Γράφει ο Αντώνης Ζήβας
Μανώλης Αργυράκης “Κακιά ώρα” (Μυθιστόρημα)
Τον Μανώλη τον γνώρισα κάπου το 1990 στο Ηράκλειο. Συχνάζαμε στα ίδια στέκια, καφενεία και μπαρ της πόλης, εκεί όπου το αλκοόλ και οι μεγάλες κουβέντες έρεαν άφθονες χωρίς καμία αιδώ, φόβο, σεμνοτυφία και πολλές φορές ειρμό από τα στόματα των θαμώνων. Ροκάς ο ίδιος, με μια κλίση προς το κλασικό Heavy Metal, λόγος που αρκετές φορές μετά τη κατανάλωση του οινοπνεύματος ήταν αρκετός ώστε να αντιμαχούμε μεταξύ μας για την ποιότητα και τη ριζοσπαστικότητα των μουσικών μας ακουσμάτων και επιλογών (η νεανική αρχέγονη κόντρα μεταξύ πάνκηδων και ροκάδων της εποχής), η οποία ήταν αρκετή ώστε τα αίματα να ανάβουν προς στιγμή την οποία έσβηνε το επόμενο καραφάκι ρακή, συνεχίζοντας στο επόμενο θέμα και συζήτηση όπου κατέληγαν είτε να συμφωνούμε είτε να διαφωνούμε μέσα από γέλια και εκατέρωθεν πειράγματα.
Ήταν ένας άνθρωπος που ζούσε έντονα μέσα από τις κουβέντες, ακόμη και τη πιο αδιάφορη για τους πολλούς λεπτομέρεια των συζητήσεων, προκειμένου να αποδείξει ότι είχε δίκιο (όπως και οι περισσότεροι) όπου στο τέλος σχεδόν ποτέ δεν κατέληγε σε κάποιο λογικοφανές συμπέρασμα, πράγμα που μας έκανε να χωρίζουμε σαν φίλοι ανανεώνοντας τις συζητήσεις για την επόμενη νύχτα. Συζητήσεις που κανείς μας δεν πολυθυμόταν την επόμενη μέρα ακριβώς γιατί δεν είχαν καμία ουσιαστική βαρύτητα και αυτό τις έκανε να είναι τελικά σπουδαίες. Και το σπουδαίο σε αυτές ήταν το πάθος όπου τελικά αυτό που τις όριζε ήταν το ότι περισσότερο συναίσθημα είναι επανάσταση ή τρέλα και όλα τα υπόλοιπα είναι απλά φλυαρίες.
Συνεχίσαμε να βρισκόμαστε κατά καιρούς όλη τη δεκαετία του '90 στα καφενεία αλλά και στα μπαρ τόσο σε αυτά που έπαιζα εγώ μουσική σαν D.J όσο και σε αυτά που ο ίδιος μαζί με άλλους φίλους είχε προσπαθήσει να διατηρήσει για κάποιους μήνες (επιχειρηματικές προσπάθειες οι οποίες κατέληγαν στη καταστροφή μιας και δεν τον ενδιέφερε ποτέ να βγάλει χρήματα και να γίνει πραγματικά επιχειρηματίας).
Στο έμπα του 21ου αιώνα αρχίσαμε να βλεπόμαστε σχετικά πιο αραιά, αλλά το ίδιο πάθος στις κουβέντες μας παρέμενε. Ένα πάθος που ο ίδιος ο Μανώλης προκαλούσε με ζήλο καθώς αυτό τόσο τον έτρεφε όσο και ίσως τον κατέστρεφε στις σχέσεις του με τους άλλους. Αυτό όμως δεν προκαλούσε αντιπάθεια, το αντίθετο, παρέμενε αγαπητός παρόλη τη ξεροκεφαλιά του ακόμη και τα τελευταία χρόνια πριν φύγει από αυτόν τον κόσμο, τότε που του μυαλό του είχε περισσότερα σύννεφα παρά ξαστεριά, πράγμα που τον έκανε ακόμη πιο “δύσκολο” στις συζητήσεις.
Του Μανώλη του άρεσε να προκαλεί, επέλεγε την αντιπαράθεση και βαριόταν τη συμφωνία. Ο Μανώλης εκτός του πάθους του για τη συζήτηση, τη μουσική, το αλκοόλ είχε ακόμη μεγαλύτερο με το γράψιμο. Αυτό ήταν το πιο μυστικό του πάθος από όλα, μιας και ελάχιστοι γνώριζαν ότι έγραφε και ακόμη πιο λίγοι είχαν διαβάσει αυτά που έγραφε. Δεν θα σας γράψω περισσότερα για αυτό, γιατί θα τα διαβάσετε παρακάτω στο κείμενο πρόλογο του κοινού μας αδελφικού φίλου συγγραφέα Μιχάλη Αλμπάτη στα χέρια του οποίου έπεσε το μοναδικό διασωθέν μυθιστόρημα του Μανώλη Αργυράκη με τίτλο Κακιά Ώρα.
Ο Μιχάλης-άνθρωπος οξυδερκής ο ίδιος με ένα σπάνιο γλωσσικό και λεξιπλαστικό ταλέντο, από αυτά που η μάζα δεν αναγνωρίζει στην ώρα του-πήρε τη πρωτοβουλία με τη βοήθεια κοινών μας φίλων να εκδώσει το μυθιστόρημα του Μανώλη Αργυράκη ως ένα φόρο τιμής και κυριότερα μνήμης σε αυτόν και τις κοινές μας μέσα στα χρόνια στιγμές.
Το βιβλίο είναι μια DIY έκδοση όπου εκτός του πρόλογου που έγραψε ο Μιχάλης Αλμπάτης το artwork του εξωφύλλου σχεδίασε ο επίσης φίλος του Μανώλη, εικαστικός Χρήστος Τσουμπλέκας, τον σχεδιασμό του ανέλαβαν και υλοποίησαν οι Γιάννης Σιντιχάκης και Ελένη Ρέτσκα στο BunkerPrintLab.gr ενώ η σελιδοποίηση και η εκτύπωση έγινε από τη Λιθοψηφιακή Αφοι Χ. Γεωργιάδη Ο.Ε.
Ο Μανώλης Αργυράκης γεννήθηκε το 1971 στην Αθήνα. Το 1975 η οικογένειά του μετακόμισε στο Ηράκλειο όπου έζησε όλη την υπόλοιπη ζωή του. Σπούδασε λογιστική στο ΤΕΙ της πόλης και εργάστηκε για αρκετά χρόνια στη Περιφέρεια Κρήτης. Πήρε μέρος σαν ηθοποιός (ένα ακόμη μεγάλο του πάθος) σε αρκετές παραστάσεις της θεατρικής ομάδας “Όμμα στούντιο” ενώ έκανε και ένα πέρασμα σαν κομπάρσος στη ταινία Ελ Γκρέκο του Σμαραγδή (καθαρά για οικονομικούς λόγους, όπως ανέφερε ο ίδιος μιας και όπως κι εμείς δεν έτρεφε καμία εκτίμηση στον συγκεκριμένο σκηνοθέτη).
Πέθανε αιφνίδια τον Αύγουστο του 2020.
Η Κακιά Ώρα είναι το πρώτο του και τελικά μοναδικό διασωθέν μυθιστόρημά του. Ένα έργο που εξελίσσεται σε 300 σελίδες, όπου μέσα από αυτό ο αναγνώστης που τον γνώριζε προσωπικά μπορεί να δει τον ίδιο τον συγγραφέα μέσα από τα λόγια των ηρώων του.
Μιχάλης Αλμπάτης: Για τον Αργυράκη Μανώλη και την «Κακιά Ώρα»
Ούτε που θυμάμαι πότε γνώρισα τον Μανώλη για πρώτη φορά γιατί εκείνη την εποχή στο Ηράκλειο, αρχές δεκαετίας του ’90, όλοι γνωριζόμασταν με όλους· αριστεροί, αναρχικοί, φρικιά, φοιτητές, ροκάδες, όλοι τριγυρνούσαμε στα ίδια μαγαζιά, αράζαμε στις ίδιες πλατείες, μεθούσαμε στα ίδια μπαρ.
Ο Μανώλης ήταν ιδιαίτερα κοινωνικός και εξωστρεφής, ίσως γιατί ήταν παθιασμένος συζητητής· αυτή έμοιαζε να είναι μια απ’ τις βασικές του ανάγκες, να μιλάει, να συζητά για ώρες επί παντός επιστητού, με αγαπημένα θέματά του την πολιτική, την τέχνη, τη θρησκεία.
Όσο κι αν είχε το ταλέντο να γίνεται αγαπητός, αποζητούσε ταυτόχρονα και επιδίωκε την αντιλογία, καλλιεργούσε την αντίρρηση, απολάμβανε να γίνεται εριστικός και δεν δίσταζε να υπερασπιστεί θέσεις αντιδημοφιλείς και ακραίες μόνο και μόνο για να πυροδοτήσει μια συζήτηση που θα έχει τα χαρακτηριστικά της μονομαχίας, κι αν ζούσε στην Αρχαία Ελλάδα είμαι βέβαιος πως θα ήταν μια απ’ τις ηγετικές μορφές της φράξιας των Σοφιστών.
Μια δεκαετία μετά την εποχή εκείνη της νιότης βρέθηκα να διατηρώ έναν καφενέ στο κέντρο της πόλης και ο Μανώλης έγινε σύντομα ένας απ’ τους καθημερινούς θαμώνες. Ήταν ικανός να ‘ρθει την ώρα που ανοίγαμε και να φύγει αργά το βράδυ. Εκεί έπινε, έτρωγε, έγραφε, αγόρευε. Αυτό το τελευταίο του άρεσε περισσότερο να κάνει, να συζητάει με τους υπόλοιπους θαμώνες για το κάθε τι, για θέματα ταπεινά μα και για τα πιο σπουδαία, να διαφωνεί, να λογομαχεί, να ρητορεύει· παράφορος, ξεροκέφαλος, δηκτικός, χειμαρρώδης.
Είχε διαβάσει πάρα πολύ στη ζωή του και παθιαζόταν με τις λέξεις· ο λόγος, γραπτός και προφορικός ήταν το μεράκι και το βάσανό του. Ήμασταν τότε και οι δυο λίγο πριν τα σαράντα, σίγουροι πως θα καταφέρουμε να γράψουμε κάτι σπουδαίο, πως σύντομα ο κόσμος θα υποκλίνονταν μπροστά στο ταλέντο μας και πως το ταλέντο αυτό ίσως μας διέσωζε από τις άχαρες, βαρετές δουλειές μας, εκείνου σε μια δημόσια υπηρεσία κι εμένα μέσα στην κουζίνα μου, με τα τηγάνια, τα μπρίκια και τις κατσαρόλες.
“Κάπελα! - έτσι με προσφωνούσε - γράφω κάτι καταπληκτικό, σίγουρη επιτυχία!” Μου έλεγε και με εφοδίαζε σχεδόν καθημερινά με καινούριες σελίδες, με στίχους, άρθρα, ποιήματα, διηγήματα, δοκίμια, διαβάζοντας κι εκείνος με τη σειρά του τη δικιά μου, περιορισμένη είναι η αλήθεια παραγωγή. Φυσικά κανείς εκδότης δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για κάποιο απ’ τα γραπτά που εδώ κι εκεί αποστέλλαμε, και είχαμε αρχίσει κι εμείς να πιστεύουμε, όπως εκείνος ο ήρωας του Τζακ Λόντον, πως δεν υπάρχουνε εκδότες παρά μονάχα κάτι προγραμματισμένες μηχανές που καταπίνουνε χειρόγραφα απ’ τη μια μεριά κι από την άλλη ξερνάνε ολόιδιες, τυποποιημένες απορριπτικές επιστολές.
Η Κακιά Ώρα είναι το μοναδικό του μυθιστόρημα, ή τουλάχιστον το μόνο που κατάφερε να ολοκληρώσει. Το ερέθισμα για να γράψει το βιβλίο τού το έδωσε ένας ηλικιωμένος άνδρας σ’ ένα καφενείο στα Χανιά, όταν του διηγήθηκε τα δραματικά γεγονότα που λίγο μετά την Κατοχή είχαν οδηγήσει στην ερήμωση τον οικισμό της Αράδαινας, στα νότια του νομού. Είναι η ιστορία μιας βεντέτας, μιας αλυσιδωτής αντίδρασης εκδίκησης και αντεκδίκησης, φαινόμενο το οποίο ανθούσε κατά το παρελθόν στην Κρήτη, χωρίς να έχει εξαλειφθεί ολοκληρωτικά ούτε σήμερα.
Τον Μανώλη δεν τον ενδιέφερε να κάνει μια ενδελεχή έρευνα και να παρουσιάσει τα γεγονότα όπως ακριβώς είχαν συμβεί. Κρατάει μονάχα το γεγονός που πυροδότησε τη δράση, την ασήμαντη αφορμή μιας κλοπής κουδουνιών προβάτων από μια παρέα πιτσιρικάδων, κι από εκεί κι έπειτα αναθέτει στη φαντασία του να πλάσει την ατμόσφαιρα ενός μικρού απομονωμένου χωριού στα χρόνια αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ένα χωριό που συγκροτείται από τέσσερις μεγάλες οικογένειες, δεμένες αναμεταξύ τους με συγγενικούς δεσμούς αλλά ταυτόχρονα δέσμιες παθών, ερίδων, προκαταλήψεων και απωθημένων.
Ο Μανώλης διαλέγει την τριτοπρόσωπη αφήγηση, τη ματιά ενός αφηγητή-παντογνώστη γιατί επιθυμεί να αποκαλύψει τον τρόπο με τον οποίο αντιδρά το θυμικό των ηρώων του, τους κανόνες στους οποίους υπακούει, τα κρυφά κίνητρα των πράξεών τους, τις φωλιές των παθών, τις εμμονές, τις παρανοήσεις που κυβερνούν τις ψυχές τους, στοιχειά που τους οδηγούν νομοτελειακά στην αρένα της τραγωδίας. Οι ίδιοι, με την στενοκεφαλιά, τη μοχθηρία, τη μικρόνοια και την έλλειψη επίγνωσης πλάθουν το ζοφερό παρόν τους το οποίο ερμηνεύουν σαν μοίρα, σαν τιμωρία απ’ τον Θεό, σαν «κακιά ώρα».
Όλη η πλοκή του έργου διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια μιας μόνο ημέρας, κι ο συγγραφέας χρησιμοποιεί το τέχνασμα της «σκυταλοδρομίας», με καθένα απ’ τα πρόσωπα της ιστορίας να εμφανίζεται στη σκηνή, να ξεδιπλώνει τη ματιά και τη σκέψη του, να διασχίζει το υφαντό της πλοκής ώσπου να συναντηθεί με τον επόμενο ήρωα, παραδίδοντάς του το κλειδί της αφήγησης.
Όταν ο Μανώλης έγραφε την Κακιά Ώρα η εμμονή που είχε αναπτύξει γύρω απ’ τον Θεό δεν είχε ακόμα προσλάβει την μορφή παραληρήματος, είναι όμως σίγουρο πως κάποιες απ’ τις «φωνές» που ένας-δυο απ’ τους ήρωές του έχουν το προνόμιο να αφουγκραστούν αντηχούσαν και στα δικά του αυτιά, όπως δεν θα πρέπει να του ήταν ξένα ούτε κάποια οράματα που με τρόπο τόσο φυσικό σε κάποιες απ’ τις σελίδες του αναφύονται.
Η Κακιά Ώρα είναι ένα απ’ τα τελευταία γραπτά που ο Μανώλης κατάφερε να ολοκληρώσει, εκεί γύρω στο 2010. Από εκεί κι έπειτα οι έμμονες ιδέες, οι «φωνές» που τον στοιχειώνανε άρχισαν να αποκτούν όλο και μεγαλύτερη ισχύ, καθιστώντας την επικοινωνία με τους γύρω του όλο και πιο δυσχερή, οδηγώντας τον σε μια μοναξιά όλο και πιο βαθιά, κι αυτό είναι ίσως το πιο τρομακτικό με την ψυχική «νόσο», η απομόνωση στην οποία καταδικάζει.
Λίγο καιρό πριν από τον αιφνίδιο θάνατό του, το καλοκαίρι του 2020, ο Μανώλης μου είχε εκμυστηρευτεί όχι μόνο ότι δεν έγραφε πια αλλά και ότι είχε καταστρέψει όλα του τα γραπτά, αποκηρύσσοντας κατά κάποιο τρόπο τον αλλοτινό του εαυτό. Το κείμενο σώθηκε χάρη στη σύντροφό του εκείνων των χρόνων, τη Σαββούλα Κολώνια, που το είχε δακτυλογραφήσει και επιμεληθεί, κρατώντας ένα αντίγραφο.
Ο Συντυχάκης Γιάννης σχεδίασε τη μακέτα του εξώφυλλου και ο Χρήστος Τσουμπλέκας έφτιαξε ειδικά για το βιβλίο τον κολάζ που το κοσμεί. Η έκδοση έγινε με τη βοήθεια δεκάδων φίλων και γνωστών του συγγραφέα και δεν αποσκοπεί στο να του αποδώσει απλά έναν φόρο τιμής αλλά στο να διασώσει κάτι απ’ τον πλούτο, την παραφορά και την ιδιαιτερότητα του ανθρώπου αυτού που γνωρίσαμε σαν Αργυράκη Μανώλη.
Ηράκλειο, άνοιξη του 2021
Μιχάλης Αλμπάτης
@BunkerPrintLabHeraklion