«Ζωντανές» παρακαταθήκες (πρώτο μέρος): Motörhead - «No Sleep ’Till Hammersmith» (Bronze, 1982)

Γράφει ο Γιάννης Καστανάρας

«Είμαστε οι Motörhead και παίζουμε rock and roll!»

Οι Motörhead είναι μια από τις λίγες μπάντες που κάθε φορά που τις ακούω, το χαμόγελο που χαράζεται στο πρόσωπό μου είναι πλατύτερο από το συνηθισμένο. Περιττό, λοιπόν, να αναφέρω (που το αναφέρω) ότι εκείνη, η πρώτη συναυλία τους που παρακολούθησα στο Σπόρτινγκ το 1988 χάρη στη γενναιοδωρία του Μιχάλη και του Βασίλη ήταν μια από τις top-3 rock and roll βραδιές της ζωής μου (οι άλλες δυο ήταν των Birthday Party, επίσης στο Σπόρτινγκ, και των Mano Negra στο Ρόδον). Επομένως, μου φαίνεται πολύ φυσικό να ξεκινήσω την περιήγηση στα αγαπημένα μου live άλμπουμ με το No Sleep ’Till Hammersmith, το πρώτο ζωντανά ηχογραφημένο άλμπουμ που κυκλοφόρησαν οι Motörhead και τον μοναδικό δίσκο του βρετανικού συγκροτήματος που καρφώθηκε στο νούμερο 1 του καταλόγου επιτυχιών της πατρίδας του την πρώτη κιόλας εβδομάδα της κυκλοφορίας του.

«Αν μετακομίσουμε δίπλα σας, το γκαζόν σας θα ξεραθεί», είχε δηλώσει ο Lemmy Kilmister, μιλώντας σε ένα δημοσιογράφο λίγο μετά τη δημιουργία των Motörhead, εξαπολύοντας μια από τις σχεδόν πάντα εύστοχες και υπέροχα κυνικές ατάκες του. Όσο κι αν αυτό ακούγεται υπερβολικό, μια απόπειρα να παίξετε το No Sleep ’Till Hammersmith στην πλήρη ένταση του ενισχυτή σας μπορεί να πείσει τον αντιπαθητικό γείτονά σας να αλλάξει γειτονιά (αρκεί, βέβαια, ο κήπος του να έχει γκαζόν…)

Το 1975, λοιπόν, οι Motörhead ξεκίνησαν ένα ταξίδι που θα άλλαζε για πάντα τη σκηνή του rock and roll, παντρεύοντας το punk rock με το metal σε μια εποχή που είναι ζήτημα αν οι όροι αυτοί ψιθυρίζονταν από μερικά χείλη – συνήθως σε διαφορετικό πλαίσιο από αυτό που πλέον αντιλαμβανόμαστε. Το τρίο που σχημάτισε ο Lemmy όταν εκδιώχθηκε κακήν κακώς από τους Hawkwind εξαιτίας μιας σύλληψης για κατοχή ναρκωτικών, εκμεταλλεύτηκε στο μέγιστο βαθμό τις ικανότητές του στους αγώνες ταχύτητας, παίζοντας το καλύτερο και πιο γρήγορο rock and roll τριών ακόρντων στην ιστορία (μαζί με τους Ramones, στην άλλη όχθη του Ατλαντικού) για να γίνει μια από τις δημοφιλέστερες μπάντες στον κόσμο, με μια βάση θαυμαστών που θεωρείται απαράμιλλη. Το μαρτυρούν, άλλωστε, τριάντα και πλέον εκατομμύρια πωλήσεις δίσκων, εκατομμύρια αποκόμματα εισιτηρίων, μερικές υποψηφιότητες για Grammy, και διάφορες άλλες διακρίσεις, αν και για τους φαν των Motörhead τίποτε από όλα αυτά δεν έχει σημασία.

Όταν κυκλοφόρησε το No Sleep ’Till Hammersmith, οι Motörhead κρατούσαν ασταμάτητα αναμμένες τις μηχανές τους για σχεδόν έξι χρόνια, περιοδεύοντας, ηχογραφώντας και κυκλοφορώντας νέο υλικό. Το Ace of Spades, το πιο πρόσφατο άλμπουμ της μπάντας, είχε φτάσει ως το Top 5 των βρετανικών τσαρτ και έτσι χρειάζονταν κάτι για να κεφαλαιοποιήσουν αυτή την επιτυχία. Αν και τα τρία πρώτα τους άλμπουμ (Motörhead, Overkill και Bomber – όλα ηχογραφημένα με τη σύνθεση του No Sleep) δεν είχαν το εμπορικό αντίκρισμα του Ace of Spades, είχαν εφοδιάσει το συγκρότημα με μια σειρά από τραγούδια που ήδη θεωρούνταν «κλασικά», ενώ οι εκρηκτικές εμφανίσεις των Motörhead με την ιστορική τους σύνθεση (Lemmy στο μπάσο, Phil «Philthy Animal»Taylor στα τύμπανα και «Fast» Eddie Clarke στην κιθάρα) είχαν κερδίσει ένα φανατικό κοινό που μεγάλωνε διαρκώς. Επομένως, η κυκλοφορία ενός ζωντανά ηχογραφημένου άλμπουμ ήταν το λογικό επόμενο βήμα.

Όπως αποδείχτηκε, η απόφασή τους ήταν απολύτως σωστή. Το No Sleep ’Till Hammersmith κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 1981 από την Bronze Records, την εταιρεία που είχε εκδώσει τα τρία προηγούμενα άλμπουμ των Motörhead. Ως παραγωγός αναφέρεται ο Vick Maile (1943-1989, συνεργάτης μεγαθήριων όπως οι Animals, o Hendrix, οι Fleetwood Mac, o Clapton και οι Kinks, μεταξύ άλλων, αλλά και παραγωγός στο Ace of Spades) και η αρχική του έκδοση σε βινύλιο περιλάμβανε ένδεκα τραγούδια: τρία από το Ace of Spades («Ace of Spades», «The Hammer», «(We Are) The Road Crew»), πέντε από το Overkill («Stay Clean», «Metropolis», «No Class», «Overkill» «Capricorn»), το ομώνυμο από το Bomber και δυο από το ντεμπούτο τους («Motörhead», «Iron Horse/Born To Lose»). Παρόλο που ο τίτλος παρέπεμπε στο περίφημο «συναυλιακό θέατρο» του Λονδίνου, κανένα από τα κομμάτια του άλμπουμ δεν ήταν ηχογραφημένο στο Hammersmith, ένα χώρο που δεν συμπεριλαμβανόταν στη συγκεκριμένη περιοδεία. Απεναντίας, παρέπεμπε σε εμφανίσεις που είχαν πραγματοποιήσει οι Motörhead στο Queens Hall του Λιντς και στο City Hall του Νιούκαστλ στις 28, 29 και 30 Μαρτίου 1981, στη διάρκεια μιας σύντομης ανοιξιάτικης περιοδείας με τίτλο «Short Sharp Pain In The Neck», παίζοντας στο Νόρφοκ, στο Νιούκαστλ, στο Λιντς και στο Μπέλφαστ. (Το «Iron Horse/Born To Lose» ήταν από την ευρωπαϊκή περιοδεία της μπάντας την προηγούμενη χρονιά, ηχογραφημένο σε άγνωστη τοποθεσία και ημερομηνία, πιθανώς τον χειμώνα ή την άνοιξη του 1980). Ο τίτλος προέκυψε από ένα σλόγκαν που ήταν γραμμένο σε ένα από τα λεωφορεία της περιοδείας παραπέμποντας στις 32 συναυλίες που είχε δώσει η μπάντα σε διάστημα 34 ημερών. (Στις 11 Ιουλίου 1981 η Bronze θα κυκλοφορούσε το μοναδικό σινγκλ μέσα από το άλμπουμ, ένα επτάιντσο με το «Motörhead» και το ακυκλοφόρητο «Over The Top» στη δεύτερη πλευρά, το οποίο έφτασε μέχρι το Νο 6 στη Βρετανία).

Το No Sleep ’Till Hammersmith συλλαμβάνει την κλασική σύνθεση των Motörhead στο φυσικό της περιβάλλον, τη σκηνή, στο αποκορύφωμα της ισχύος και της δημοτικότητάς της. Είναι ένα θυελλώδες άλμπουμ από την αρχή ως το τέλος που δεν σ’ αφήνει να ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου ούτε για μια στιγμή, ενώ για πολλούς ήταν ο δίσκος που έβαλε τα θεμέλια για το επερχόμενο κύμα του thrash metal. Οι Motörhead κερδίζουν το στοίχημα του εντυπωσιασμού από τις πρώτες κιόλας νότες του «Ace of Spades» – το εναρκτήριο λάκτισμα για έναν από τους καλύτερους live δίσκους όλων των εποχών. «Ξέρεις πως είμαι γεννημένος για να χάνω κι ο τζόγος είναι για τους βλάκες, αλλά εμένα έτσι μ’ αρέσει, μωρό μου, δεν θέλω να ζήσω για πάντα», τραγουδάει ο Lemmy σαν καυλωμένος βραχνοκόκορας και με τη μια καταλαβαίνεις ότι εννοεί την κάθε λέξη, ενώ ο ορυμαγδός από το μπάσο του, τα τύμπανα που προσπαθεί να κονιορτοποιήσει ο Phil, και την κιθάρα του Eddie, χτίζουν ένα αδιαπέραστο,  ηχητικό τείχος, το οποίο συνεχίζεται σχεδόν ακατάπαυστα για κάτι λιγότερο από 40 λεπτά. Ανοίγεις την ένταση στο τέρμα, κλείνεις τα μάτια, και με ελάχιστη φαντασία πετυχαίνεις τη σύνδεση – βλέπεις μπροστά σου τρία ιερά τέρατα του rock and roll να γκρεμίζουν τα πάντα στο διάβα τους σαν πελώριοι ελέφαντες (ή μήπως οδοστρωτήρες;) ποτισμένοι με αμφεταμίνες, ενώ η σκηνή γύρω τους φλέγεται. Τρεις αγριωποί «λήσταρχοι» με δερμάτινα ρούχα, σταυρωτά φυσεκλίκια και καουμπόικες μπότες που ζουν τις μέρες της δόξας τους, σύμβολα μιας ολόκληρης γενιάς, στα πρόθυρα να δημιουργήσουν ένα διαρκή μύθο.

Ένας άλλος λόγος που το No Sleep ’Till Hammersmith είναι ανεκτίμητο, είναι ότι συλλαμβάνει το συγκρότημα σε μια άψογη μουσική φάση που υπερβαίνει τις εκτελέσεις των τραγουδιών στο στούντιο. Οι τρεις μουσικοί σπάνε κάθε φράγμα παίζοντας τόσο σκληρά και τόσο γρήγορα, θαρρείς και ζουν την τελευταία μέρα της ζωής τους πάνω στη γη. Όπως έγραψε κάποιος, «ακόμα και με την ένταση χαμηλωμένη σχεδόν στο μηδέν, αισθάνεσαι τα ηχεία σου να εκρήγνυνται από τον απίστευτο όγκο, την παραμόρφωση και τον ιδρώτα από χιλιάδες κορμιά που κοπανιούνται σαν ένα ενιαίο σώμα. Περίεργο που τα γύρω κτίρια στέκονταν ακόμα όρθια την επόμενη μέρα». Κοινώς, μιλάμε για μια ωδή στην ταχύτητα, ένα rock and roll πανηγύρι, μια συντριπτική, ασυγκράτητη έφοδο στα αυτιά – το απόλυτο πάντρεμα του punk με το metal που πέτυχαν με μοναδικό τρόπο οι Motörhead, κάνοντας εκατομμύρια πιτσιρικάδες σε όλο τον κόσμο να χτυπιούνται μπροστά στον καθρέφτη παριστάνοντας ότι παίζουν κιθάρα, σε ένα ατομικό headbanging με την αδρεναλίνη στο κόκκινο.

Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς αν ένα τέτοιο άλμπουμ μπορεί να χαρακτηριστεί ως «έργο τέχνης». Σίγουρα όχι, αλλά η ιδέα γύρω από τους Motörhead δεν είχε να κάνει με τέχνη. Ο στόχος τους ήταν να μεταδώσουν το ιδιότυπο είδος του rock and roll που έπαιζαν στους πιστούς θαυμαστές τους. Και η αίσθηση που παίρνεις από το κοινό ακούγοντας αυτό το άλμπουμ είναι χειροπιαστή, ενώ είναι ολοφάνερο ότι οι Motörhead απολαμβάνουν αυτό που κάνουν και εκπέμπουν όλον αυτό το δυναμισμό με τέτοιο δυναμισμό επειδή θέλουν να τιμήσουν τους φίλους που τους είχαν στηρίξει μέχρι τότε και θα συνέχιζαν να τους στηρίζουν μέχρι το τέλος, καθώς χρόνο με το χρόνο νέες «ορδές» πιστών προσηλυτίζονταν στη λατρεία της μπάντας. Once a Motörhead fan, always a Motörhead fan!

Σε όλη τη διάρκεια της καριέρας τους, οι Motörhead ήταν γνωστοί για τη συντριπτική ένταση των συναυλιών του και όλοι τους σεβόντουσαν για αυτό. Και στο συγκεκριμένο δίσκο, ο συνδυασμός που αναμείγνυε στη χύτρα του θορύβου το γρύλισμα της φωνής και το βροντερό μπάσο του Lemmy,τις ανελέητες ομοβροντίες του Taylor και το ρυθμικό μπαράζ και τα σύντομα, πλην όμως καταλυτικά, σόλα του Clarke, ήταν κάτι παραπάνω από ιδανικός.

Ο κόσμος είναι πολύ χειρότερος και λιγότερο διασκεδαστικός χωρίς αυτούς τους τρεις τύπους. Το γεγονός ότι ο ένας μετά τον άλλον εγκατέλειψαν τα εγκόσμια σίγουρα είναι θλιβερό, αλλά η τεράστια παρακαταθήκη του Lemmy και της (όποιας) παρέας του είναι ένα από τα πιο αστραφτερά πετράδια στο στέμμα με τα καλύτερα κοσμήματα του rock and roll και το No Sleep ’Till Hammersmith, αυτά τα 40 λεπτά που εύχεσαι να μην τελειώσουν ποτέ (εντάξει, αυτό γίνεται!), αυτές οι απίθανες, «ζωντανές» στιγμές μιας από τις πιο cool μπάντες στον κόσμο, είναι η ηχητική μαρτυρία για ένα ξέφρενο πάρτι που ευτυχώς, θα συνεχίζονταν για μπόλικα χρόνια ακόμα, επιτρέποντάς μας να είμαστε οι τυχεροί προσκεκλημένοι σε κάποια από αυτά…

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:

Lemmy: Σκόρπιες στάχτες, γεμάτες σφαίρες...

Ο Lemmy στα τέλη της δεκαετίας του '60: Απόσπασμα από την αυτοβιογραφία ενός θρύλου του rock and roll...

Οι τελευταίες μέρες του Lemmy

Lemmy: «Ποτέ μου δεν ήπια γάλα, ούτε θα πιώ...»

O Lemmy για την Tina Turner...

Lemmy: «Αν δεν γουστάρεις τους Supersuckers, δεν γουστάρεις το rock and roll!»

ΔΕΙΤΕ: 

Lemmy (2010): Παρακολουθήστε το ντοκιμαντέρ των Greg Olliver και Wes Orshoski για τη ζωή και το έργο του τιτάνα του rock and roll...

 


image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξιν και κατ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
 
 
 
image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
 
 
 
image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
 
 
 

 

 

 

 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1