Ο John Lee Hooker είναι η απόδειξη της δύναμης των blues και της ικανότητάς τους να υπερβαίνουν τα όρια των γενεών και του χρώματος της επιδερμίδας. "Τα blues είναι η ρίζα όλης της μουσικής", έλεγε. "Τα βάσανα και ο πόνος των ανθρώπων, τα προβλήματα και η απογοήτευση, όλα αυτά συνθέτουν τα blues και αυτά επηρεάζουν τους πάντες, πλούσιους και φτωχούς ανεξαρτήτως χρώματος. Το μήνυμα των blues είναι απαράμιλλο. Μπορεί κάποια στιγμή να ξεθυμαίνει, αλλά πάντα επιστρέφει, δεν πεθαίνει ποτέ".
Ο John Lee Hooker, ένας από τους πιο διάσημους και επιτυχημένους από όλους τους τραγουδιστές των blues του Μισισίπι, έμαθε να παίζει κιθάρα από τον πατριό του του, Will Moore, καθώς ο πραγματικός του πατέρας, ένας ιεροκήρυκας, απεχθανόταν τη συγκεκριμένη μουσική. Πέρασε πολλά από τα πρώτα του χρόνια με την οικογένειά του στα βαμβακοχώραφα γύρω από το Βανς και το Λάμπερτ. Σε ηλικία 14 ετών, έφυγε στο Μέμφις του Τενεσί, όπου γνώρισε και έπαιξε με τον Robert Lockwood. Δύο χρόνια αργότερα μετακόμισε στο Σινσινάτι όπου έμεινε για περίπου 10 χρόνια, αλλά το 1943, μετακόμισε στο Ντιτρόιτ δουλεύοντας στη διάρκεια της ημέρας σαν επιστάτης και παίζοντας τα βράδιασε blues κλαμπ και μπαρ γύρω από την οδό Χέιστινγκς, την καρδιά της συνοικίας των μαύρων. Με τα χρόνια ανέπτυξε το μοναδικό boogie στυλ κιθάρας που έκανε τη μουσική του τόσο διακριτή και συναρπαστική.
Το 1948 δόθηκε τελικά στον Hooker η ευκαιρία να ηχογραφήσει. Με τη συνοδεία μόνο της ηλεκτρικής κιθάρας του και χτυπώντας συνεχώς το πόδι του στο δάπεδο, ηχογράφησε το «Boogie Chillen», που χάρη στον υπνωτικό ρυθμό του γνώρισε εντυπωσιακή επιτυχία όταν κυκλοφόρησε από τη Modern Records μέσα στην ίδια χρονιά.
Από τα τέλη της δεκαετίας του '40 έως τις αρχές της δεκαετίας του '50, ο Hooker υπήρξε ιδιαίτερα παραγωγικός ακολουθώντας μια πολύ επιτυχημένη πορεία με τη Modern, ηχογραφώντας κλασικά τραγούδια όπως τα "Crawling King Snake", "In The Mood", "Rock House Boogie" και "Shake Holler & Run". Ωστόσο, τα χρήματα που κέρδιζε δεν ανταποκρίνονταν στην επιτυχία του και έτσι άρχισε να κυκλοφορεί δίσκους με διαφορετικά ονόματα (John Lee Booker, John Lee Cooker, Johnny Williams, Delta John, Sir John Lee Hooker, Little Pork Chops, Texas Slim, Birmingham Sam, John Lee, Boogie Man, Johnny Lee και John L. Booker), κάτι που δεν δημιούργησε πρόβλημα στους θαυμαστές τους καθώς ο ήχος και το στυλ του ήταν τόσο χαρακτηριστικά που δεν υπήρχε πιθανότητα να "παραπλανηθούν".
Ο Hooker περιόδευε παίζοντας σε R&B χώρους σε ολόκληρη τη χώρα και αυτό συνέβαλε περαιτέρω στην αύξηση της δημοτικότητάς του ανάμεσα στο κοινό των μαύρων Αμερικανών. Το 1955 εγκατέλειψε την Modern και ξεκίνησε μια μακρόχρονη συνεργασία με τη Vee Jay Records του Σικάγο ηχογραφώντας με ένα σφιχτοδεμένο μικρό συγκρότημα που περιλάμβανε τον κιθαρίστα Eddie Taylor και διάφορους συνδυασμούς πνευστών. Η συνεργασία με τον Vee Jay αποδείχθηκε πολύ ικανοποιητική, τόσο καλλιτεχνικά όσο και εμπορικά, παράγοντας μια σειρά επιτυχιών όπως τα απλοϊκά αλλά εντυπωσιακά «Dimples», «Maudie» και «Boom Boom».
Στις αρχές της δεκαετίας του '60 η φήμη του μεγάλωσε σημαντικά καθώς νεότεροι μουσικοί, όπως οι Rolling Stones, άρχισαν να τον αναφέρουν σαν επιρροή και σύντομα ακολούθησαν διεθνείς περιοδείες. Ο Hooker συνέχισε να κυκλοφορεί σινγκλ και άλμπουμ για τη Vee Jay, ενώ δίσκοι του άρχισαν να εμφανίζονται και με άλλες ετικέτες. Στα τέλη της δεκαετίας του '60, ηχογράφησε αρκετούς δίσκους για την Bluesway στοχεύοντας την αγορά ενός νεότερου ακροατηρίου. Η σχέση του με τη νέα γενιά μουσικών οδήγησε σε διάφορες συνεργασίες με αποκορύφωμα τον εντυπωσιακό άλμπουμ Hooker n' Heat που ηχογράφησε με τους σπουδαίους Canned Heat, οι οποίοι ήταν σαφώς επηρεασμένοι από τον ήχο του Hooker.
Τις επόμενες δεκαετίες, ο John Lee Hooker συνέχισε να ηχογραφεί, να περιοδεύει και να συνεργάζεται με διάσημα ονόματα, ανανεώνοντας την επιτυχία του με το άλμπουμ The Healer, στο οποίο συμμετείχαν ονόματα όπως ο Carlos Santana, η Bonnie Raitt, o Robert Cray, οι Los Lobos, οι Canned Heat και ο Charlie Musselwhite. Υπήρξε κάτοχος τεσσάρων Grammy και πολλών άλλων βραβείων, ενώ ένα αστέρι στο Hollywood Walk of Fame φέρει το όνομά του. Έχει ενταχθεί στο Rock and Roll όσο και στο Blues Halls of Fame.
Πέθανε στο σπίτι του στο Λος Άλτος της Καλιφόρνιας στις 21 Ιουνίου 2001 σε ηλικία 83 (;) ετών.