Έλληνα Λεβέντη, στον τάφο σου θα χτίσουμε το πιο μεγάλο γλέντι!

Γράφει ο Αργύρης Αργυριάδης

Εικονογράφηση: Γιώργος Μικάλεφ

Την τελευταία δεκαετία γίναμε μάρτυρες μιας σειράς γεγονότων, τα οποία μέσα από την ασημαντότητα τους ανέβασαν ψηλότερα τον πήχη του υπερφίαλου εθνικοπατριωτικού μεγαλείου, ενώ την ίδια στιγμή η κοινωνία βίωσε αλλεπάλληλες ήττες σε υγειονομικό, πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο. Ως άλλοθι, χρειάστηκε μια Ελλάδα νικητής προκειμένου να συντηρηθεί ο μύθος και η νοοτροπία του Ελληναρά, αυτού του υπερβατικού όντος με το εθνικό μεγαλείο της χλαμύδας και του φιλότιμου της φουστανέλας. Να πούμε ξανά ότι μια κοινωνία, στην εποχή της ασημαντότητάς της, επιλέγει τον πιο εύκολο δρόμο, αυτόν την κενότητας, θα ήταν απλά άλλη μια γραφική κοινοτυπία, την οποία γνωρίζουμε όλοι.

Άλλωστε, ο εθνικός μεγαλοϊδεατισμός κρύβει μέσα του μια ενδελεχή υποκρισία και μια γνωστική ασυμφωνία: Αυτή της δικαιολόγησης του ένδοξου παρελθόντος, με το άδοξο παρόν και το ακόμα πιο αβέβαιο μέλλον. Όπως σε όλες τις ψυχικές διαταραχές (ατομικές ή ομαδικές), η συγκάλυψη της αναντιστοιχίας λειτουργεί ως εσωτερικός καταπιεστής που εξωτερικεύεται συλλογικά ως εθνικό ασυνείδητο.

Οδηγηθήκαμε, λοιπόν, σε μια χαρακτηριστική περίπτωση ψυχοκοινωνικής ασυμβατότητας. Από την μία έχουμε την εθνική χλιδή της Ελληνικής νίκης, με υπερήρωες, άτλαντες και τιτάνες. Και από την άλλη, τη συστηματική απόκρυψη της σκληρής καθημερινότητας της ανεργίας, των απολύσεων, της ανισότητας, του ρατσισμού, της ξενοφοβίας και της κοινωνικής υποχώρησης σε όλους τους τομείς δικαιωμάτων και κεκτημένων. Μόνο που αυτή η άγρια πραγματικότητα δεν ενδιέφερε κανέναν πατριώτη, ιδίως εφόσον δεν έπληττε τον εθνικό μεγαλοϊδεατισμό της απένθατης Ελλάδας.

Ο αθλητισμός και στην συνέχεια ο πολιτισμός, ανέκαθεν αποτελούσαν το μεγαλύτερο άλλοθι για την ανάδειξη του εθνικού μεγαλείου, το οποίο συντήρησε φασιστικές δικτατορίες, στρατιωτικές χούντες και «λαϊκές» ή αστικές δημοκρατίες. Όπως ο πατριωτισμός, έτσι και η εθνική έπαρση, θα ήταν ανύπαρκτος εάν δεν υπήρχαν η φυλή, το έθνος και το κράτος ως ιδεολογικοί μηχανισμοί. Φυσικά, η ελληνική περίπτωση διακατέχεται από κάποια στοιχεία μοναδικότητας σε σχέση με την φύση του εθνικοπατριωτικού μεγαλοϊδεατισμού της.

Οι Έλληνες έχουν μόνο ένδοξη προϊστορία, κρυμμένη μυθιστορία, ηρωική ιστορία και ασήμαντο σήμερα. Για τα του παρελθόντος καυχιούνται αποκλειστικά διαμέσου μιας απροσδιόριστης, φασίζουσας αρχαιολατρίας. Στη συλλογική συνείδηση του Ελληναρά είναι γραμμένη ανεξίτηλα η ρήση που αποτελεί την κορωνίδα της εθνικής αυταρέσκειας και της αυτοεπιβεβαίωσης: «Όταν οι Έλληνες έχτιζαν Παρθενώνες, οι άλλοι ζούσαν ακόμα σε σπηλιές». Ασφαλώς, αρνείται να παραδεχτεί ότι αρκετές φορές τα Ελληνόπουλα δεν μπορούν να πιάσουν ούτε την βάση και απορεί γιατί τη σημαία τη σηκώνουν «οι ξένοι», επειδή για αυτόν… παν μην Έλλην βάρβαρος. Φαίνεται πως στην χώρα που γέννησε τη δημοκρατία, ή έννοια της ισονομίας είναι αποκλειστικό προνόμιο των ντόπιων ιθαγενών κατοίκων.

Μόνο έτσι μπορεί ο σημερινός Έλληνας, ο ήρωας του Βυζαντίου, της Αλβανίας, της μεταπολίτευσης, αυτός που κράτησε Θερμοπύλες, να ξεπεράσει το γεγονός ότι έχει ξεμείνει πίσω στο παρελθόν. Ο σύγχρονος νεοέλληνας όμως είναι μια μεταμοντέρνα μετάλλαξη δυτικών και ανατολίτικων πολιτισμικών στοιχείων κατά το δοκούν. Ως επί το πλείστον δεν είναι παρά ακοινωνικός, απληροφόρητος, ανιστόρητος, ημιμαθής, πατριαρχικός και σεξιστής. Γι’ αυτό και, ενώ αναπολεί την αρχαία Ελλάδα, θέλει να γίνει «Αμερικάνος και να του αρέσει στα κρυφά και ο Μητροπάνος», για να δανειστώ τους στίχους ενός τραγουδιού. Ο σημερινός Τσολιάς μπορεί να περηφανεύεται για το εθνικό του μόριο, κραυγάζοντας μόνο μπροστά στην τηλεόραση, παρακολουθώντας εκστατικά την κίνηση μιας μπάλας ή μιας χορογραφίας. Να κοινωνικοποιείται μόνο μετά την νικηφόρα λήξη ενός παιχνιδιού ή ενός διαγωνισμού, φωνάζοντας ακατάληπτα σεξιστικά ή ρατσιστικά συνθήματα. Και τέλος, να αναπτύσσει μια αγελαία εθνική συμπεριφορά νίκης. Ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός σε όλο του το μεγαλείο. Διότι είναι βαριά – βαριά η χούντα του τσολιά…

Η κάθε θεαματική θεσμική εκτόνωση έχει στόχο να συγκαλύψει την κοινωνική υποταγή μέσω των δανειακών συμβάσεων, τον σεξισμό, τον ρατσισμό και την φυλετική έπαρση που καλλιεργούνται όχι υπόγεια, πλέον, αλλά στο προσκήνιο του εθνικοπατριωτικού lifestyle. Μόνο έτσι μπορεί να δικαιολογηθεί η χρήση του «εθνικού συμβόλου» από καθωσπρέπει Ελληναράδες οπαδούς της εθνικής ή «υπερπατριώτες» φασίστες που επικαλούνται την αναγκαιότητα της φυλετικής καθαρότητας, την απέλαση των μεταναστών, τους ξυλοδαρμούς όσων δείχνουν ή είναι διαφορετικοί πολιτικά ή σεξουαλικά, για μια απροσδιόριστη υπεράσπιση της εθνικής συνείδησης μέχρι θανάτου.

Εξάλλου, ο φασιστικός υπερεθνικισμός δεν είναι παρά η αδιοχέτευτη λίμπιντο του κάθε πατριώτη, αυτή η ξέφρενη εθνική βαρβαρότητα που μεταφράζεται σε ηρωισμό. Στην βάση, αυτή η βίαιη συμπεριφορά απενοχοποιείται έστω κι αν πολλές φορές τραυματίζει θανάσιμα μετανάστες, νεολαίους και, γενικά, όλους όσοι μοιάζουν διαφορετικοί. Ειδικά δε, σε περιπτώσεις όπου αυτή η πολυπόθητη νίκη δεν έρχεται, η βαρβαρότητα βαφτίζεται ως «συναισθηματικό ξέσπασμα» για να εκλογικευτεί, στη συνέχεια, με έναν πιο εύπεπτο τρόπο.

Γνωρίσαμε στην πράξη ότι η συστράτευση της αστυνομίας και της Χρυσής Αυγής στόχευε στον γενικευμένο έλεγχο που αδιαμφισβήτητα είναι υπαρκτός σε όλη την καθημερινότητα του πολίτη και δεν έχει στόχο την εξάλειψη της «βίας» ή της «παραβατικότητας», αλλά την ισχυροποίηση, με όρους εγκλεισμού, του πολίτη μέσα σε έναν κοινωνικό ιδρυματισμό ανάλογο ενός στρατοπέδου συγκέντρωσης (αυτό, άλλωστε, δεν νοσταλγούν τα μέλη της Χρυσής Αυγής); Είναι ηλίου φαεινότερο ότι «τα παιδιά των ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας» μοιάζουν πολύ με τους καραφλούς υπερπατριώτες της Χρυσής Αυγής στο σωματότυπο, τον τσαμπουκά, το μίσος, τη βία, τον ανδρισμό, το σεξισμό και το ρατσισμό. Ας μην ξεχνάμε, ότι τα «τάγματα ασφαλείας» υπήρχαν ανέκαθεν για να καταργούν και όχι για να διαφυλάσσουν τη δημοκρατία. Είδαμε δε την στεναχώρια τους στο άκουσμα των ποινών της εγκληματικής οργάνωσης όταν η δημοκρατία έριξε τους «ναζί στην φυλακή» για να ξεπλύνει τα λοιπά ανομήματα της. 

Από τις υγειονομικές υποχρεωτικότητες στους δρόμους, στην τράπεζα, στο μετρό και στο ψιλικατζίδικο της γειτονίας, μέχρι τον «στρατιωτισμό» των αστυνομικών δυνάμεων ως φυσική παρουσία σε κάθε γωνιά ή πλατεία των αστικών κέντρων, όχι μόνο για να υπενθυμίζουν την ύπαρξή τους, αλλά για να θυμίζουν ότι τα «ΜΑΤ δεν αργούν μα δεν ξεχνούν», όπως μου είχε φωνάξει κάποτε ένας άντρας τον αστυνομικών δυνάμεων. Είναι κάτι περισσότερο από δεδομένο ότι η ύπαρξη τους, εκτός του να υπηρετούν την εξουσία, έχει μια μονοσήμαντη σχέση – την επιχειρησιακή τους αυτοτέλεια η οποία, σε συνάρτηση με την πολιτική ανοχή, σημαίνει ατιμωρησία. Το ίδιο όμως ισχύει για τα παιδιά τα «δικά τους», που δρουν επικουρικά μαζί τους: χαφιέδες, δοσίλογοι, τραμπούκοι, εξαγριωμένοι πολίτες, φανατικοί χριστιανοί και υπερπατριώτες. Η ύπαρξη τους δεν αποτελεί απόδειξη «δημοκρατικής πολυφωνίας», αλλά νίκη του λαϊκοχριστιανικού συντηρητισμού και της οπισθοδρόμησης.

Με το πρόσχημα της εναντίωσης στην υποχρεωτικότητα των εμβολίων, γίναμε ξανά μάρτυρες της παλινόρθωσης του ανορθολογικού. Όλος αυτός ο νεοχαζός συρφετός των ακροδεξιών που μπορούν ατιμώρητα να μαχαιρώνουν, δολοφονούν και να λιντσάρουν κατά το δοκούν προβάλλοντας τις αντικοινωνικές τους ιδέες, δεν είναι παρά μια συμμορία από άτομα χαμηλού νοητικού (πολιτικά) και κοινωνικού (συμβιωτικά) επιπέδου, οπισθοδρομικά και ομοφοβικά. Με αφετηρία τον εθνοκεντρισμό, τα άτομα αυτά βιώνουν τη μισαλλοδοξία μιας ανύπαρκτης φυλετικής ή πατριωτικής ανωτερότητας που τους διαχωρίζει από τις πρωταρχικές κοινωνικές και τις οργανικές αξίες της συνεργασίας, της συμβίωσης και της αλληλεγγύης.

Το ερώτημα πλέον δεν τίθεται για την Ελλάδα αλλά για ποια Ελλάδα; Κάθε όψη αυτού του εθνικού μεγαλείου φαντάζει αποκρουστική. Η κοινωνία δεν έχει ανάγκη το έθνος, τη φυλή ή την πατρίδα. Όλες αυτές, είναι έννοιες ξεπερασμένες και ανθρωποφάγες. Σε οικονομικό επίπεδο έχουν ξεπεραστεί από την κυριαρχία, αλλά σε ιδεολογικό διατηρούνται ως άλλοθι για να θυμίζουν τον πάλαι ποτέ ισχυρό κοινωνικό ιστό του έθνους-κράτους. Η κοινωνία χρειάζεται να επανακαθορίσει τις ανάγκες της με βάση την αλληλεγγύη και την συνεργασία, στοχεύοντας στην απελευθέρωση της. Όπως δεν υπάρχουν «φιλήσυχοι» φασίστες, έτσι δεν υπάρχουν αμέτοχοι πολίτες.

Ο εθνοκεντρισμός, εκτός από υπερφίαλος ή γραφικός, είναι κοινωνικά αποκρουστικός και πολιτικά αποτρόπαιος. Εάν η Ελλάδα θέλει να είναι αυτή των Ελλήνων αστυνομικών, των «ρουφιάνων, των δολοφόνων και των βιαστών», των γερμανοτσολιάδων ή των μεταδιδακτορικών χαφιέδων, αυτό δεν ενδιαφέρει παρά μια μικρή παρελθοντολογική μειονότητα, η οποία παρακολουθεί αποχαυνωμένη τηλεοπτικές εκπομπές εθνικοπατριωτικού telemarketing περιμένοντας να ξυπνήσει ο μαρμαρωμένος βασιλιάς για να ξαναζήσει το μεγαλείο της˙ μια ισχνή μειοψηφία που δεν μπόρεσε να κατανοήσει το σύνθημα «η χούντα δεν τελείωσε το ‘73» διότι αυτό δεν της φαίνεται λογικό, αφού νομιμοποιήθηκαν οι κομουνιστές, γέμισε ο τόπος μετανάστες, έκλεισαν τα Μακρονήσια και η επανένταξη στην κοινωνία δεν γίνεται πλέον με τον «θεραπευτικό» τρόπο της φάλαγγας. Είναι η ίδια μειοψηφία που συνεχάρη τον Κορκονέα όταν σκότωσε τον 15 χρόνο «αλήτη» μόνο και μόνο επειδή κυκλοφορούσε στα Εξάρχεια, ενθουσιάστηκε την επίσκεψη «Πάτερα της Εκκλησίας» στον φυλακισμένο «αγωνιστή» Ντερτιλή, και θεωρεί τον Κασιδιάρη πολύ διαλλακτικό επειδή «και λίγα της έκανε της Κανέλλη».  

Εάν κάποιοι θέλουμε να αλλάξει η κοινωνία του ελληνορθόδοξου χριστιανισμού, αυτού του ιδιότυπου φονταμενταλισμού που κάτω από τον μανδύα της αρετής προβάλει τον κοινωνικό αναχρονισμό, τότε πρέπει να παραμείνουμε «άθεοι». Όσο ο εθνικισμός θα βαφτίζεται ως υπέρτατη κοινωνική αξία, προτρέποντας στο διαχωρισμό των ανθρώπων στη βάση του γένους, της φυλής ή του έθνους, να συνεχίσουμε να θεωρούμαστε «απάτριδες». Και, φυσικά, εφόσον η δημοκρατία μια μικρής αστικής κάστας που σφετερίζεται τη δύναμη των πολλών προς όφελος των συμφερόντων των λίγων, που βαφτίζει τους κοινωνικούς αγώνες τρομοκρατία και τους κοινωνικούς αγωνιστές τρομοκράτες, που στέλνει στην ανεργία μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, ας παραμείνουμε πολιτικά «αναρχικοί», επιστρέφοντας έτσι το συμβολισμό και τον ιδεολογικό χειρισμό στην εκφορά  του λόγου της κυρίαρχης ρητορικής.  

Δεν χρειαζόμαστε χλαμύδα, φουστανέλα, τσαρούχι, φούντα ή φέσι, για να βρούμε το δικό μας μεγαλείο. Είμαστε εκτός του εθνικού οράματος και της συναίνεσης του, η οποία οδηγεί σε νέα δανειακή σύμβαση ή σε μια κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» ή «συνεργασίας». Είμαστε επισφαλείς εργαζόμενοι, άνεργοι, μετανάστες, μα προπαντός είμαστε όλοι αγανακτισμένοι, αντιστεκόμενοι και αλληλέγγυοι. Παραφράζοντας τα δικά τους υπερφίαλα «δυνατά και ελληνικά» λόγια, ο καιρός μπορεί να μην είναι «γαρ εγγύς». Αλλά όταν έρθει αυτή η στιγμή, δεν θα είναι για την επανίδρυση του κράτους-έθνους, ούτε για την επιστροφή στην δραχμή, αλλά για την κοινωνική απελευθέρωση. Αρκεί να το θελήσει η ίδια η κοινωνία. Ειδάλλως, θα παραμείνει εθνικά υπερφίαλη και κοινωνικά ηττημένη.

Εφόσον η ελευθερία θέλει αρετή και τόλμη, είναι σαφές ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει εκ του ασφαλούς, φιλήσυχα και από τον καναπέ. Η αντίσταση στη σημερινή δυστοπία αποτελεί μια μοναδική ευκαιρία να αλλάξουμε, όχι με αρχαιολατρικούς όρους επιστρέφοντας στο νοσταλγικό παρελθόν, αλλά με όρους κοινωνικούς, ταξικούς και έμφυλους. Για αυτό και ο εχθρός του εχθρού μας δεν ήταν και δεν θα γίνει ποτέ φίλος μας! Ας μην ξεχνάμε ότι οι φιλήσυχοι και ευυπόληπτοι πολίτες επέτρεψαν, με την παθητικότητα τους από τον καναπέ, να γίνουν τα μεγαλύτερα εγκλήματα σε βάρος της ανθρωπότητας, και να φτάσουμε εδώ που έχουμε φτάσει. Η ανατροπή του κάθε Έλληνα Λεβέντη του σεξισμού, του πολιτισμού, των θεσμών και των ιδρυμάτων του, παραμένει πάντα θελκτική και επίκαιρη. 

Ακολουθήστε τον Γιώργο Μικάλεφ και τη δουλειά του:

official blog

facebook


image

Αργύρης Αργυριάδης

Ο Αργύρης Αργυριάδης αφού πρώτα έζησε την συγκλονιστική εμπειρία της συναυλίας του Rory Gallagher στην Νέα Φιλαδέλφεια το 1981 έκτοτε, από μικρή ηλικία τρέχει στα στενά των Εξαρχείων, πιστός στην Ιδέα της ελευθερίας, παραμένει πάντα καταληψίας «τρελός και ευτυχισμένος», υπερασπιστής του Ιστορικού Μείζονος Αναρχισμού και μέλους του Ενός Δυνατού Συνδικάτου. Μισό αιώνα μετά την γέννηση του, έχει αφιερώσει τις σπουδές του στην ιατρική, την ψυχιατρική και την ψυχολογία στον αγώνα για την κοινωνική χειραφέτηση. Όταν δεν διαβάζει επικίνδυνα βιβλία, δεν ακούει παράξενες μουσικές ή να γράφει ακατανόητες ιστορίες στο merlin's, συμμετέχει σε Αυτοργανωμένες Συλλογικότητες Υγείας,συνελεύσεις, πορείες και δράσεις διότι τίποτα δεν έχει τελειώσει ακόμα.
 
 
 
image

Αργύρης Αργυριάδης

Ο Αργύρης Αργυριάδης αφού πρώτα έζησε την συγκλονιστική εμπειρία της συναυλίας του Rory Gallagher στην Νέα Φιλαδέλφεια το 1981 έκτοτε, από μικρή ηλικία τρέχει στα στενά των Εξαρχείων, πιστός στην Ιδέα της ελευθερίας, παραμένει πάντα καταληψίας «τρελός και ευτυχισμένος», υπερασπιστής του Ιστορικού Μείζονος Αναρχισμού και μέλους του Ενός Δυνατού Συνδικάτου. Μισό αιώνα μετά την γέννηση του, έχει αφιερώσει τις σπουδές του στην ιατρική, την ψυχιατρική και την ψυχολογία στον αγώνα για την κοινωνική χειραφέτηση. Όταν δεν διαβάζει επικίνδυνα βιβλία, δεν ακούει παράξενες μουσικές ή να γράφει ακατανόητες ιστορίες στο merlin's, συμμετέχει σε Αυτοργανωμένες Συλλογικότητες Υγείας,συνελεύσεις, πορείες και δράσεις διότι τίποτα δεν έχει τελειώσει ακόμα.
 
 
 
image

Αργύρης Αργυριάδης

Ο Αργύρης Αργυριάδης αφού πρώτα έζησε την συγκλονιστική εμπειρία της συναυλίας του Rory Gallagher στην Νέα Φιλαδέλφεια το 1981 έκτοτε, από μικρή ηλικία τρέχει στα στενά των Εξαρχείων, πιστός στην Ιδέα της ελευθερίας, παραμένει πάντα καταληψίας «τρελός και ευτυχισμένος», υπερασπιστής του Ιστορικού Μείζονος Αναρχισμού και μέλους του Ενός Δυνατού Συνδικάτου. Μισό αιώνα μετά την γέννηση του, έχει αφιερώσει τις σπουδές του στην ιατρική, την ψυχιατρική και την ψυχολογία στον αγώνα για την κοινωνική χειραφέτηση. Όταν δεν διαβάζει επικίνδυνα βιβλία, δεν ακούει παράξενες μουσικές ή να γράφει ακατανόητες ιστορίες στο merlin's, συμμετέχει σε Αυτοργανωμένες Συλλογικότητες Υγείας,συνελεύσεις, πορείες και δράσεις διότι τίποτα δεν έχει τελειώσει ακόμα.
 
 
 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1