Κακόμοιρο...

Γράφει ο Σωτήρης Θεοχάρης

Καλοκαίρι του 15, χαράματα στη Χίο, βολτάρουμε με την Ελένη και τον Λέμμυ, σε ένα πάρκινγκ λίγο έξω από την πόλη, περιμένοντας να ξημερώσει, μια και το καράβι που περιμέναμε να σηματοδοτήσει το τέλος των διακοπών μας έφτανε το πρωί και μεις δεν είχαμε δωμάτιο από το μεσημέρι εκείνης της ημέρας πλέον. Καθώς ο Λέμμυ ενθουσιασμένος με τραβολογά προς κάθε σπιθαμή της παρακείμενης παραλίας για να μυρίσει, να σκάψει και να μαρκάρει κατουρώντας περήφανα το νέο του βασίλειο, μέσα από ένα θάμνο ξεπετάγεται δειλά ένα κουτάβι.

Σκελετωμένο και σχεδόν ετοιμοθάνατο από ασιτία, ένα κουτάβι κυνηγόσκυλο, καφέ πιτσιλωτό, παρατημένο, με τα πλευρά του να διαγράφονται πάνω στο πετσί του, φοβισμένο με την ουρά κάτω απ τα σκέλια, κλαίγοντας μας κοίταξε με κείνα τα μάτια που πότε δεν θα ξεχάσω. Ποτέ. Μάτια οίκτου, μάτια παρακάλια, μάτια πόνου, πείνας και εγκατάλειψης, μάτια “γιατι;” Ακόμη και ο Λέμμυ, που δεν ανέχεται άλλο αρσενικό σε ακτίνα μιλίων, δεν γρύλισε, κοντοστάθηκε, το μύρισε και δεν αντέδρασε ούτε όταν εκείνο σύρθηκε πίσω του και τον ακολούθησε. Για μερικά μέτρα προσπάθησε αδύναμο να ακολουθήσει. Η Ελένη δεν άντεξε το βλέμμα του, ούτε γω το άντεχα και ας προσπαθούσα να παραστήσω δήθεν τον σκληρό και πως δε τρέχει τίποτα και πως “έτσι είναι η ζωή, σκληρή, επιβίωση, φύση ...” Στάθηκε, έσκυψε και το χάιδεψε απαλά, εκείνο της έγλυφε τα χέρια. Πείνα και πόνος και αγάπη σε ένα τρέμουλο, σε ένα κούνημα της ουρίτσας του και σε κείνα τα μάτια, τα ορθάνοιχτα που γυάλιζαν σαν νέον επιγραφή “πάρτε με από δω, πάρτε με μαζί σας”. Της έγλυφε τα χέρια και ήταν μεν παράκληση για τροφή, αλλά ήταν και αγάπη, αυτόματη, αυτονόητη ενστικτώδης αγάπη, ως ανταπόδοση για λίγο χάδι. Ο Λέμμυ έκατσε και αυτός σιωπηλός δίπλα του και του ρίξε δυο γλυψιές στα μουτράκια με τη γλωσσάρα του.

“Το κακόμοιρο”, είπα “πόσο καιρό να έχει να φάει;”. H Ελένη έβγαλε δυο τρία σκυλομπισκότα που είχε στις τσέπες και του τα έδωσε. Τα μάτια ορθάνοιχτα τώρα, σχεδόν έκπληκτα καταβρόχθιζαν τους τρεις μας, μας κοίταγαν, έναν έναν, γεμάτα καλοσύνη, καθώς ακόμα πιο λαίμαργα αλλά σχεδόν ευγενικά έπαιρνε τα μπισκότα απ τα χέρια μας και σχεδόν αμάσητα τα κατάπινε. Τόσο αγαπησιάρικα που ακόμη και ο αδηφάγος ζήτουλας, ο Λέμμυ, δεν διεκδίκησε ούτε μια μπουκιά, προφανώς ένιωθε και μύριζε την ανέχεια και την ανάγκη για επιβίωση του μικρούλη. Προχωρήσαμε προς το αυτοκίνητο. Το κακόμοιρο μας ακολουθούσε, έτρεμε και όμως κούναγε την ουρά του χαρούμενα. Πόσο καιρό να είχε να χαρεί άραγε ; πόσο απλή είναι η ευτυχία αναρωτήθηκα μέσα μου και απέφευγα να κοιτάξω τα ματάκια του, νομίζω πως δεν την άντεχα τόση απλή και αβίαστη αγάπη. Πάντα ήμουν μεγάλος αμήχανος μαλάκας εξ άλλου απέναντι στις φυσικές παλίρροιες της αγάπης. Το μίσος το καταφέρνω, την αγάπη διάολε την τρέμω, γιατί δεν την κουμαντάρω. Την κακία την παλεύω και την νικώ, την αγάπη την φοβάμαι γιατί πάντα με νικά. Ετοιμοθάνατο να σου λέει “ευχαριστώ”, να σε αγαπάει αντί να σε ικετεύει για κάτι περισσότερο, να ακολουθεί όχι γιατί απλά δεν έχει πουθενά αλλού να πάει, αλλά γιατί το ένστικτο του ανήκειν του δείχνει το δρόμο. Η αλήθεια της χημικής διαδικασίας που λέγεται αγάπη, σε τέσσερα σκελετωμένα ποδαράκια, ένα νεκροζώντανο σακούλι από δέρμα και κόκαλα και κείνα τα ματάκια να γυαλίζουν χαρούμενα “δεν είμαι μόνο πια”. 

Φτάσαμε στο αυτοκίνητο, η Ελένη βιαστικά έβγαλε ένα μπoλ του Λέμμυ, απ το πορτμπαγκάζ και άνοιξε μια κονσέρβα. Εγώ ως λιγότερο “αισθηματίας”, ορθολογιστής, ένα ρολάκι που κουβαλώ από παιδί και έγινε μάλλον συνήθεια και ως ψύχραιμος της είπα να μη του βάλει πολύ τροφή μαζεμένη για να μην πάθει τίποτα. “Μην πεθάνει από το φαγητό τώρα που βρήκε να φάει” είπα χαριτολογώντας. Του έβαλα νερό σε ένα πλαστικό τάπερ. Μέσα μου μια φωνή έσκουζε να μην κοιτώ μέσα τα μάτια του, όμως δε μπορούσα να ξεκολλήσω απ τη γυαλάδα τους και απ την μαγνητική αλήθεια τους. Ο Λέμμυ έστεκε τόσο βουβός μέσα στο αμάξι με το κεφάλι έξω απ το παράθυρο να παρατηρεί που θαρρώ πως και κείνος κοίταζε βαθιά μέσα στα μάτια του μικρούλι. Ο μικρούλης είχε τη μουσούδα του χωμένη ολόκληρη στο μπόλ και όμως τα μάτια του ήταν καρφωμένα σε μας, που κρατιόμασταν χέρι χέρι και χωρίς κουβέντα μεταβιβάζαμε ο ένας στον άλλο μέσα απ τους νευρώνες μας το μήνυμα : ”δυστυχώς δεν μπορούμε να τον πάρουμε μαζί μας, αλλά τουλάχιστον απόψε θα έχει λίγο ευτυχία”.

Χέρι χέρι, γεμάτοι περίεργη χαρά καθώς χάραζε στο εντελώς άδειο τεράστιο πάρκινγκ, δίπλα στη θάλασσα. Περίεργη χαρά αλήθεια όταν, ενώ το χάραμα αυτό θα ήταν το λυκόφως των διακοπών μας, ο λαίμαργος μικρούλης έσβησε με την παρουσία του μεμιάς την γνωστή μελαγχολία της επιστροφής, έτσι αναπάντεχα, εύκολα και όμορφα. Μετά από δυο ολόκληρες κονσέρβες ο μικρούλης ήπιε νερό, τέντωσε τα μπροστινά του πόδια σαν υπόκλιση, σαν προσευχή ευχαριστίας, κούνησε έντονα την ουρά του και σκύψαμε να του δώσουμε τα χάδια του αποχαιρετισμού. Από μακριά οι ήχοι της πόλης ξυπνούσαν και δυνάμωναν μαζί με την πρώτη υπόνοια ανατολής. Κάποια παρέα γλεντζέδων και δυνατή μουσική ακούγονταν να πλησιάζουν.

Όμορφη που ναι η ζωή, όμορφη και απλή σκέφτηκα, καθώς ο μικρούλης απομακρύνθηκε κατά μερικά μέτρα και έκατσε να μας παρατηρεί να τον παρατηρούμε. Κάθισε για μερικά δευτερόλεπτα στα πίσω πόδια του και τώρα πια η λάμψη στα μάτια του ήταν γεμάτη ζωή, γεμάτη επερχόμενη λιακάδα, γεμάτη αγάπη και ορκίζομαι πως ένοιωσα την Ελένη να ψιθυρίζει εντός της και κείνη “πόσο όμορφη που είναι η ζωή”.

“Όμορφη που είναι η ζωή”

Έκανε απότομα μεταβολή και έτρεξε να φύγει κουνώντας την ουρά χαρούμενα.

Ένας ξερός κρότος διέκοψε τις χαρμόσυνες φωνές των ξενύχτhδων μαζί με τον βραχύ ήχο ενός απελπισμένου φρεναρίσματος, καθώς στο έρημο και άδειο πάρκινγκ, από το πουθενά ένα αμάξι εμφανίστηκε. Η Ελένη ούρλιαξε “όχι” και έβαλε τα κλάματα. Ο οδηγός μας κοίταξε σοκαρισμένος, δεν έφταιγε, δεν έτρεχε, η παρέα μέσα στο αμάξι μουγκάθηκε. Ο μικρούλης πετάχτηκε στις ρόδες του μέσα απ το σκοτάδι και το χτύπημα ήταν σχεδόν εξ επαφής. Με ένα σπαρακτικό αλύχτισμα εξαφανίστηκε στο διπλανό δασάκι πριν προλάβω να κουνηθώ. Ψάξαμε αλλά δεν καταφέραμε να τον βρούμε, ούτε ο Λέμμυ δεν μπόρεσε να τον εντοπίσει. Όμως ξέραμε πως είναι μάταιο. Απ τη σφοδρότητα του κρότου νιώσαμε πως αυτό το αδύναμο πλάσμα μάλλον θα τελείωνε με την πείνα του και την ανάγκη για αγάπη για πάντα εκείνο το ξημέρωμα… 

Δε μιλήσαμε για πολύ ώρα.

Στο μυαλό μου γύρναγε σαν δίνη η ανάλυση, η θλίψη, ίσως και η ενοχή. Η πίκρα και η απορία πως αν δεν του δίναμε σημασία, αν δεν τον ταΐζαμε, θα ήταν ίσως ακόμα ζωντανό. Πεινασμένο για τροφή, στοργή, αγέλη και αγάπη, αλλά ζωντανό. Το κακόμοιρο.

Κάποια στιγμή βρήκα το κουράγιο να μιλήσω στην απαρηγόρητη  Ελένη που είχε αγκαλιάσει το Λέμμυ στο πίσω κάθισμα και προσπαθούσε να κρύψει τα δάκρυα της. Βρήκα το κουράγιο να πω μια μαλακία παρηγοριάς, “τουλάχιστον πήγε χορτάτο” της είπα και προσπάθησα ακόμη και να χαμογελάσω ψεύτικα, για να μην ραγίσει η φωνή μου. “Τουλάχιστον αυτό”, μου απάντησε, αλλά δεν το εννοούσε, όπως εξ άλλου δεν το εννοούσα ούτε εγώ. Λόγια για να ντύνουμε την πραγματικότητα και τον θάνατο με ζωή, λόγια για να βάφουμε τη νύχτα μας λαμπρή φωτιά και καθοδηγητικό άστρο. Κοίταξα μπροστά και οδήγησα ως το λιμάνι. Δεν άντεχα να αντικρίσω ούτε τα μάτια του Λέμμυ. Δεν το άντεχα γιατί είχαν μέσα στις ίριδες την ίδια αγάπη με το χαμένο κουτάβι. Δεν άντεχα να αντικρίσω τα μάτια της Ελένης, γιατί δε είχα κανένα γαμημένο έξυπνο “γιατί” ούτε κάποιο δήθεν σοφό τσιτάτο να της πω και να την παρηγορήσω. Δεν άντεχα ούτε τον καθρέφτη οπισθοπορείας να κοιτάξω και κοίταγα μόνο τους πλαϊνούς, γιατί φοβόμουν μην αντικρίσω στα δικά μου μάτια την ανάκλαση από κείνα τα ματάκια με την απεριόριστη και αληθινή αγάπη.

Μισός ήλιος στον ορίζοντα, ο καπνός του φουγάρου στο καράβι της επιστροφής μυρίζει μαζούτ. Η Ελένη και ο Λέμμυ κοιμούνται αγκαλιά μου στο κατάστρωμα. Κοιτάζω προς τα κεί που χάθηκαν τα λαμπερά ματάκια στο σκοτάδι. Που να μην έσωνα να τ αγαπήσω και να μας αγαπήσουν.

“Όμορφη που ναι η η ζωή”, με ειρωνεύτηκα και αμέσως με διόρθωσα : “Όμορφη για όσο είναι.”   


image

Σωτήρης Θεοχάρης

Ο Σωτήρης Θεοχάρης είναι μουσικός και Εξαρχειώτης. Κάπου κάπου (ενίοτε συχνά) σχολιάζει και αρθρογραφεί. Τελευταία τον συναντάμε στους ANFO, ενώ παιζει μπάσο και τραγουδάει και στα Ανώμαλα Ρίμματα. Κατά το παρελθόν συμμετείχε σε πληθώρα μουσικών σχημάτων μεταξύ των οποίων οι ιστορικοί punk rockers Aδιέξοδο και οι πάντα επίκαιροι Σπυριδούλα...
 
 
 
image

Σωτήρης Θεοχάρης

Ο Σωτήρης Θεοχάρης είναι μουσικός και Εξαρχειώτης. Κάπου κάπου (ενίοτε συχνά) σχολιάζει και αρθρογραφεί. Τελευταία τον συναντάμε στους ANFO, ενώ παιζει μπάσο και τραγουδάει και στα Ανώμαλα Ρίμματα. Κατά το παρελθόν συμμετείχε σε πληθώρα μουσικών σχημάτων μεταξύ των οποίων οι ιστορικοί punk rockers Aδιέξοδο και οι πάντα επίκαιροι Σπυριδούλα...
 
 
 
image

Σωτήρης Θεοχάρης

Ο Σωτήρης Θεοχάρης είναι μουσικός και Εξαρχειώτης. Κάπου κάπου (ενίοτε συχνά) σχολιάζει και αρθρογραφεί. Τελευταία τον συναντάμε στους ANFO, ενώ παιζει μπάσο και τραγουδάει και στα Ανώμαλα Ρίμματα. Κατά το παρελθόν συμμετείχε σε πληθώρα μουσικών σχημάτων μεταξύ των οποίων οι ιστορικοί punk rockers Aδιέξοδο και οι πάντα επίκαιροι Σπυριδούλα...
 
 
 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1