Γράφει ο Γιάννης Καστανάρας
Φωτογραφία: Τατιάνα Μπόλαρη
Το εσωτερικό του σπιτιού μου μοιάζει σαν δρόμος της Κανταχάρ. Ή, όπως λέει και η ταινία, σαν δρόμος που του περνάνε καλώδια. Το φριχτό σκουρόχρωμο «σαγρέ» πλαστικό δάπεδο που πάνω του έσερνα το πτώμα μου για τουλάχιστον δυο δεκαετίες έχει αφαιρεθεί κι εγώ στέκομαι στο καθιστικό κοιτάζοντας με απελπισία το κιτρινωπό χρώμα του Βουνού να ξεπροβάλει κάτω από τα κατασκονισμένα έπιπλα (μα τι στο διάτανο, δεν έχει θεμέλια αυτό το σπίτι;) Ο πλακάς, κάποιος Δημήτρης Λαμόγιος, την έχει κοπανήσει εδώ και μέρες έχοντας (πάλι καλά) ολοκληρώσει το μπάνιο, και δεν απαντάει στο κινητό, κάνει τον κουφό. Η φάτσα του εξαρχής δεν μου είχε γεμίσει το μάτι, αλλά επειδή ήταν γνωστός γνωστού και «φτηνός», τελικά ενέδωσα και του έδωσα μάλιστα και μια προκαταβολή για να «παίξει μπάλα».
1. Ο Ελληναράς
Πριν από τον Λαμόγιο (που όπως πληροφορήθηκα αργότερα με είχε κρεμάσει για μια δουλίτσα με καλό μεροκάματο στη Θήβα) με είχε επισκεφθεί ένας «καλλιτέχνης», ένας Ελληναράς με τα όλα του, κοψιά παλιού νταβατζή μικρομεσαίου επιπέδου, σένιος και κουστουμάτος, από αυτούς που θαρρείς ότι δεν έχουν δουλέψει ούτε μια μέρα στη ζωή τους - κάτι σαν τους πολιτικούς, δηλαδή. Ο «καλλιτέχνης», που λέτε, είχε φυσικά άποψη όπως όλοι οι «καλλιτέχνες» και επέμενε σώνει και καλά να τοποθετήσει τα πλακάκια σε διάταξη ρόμβου. Εγώ, πάλι, επέμενα σώνει και καλά στην τετράγωνη λογική του δαπέδου. Στο σταυρό που σας κάνω, η τιμή που ζητούσε ο τύπος ήταν εξωφρενική, πολύ εξωφρενική. Ο γνωστός που μου είχε πουλήσει τα πλακάκια μου είχε πει, «Ρώτα, κι αν δεν βρεις κάτω από τόσα, ενημέρωσέ με να σου στείλω δικούς μου». Έτσι, ο «καλλιτέχνης» απολύθηκε πριν καν προσληφθεί. αφού ρουφώντας για καμιά ωρίτσα κάμποση από τη σκόνη που αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα σε μέγεθος ρεβυθιού και, φυσικά, τον πολύτιμο χρόνο μου...
2. Ο Λαμόγιος
Ο Δημήτρης Λαμόγιος είχε ποντικόφατσα, έλεγε με περηφάνια ότι ήταν «καραέλληνας» με καταγωγή από τη Βόρειο Ήπειρο, και όταν του ανέθεσα το μεγαλόπνοο έργο της αλλαγής του πατώματος, έφερε και βοηθό, μια ψηλόλιγνη ασκητική φιγούρα, κάτι ανάμεσα σε Μάνο Κατράκη, κομπάρσο στον Ιβάν τον Τρομερό του Αϊζενστάιν, και Δον Κιχώτη, με ένα πρόσωπο σκαμμένο σαν από υνί, αλλά τόσο ευγενικό και τόσο θλιμμένο που κοιτώντας το σου ερχόταν να βάλεις τα κλάματα.
Ο βοηθός λεγόταν Νεκτάριος και ο Νεκτάριος – γύρω στα σαράντα ή πενήντα, ηλικία απροσδιόριστος, που λένε – ήταν ο δούλος του Λαμόγιου. Δούλος με την κυριολεκτική έννοια του όρου. Δεν ξέρω τι σόι μεροκάματο του έδινε ο Λαμόγιος που δεν ήξερε να βάλει ούτε την υπογραφή του, αλλά τον συμπάθησα αμέσως τον τον Νεκτάριο και τις τρεις μέρες που δούλεψε στο σπίτι με καμινέτο προσπαθώντας να αφαιρέσει το άθλιο πλαστικό και χιλιοοργωμένο δάπεδο από το πάτωμα, μιλούσε με το ζόρι και μόνο όταν του εγώ του απεύθυνα το λόγο Ακουμπούσε τα κοκαλιάρικα γόνατά του στο πάτωμα και δούλευε δίχως ανάσα. Δεν μου ζητούσε ούτε νερό κι όταν του το πρόσφερα μαζί με ένα σάντουιτς ή μια από εκείνες τις τυρόπιτες μούρλια που φτιάχνει η φίλη μου η Μαρία απέναντι από τον Άρειο Πάγο, ανάθεμά με αν έπινε μισό ποτήρι ή αν έτρωγε ολόκληρο το σνακ του. Μέχρι πια να νυχτώσει και πάει στο καλό του ψελλίζοντας μια ντροπαλή καληνύχτα. Έμενε σκυμμένος για ώρες δουλεύοντας δίχως να σηκώνει κεφάλι. Έβγαινα, έμπαινα, ο Νεκτάριος εκεί, κι εγώ να σκέφτομαι, μα πώς στο διάβολο ένας τέτοιος ψηλολέλεκας μπορούσε να μένει τόσες ώρες σκυφτός. Η ανάγκη, βλέπετε. Ντρεπόμουν. Και ντράπηκα ακόμα περισσότερο όταν την τελευταία μέρα τον πίεσα να σταματήσει για λίγο τη δουλειά για να πούμε δυο κουβέντες.
Ο Νεκτάριος δεν είχε οικογένεια. Ήταν πτυχιούχος της Σχολής Καλών Τεχνών των Τιράνων και μιλούσε, όπως του έβγαλα με το ζόρι, φαρσί γαλλικά και ελληνικά, και καλούτσικα ιταλικά. Ζωγράφιζε ακόμα, όποτε είχε χρόνο. Έμενε κάπου στην Αγίου Μελετίου, σε ένα υπόγειο, όπως μου είπε. Ο Νεκτάριος δεν θέλησε να μου αποκαλύψει το μεροκάματο που το έδινε ο Λαμόγιος. «Άσε», μου είπε. Δεν επέμεινα, αν και τρωγόμουν να μάθω. Ο Νεκτάριος ήταν από τους ανθρώπους εκείνους που η δυστυχία δεν τους επιτρέπει να εξωτερικεύσουν την υπερηφάνειά τους. Ένας προλετάριος μετανάστης από μια ληγμένη κομμουνιστική χώρα που δεν είχε υπάρξει ποτέ κομμουνιστική, όσο κι αν επέμενε το καθεστώς της.
Την επόμενη μέρα ο Νεκτάριος δεν ήρθε. Είχε τελειώσει τη δουλειά, είχε μαζέψει το καμινέτο, και είχε συρθεί πίσω στο υπογειάκι του περιμένοντας την επόμενη αποστολή που θα του ανέθετε ο σιχαμερός Λαμόγιος. Όσο γι' αυτόν... Τελείωσε το μπάνιο και… μην τον είδατε. Μπουχός ο Λαμόγιος, με κάτι χρήματα παραπάνω – δραχμούλες ήταν ακόμα. Κι εγώ έμεινα με το τηλέφωνο στο χέρι και με τη σκόνη να σκεπάζει τα πάντα. Για δεκαπέντε μέρες, για δεκαπέντε ατέλειωτες μέρες…
3. Ο Μοχάμεντ
Το απόγευμα που εμφανίστηκε ο Μοχάμεντ, συστημένος από έναν γείτονα και φίλο, είχα πια απελπιστεί και ήμουν έτοιμος να τηλεφωνήσω στον προμηθευτή των πλακιδίων για να μου βρει λύση. Ο Μοχάμεντ διέσχισε το κατώφλι μου με ένα τεράστιο χαμόγελο, με πολύ σπαστά ελληνικά – ένας συμπαθέστατος καραγκιοζάκος από το Χαλέπι της Συρίας (όταν η Συρία ήταν ακόμα Συρία) που μάζευε λεφτά για να γυρίσει στη χώρα του και να παντρευτεί την καλή του. Ο Μοχάμεντ ήταν μουσουλμάνος και όταν κάποια στιγμή του είπα χαλαρά ότι δεν πίστευα στον Θεό με κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. «Δεν πιστεύεις; Τι δεν πιστεύεις, δηλαδή;» Όταν προσπάθησα να του εξηγήσω, διαπίστωσα ότι ήταν αδύνατον. Ο Μοχάμεντ δεν μπορούσε να καταλάβει τι σήμαινε «δεν πιστεύω», δεν καταλάβαινε καν τι του έλεγα. Δεν του ήταν ήταν αδιανόητο – απλά η έννοια «άθεος» δεν υπήρχε καν στο μυαλό του, πόσο μάλλον στο λεξιλόγιό του. Σκέφτηκα πως ίσως ήταν θέμα γλωσσικής αντίληψης και δεν συνέχισα.
Τα χρήματα που μου ζήτησε ο Μοχάμεντ για να «φορέσει» (όπως έλεγε) πλακάκια σε όλο το σπίτι (εκτός από το μπάνιο, είπαμε, αυτό το είχε τελειώσει ο Λαμόγιος – να μην τον αδικούμε κιόλας και το 'χε κάνει κι ωραίο ο μπαγάσας) ήταν αστεία, σε σημείο που για μια στιγμή σκέφτηκα να τον «ακυρώσω». Ήμουν όμως έτοιμος να κρεμάσω μια θηλιά από το ταβάνι, να ανέβω σε ένα σκαμνί, να την περάσω στο λαιμό μου και να κλοτσήσω το σκαμνί, ελπίζοντας ότι το ταβάνι θα κρατούσε το βάρος μου, με το γνωστό τελικό αποτέλεσμα. Ευτυχώς όμως, για όλους εσάς που τώρα διαβάζετε αυτές τις αράδες, αποφάσισα να ζήσω ακόμα μια μέρα, έστω και με δάπεδο όπως όπως. Έτσι, έδωσα το οκέι στον Μοχάμεντ και τον ρώτησα πότε θα σκόπευε να πιάσει μεροκάματο. «Αύριο», απάντησε. «Αύριο, τι;» «Αύριο εγώ έρθω». «Για δουλειά;», ρώτησα ο τζιμάνης. «Για δουλειά». Ομολογώ ότι στην αρχή δεν τον πίστεψα, νόμισα πως εννοούσε κάτι άλλο, να περάσει για μια προκαταβολή και τέτοια. Ωστόσο, το χαμόγελο του τελικά με έψησε κι έτσι τον καληνύχτισα. Κάτι είπε στα αραβικά, μάλλον το ίδιο, μπορεί και όχι.
Την επόμενη μέρα, Σάββατο, πριν το ανύπαρκτο ρολόι τοίχου σημάνει οκτώ, χτύπησε το κουδούνι. Ανοίγω την πόρτα που κόντευε να γίνει επίχρυση από τη σκόνη, και τι να δω; (Δηλαδή, τι περίμενες να δεις, ρε βλάκα; Κνίτες να πουλάνε τον Ριζοσπάστη;) Έξω από την πόρτα στεκόταν χαμογελαστός ο Μοχάμεντ μαζί με άλλα δυο καλόπαιδα, έναν άλλον Μοχάμεντ γύρω στα σαράντα που φαινόταν ο πιο περπατημένος (και τελικά ήταν) από τους τρεις, κι έναν Χασάν (νομίζω) χωρίς άλλον Χασάν. Μπούκαραν μέσα με τον αέρα πορθητών των Αγίων Τόπων και χωρίς πολλά πολλά ο Μοχάμεντ μου ανακοίνωσε κοφτά: «Τώρα εσύ φεύγεις, έρθεις πάλι απόγευμα». Πώς; Ο Μοχάμεντ με έδιωχνε από το ίδιο μου το σπίτι! Όμως χαμογελούσε συνέχεια και όταν είδα την παρέα του να κατοπτεύει τον χώρο και να ετοιμάζει τα εργαλεία, κατάλαβα ότι η κατάσταση ήταν πολύ πιο σοβαρή και ότι δεν με έπαιρνε να διαφωνήσω. Τρεις εναντίον ενός... Οι μάγκες έδειχναν να ξέρουν τι έκαναν κι εγώ, ένας άνθρωπος με την καλή (και ενίοτε την κακή) συνήθεια να εμπιστεύομαι τους άλλους, καβάλησα το άτι μου (βλ. μοτοσικλέτα) σαν ταπεινωμένος Σταυροφόρος και αποφάσισα να αναζητήσω καταφύγιο όσο πιο μακριά μπορούσα - εννοείται εντός Αττικής. Κατέληξα σε ένα ζευγάρι καλών μου φίλων στη Δροσιά και άραξα εκεί τρώγοντας και πίνοντας ως τις πέντε, όταν αποφάσισα πως, νισάφι πια, θέλω πίσω το σπίτι μου. Και ξεκίνησα για να το διεκδικήσω.
Ενεστώτας: Φτάνοντας έξω από τα χειμερινά και θερινά ανάκτορά μου στους πρόποδες του Βουνού, βλέπω την πόρτα ορθάνοιχτη (η Μισέλ η Γάτα, βλέπετε, δεν με φιλοξενούσε ακόμα), με λούζει κρύος ιδρώτας, πάει, μ’ έκλεψαν, μονολογώ έντρομος, πάνε τα εκατομμυριάκια μου, πάει η τηλεορασίτσα μου, πάει το στερεφωνικούλι μου, πάει ο υπολογιστάκος μου. Διασχίζω διστακτικά το κατώφλι μπας κι οι λωποδύτες είναι ακόμα μέσα, κάνω δυο βήματα στο διάδρομο και τότε ακούω ομιλίες, χαχανητά και μουσική από το υπνοδωμάτιο. Μέσα στην ταραχή μου αργώ να καταλάβω που πατάω – πατάω πάνω σε στρωμένα πλακάκια, εκείνα το όμορφα πλακάκια στο χρώμα της γης που ακόμα κοσμούν (κι αν δεν συμβεί καμιά φυσική καταστροφή ή μη χειρότεραμ θα συνεχίσουν να κοσμούν) το δάπεδό μου. Ο χωματόδρομος της Κανταχάρ έχει χαθεί και κάτω από τα πόδια μου απλώνονται ατέλειωτα χιλιόμετρα μιας φρεσκοστρωμένης ότομπαν. Τα πλακάκια είναι όλα στη θέση τους, παντού, σε όλους τους χώρους, κουζίνα, γραφείο, καθιστικό, σαλόνι, μπάνιο (μην τα ξαναλέμε για το μπάνιο…), γυαλοκοπούν κάτω από τα αναμμένα φώτα, αντανακλούν μια νέα ζωή, μια νέα ελπίδα ότι το σπίτι των παππούδων μου θα κρατήσει για άλλα 75 χρόνια (τόσα ήταν τότε, τώρα είναι πάααααρα πολύ περισσότερα!) Οι δυο Μοχάμεντ κι ο Χασάν βρίσκονταν στο υπνοδωμάτιο φλυαρώντας, ενώ τοποθετούσαν στις γωνιές τα τελευταία πλακάκια. Στο πόμολο της πόρτας ήταν κρεμασμένο ένα τραντζιστοράκι που έπαιζε λαϊκά. Το μόνο που έλειπε ήταν οι αρμοί, αλλά μπροστά σε τέτοιο θέαμα, αντάξιο του Ταζ Μαχάλ, ποιος τους γαμούσε τους αρμούς. «Αρμοί, αύριο», είπε χαμογελώντας ο πρώτος Μοχάμεντ.
Αρμοί, όντως, αύριο. Κι ήταν μια μέρα καθαρή μ’ ένα σπίτι πιο νοικοκυρεμένο, καθόσον είμαστε νοικοκυρόπαιδα και άμα λάχει αδειάζουμε και τα τασάκια (λίγο πριν γεμίσουν). Και μέσα σε τρεις και λιγότερο μέρες, ο Μοχάμεντ, ο Μοχάμεντ και ο Χασάν είχαν «φορέσει» πλακάκια σε όλο το σπίτι (εκτός από το μπάνιο, να μην τα ξαναλέμε). Όπως τα ήθελα κι όπως τα ήθελαν κι εκείνοι. Κι αφού τους ξόφλησα, την τέταρτη μέρα κατά τας Γραφάς, αναπαυτήκαμε…
Ωστόσο, οι τύποι ήταν πολύ καλοί για να τους ξεχάσω έτσι εύκολα. Σε λιγότερο από δέκα χρόνια από σήμερα, το σπίτι μου θα κλείσει την πρώτη του εκατονταετία και μακάρι να είμαι σε θέση να ανάψω ο ίδιος τα πυροτεχνήματα πάνω από το Βουνό. Είχε να βαφτεί καιρό, ήθελε διάφορα μερεμέτια, διάφορες επισκευές. Ρώτησα τους Μοχάμεντ, Μοχάμεντ και Χασάν μήπως ήθελαν να αναλάβουν εργολαβία όλο το πακέτο – τότε περίσσευαν ακόμα κάποια λεφτουδάκια από ένα μικρό κομπόδεμα κοροϊδεύοντας τα λογής λογής αφεντικά μου – και εκείνοι δέχτηκαν με χαρά. Ομολογώ αναξιοπρεπώς ότι τους τάιζα καθημερινά με σάντουιτς και διαφόρων ειδών πίτες, τους είχα στα όπα όπα επειδή ήταν καλά παιδιά και χαβαλέδες και πάντα γελαστοί – κάποια στιγμή, μάλιστα, ο δεύτερος Μοχάμεντ μου εκμυστηρεύτηκε ότι ήταν «μπουρδελιάρης», είχε γραμμένη στα παπάρια του τη θρησκεία και ότι τα βράδια τα έτσουζε πίνοντας κονιάκ και μπύρες. «Αλλά μην το πεις στον Μοχάμεντ, δεν θα με ξαναπάρει στη δουλειά», μου είπε συνωμοτικά με εκείνα τα γάργαρα ελληνοαγγλικούλια του.
Οι Μοχάμεντ, Μοχάμεντ και Χασάν δούλεψαν στο σπίτι μου πάνω κάτω για 15 μέρες. Μετέφεραν έπιπλα, μερεμέτισαν, έβαψαν, σκούπισαν, κι όταν τελείωσαν το σπίτι ήταν όπως δεν ήταν ποτέ. Τόσο στην τρίχα όσο… Σεν βρίσκω λόγια. Δυο τρεις φορές μάλιστα αγόρασαν εκείνοι υλικά και δεν δέχτηκαν να μου τα χρεώσουν – «αύριο, αύριο», και αυτό το αύριο δεν ήρθε ποτέ. Αλλά όταν ήρθε η ώρα του αποχαιρετισμού, τους είχα ξοφλήσει και με το παραπάνω επειδή είμαι και κιμπάρης – οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους, έλεγαν οι παλιοί.
Και η ώρα του αποχωρισμού ήρθε… Εκείνη τη μέρα θυμάμαι – όσο μπορεί να θυμάται ένας άνθρωπος σαν κι εμένα – είχε συννεφιά. Ήρθαν μόνο οι Μοχάμεντ και Μοχάμεντ για τον τελικό λογαριασμό – ο Χασάν είχε πιάσει ήδη νέο μεροκάματο. Τους έφτιαξα τσάι και πιάσαμε τσάτρα πάτρα την ψιλοκουβέντα. Ο πρώτος Μοχάμεντ έλεγε για την καλή του που τον περίμενε στο Χαλέπι, πόσο του έλειπε, ότι θα πήγαινε τον άλλο μήνα να τη δει, ότι το ερχόμενο καλοκαίρι θα παντρεύονταν. Σκεφτόταν μετά τον γάμο να τη φέρει στην Ελλάδα, αλλά δεν ήξερε ακόμα.
Ενεστώτας: Κάποια στιγμή ο δεύτερος Μοχάμεντ, ο «μπουρδελιάρης» που λέμε, σηκώνεται λέγοντας ότι έχει κάποια δουλειά και ότι, καλή η παρέα μας, αλλά έπρεπε να φύγει. Είχαν έρθει με το δικό του αυτοκίνητό. Και ο δεύτερος Μοχάμεντ πράγματι φεύγει, αλλά χωρίς να με χαιρετίσει όπως χαιρετάει ένας άνθρωπος που φεύγει για τα καλά, το αντίο, που λέμε. Περνάει κάπου ένα σαραντάλεπτο παρλάροντας με τον πρώτο Μοχάμεντ και ξαφνικά χτυπάει το κουδούνι. Ο πρώτος Μοχάμεντ σηκώνεται γρήγορα και κατευθύνεται προς την πόρτα. «Ανοίξει εγώ». Τον ακούω να βγαίνει έξω και να ρωτάει κάτι στα αραβικά. Αφήνει την πόρτα ανοιχτή. Ακούω βήματα που απομακρύνονται. Ακούω πόρτα αυτοκινήτου να ανοίγει και πόρτα αυτοκινήτου να κλείνει. Ακούω βήματα που πλησιάζουν. Σηκώνομαι από τη θέση μου στο καθιστικό (η lazy boy δεν το κοσμούσε ακόμη), αλλά πριν προλάβω να φτάσω στο χολ, οι δυο Μοχάμεντ εμφανίζοντας κρατώντας τρία τεράστια, στην κυριολεξία τεράστια, πανέρια γεμάτα με κάθε λογής κρεατικά (εντάξει, όχι χοιρινό, ας μην τα παραλέω), πατάτες τηγανιτές, χούμους, σαλάτες – όλα τα αγαθά του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Αγίου Πνεύματος, αμήν! Βλέπετε, οι τύποι ήθελαν να με ευχαριστήσουν για τη «φιλοξενία» μου τόσες μέρες (το καλό «αφεντικό») και είχαν σκεφτεί να μου κάνουν το τραπέζι με αραβικό φαγητό από αραβικό εστιατόριο λες και μου το χρωστούσαν! Ώστε γι’ αυτό είχε φύγει προηγουμένως ο Μοχάμεντ! Από εκείνα τα απρόσμενα που όταν σου συμβούν φοράς στη μούρη σου ένα χαμόγελο για ένα μήνα…
Ως γνωστόν, υπάρχουν άνθρωποι και άνθρωποι. Από τη μια άνθρωποι όπως ο «Ελληναράς καλλιτέχνης» και άνθρωποι όπως ο Λαμόγιος, και από την άλλη άνθρωποι όπως ο Νεκτάριος και οι Μοχάμεντ, Μοχάμεντ και Χασάν. Οι τελευταίοι, άνθρωποι όπως εμείς, μόνο που αυτοί καθαρίζουν εκεί που πολλοί δεν τολμάμε καν να στρέψουμε το βλέμμα.
Ο πρώτος Μοχάμεντ συνέχισε να με επισκέπτεται απρόσμενα κάποια χειμωνιάτικα απογεύματα για τσάι, πάντα χαμογελαστός, ποτέ του γκρινιάρης.«Στη γειά σου», μου έλεγε, πίνοντας το τσάι του. «Στην υγειά σου, Μοχάμεντ», έλεγα αλλά το εννοούσα αλλιώς. Και το επόμενο καλοκαίρι τον φώναξα να μου «φορέσει» πλακάκια στη βεράντα που είχα φτιάξει στην πίσω πλευρά του σπιτιού, γκρεμίζοντας το ερειπωμένο ξυλουργείο του παππού στον κήπο, το μέρος που για χρόνια χρησιμοποιούσα ως άντρο οργιαστικών περιπετειών. Στο μεταξύ, ο Μοχάμεντ είχε παντρευτεί, αλλά είχε αφήσει την καλή του στη Συρία.
Και ξαφνικά… ο Μοχάμεντ χάθηκε. Όπως χάνονται πολύ συχνά οι άνθρωποι. Κάποια στιγμή έμαθα τυχαία ότι είχε επιστρέψει στη Συρία. Στην αναθεματισμένη Συρία…
Τώρα τελευταία τον Μοχάμεντ τον έχω στο μυαλό μου – δεν ξέρω γιατί. Ο πόλεμος στη Συρία μαίνεται ακόμα κι απ’ ό,τι φαίνεται θα μαίνεται όσες ανακωχές κι αν γίνουν. Πού να βρίσκεται άραγε ο Μοχάμεντ; Να τον έχει ρουφήξει ο πόλεμος; Είναι ζωντανός; Μήπως πρόλαβε να φύγει σε κάποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα μαζί με την οικογένειά του πριν η κατάσταση ξεφύγει από κάθε έλεγχο; (Μου είχε πει ότι ήθελε να κάνει οκτώ παιδιά, τα περισσότερα κορίτσια, και ότι θα τα αγαπούσε όλα το ίδιο). Μήπως βρίσκεται κλεισμένος σε κάποιον προσφυγικό καταυλισμό στα σύνορα Βουλγαρίας-Τουρκίας, περιμένοντας το τίποτα, έχοντας αφήσει πίσω την παλιά του ζωή και ξέροντας ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να μη βρει άλλη; Μήπως, πάλι, βρίσκεται εδώ και κάπου μαστορεύει ευλογώντας την τύχη του μέσα στην ατυχία του;
Δεν ξέρω πού βρίσκονται οι Μοχάμεντ, Μοχάμεντ και Χασάν. Ούτε έμαθα ποτέ κάτι για τον Νεκτάριο, τον Αλβανό καλοτεχνίτη. Ελπίζω μόνο να είναι όλοι τους καλά. Αυτό που ξέρω όμως, είναι ότι κάποια στιγμή σύντομα θα φύγουν από το μυαλό μου, ξαφνικά, έτσι όπως ξεφύτρωσαν τις προάλλες, για να συναντηθούμε ξανά σε κάποιο άλλο μονοπάτι της μνήμης. Αυτό που επίσης ξέρω είναι πως όπου κι αν βρίσκονται, η εικόνα της ρημαγμένης πατρίδας των τριών Σύριων φίλων μου δεν θα φύγει στιγμή από το μυαλό τους. Σίγουρα στον κόσμο υπάρχουν αμέτρητοι Νεκτάριοι, αμέτρητοι Μοχάμεντ και αμέτρητοι Χασάν. Όπως υπάρχουν αμέτρητοι «καλλιτέχνες» και αμέτρητα λαμόγια. Κι αν είναι της μοίρας μου γραφτό να ξαναβρεθώ κάποτε με τους Νεκτάριο, Μοχάμεντ, Μοχάμεντ και Χασάν, θα διαπιστώσουν τους χρωστάω άλλο ένα βαρβάτο τραπέζι. Τουλάχιστον...