Το ποίημα...

Γράφει ο Σωτήρης Θεοχάρης

Οι πρώτες εργάσιμες μέρες μετά τον δεκαπενταύγουστο στις μεγαλουπόλεις είναι αργές. Θαρρεί κανείς πως ακόμα και οι ελάχιστοι άνθρωποι που έχουν παραμείνει σε αυτές αφήνουν ίχνη βαρεμάρας, καθώς κινούνται σαν υπνωτισμένα σαλιγκάρια που διαγράφουν τις πορείες τους με γραμμές διάφανης βλέννας στην άσφαλτο. Υπολειτουργούν οι λογικές, οι αισθήσεις καταπίνουν βαρβιτουρικά, η ραθυμία σιγοκαίει το γκαζόν στα πάρκα, μια αλλόκοτη ησυχία κουκουλώνει την πόλη και κάνει τα πάντα να ξεχωρίζουν πιο έντονα και καθαρά...

Γέροντες ξερνούν το άσθμα τους στα μπαλκόνια, ανεμιστήρες φυσούν δροσιά στα αχαμνά ξεχασμένων μπατίρηδων, τσιριχτές χοντρομανάδες μιλούν στα κινητά με τα μεγαλοτσούτσουνα, μονάκριβα, καμάρια τους που πλατσουρίζουν σε κάποιο νησί “με την λεγάμενη” και με τις καλοπαντρεμένες κόρες τους που κουμαντάρουν τα σκουζοκουτσούβελα στις παραλίες με τις ακριβοθώρητες, all inclusive, ξαπλώστρες ή θάβουν τις πάνες στις ομορφότερες ερημικές ακτές, ως δείγμα πολιτισμού για τους αρχαιολόγους του μέλλοντος. Διάπυρα αυτοκίνητα περιμένουν υπομονετικά στα φανάρια, σε άδειες διασταυρώσεις, μουρμουρίζοντας στο ρελαντί χαρούμενες ποπ μελωδίες από ατέρμονα πλέιλιστ, άεργοι υπάλληλοι σε θυρίδες ατενίζουν το κενό μαύρο μέλλον τους έχοντας βγάλει τα παπούτσια τους και ξύνοντας τις τσιμπιές από τα σκουπιδοθρεμμένα παχουλά κουνούπια της Αθήνας. Μερακλωμένοι καψούριδες πίνουν φτηνές μπύρες και ακούν διαπασών κλαιγάμενες ηχογραφήσεις από πανηγύρια. Αραιά και που κάποιοι κάγκουρες με κομμένες εξατμίσεις σε τσουρνεμένα παπιά ξύνουν το νευρικό σύστημα των δασκάλων της γιόγκα που έχασαν το καράβι για την Ανάφη και θρηνούν κάνοντας κόμπο τα κορμιά τους στο παρκέ. Προέφηβοι λαϊκών οικογενειών μαλακίζονται ιδρωμένοι όσες φορές αντέχουν βλέποντας τσόντες στο διαδίκτυο μέχρι να τσούξουν οι παλάμες τους και να μην μπορούν να παίξουν άλλο pro ή να τσατάρουν. Μυρωδιές από βαριά μπαχαρικά και τσιγαριστό κρεμμύδι στους φωταγωγούς απ τα ημιυπόγεια των μεταναστών και καταστήματα με χαρούμενες λουλουδάτες επιγραφές στις τζαμαρίες που γράφουν “κλειστά λόγω διακοπών” αλλά που κουβαλούν ένα υποβόσκον άγχος αν θα καταφέρουν και αυτή τη χρονιά να είναι ανοιχτά μετά το τέλος των διακοπών. 

Στο σουπερμάρκετ η μεταδεκαπενταυγουστιανή κίνηση είναι σε νεκροφάνεια. Ελάχιστοι πελάτες περνούν τις αυτόματες θύρες, ακόμα πιο ελάχιστοι πάνε στους πάγκους με τα κρεατικά, τα τυριά και τα αλλαντικά ή την μαναβική. Οι περισσότεροι έχουν επιστρέψει απ τα χωριά τους φορτωμένοι με νωπά προϊόντα του τόπου, σφαγμένα και καλοκαψαλισμένα αλανιάρικα κοτόπουλα των πεθερών, ντενεκέδες με φέτα του ξάδερφου γιδοβοσκού κομματάρχη, αποψιλωμένα μποστάνια όλων των συγγενών τους μέχρι τετάρτου βαθμού και ότι άλλο μπορούν να κουβαλήσουν στα κατσιασμένα απ το βάρος αμάξια τους, με τα φουσκωτά μπανανί κανό δεμένα στην οροφή. Συνήθως ψωνίζουν μόνο προϊόντα καθαρισμού και κωλόχαρτα καθώς αυτά δεν φύονται ούτε ευδοκιμούν στα χωριά τους και δεν συγκαταλέγονται στα ΠΟΠ προϊόντα των τουριστικών προορισμών. Η αφόδευση της υπερκατανάλωσης των θερμίδων των διακοπών απαιτεί πολλά τρεχούμενα μέτρα κωλόχαρτου και αρκετό αρωματικό χώρου. 

Αν είχε μύγες στον πάγκο με τα τυριά εκείνη τη μέρα τότε, εκείνος και εκείνη ντυμένοι με τις ποδιές που έφεραν το κακόγουστο λογότυπο του σουπερμάρκετ, με σήμα τον χαμογελαστό μπάρμπα-μπακάλη που περισσότερο έμοιαζε με τον τραπεζίτη της επιτραπέζιας μονόπολης, θα έκαιγαν την ώρα τους στο θυσιαστήριο της βάρδιας σκοτώνοντας μύγες σαν επιδέξιοι τενίστες στον τελικό του Ρολάν Γκαρός.

Όμως το περιβάλλον ήταν αποστειρωμένο, δεν πετούν μύγες εκεί και ο ψυχρός φωτισμός απέπνεε μια αίσθηση χειρουργείου, απ το οποίο έλειπε μεν η ενοχλητική μυρωδιά του απολυμαντικού, αλλά ήταν παρούσα η έντονη και καθόλου ερωτική μπόχα της κάλτσας του φαντάρου που δημιουργούν οι εξαχνώσεις του μυκιτοπνεύματος κάποιων ειδών τυριών. Τυριά τα οποία παρόλα αυτά θεωρούνται άκρως ερωτικά όταν σερβίρονται στο ημίφως των κεριών, πάνω σε δρύινα πλατό, με συνοδεία καλού ακριβού κρασιού και ακόμα πιο ερωτικά όταν προσφέρονται με ένα μονόπετρο και μια ερώτηση. Δισεκατομμύρια βάναυσα ακρωτηριασμένα καμαμπέρ, γραβιέρες, ροκφόρ, μετσοβόνε, παρμεζάνα, έχουν ακούσει την μαγική λέξη “δέχομαι”, τεμαχιζόμενα, ως σταυρωμένοι θεοί από σάπιο γάλα, για τις μελλοντικές αμαρτίες των ανθρώπων που προχωρούν ανέμελοι και αφελείς στο απονενοημένο διάβημα του γάμου. Παραδόξως κανένα από αυτά τα τυριά δεν έχει ζήσει ποτέ την στιγμή των επερχόμενων τσακωμών με τα λεξιλόγια που ξεπερνούν ακόμα την φαντασία ζακυνθινού βαρκάρη και τις βαριές εκφράσεις που εμπλουτίζουν το παγκόσμιο υβρεολόγιο, σύμφωνα με την στατιστική, κατά τουλάχιστον μια ντουζίνα λέξεις το λεπτό. Κανένα από αυτά δεν έχει ακούσει ποτέ τα φωναχτά απειλητικά τηλεφωνήματα σε δικηγόρους διαζυγίων ή τα τραγούδια στα χωριζομεθύσια που γίνονται συνήθως με ξεροσφύρι βαριά ξύδια εισαγωγής. Σε όλες αυτές τις φάσεις της αποσύνθεσης του έρωτα τα τυριά είναι κλεισμένα στο ψυγείο, στοργικά προστατευμένα από την ηχομόνωση που παρέχει η πολυουρεθάνη, σαν τα κακόμοιρα παιδιά του πάθους ή της κοινωνικής υποχρέωσης τα οποία δεν θα μάθουν ποτέ πως “η μαμά και μπαμπάς έχουν κάποια μικρά προβλήματα συνεννόησης”. Προβλήματα τα οποία λύνονται “πολιτισμένα” με αγωγές, εκβιασμούς, βιτριόλια, ροπάλα του μπέιζμπολ, σφαίρες, μαχαίρια, πυρπολήσεις αυτοκινήτων και σπιτιών και άλλες ευγενείς πράξεις αγάπης, συντροφικότητας και σεβασμού. 

Έναν σχεδόν χρόνο τώρα, επί οκτώ ώρες, κάθε εργάσιμη μέρα, εκείνος δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω της και άλλες δεκάξι βασανιστικές ώρες που δεν την έβλεπε δεν μπορούσε να πάρει τη σκέψη του από εκείνη. Καιγόταν σαν σύρμα κατσαρόλας συνδεδεμένο σε δωδεκάβολτη μπαταρία για κείνη. Την ήθελε, την ποθούσε, την αγαπούσε, καύλωνε σε κάθε ανάσα της που έκανε να ανεβοκατεβαίνουν απαλά τα στήθη της, ξεσηκωνόταν ακόμα και όταν την άκουγε να λέει “από κεφαλοτύρι έχουμε μόνο Ιωαννίνων και Τρικάλων” με κείνη την βραχνή, μπαφιάρικη, λάγνα, γόνιμη φωνή. Τρελαινόταν όλες οι νευρικές του απολήξεις όταν την άγγιζε τυχαία βοηθώντας την να αλλάξει ένα βαρέλι φέτα στο ψυγείο. Έτρεμε όταν εκείνη έσκυβε να φτάσει τις ελιές θρούμπες στην άκρη της βιτρίνας καθώς ανασηκωνόταν ελαφρά και καθόλου πρόστυχα το φόρεμά της. Έναν ολάκερο χρόνο παιδευόταν να βρει τρόπο να την πλησιάσει, να της προβάλει την καρδιά του σε έγχρωμη σινεμασκόπ πρώτη προβολή, directors cut, χωρίς περικοπές, ακατάλληλη για ανέραστους, βραβευμένη με το όσκαρ ζεστών υγρών ονείρων και ευτυχίας. Να τολμήσει να την κάνει την υπέρτατη ιέρεια της πιο αληθινής και αμόλυντης εξομολόγησης του, να βρει ένα τρόπο να προσπελάσει το απροσπέλαστο στεγνό και απρόσιτο ύφος της, να βρει μια αφορμή να της επιδείξει τα δυνατά φτερά της ψυχής του, με τα οποία ονειρευόταν να πετάξει μαζί της και ας τον συνέτριβε στα κοφτερά βράχια της απόρριψης μια πιθανή της άρνηση. Δεν του έλειπε το θάρρος. Αντιθέτως. Μετά από ένα χρόνο βασανισμού στην υψικάμινο του μονομερούς έρωτα δεν είχε φόβο για τον πόνο της χυλόπιτας, ίσα ίσα ακόμα και η χυλόπιτα θα ήταν απλά χλιαρή σε σύγκριση με την θερμοκρασία της σύντηξης του πυρήνα του ήλιου που αναπτύσσονταν στο κεφάλι του κάθε φορά που την καλημέριζε το πρωί.

Απλά δεν ήξερε πως. Δεν είχε ιδέα πως να κατασκευάσει το τοξωτό πέτρινο γιοφύρι που θα τον πέρναγε απέναντι, υπερδρασκελίζοντας την κατάκρημνη χαράδρα των διαφορετικών τους κόσμων. Εκείνος απ τον κόσμο των αλητάμπουρων, λούμπεν, μισών ανθρώπων της στατιστικής, απ τα νυχτερινά σχολεία, τις φτωχογειτονιές, απ το μακρινό και θλιβερό προάστιο της ακατάπαυστης προσπάθειας για επιβίωση. Λιγόλογος κλειστός και μετρημένος από την ώρα που τον έφτυσε το μουνί της μάνας του και τον παράτησε, μόνο για πάντα, στο παγωμένο πυρέξ κάποιου κρατικού μαιευτηρίου. Παλεύοντας μια ζωή για την ίδια τη ζωή, δουλεύοντας από έφηβος, ακόμα και όταν ήταν φοιτητής της τεχνολογίας τροφίμων, ότι είχε καταφέρει στη ζωή του ήταν πάντα δύσκολο, τίποτα δεν του είχε χαριστεί. Όλα ήταν ρεαλισμός και αγώνας για την επιβίωση στα λίγα χρόνια της παρουσίας του σε αυτόν τον κόσμο. Και ακόμα και το πτυχίο του που πήρε με πολύ κόπο, χωρίς τις κατάλληλες γνωριμίες, στην εποχή της μεγάλης κρίσης, το πολυπόθητο χαρτί “κορνίζα”, που υποτίθεται πως ανοίγει διάπλατα τα διόδια στην λεωφόρο της σταδιοδρομίας και της καλύτερης ζωής δεν τον οδήγησε πουθενά. Στην εποχή της μεγάλης ανεργίας βρέθηκε τελικά με μια κωλοδουλειά βασικού μισθού στον πάγκο των τυριών και μια παράλληλη δεύτερη τρεις φορές την εβδομάδα ντελίβερι σε συνοικιακή πιτσαρία. Εκείνος ήταν από εκείνο τον κόσμο που “ο καλός ο κόσμος” αποτρέπει τα παιδιά του να επισκεφτούν.

Εκείνη αντίθετα ήταν “ο καλός ο κόσμος”, για την ακρίβεια ήταν ο ορισμός. Θυγατέρα νεοπλουτοφραγκάτων φιλελέ ακαδημαϊκών κληρονόμων βαρβάτων περιουσιών, αιώνια φοιτήτρια των καλών τεχνών, ξέγνοιαστη παραθερίστρια εκατονεξηνταπέντε (έως εκείνη τη στιγμή) προορισμών σε όλη την υδρόγειο, μελλοντική κληρονόμος ακινήτων που έφταναν να ζήσει πλουσιοπάροχα άλλες δέκα ζωές, καλομαθημένη, μοσχαναθρεμμένη, επιτηδευμένα ατημέλητη και ακόμα πιο επιτηδευμένα επαναστάτρια. Δεν είχε καμία ανάγκη να δουλεύει, αλλά ένας καυγάς με τον ξινό αγέλαστο και παραδόπιστο πατέρα της με αιτία κάποιο εξάμηνο ταξιδάκι στις Ινδίες που του ζήτησε να της χρηματοδοτήσει, ο οποίος κατέληξε στην κλασική μπουρζουάδικη φράση των καλών οικογενειών “να πας να δουλέψεις, να δεις πως βγαίνει το χρήμα, παλιοτεμπέλα ...”, την έκανε να σηκώσει ψηλά τα τείχη του κακομαθημένου εγωισμού της και να ψάξει για δουλειά. Θα μπορούσε να βρει διάφορες “αξιοπρεπείς” δουλειές, μέσω των εκατατοντάδων χαραμοφάιδων του κοινωνικού της περίγυρου, όμως ήθελε διακαώς να τιμωρήσει το γέρο και τη γριά της διαλέγοντας μια “ξεφτίλα” δουλειά. Φυσικά το να καθαρίζει τουαλέτες και κοινόχρηστους χώρους, που ήταν η αρχική της σκέψη, παρά ήταν βαρύ για το περιποιημένο κορμάκι της και έτσι διάλεξε επιδεικτικά το σουπερμάρκετ της γειτονιάς της, στα βόρεια προάστια, στα τυριά. Η φαντασία της ήταν αρκετά δημιουργική, ώστε να ταΐζει επιτυχημένα το ακόρεστο πείσμα της με την ικανοποίηση να την παρακαλούν οι γονείς της να σταματήσει να δουλεύει “στα τυριά”, γιατί “ρεζιλεύονται στη γειτονιά” και κείνη να μην σταματά. Φυσικά έμενε στο πατρικό και φυσικά δε είχε καμία ανάγκη τα χρήματα της δουλειάς τα οποία δεν προσέγγιζαν ούτε κατά διάνοια το χαρτζιλίκι της, ακόμα και μετά την περικοπή του στο μισό, ως τιμωρία. Απολάμβανε τον βασανισμό των γονιών της τόσο πολύ που της είχε γίνει εθισμός και όσο και αν μεγάλωναν οι δόσεις των παρακάλιων και των “συγγνώμη παιδί μου το είπα πάνω στα νεύρα μου” τόσο ήθελε κι άλλο.

Η εκδικητικότητα είναι μια αχόρταγη τρύπα στον χαρακτήρα των κακομαθημένων ανθρώπων, τόσο αχόρταγη που μπροστά της οι βελονιές στα χέρια των πρεζονιών της πλατείας Βάθη μοιάζουν χαριτωμένα μικρά κεντήματα από κακές συνήθειες.

Είχε ελάχιστες ευκαιρίες να την πλησιάσει κατ ιδίαν, συνήθως το πρωί στο ξεκίνημα της βάρδιας, όταν φόραγαν στην αποθήκη τις ποδιές τους και έπιναν βιαστικά καφέ, δηλαδή τις ελάχιστες εκείνες φορές που εκείνη ήταν στην ώρα της και δεν έφτανε καθυστερημένη μουντζούφλα, βιαστική, νευριασμένη και αγουροξυπνημένη και που δεν ήταν άλλοι απ το προσωπικό εκεί, ή στα διαλύματα όταν έβγαιναν έξω στον ακάλυπτο για τσιγάρο και τύχαινε εκείνη να έχει ξεχάσει ένα απ τα βιβλία ποίησης που κουβάλαγε σχεδόν πάντα μαζί της, από αυτά που διάβαζε συνήθως εντελώς απορροφημένη.
Την χάζευε όταν διάβαζε. Ήταν ερωτευμένος παράφορα. Όλα του άρεσαν πάνω της.
Δεν μπορούσε να διακρίνει κουσούρι γιατί λάτρευε και τα κουσούρια της. Θα γούσταρε ακόμα και τις πορδές της αν έκλανε, αλλά τα καλά κορίτσια με αγωγή Αρσακειάδας και σαβουάρ βιβρ δεν κλάνουν ποτέ, μάλλον για αυτό μερικές φορές γίνονται, χωρίς εμφανή λόγο, κόκκινα και άκαμπτα σαν τα μπαρμπούνια βαθιάς καταψύξεως Ατλαντικού.
Οι παράφορα ερωτευμένοι δε βρίσκουν ψεγάδι στο υποκείμενο του έρωτα τους. Κατασπαράσσουν την αγάπη τους ολόκληρη με το δέρμα, τις φολίδες, τα νύχια, τις τρίχες, τα σωματικά υγρά και τα κόκαλα, δεν αφήνουν τίποτα αχώνευτο απ το θήραμα του έρωτα.
Οι ερωτευμένοι είναι δαιμονισμένοι θηρευτές που δεν αρκούνται σε μια μερίδα, θέλουν την ολοκληρωτική κατάκτηση ακόμα και του περιβάλλοντα κόσμου του ατόμου που ποθούν. Είναι μαύρες τρύπες που δεν χορταίνουν εάν δεν καταπιούν και το τελευταίο φωτόνιο του φωτός που εκπέμπει ο γαλαξίας τον οποίον έχουν βάλει σκοπό να παγιδέψουν στο βαρυτικό τους πεδίο. Δεν χορταίνουν αν δεν απορροφήσουν κάθε πληροφορία της ύπαρξης του άλλου πίσω απ τον ορίζοντα των γεγονότων τους. Αυτό που ακτινοβολούν οι ερωτευμένοι δεν είναι παρά η υπέρθερμη διάλυση των προσωπικοτήτων, καθώς καταρρέουν μέσα τους.
Ο τρόπος που στήριζε το κορμί της αγέρωχα στον τοίχο, με λίγη υπεροψία μαθημάτων μπαλέτου και οι μικρές στάσεις στην ανάγνωση καθώς άφηνε το βιβλίο να κλείσει ανά διαστήματα, αφήνοντας το να ακουμπήσει απαλά στο στέρνο της, κάθε φορά που τελείωνε ένα ποίημα, και το βλέμμα που κοιτούσε γύρω αόριστα με ένα υπόγελο ύφος που έμοιαζε να λέει “είμαι ξεχωριστή”, τον τάραζε. Την είχε ερωτευτεί από την πρώτη στιγμή που ένιωσε την αύρα της να μπαίνει στο σουπερμάρκετ, απ την πρώτη λέξη της φράσης “καλημέρα είμαι η καινούργια”. Από κείνη τη στιγμή που οι φερορμόνες της πιστοποιήθηκαν με την αστραπιαία ταχύτητα μιας βίαιης χημικής αντίδρασης από τον υποθάλαμο του, ως οι απολύτως κατάλληλες και ενδεδειγμένες για να στηρίξουν την φυσική επιλογή, και ο εγκέφαλός του έλαβε την ανερμήνευτη λογικά, ενστικτώδη, εντολή για την δημιουργία της ακατανίκητης έλξης. Όμως δεν ήξερε τι να τις πει, σε ποια κοινή γλώσσα να τις μιλήσει, σε ποια ορθογραφία να τις συλλαβίσει το πάθος του για εκείνη. Στο μυαλό του οι σκέψεις του ήταν πολυλογάδικες, όμορφες, σαγηνευτικές και πολύχρωμες, όμως δε είχε ποτέ την δεινότητα της ρητορείας. Δεν κατείχε την ελάχιστη εκείνη μαλαγανιά του βιρτουόζικου προφορικού λόγου, την οποία όσοι τυχεροί την κουμαντάρουν μπορούν να φλερτάρουν ακόμη και με τον Εωσφόρο και να τον κάνουν να δαγκώνει την ουρά του από προσμονή, ή να κάνουν ακόμη και άφυλους αγγέλους να διαλέγουν φύλο και μεριά και να πουλάνε τα ξεπουπουλιασμένα φτερά τους με την οκά στα παπλωματάδικα για μια στιγμή ηδονής.
Οι κουβέντες που αλλάζανε ήταν είτε τυπικές, είτε για πρακτικά θέματα της δουλειάς και σπάνια, σπανιότατα για το πως πέρασαν το σαββατοκύριακο ή το προηγούμενο βράδυ και αυτό πάντα βιαστικά και πολύ περιληπτικά. Τίποτα ιδιαίτερα προσωπικό. Εξ άλλου είχε παρατηρήσει πως ποτέ δεν του έδινε πραγματικά σημασία όταν της έλεγε για τα βαρετά και αδιάφορα πράγματα που έκανε στη φτωχή ζωή του, ενώ εκείνος ρουφούσε κάθε της λέξη αν και δε είχε ιδέα για το πως είναι στα στέκια στα οποία σύχναζε εκείνη και πως ήταν να ζεις σε ένα “διανοούμενο” περιβάλλον. Στέκια και μπαρ στα οποία εκείνος δε θα μπορούσε να πληρώσει ούτε δεύτερο ποτό και παρέες με ανθρώπους οι οποίοι είχαν άπλετο χρόνο να μην ασχολούνται με τον χρόνο. Ούτε καταλάβαινε την οξύμωρη ουσία των “εναλλακτικών” της δραστηριοτήτων, τα ινσταλέσιον, τα χάπενινγκ, τις γκαλερί, τις θεματικές βραδιές ποίησης αφιερωμένες στη φτώχεια και τους άστεγους σε πανάκριβα κυριλέ μπιστρό, τις αγκαλιές σε δέντρα του εθνικού κήπου και τις ομαδικές ενεργειακές αυτοσυγκεντρώσεις για την θεραπεία της γης. Ήταν άφταστα για κείνον τα μονοήμερα πετάγματα αεροπορικώς, πρώτη θέση, στο Βερολινάκι, όπως το αποκαλούσε εκείνη, για ένα ιβέντ, τα πάρτι φίλων της σε αβάφτιστες βραχονησίδες με κότερα, ή τη γευσιγνωσία κρασιών στην Σαντορίνη αξίας τριών μηνιάτικων. Ήταν ακατανόητη για εκείνον (του είχε κάνει αλήθεια μεγάλη εντύπωση) η θεατρική χορο-ομάδα “Έλασμα” στην οποία εκείνη συμμετείχε σε μια παράσταση στην οποία όλοι ήταν γυμνοί ακίνητοι, με τσιρότα στο στόμα, επί είκοσι λεπτά με υπόκρουση από ηχογραφημένα κρώζοντα βατράχια πειραμάτων εργαστηρίου και σκηνικά από σπασμένες οθόνες υπολογιστών τυλιγμένες με κόκκινες κορδέλες ζαχαροπλαστείου, ένα κύκλο από μπουκέτα με βλίτα ανθοδετημένα με την ιαπωνική τεχνική της ικεμπάνα σε μεταχειρισμένο αλουμινόχαρτο και στο κέντρο η πρωταγωνίστρια, εκείνη, ξαπλωμένη σε στάση γέννας με ένα τηγανιτό αυγό μάτι επάνω σε κάθε θηλή, ένα σφυρί γερά δαγκωμένο στα δόντια της και μαύρο κομφετί ανάμεσα στα σκέλια της, και με κεντρικό νόημα, όπως του είχε πει, την καταγγελία της μοναξιάς στον καπιταλισμό.
Μια φορά μονάχα κατά τη διάρκεια αυτού του βασανιστικού χρόνου που ήταν στη δουλειά μαζί, μια Παρασκευή, τόλμησε να την ρωτήσει τι θα κάνει το βράδυ και κείνη του απάντησε πως θα πάει σινεμά στην πρώτη προβολή μιας Ιρακινής ταινίας τέχνης, ενός αριστουργήματος του ποιητικού υπερρεαλιστικού σύγχρονου κινηματογράφου, με την λέσχη κινηματογράφου της σχολής της και μάλλον από ευγένεια του πρότεινε να έρθει και κείνος. Ήταν ερωτευμένος ακόμη και με ότι δεν καταλάβαινε πάνω της, ή ακόμη και με ότι θα περιγελούσε κυνικά σε οποιαδήποτε άλλη φάση της ζωής του.
Πλήρης και παταγώδης αποτυχία ήταν η απόπειρα του να την πλησιάσει εκείνο το βράδυ.
Η ταινία είχε διάρκεια δυο ώρες και σαρανταπέντε λεπτά, σε ρυθμό ταινιών του Αγγελόπουλου όπως θα ήταν αν την έχει μασήσει πρώτα τρεις απανωτές φορές η μηχανή προβολής. Ασυνάρτητοι διάλογοι με συχνότητα βωβού κινηματογράφου με φράσεις που περιείχαν λέξεις που για εκείνον ήταν απρόφερτες στους υπότιτλους. Ατελείωτα πλάνα μιας ακυβέρνητης θεριζοαλωνιστικής μηχανής σε έναν ακόμη πιο ατελείωτο κάμπο, το σούρουπο, να κόβει ζιγκ ζαγκ τα στάρια. Μια χαροκαμένη χήρα που του θύμισε την Μαρινέλλα στο “άνοιξε πέτρα” να ουρλιάζει ένα κακόηχο ιρανικό μοιρολόι κρατώντας ένα μισοτελειωμένο κέντημα με την μορφή του Τσεγκεβάρα. Η πρωταγωνίστρια με ολόσωμη μπούργκα να βγάζει τα μάτια της με ένα ασημένιο πιρούνι σε αργή κίνηση με την ποιότητα του εφέ αίματος τριτοκλασάτης ταινίας τρόμου του 60 και ένα στατικό πλάνο σε ένα ανεμοδαρμένο δέντρο επί δέκα λεπτά μέχρι που έπεσε ένα μοναδικό φύλλο στο ποτάμι. Ά και το άθλιο κοντινό πλάνο στο σφράγισμα ενός δοντιού του κακού της ταινίας, εκτός εστίασης, με την γλώσσα του να πλαταγιάζει σε αργή κίνηση. Και όλα αυτά μέχρι την μέση της ταινίας. Αλλά αυτό μπορούσε να το υπομείνει, εξ άλλου είχε ερωτευτεί τα μάτια της τα οποία έβλεπαν αυτό που αυτός δεν έβλεπε. Το ότι όμως εκείνη έκατσε δίπλα στις φίλες της και αυτός βρέθηκε δίπλα σε έναν αποσβολωμένο στην εικόνα, λιπαρό και δυσώδη μουσάτο τύπο, απ την παρέα της, χωρίς να έχει τη δυνατότητα να ανταλλάξει μια κουβέντα μαζί της, ή να προσπαθήσει να τις πιάσει το χέρι τρυφερά, να την προσεγγίσει κάπως, τον τσάκισε. Μετά τα μισά της ταινίας ζήτησε συγνώμη, τάχα πως ένοιωσε μια αδιαθεσία και έφυγε. Πολλές φορές είχε αναρωτηθεί αν πράγματι η ψωναράδικη παρέα της και εκείνη έβλεπαν κάτι σε αυτήν την ταινία που να βγάζει νόημα, που να έχει ενδιαφέρον έστω ως αισθητική αξία, ή μήπως ήταν μια προσποίηση μοναδικότητας, ένας σνομπίστικος ιδρυματισμός στην “τέχνη για λίγους”, μια ροχάλα στα μούτρα των αναξιοπαθούντων κακόμοιρων που ... “δεν καταλαβαίνουν από τέχνη και από ποίηση”. Μήπως από την τόση ενδυματολογική προσκόλληση στα ινδικά σαλβάρια και τα μεταξωτά λαχούρια και την εισπνοή χιλιάδων στικ πατσουλί, τελικά αποκτούσαν μια ινδουιστική φασιστική συνείδηση άνω κάστας και σιχαίνονταν ακόμα και τους ακουμπήσει η σκιά ενός κατωταξίτη, μήπως τελικά ακόμα και η τέχνη αυτού του είδους ήταν απλά ένας μυστικός κώδικας αναγνώρισης, μεταξύ τους, μιας μυστικής αργκό της αριστοκρατίας ;

 Η μέση της βάρδιας είχε φτάσει, είχαν κυλίσει για μια μέρα ακόμη το λιθάρι του Σίσυφου στα μισά της ανηφόρας και η ώρα του διαλύματος είχε σημάνει. Το λιθάρι του Σίσυφου στον σύγχρονο πολιτισμό είναι αλειμμένο με γράσο και έχει το ειδικό βάρος του μολύβδου, η δε ανηφόρα είναι στρωμένη με ένα παχύ στρώμα καυτής κολλώδους ασφάλτου και την ανέρχεσαι πάντα ξυπόλυτος.
Την επόμενη βδομάδα εκείνη θα έφευγε διακοπές στην Ισπανία και πιθανώς να ήταν και το τέλος της τιμωρίας των γονιών της, γιατί όπως είχε καταλάβει από διάφορα συμφραζόμενα σε τηλεφωνήματα της με φίλους και φίλες της, εκείνη δε σκόπευε να γυρίσει στη δουλειά μετά την άδεια της. Εκείνος δεν το γνώριζε βέβαια, αλλά το πακέτο “επανόρθωσης” που προσέφεραν οι γονείς της τώρα περιείχε και ένα γαλλικό διθέσιο κάμπριο και όσο χρόνο ήθελε να ξοδέψει στην Κεράλα κάνοντας γιόγκα, καπνίζοντας ινδικό χασίσι και χαζεύοντας την ακραία ανέχεια με τουριστική συμπόνια. Αισθανόταν πως δε θα άντεχε την έλλειψη της, κυρίως όμως δεν θα άντεχε την ατολμία του να μην δοκιμάσει να της μιλήσει.
Δεν θα μπορούσε να συγχωρέσει τον εαυτό του αν δεν έκανε έστω μια πραγματική προσπάθεια. Έπρεπε να τις μιλήσει τώρα και να της πει την λαχτάρα του για κείνη, να βρει τον τρόπο. Καθώς έστριβε το τσιγάρο του παρατηρώντας κάθε πτυχή του δέρματος της, κάθε λεπτομέρεια του σώματος και του προσώπου της, ενώ εκείνη διάβαζε κάποιο βιβλίο με την αγαπημένη της ποίηση, ξαφνικά φωτίστηκε.
Άναψε βιαστικά το τσιγάρο του, πήρε μια βαθιά τζούρα, έπειτα μια βαθιά ανάσα χωρίς να βγάλει τον καπνό, ξεφύσησε και γύρισε αποφασιστικά, χωρίς δεύτερη σκέψη προς το μέρος της.
“Πάντα ήθελα να σε ρωτήσω” της είπε “τι είναι αυτό που σε συνεπαίρνει τόσο στην ποίηση ; Ξέρω τι είναι τα ποιήματα, έχω διαβάσει και γω μερικά κατά καιρούς, μα μάλλον δεν έχω καταλάβει τι είναι η ποίηση, γιατί γράφονται τα ποιήματα ; τι είναι τελικά οι ποιητές ; πως ξεχωρίζει κανείς αν μια σειρά λέξεων είναι ποίημα ή όχι ...”.
Εκείνη κατέβασε το βιβλίο και του χαμογέλασε. Ποτέ δεν του είχε ξαναχαμογελάσει έτσι. Ίσως να είχε και μια δόση οίκτου και περιφρόνησης αυτό το χαμόγελο μα για εκείνον ήταν η ομορφότερη και αληθινότερη αχτίδα φωτός που είχε ποτέ δει να ξεπροβάλει απ το πρόσωπό της να διαπερνά, ευθεία, το ρόζ-μωβ σύννεφο των συναισθημάτων του. Με ενθουσιασμό και ύφος καθηγήτριας φιλολογίας σε σχολείο με παιδιά με ειδικές μαθησιακές ανάγκες, που προσπαθεί να αναλύσει τη Βούληση του Σοπενάουερ στον πιο στούρνο μαθητή της τάξης, του είπε “Όλοι είμαστε εν δυνάμει ποιητές, η ποίηση είναι η απόλυτη ελευθερία της έκφρασης των συναισθημάτων μας, των παθών μας, των θέλω μας, χωρίς φραγμούς, ψέματα και συμβιβασμούς. Οι ποιητές έχουν την δύναμη να μετουσιώνουν ότι αισθάνονται σε λόγο, να τον επικοινωνούν, να ξεγυμνώνουν το είναι τους και να το μοιράζονται, οι ποιητές είναι ελεύθεροι, αληθινοί, ξεπερνούν τους κανόνες, υπερβαίνουν τους φόβους, γράφουν τις αλήθειες και τα συναισθήματα τους ακαταπίεστα όπως τα βιώνουν. Η ποίηση είναι η απόλυτη ειλικρίνεια. Όλοι έχουμε ποίηση μέσα μας, απλά λίγοι τολμούν να γίνουν ποιητές. Ποιητές είναι οι θαρραλέοι που διεκδικούν χωρίς φόβο, αυτοί που παίρνουν το ρίσκο να κάνουν το μυαλό τους διάφανο στα βλέμματα όλων, χωρίς ενοχή, χωρίς ντροπή και υποκρισία. Η ποίηση είναι μια λέξη που ποτέ κανείς δεν κατάφερε να τις δώσει ορισμό και κανόνες, αυτή είναι η μαγεία της, η απόλυτη ελευθερία, κανείς δεν μπορεί να προσδιορίσει την ποίηση ή να την περιορίσει σε νόρμες και αξιολογήσεις, ούτε καν ο ίδιος ο ποιητής της και κανείς δεν μπορεί να αποτρέψει κανέναν απ το να είναι ποιητής. Η ποίηση δεν μπορεί καν να κριθεί αντικειμενικά από κανένα.”. Μετά άνοιξε το στόμα της να πει κάτι ακόμα, αλλά με μια κίνηση που υπονοούσε “που να καταλάβεις τώρα εσύ αυτές τις έννοιες, βαριέμαι να σου εξηγώ ...” ξανάνοιξε το βιβλίο της και χάθηκε μέσα του.
Εκείνος όμως θεώρησε ότι κατάλαβε. Η μοναδική χαραμάδα στην εφτασφράγιστη πύλη της που θα μπορούσε να τον βοηθήσει να πορθήσει την καρδιά της ήταν η ποίηση. Η κοινή γλώσσα που έπρεπε να μάθει για να επικοινωνήσει μαζί της. Η αλήθεια του, ο έρωτας του, ο πόθος του, η άμετρος επιθυμία που τον διαπερνούσε όποτε την σκεφτόταν, οι λέξεις που δεν της είχε πει, όλα ήταν εκεί στην απέραντα ανοιχτή αγκαλιά της ποίησης. “Κανείς δεν μπορεί να αποτρέψει κανέναν απ το να είναι ποιητής”, αντήχησαν οι λέξεις της στο μυαλό του. 

Καμώθηκε πως είχε μια καταμέτρηση στην αποθήκη και την άφησε μόνη όταν ξαναγύρισαν στο πόστο μετά το διάλειμμα. Έτσι κι αλλιώς δε είχε πελάτες εκείνη την ώρα. Πήρε μαζί του ένα χοντρό μαύρο μαρκαδόρο με τον οποίο γράφανε πάνω στα πακέτα, και μια κόλα στρατσόχαρτο από αυτές που είχαν για να τυλίγουν τα τυριά και χάθηκε στην αποθήκη. Άφησε τον εαυτό του να φέρει την εικόνα της στο μυαλό του και ελευθέρωσε, με απλότητα, όλες τις πρωτόλειες, μύχιες σκέψεις και τα συναισθήματα του και τις αφηνιασμένες όξυνες αντιδράσεις των ορμονών του, ένωσε όλο αυτόν τον κυκεώνα νοητά με το δεξί του χέρι, σαν ορμητικός χείμαρρος που παρασύρει τα πάντα και τροφοδοτεί ένα μεγάλο ήρεμο ποτάμι και το άφησε να τρέξει στο χαρτί. Χωρίς καμία ντροπή, λογοκρισία, ηθική, προσποίηση, καλούς τρόπους, ευγένεια ή φόβο. Μόνο αλήθεια, μόνο ελευθερία, μόνο την πραγματική μετουσίωση του εγώ του, όπως συνέβαινε εκείνη τη στιγμή, σε λέξεις πάνω στο χαρτί. Έγραψε χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, χωρίς την παραμικρή παύση για να σκεφτεί, γάργαρα και με συνεχόμενη αρμονία την μια λέξη μετά την άλλη. Τα γράμματα του ήταν όμορφα και καθαρά, οι γραμμές παράλληλες και το κείμενο ευανάγνωστο και κεντραρισμένο αρμονικά στις διαστάσεις της κόλας στρατσόχαρτου, από τη μέσα της πλευρά που είναι υπόλευκη και γυαλιστερή. Σαν να εκτυπώθηκε όλο το κείμενο μαζί, ταυτόχρονα, από κάποια αναγεννησιακή γουτεμβέργια πρέσα με σινική μελάνη, σαν να προβλήθηκε ολόκληρη η σκέψη του μονομιάς κατά τη διαδικασία μιας ασπρόμαυρης εκτύπωσης σε σκοτεινό θάλαμο.

Σε θέλω. Η ανάσα μου δεν έχει αξία αν δεν θροΐσει στα στήθη σου, αν δεν κάνει την άμμο απ τα θαλασσοτριμένα κοχύλια να χαϊδέψει απαλά το δέρμα σου, αν δεν γίνει ο άνεμος που θα μεταφέρει την γύρη σου στα άνθη που πασχίζουν να λάβουν την ομορφιά σου στους κάλυκες τους για να ζήσουν λίγο ακόμη στις σχισμές των τσιμεντένιων πεζοδρομίων όπου περπατώ κάθε μέρα.

Σε θέλω.
Θέλω να γίνω η αλυκή στην οποία θα αποθέσουν τα κύματα, που γλείφουν τον ιδρώτα σου και όλα τα μέλια που χύνονται από μέσα σου, το αγιασμένο νερό που σε ξέπλυνε και να αφυδατωθώ μέχρι να γίνω ένα με το αλάτι που θα απομείνει.
Θέλω να γίνω ένα με τα καυτά βότσαλα όπου έχουν ακουμπήσει τα λαγόνια σου και να σπάσω, να διαλυθώ, να μεταμορφωθώ σε γρανιτένια σκόνη και συ να με πλάσεις μέσα σε ένα μαγικό κρυσταλλένιο κιούπι με το σάλιο σου στο σχήμα ενός υπέροχου μαρμάρινου ομφαλού και να με σφίγγεις μέσα σου μέχρι να με ξανασυνθλίψεις σε γαλακτερή αλαβάστρινη πούδρα για να με σκορπίσεις πάνω στο μετάξι που ντύνει το πρόσωπό σου.
Θέλω να αποκάμω πάνω σου και να κοιτάζω τα χείλη σου καθώς τα πληγώνεις από άγρια χαρά, να νιώσω την ησυχία του θανάτου στα μυαλά μας εκείνη την αποκορυφωμένη στιγμή που θα σπαρταράμε σαν τα φίδια, κουλουριασμένα, πολύχρωμα, γλιστερά, διψασμένα και πεινασμένα, ανάμεσα στα αγκάθια και στα σπασμένα κεραμίδια, στα χαλάσματα αυτού του κόσμου, στην αυγή ενός αισιόδοξου ήλιου που θα ζεσταίνει τα αίματα μας.
Θέλω να εισπνέω τον αχνό από το δέρμα σου, να μυρίζω κάθε αλλαγή σου, να γεύομαι την άνοιξη και το φθινόπωρο σου, να μαντεύω την τροχιά σου και εξακοντίζομαι για να σε προλαβαίνω και να φτάνουμε μαζί σε όποιον μακρινό ορίζοντα εσύ έχεις διαλέξει.
Θέλω να μάθω κάθε κύτταρο σου, θέλω να σπουδάσω κάθε έλικα της ζωής σου, να ανακαλύψω πόσο πονούν οι πληγές που κουβαλάς, πως αγαπάς και πως μισείς, πως δίνεσαι και πως παίρνεις, πως ανθίζεις και πως μαραίνεσαι.
Θέλω να σε σηκώσω στους ώμους μου και να σου χαρίσω το μυστικό της περιφρόνησης της βαρύτητας, να μην ξαναπατήσεις ποτέ σε λερωμένη γη. Θέλω να σου ψιθυρίσω την λευτεριά και την λύτρωση που τούτες οι λέξεις κραυγάζουν.
Θέλω να σε έχω, χωρίς ποτέ να νιώσεις πως σε κατέχω. 

Σε θέλω ... 

Δεν το ξανακοίταξε δεύτερη φορά. ”Χωρίς ενοχή, χωρίς ντροπή και υποκρισία ...” θυμήθηκε τα λόγια της ξανά. Το δίπλωσε ευγενικά χωρίς να το τσακίσει και πήγε πίσω στον πάγκο αποφασισμένος να της το δώσει στην πρώτη ευκαιρία. Μια πελάτισσα αγόραζε εκείνη τι στιγμή δέκα φέτες ζαμπόν γαλοπούλας, απ το άπαχο, εκείνη την εξυπηρετούσε ανέκφραστη όπως πάντα και κείνος έβαλε προσεκτικά την κόλα χαρτί κάτω απ τον πάγκο και περίμενε με αγωνία να βρεθούν χωρίς πελάτες για να τις το δώσει. Το μόνο που είχε σκεφτεί ήταν πως δεν θα τις έλεγε τίποτα, δεν θα τις έλεγε τις φράσεις “το έγραψα για σένα”, ή “αυτά είναι τα αισθήματα μου για σένα”. Καμία ερμηνεία της πράξης. Απλά θα της το έδινε. Ήταν σύντομο και περιεκτικό, θα τις έπαιρνε σίγουρα δυο στιγμές να το διαβάσει. Οποιαδήποτε ερμηνεία θα ήταν εξ άλλου προσβλητική απέναντί της. Ποίηση μελετούσε μια ζωή εκείνη, καταλάβαινε δύσκολα ποιήματα με βαθείς συμβολισμούς, σουρεαλισμό, πεσιμισμό, ρομαντισμό και όλα τα ρεύματα της λογοτεχνίας και της τέχνης, θα έπρεπε να καταλάβει λογικά τα πάντα με την πρώτη ανάγνωση. Πίστευε πως η αμεσότητα της ποίησης δεν θα μπορούσε να έχει ως απάντηση τίποτα άλλο από ένα σίγουρο ναι ή ένα σίγουρο όχι. Είχε αποδεχτεί πάντως μια πιθανή αρνητική απάντηση ως εξίσου λυτρωτική με την πιθανότητα της αποδοχής.
Είχε πλήρη συναίσθηση πως ο έρωτας μπορεί να συνδέσει δυο άτομα, αλλά πάντα συμβαίνει ξεχωριστά στο κεφάλι του καθενός. Εξαιρετικά σπάνια δε, συμβαίνει ταυτόχρονα ή μάλλον απλά μοιάζει να συμβαίνει ταυτόχρονα. Πάντα σε κάποιον απ τους δύο ή τέλος πάντων σε όσους εμπλέκονται, συμβαίνει έστω και μερικά χιλιοστά του δευτερολέπτου πιο νωρίς απ τον άλλον. Ακόμα και ο κεραυνοβολισμός των “ερώτων με την πρώτη ματιά” διέπεται από τους νόμους της φυσικής και της ύλης και ακόμα και η ταχύτητα του φωτός μπορεί να κάνει να μοιάζει μεν μια μετάδοση ακαριαία, όμως εντελώς ρεαλιστικά μεσολαβεί έστω και ένας απειροελάχιστος χρόνος. Δεν ένιωθε καμία απαίτηση αποδοχής του έρωτα του, θα ήταν απόλυτα φυσιολογική η άρνηση, θα την αποδεχόταν όχι σαν ήττα αλλά σαν φυσιολογική κατάσταση. Δεν μπορείς να υποχρεώσεις κανέναν και με κανέναν τρόπο να σε ερωτευτεί, όσο ερωτευμένος και να είσαι, όσο και να θέλεις και όσο και να πιστεύεις πως υπάρχουν μαντζούνια και γιατροσόφια, τεχνικές και συνταγές για να το πετύχεις. Πρέπει να το θέλει και ο άλλος, ή να το επιτρέψει να του συμβεί. Πρέπει να υπάρχει μια ανοιχτή υποδοχή για να λάβει τα σήματα σου, πρέπει να θέλει να κατακτηθεί, να θέλει παίξει, να φλερτάρει, να θέλει να νιώσει. Κυρίως όμως θα πρέπει να είσαι ορατός για τον άλλο, να είσαι παρόν στην πραγματικότητα του ή στην φαντασία του, να είσαι κατ αρχάς υπαρκτό πρόσωπο στο σύμπαν του, με δεδηλωμένη διάθεση. Ήλπιζε όμως πως θα μπορούσε να την κάνει να τον ερωτευτεί. Ήλπιζε πως για εκείνη δεν ήταν ανύπαρκτος και αόρατος. Ήλπιζε πως ίσως μέσα της υπήρχε ήδη η καύσιμη ύλη, λιμνάζουσα και εν ηρεμία, σε ένα κατακόκκινο μπιτόνι με το όνομα του γραμμένο με χοντρά γράμματα στένσιλ και την προειδοποίηση “Προσοχή ερεθιστικό και εύφλεκτο, 118 οκτάνια” και πως μια σπίθα απ την τσακμακόπετρα της καρδιάς του θα μπορούσε να βάλει τη δαιμονισμένη ιπποδύναμη της ερωτομηχανής της σε κίνηση και να βάλουν φωτιά μαζί στην λεωφόρο της νιρβάνα.
Το κατεξοχήν πρώτο σοβαρό σύμπτωμα του αυτοάνοσου νοσήματος του έρωτα είναι η αισιοδοξία. Μπορεί να εξελιχθεί σε καλπάζουσα ευτυχία, μπορεί όμως και σε επίπονη αποπληξία. Αν λάμβανε άρνηση θα πόναγε, αλλά ο πόνος θα είχε, έστω και μακροχρόνια θεραπεία. Ενώ η αναμονή δεν έχει θεραπεία. Και επίσης ακόμη και εάν λάμβανε απόρριψη τουλάχιστον θα είχε για πρώτη φορά στη ζωή του ξεφύγει από τη σεμνότητα και την ταπεινότητα του. Θα είχε τουλάχιστον κάνει υπερήφανα την προσπάθεια του να της ανοίξει την καρδιά του, θα είχε τουλάχιστον την ικανοποίηση να τις δείξει τον πραγματικό του εαυτό, όχι αυτόν του ρουτινιάρικου οκταώρου και της πεζής ζωής, αλλά αυτόν με τα συναισθήματα, την καλοσύνη, την ευαισθησία, την αγνότητα, τον ποιητή που του είπε πως όλοι κρύβουμε μέσα μας, τον ελεύθερο πραγματικό εαυτό του.
Όμως όσο περνούσε η ώρα, αναμένοντας την ευκαιρία να της δώσει το ποίημα του, συνέβαιναν κι άλλες επιταχυνόμενες αλυσιδωτές, αστραπιαίες αλλαγές στις απολήξεις των νευρώνων του εγκεφάλου του. Μικρές αποκαλυπτικές γέννες, χωρίς πόνο, αλλά με μια πρωτοφανή διαύγεια και μια ανεξήγητη χαρά. Μικρές αλλαγές που αθροιστικά ήταν τεράστιες και του έδιναν μια αίσθηση γλυκιάς μαστούρας οπίου, αλυσιδωτές απανωτές συνειδητοποιήσεις. Την ώρα που το έγραφε είχε ήδη ριζώσει μέσα του, εντελώς αυτόματα, η ενσυναίσθηση πως είχε ανέκαθεν μια τεράστια ανάγκη να ξετινάξει από πάνω του τα “πρέπει”, του κώδικες που σαι κάνουν “καλό και υπεύθυνο παιδί”, την βαριά πανοπλία της ενοχικότητας και τα μπετόν αρμέ στερεότυπα. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που αισθάνθηκε δημιουργικότητα, χωρίς αυτό να συνδέεται καθόλου με την παραγωγή κάποιου χρήσιμου αντικειμένου, ή έργου. Δημιουργικότητα χωρίς υποχρέωση δημιουργίας. Απολύτως μη χρηστική δημιουργικότητα, χωρίς καμία ανταλλακτική αξία, χωρίς περιορισμό, χωρίς κανόνα ή μορφολογικό περιορισμό. Σε επίπεδο νοητικό και εντελώς αποσωματικοποιημένο, αυτό, εκείνες τις στιγμές, έμοιαζε και μάλλον ήταν απόλυτη ελευθερία. Και απ την στιγμή που το ένιωσε, ένιωσε ελαφρύς, ήρεμος.
Ακόμη και ο έρωτας του δεν έμοιαζε πια σαν επείγουσα ανάγκη και ανείπωτο βασανιστήριο, αλλά πιο πολύ σαν φυσιολογικό συμβάν, σαν λοταρία χωρίς αγωνία να χτυπήσει το τζακ ποτ, σαν παιχνίδι μόνο για τη χαρά του παιχνιδιού.
Η ελευθερία που ένιωσε συναντώντας την γυμνή αλήθεια των ενστίκτων του, μέσα από μερικές γραμμές λόγου, έγινε ξάφνου μέσα του η πιο σημαντική στιγμή αγαλλίασης που είχε νιώσει ποτέ στη ζωή του, σαν την αγαλλίαση που νιώθει κάποιος όταν βγαίνει στην επιφάνεια από τον πάτο και παίρνει την πρώτη αγωνιώδη ανάσα καθώς σώζεται απ τον πνιγμό. Η αγαλλίαση της αδιαφορίας για την κρίση οποιουδήποτε επάνω του, η απουσία οποιασδήποτε δεύτερης φωνής μέσα του, η μαγική σίγαση του υπερεγώ. Για εκείνον αυτό ήταν ένα είδος πρωτόγνωρης έκστασης. Κανείς δε μπορούσε να βάλει την σφραγίδα “έγκυρο” ή “άκυρο” σε κείνες τις ελεύθερες ανακλάσεις του εγώ του που μελάνωσαν το χαρτί. Ήταν αυτό που ήταν. Η μετρήσιμη αξία που είχε πραγματικά το ποίημα για οποιονδήποτε εξωτερικό παρατηρητή ήταν μόνο η ύλη του χαρτιού και της μελάνης.
Η ελεύθερη αλήθεια του όμως ήταν ανεκτίμητη και μη μετρήσιμη ή αξιολογήσιμη, δεν χωρούσε σε παζάρια και εκτιμήσεις, συμβιβασμούς, μεγεθολόγια και ανταλλαγές.
Την στιγμή που λευτερωνόταν αγάπησε ολοκληρωτικά τον εαυτό του για πρώτη φορά. Ποιητής, ο ποιών, χωρίς κανένα κανόνα και κανένα ορισμό που να μπορεί να του επιβάλει τι ποιεί. Ποιητής, ο ποιών ποίηση, η οποία δεν έχει κανένα σαφή ορισμό, διότι εάν ορισθεί και περιοριστεί παύει να είναι ποίηση. Ποιητής, ποιών ελεύθερος. 

Από την ώρα που γύρισε στο πόστο του εμφανιζόντουσαν διαδοχικοί πελάτες και ο χρόνος περνούσε, χωρίς να έχει την ευκαιρία να της δώσει το ποίημα του. Όμως η αγωνία του αντί να μεγαλώνει ήταν μειούμενη κάθε λεπτό που περνούσε καθώς ανέβαινε η ευεξία που ένιωθε μέσα του και εκείνη η μυστήρια πρωτόγνωρη γαλήνη. Τελικά λίγο πριν το σχόλασμα, περίπου μια ώρα πριν το κλείσιμο του καταστήματος, βρέθηκαν χωρίς κανένα πελάτη και κανένα άλλο υπάλληλο γύρω τους. Εκείνη τακτοποιούσε μερικά ταμπελάκια με τιμές που είχαν πέσει στο ψυγείο με τις φέτες. Τράβηξε προσεκτικά το στρατσόχαρτο κάτω απ τον πάγκο, την πλησίασε και χωρίς να της πει κουβέντα της το έδωσε. Εκείνη το πήρε το κοίταξε με περιέργεια και μετά φόρεσε τα γυαλιά της με το χοντρό, αλλά Τζάκι Ονάση, ρετρό, κοκάλινο, ταρταρούγα σκελετό, κάποιας πανάκριβης ιταλικής μάρκας, τα οποία κρεμόντουσαν από ένα κυπαρισί κορδόνι απ το λαιμό της και άρχισε να το διαβάζει προσεκτικά.
Την παρατηρούσε, αλλά δεν ένιωθε καμία αγωνία, αμηχανία, ή κάτι από κείνα τα σκιρτήματα που ένιωθε ένα χρόνο τώρα κάθε φορά που προσπαθούσε να την πλησιάσει. Ένιωθε τελείως διαφορετικά, σαν να είχε σβήσει κάθε ίχνος παρακλητικότητας ή προσμονής μέσα του. Σαν πλήρη αποδοχή οποιασδήποτε εκδοχής του σύμπαντος που προκύπτει κάθε στιγμή που το σύμπαν εκρήγνυται σε άπειρες εκδοχές. Σε τελική ανάλυση κάθε εκδοχή στην οποία επιζούμε είναι θεμιτή. 

Χρειάστηκε περίπου δύο λεπτά να το διαβάσει. Έκανε δυο βήματα προς την μεριά που ήταν η ζυγαριά, το ακούμπησε στην πλάστιγγα, πήρε το κόκκινο στυλό που ήταν κρεμασμένο με ένα κερωμένο σπάγκο απ τον πάγκο και κάτι σημείωσε βιαστικά. Έμοιαζε να είναι κάτι πολύ σημαντικό αυτό που σημείωνε, έτσι μαρτυρούσε η κινησιολογία της, αλλά το έκανε ανέκφραστα. Δεν υπήρχε κάτι στο πρόσωπο της που θα μπορούσε να αποκρυπτογραφηθεί, παρά μόνο μια αυξημένη προσήλωση. Η ζυγαριά έδειξε πριν ακουμπήσει το στυλό στο χαρτί εικοσιδύο γραμμάρια απόβαρο, μετά τριακοσιατριάντα γραμμάρια, μετά διακοσιαπενηνταέξη και την τρίτη φορά που ακούμπησε το στυλό στην κόλα έδειξε σχεδόν μισό κιλό. Το ξανακοίταξε σαν να ήθελε να βεβαιωθεί πως δεν ξέχασε κάτι και το πήρε και πήγε κοντά του. Έβγαλε τα γυαλιά της και τον κοίταξε ευθεία μέσα στα μάτια. “Υποθέτω πως θες τη γνώμη μου επειδή μιλήσαμε πριν για ποίηση και επειδή ξέρεις πως εγώ γνωρίζω από τέχνη. Λοιπόν ... Δε ξέρω για ποιόν ή ποια το έγραψες αυτό το πράμα, αλλά σίγουρα δεν είναι ποίηση, μοιάζει περισσότερο με σαχλό ραβασάκι, συρραφή από κλισεδάκια. Θα σε συμβούλευα να μην το δώσεις σε όποιον ή όποια απευθύνεσαι. Δεν είναι για σένα αυτά, δεν είσαι εσύ αυτό. Για να γράψεις ποίηση πρέπει κατ αρχάς να είσαι ποιητής. Να έχεις την κουλτούρα, το υπόβαθρο, την αισθητική, το ταλέντο και τις γραμματικές γνώσεις, τις σπουδές και την ευαισθησία. Πόσο σου πήρε να το γράψεις ; Όπως το βλέπω πρέπει να το παιδεύεις πολύ καιρό και να έψαξες πολλά λεξικά και ποιήματα άλλων για να το συναρμολογήσεις, γιατί, έλα πες την αλήθεια, αυτά δε μπορεί να είναι δικά σου λόγια. Έχεις και τρία ορθογραφικά λάθη, στα έχω σημειώσει, σε περίπτωση που τελικά θες να το δώσεις κάπου, μη γίνεις και εντελώς ρεζίλι. Δε θέλω να σε προσβάλω αλλά δε μπορείς εσύ να γίνεις ποιητής, δεν έχεις το υπόβαθρο. Στο λέω γιατί γνωρίζω την ποίηση και πολλούς ποιητές και ποιήτριες. Πάρε καλύτερα ένα μπουκέτο λουλούδια ή ένα κουτί σοκολατάκια και πήγαινε στην καλή ή τον καλό σου και πες με δικά σου απλά λόγια, αυτά που σου ταιριάζουν, ότι θες να πεις. Συγνώμη που είμαι λίγο απότομη, αλλά όταν μιλάμε για τέχνη και ποίηση δεν μπορώ να μην είμαι απόλυτη και ψυχρή, είναι η ζωή μου αυτά και ...”
“Εντάξει κατάλαβα, σ ευχαριστώ”, την έκοψε και πήρε το ποίημα του απ τα χέρια της, απαλά και ήρεμα, χωρίς να εκδηλώνει απολύτως κανέναν εκνευρισμό ή απογοήτευση. Το κοίταξε και είδε τα διορθωμένα με κόκκινο στυλό λάθη. “Θαλασσοτριμμένα, γράφεται με δύο σίγμα και δύο μι”, “λαγόνια, γράφεται με όμικρον” και “κύτταρο, γράφεται με δύο ταυ”.
“Σε κατάλαβα απολύτως” της είπε “και σε ευχαριστώ για τις συμβουλές, είναι για μένα πολύ χρήσιμες και διαφωτιστικές. Σ ευχαριστώ που με προσγειώνεις στην πραγματικότητα, τώρα που το λες το βλέπω και γω καθαρά πως είναι χαμένος χρόνος, σίγουρα δεν είμαστε όλοι το ίδιο προικισμένοι ...”. Ξανακούμπισε το διορθωμένο κοκκινισμένο ποίημα πάνω στη πλάστιγγα με την υπόλευκη όψη που είχε τα γράμματα προς τα πάνω, η ζυγαριά έγραψε εικοσιδύο γραμμάρια, το αναμενόμενο απόβαρο. Για λίγο αιωρήθηκε μόνο ο θόρυβος των ψυγείων και ο χώρος θα υπερφορτώνονταν με μια παγωμένη αμηχανία, αν δεν εμφανιζόταν την κατάλληλη στιγμή ένας πελάτης, ο οποίος ενώ ήταν ο μοναδικός τράβηξε ένα χαρτάκι με το νούμερο της αναμονής.
Ήταν ένας πολύ όμορφος νεαρός ο οποίος ήταν τακτικός πελάτης, που πάντα την κοίταγε έντονα και ηλεκρτισμένα και μάλλον ήταν και κείνος ερωτοχτυπημένος θαμώνας των θέλγητρων της. Ερχόταν πάντα αργά, προς την ώρα του κλεισίματος, προσπαθούσε να βρει τρόπους να τον εξυπηρετήσει εκείνη, πάντα πολύ ευγενικός, πάντα τραβώντας νούμερο αναμονής, πάντα περιποιημένος και παρφουμαρισμένος. Πολλές φορές κοκκίνιζε και έχανε τα λόγια του, άλλες φορές έμοιαζε να μην θυμάται τι θέλει να αγοράσει, άλλες φορές σαν να ετοιμαζόταν αποφασισμένος να της πει με στόμφο “σ αγαπώ” αλλά κατέληγε στο να δειλιάζει και να ζητά “μια καπνιστή ρέγκα παρακαλώ, μέτρια” ή “λίγο κασέρι με λίγα λιπαρά”.
Όσες φορές τύχαινε να τον βλέπει να παιδεύεται να βρει έναν τρόπο να απευθυνθεί σε εκείνη, ενώ και οι δύο ήταν διαθέσιμοι να τον εξυπηρετήσουν, εκείνος έκανε τις κατάλληλες υποχωρητικές, δήθεν τυχαίες, κινήσεις ώστε τελικά να τον εξυπηρετήσει εκείνη.
Κατά κάποιο τρόπο διασκέδαζε με την αμηχανία του νεαρού και ίσως βαθιά μέσα του να τον συμπονούσε. Ίσως να τον ένιωθε κυριολεκτικά ως συν-παθών, ίσως να του ξυπνούσε μέσα του έναν περίεργο χαρακτήρα τζέντλεμαν, για τον οποίο το φερ πλέι ίσχυε παντού, ιδίως στο παιχνίδι της πολιορκίας του έρωτα. Ίσως να υπήρχε και λίγο θλίψη μέσα του για αυτόν τον, εν δυνάμει, χαμένο από χέρι, αντίζηλο.
Αυτή τη φορά πετάχτηκε μπροστά της και της είπε “θα εξυπηρετήσω εγώ τον κύριο και θα τακτοποιήσω εγώ τον πάγκο. Πήγαινε να αλλάξεις να φύγεις στην ώρα σου, εγώ έτσι κι αλλιώς έχω και κάτι δουλίτσες στην αποθήκη μετά, θα πρέπει να μείνω έτσι κι αλλιώς παραπάνω σήμερα.”. Εκείνη δε χρειάστηκε να το ακούσει δεύτερη φορά, “ευχαριστώ” του είπε και έφυγε γοργά ξεκουμπώνοντας ήδη την ποδιά της από την μέση της φράσης του. 

“Παρακαλώ κύριε, τι να σας βάλω ;” ρώτησε τον νεαρό που με το βλέμμα του ακολουθούσε τα καπούλια της μαγνητισμένος, σαν γητευτής που αντίκρισε την πιο όμορφη άγρια φοραδίτσα που είχε δει ποτέ να καλπάζει ατιθάσευτη και αδάμαστη στη στέπα.
Έψαξε λίγο τα λόγια του όπως ο αγουροξυπνημένος φαντάρος στη σκοπιά που του κάνουν ξαφνικά έφοδο και απάντησε με μια ερώτηση “Εεεε ... είναι καλή η φέτα Καλαβρύτων ; βλέπω την έχετε σε ειδική προσφορά ...”.
“Ποίημα κύριε” του απάντησε χαμογελώντας σαν πειθήνιος πωλητής μεταχειρισμένων αυτοκινήτων σε κάποια κωμόπολη του Αμερικάνικου νότου. “Εεε... βάλτε μου ένα τέταρτο παρακαλώ, εεεε ... χμ μάλλον κάντε το μισό κιλό.”, ψέλλισε ο νεαρός καθώς η μορφή εκείνης χανόταν στην πόρτα της αποθήκης. Έσκυψε στο βαρέλι με την φέτα, έκοψε με έμπειρη ακρίβεια ένα κομμάτι που υπολόγιζε πως είναι μισό κιλό, το έβαλε σε ένα νάιλον σακουλάκι και πήγε προς την ζυγαριά. Ο νεαρός εξακολουθούσε να κοιτάζει το κενό που έχασκε στην πόρτα της αποθήκης, βουβός και χωρίς να δίνει καμία σημασία στις κινήσεις του. Πήρε το κόκκινο στυλό έσκυψε πάνω στη ζυγαριά όπου είχε ξεμείνει το ποιητικό στρατσόχαρτο και συμπλήρωσε στο τέλος του ποιήματος. 

“Σε θέλω ... μα συ δεν κατανοείς ποίηση, μονάχα γνωρίζεις να την προφέρεις και την περιφέρεις.” και μετά έγραψε από κάτω με έντονα μεγάλα κεφαλαία κόκκινα γράμματα “ΠΡΟΣΟΧΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΟΙΗΜΑ ! ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΑΠΟΜΙΜΗΣΗ ΑΠΟ ΣΚΟΝΟΓΑΛΟ ΑΓΝΩΣΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΕΧΕΙ ΛΗΞΕΙ ΕΔΩ ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΚΑΙΡΟ. ΠΡΟΣΟΧΗ, ΜΗΝ ΤΗΝ ΦΑΣ !”. Έβαλε τη φέτα πάνω, άφησε τη ζυγαριά να γράψει το βάρος, ήταν μερικά μόλις γραμμάρια κάτω από μισό κιλό, τύλιξε το στρατσόχαρτο, το στερέωσε με ένα λαστιχάκι, κόλλησε πάνω την ετικέτα με την τιμή, το έδωσε στον νεαρό και τον ρώτησε ευγενικά “τίποτε άλλο κύριε ;”. “Όχι ευχαριστώ”, αποκρίθηκε εκείνος με ελαφρά σκυμμένο κεφάλι, το πήρε το έβαλε στο καλάθι του και εξαφανίστηκε στον διάδρομο με τα ποτά. 

Κοίταξε γύρω του τα τυριά, τα αλίπαστα, τα αλλαντικά, τα μαχαίρια, τις μηχανές κοπής, τα δοχεία με τις ελιές και το βαρέλι με τον γάρο. Ξεκούμπωσε την ποδιά του, την έκανε ένα κουβάρι και την πέταξε με δύναμη μέσα στο τενεκέ με την λακέρδα. Ένα περήφανος πλατσουριστός ήχος από τα βρωμερά ψαρόλαδα που πετάχτηκαν στη βιτρίνα ήταν το τελευταίο σημάδι της παρουσίας του εκεί. Βγήκε απ' την πίσω πόρτα και έφυγε με γοργά και χαρούμενα βήματα χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά πίσω του. 

Αν ζυγιζόταν εκείνο το βράδυ θα ήταν ακριβώς εικοσιδύο γραμμάρια ελαφρύτερος από οποιοδήποτε βάρος και αν είχε ...


image

Σωτήρης Θεοχάρης

Ο Σωτήρης Θεοχάρης είναι μουσικός και Εξαρχειώτης. Κάπου κάπου (ενίοτε συχνά) σχολιάζει και αρθρογραφεί. Τελευταία τον συναντάμε στους ANFO, ενώ παιζει μπάσο και τραγουδάει και στα Ανώμαλα Ρίμματα. Κατά το παρελθόν συμμετείχε σε πληθώρα μουσικών σχημάτων μεταξύ των οποίων οι ιστορικοί punk rockers Aδιέξοδο και οι πάντα επίκαιροι Σπυριδούλα...
 
 
 
image

Σωτήρης Θεοχάρης

Ο Σωτήρης Θεοχάρης είναι μουσικός και Εξαρχειώτης. Κάπου κάπου (ενίοτε συχνά) σχολιάζει και αρθρογραφεί. Τελευταία τον συναντάμε στους ANFO, ενώ παιζει μπάσο και τραγουδάει και στα Ανώμαλα Ρίμματα. Κατά το παρελθόν συμμετείχε σε πληθώρα μουσικών σχημάτων μεταξύ των οποίων οι ιστορικοί punk rockers Aδιέξοδο και οι πάντα επίκαιροι Σπυριδούλα...
 
 
 
image

Σωτήρης Θεοχάρης

Ο Σωτήρης Θεοχάρης είναι μουσικός και Εξαρχειώτης. Κάπου κάπου (ενίοτε συχνά) σχολιάζει και αρθρογραφεί. Τελευταία τον συναντάμε στους ANFO, ενώ παιζει μπάσο και τραγουδάει και στα Ανώμαλα Ρίμματα. Κατά το παρελθόν συμμετείχε σε πληθώρα μουσικών σχημάτων μεταξύ των οποίων οι ιστορικοί punk rockers Aδιέξοδο και οι πάντα επίκαιροι Σπυριδούλα...
 
 
 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1