλιν).
Το Bitches Brew έχει πουλήσει πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα από τότε που κυκλοφόρησε, και πολλοί μουσικοκριτικοί τη δεκαετία του ’70 θεώρησαν ότι αναζωπύρωσε τη δημοτικότητα της τζαζ στο ευρύ κοινό εκείνη την περίοδο. Ακολούθησαν κι άλλοι φιούζιον δίσκοι με πιο εκλεπτυσμένες εκδοχές του καινούριου στυλ της τζαζ του Ντέιβις, που πούλησαν εκατομμύρια αντίτυπα, όπως το Head Hunters του Χέρμπι Χάνκοκ και το άλμπουμ Breezin’ του Τζορτζ Μπένσον από το 1976.
Το Penguin Guide to Jazz χαρακτήρισε το Bitches Brew σαν ένα από τα πιο αξιόλογα καλλιτεχνικά επιτεύγματα των τελευταίων πενήντα χρόνων του αιώνα σε οποιαδήποτε μορφή τέχνης. Το 2003 το άλμπουμ μπήκε στον κατάλογο με τα 500 καλύτερα άλμπουμ όλων των εποχών του περιοδικού Rolling Stone, στο νούμερο 94.
Πληροφορίες
Κυκλοφορία 30 Μαρτίου 1970
Ηχογράφηση 19-21 Αυγούστου 1969
Στούντιο Κολούμπια, στούντιο Β (Νέα Υόρκη)
Εταιρεία Columbia
Παραγωγός Τίο Μασέρο
Μουσικοί
Μάιλς Ντέιβις τρομπέτα
Γουέιν Σόρτερ σοπράνο σαξόφωνο
Μπένι Μόπιν μπάσο κλαρινέτο
Τζο Ζάβιναλ ηλεκτρικό πιάνο
Τσικ Κορία ηλεκτρικό πιάνο
Τζον ΜακΛόχλιν ηλεκτρική κιθάρα
Ντέιβ Χόλαντ κοντραμπάσο και ηλεκτρικό μπάσο
Χάρβεϊ Μπρουκς ηλεκτρικό μπάσο
Λένι Γουάιτ ντραμς
Τζακ ΝτεΤζονέτ ντραμς
Ντον Αλάιας κόνγκας
Τζούμα Σάντος σέικερ, κόνγκας
Λάρι Γιάνγκ ηλεκτρικό πιάνο
Μπίλι Κόμπαμ ντραμς
Αΐρτο Μορέιρα κρουστά, κουίκα
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:
ΔΕΙΤΕ:
Παρακολουθείστε το ντοκιμαντέρ του Stanley Nelson, "Miles Davis - Birth Of The Cool"...
Πάνος Τομαράς
O Πάνος Τομαράς είναι μουσικός και μεταφραστής. Ως μπασίστας σήμερα κατοικοεδρεύει στους Swing Shoes, στους Happy Dog Project, στους Rosewodd Brothers, Maximum High και στους Βabi Bone Project, ενώ στο παρελθόν συμμετείχε στα θρυλικά πλέον συγκροτήματα των Honeydive, των Engine V και των Earthbound.
Πάνος Τομαράς
O Πάνος Τομαράς είναι μουσικός και μεταφραστής. Ως μπασίστας σήμερα κατοικοεδρεύει στους Swing Shoes, στους Happy Dog Project, στους Rosewodd Brothers, Maximum High και στους Βabi Bone Project, ενώ στο παρελθόν συμμετείχε στα θρυλικά πλέον συγκροτήματα των Honeydive, των Engine V και των Earthbound.
Πάνος Τομαράς
O Πάνος Τομαράς είναι μουσικός και μεταφραστής. Ως μπασίστας σήμερα κατοικοεδρεύει στους Swing Shoes, στους Happy Dog Project, στους Rosewodd Brothers, Maximum High και στους Βabi Bone Project, ενώ στο παρελθόν συμμετείχε στα θρυλικά πλέον συγκροτήματα των Honeydive, των Engine V και των Earthbound.