Μποσανόβα: το βραζιλιάνικο νέο κύμα...

Γράφει ο El Condor Pasa

Γιατί η σάμπα γεννήθηκε εκεί στην Μπαΐα
Κι αν σήμερα είναι λευκή στην ποίηση
Αν σήμερα είναι λευκή στην ποίηση
Είναι όμως πολύ νέγρα στην καρδιά... 
 («Samba da Bênção» – Vinicious De Morais & Baden Powell

Με τον θάνατο της Αστρούντ Ζιλμπέρτου στις 5 Ιουνίου 2023, έφυγε και η τελευταία από τη γενιά των μεγάλων μουσικών και τραγουδιστών που δημιούργησαν το βραζιλιάνικο νέο κύμα, τη μποσανόβα -μια παραλλαγή της σάμπα-, ένα στυλ τραγουδιού πάνω σε ένα νέο ρυθμό που στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’60 σάρωσε πρώτα την Αμερική κι ύστερα, μέσω της Γαλλίας, την Ευρώπη.

Η σάμπα ακούστηκε για πρώτη φορά σε μεγάλα ακροατήρια με την ιστορική ταινία του Μαρσέλ Καμύ, Orfeu Negro, μια γάλλο-ιταλο-βραζιλιάνικη παραγωγή του 1959 τη μουσική επένδυση της οποία είχε συνθέσει ο μάγος της κιθάρας Λουί Mπονφά. Μπορούμε πλέον να μιλάμε για εισβολή της βραζιλιάνικης σάμπα, μιας μουσικής που απέκτησε παγκόσμια ακτινοβολία και αποδοχή και προηγήθηκε της άφιξης των Beatles.

 

ΟΙ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ

Δίχως αμφιβολία, την «αγία τριάδα» της μπόσα αποτελούν ο Ζουάο Ζιλμπέρτου (1931-2019, ο πρώτος σύζυγο της Αστρούντ), ο κιθαρίστας, συνθέτης και τραγουδιστής Βινίσιους ντε Μοράις (1913-1980, ένας ποιητής, στιχουργός, μουσικός, τραγουδιστής και θεατρικός συγγραφέας – διπλωμάτης στο επάγγελμα), και ο συνθέτης, πιανίστας και κιθαρίστας Αντόνιο Κάρλος Ζομπίμ (1927-1994).

Ζουάο Ζιλμπέρτου

Ας κάνουμε λοιπόν μια επίσκεψη στο Ρίο ντε Ζανέϊρο στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’50, στο δεύτερο όροφο μια πολυκατοικίας πάνω από την παραλία της Κoπακαμπάνα, στο σπίτι της Νόρας Λεάο, μιας νεαρής τραγουδίστριας της μόδας, που τα παράθυρα του έχουν θέα στον απέραντο ωκεανό. Εκεί μαζεύονται διάφοροι μουσικοί, κιθαρίστες κυρίως, που παίζουν τη σάμπα. Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του ’50 πολλοί κιθαρίστες παραλλάσσουν τον τρόπο του comping (της ρυθμικής συνοδείας) της σάμπα. Υπάρχει ήδη το στυλ του Όσκαρ Κάστρο Νέβες, του Κάρλος Λίρα και άλλων. Αν και ο Ζουάο Ζιλμπέρτου, που έχει έρθει στο Ρίο από την Μπαΐα, δεν είναι βιρτουόζος της κιθάρας σε μια χώρα όπου όλοι παίζουν κιθάρα, ωστόσο είναι τελειομανής και έχει όραμα. Κλείνεται, λένε, σε ένα δωμάτιο και παίζει για ώρες μόνο ένα ακόρντο, μέχρι να το κάνει να ακουστεί όπως θέλει αυτός (αργότερα θα χρειαστεί τουλάχιστον 28 εκτελέσεις μέχρι να μείνει ευχαριστημένος με μια ηχογράφηση!) Ο Ζουάο έχει καταλήξει σε κάποια ρυθμική αντιστροφή της σάμπα και ακόμα, την παίζει αρκετά πιο αργά. Το τέμπο της σάμπα είναι γρήγορο ενώ εδώ είναι μεσαίο. Έχει φέρει τον νέο τρόπο, τον νέο ρυθμό, στην οριστική του μορφή, το παίξιμό του είναι το νέο πρότυπο. Παρ’ όλα αυτά, οι γείτονες διαμαρτύρονται για τη φασαρία από τον δεύτερο όροφο κι έτσι οι μουσικοί που συγκεντρώνονται αναγκάζονται να τραγουδούν χαμηλόφωνα. Το νέο είδος, λοιπόν, ξεκινάει εξαρχής sotto voce.

Αντόνιο Κάρλος Ζομπίμ

Στο διαμέρισμα της Λεάο συχνάζει ο Βινίσιους Ντε Μοράις, ο «ποιητάκος», όπως τον λένε. Ο Βινίσιους αυτοσυστήνεται ως ο πιο «μαύρος» λευκός Βραζιλιάνος και μπορεί να θεωρηθεί για την μποσανόβα κάτι σαν τον Μπρετόν για τους σουρεαλιστές. Είναι αυτός που εμπνέει τους άλλους μουσικούς, τους ενώνει, τους δίνει κίνητρο, αιτία και φιλοσοφία (το Orfeu Negro, εξάλλου, είναι διασκευή ενός δικού του θεατρικού έργου). Μια πληθωρική καρδιά γεμάτη αγάπη για τις γυναίκες (παντρεύτηκε εννέα φορές), τον κόσμο και… το ποτό. Ο Βινίσιους θα φέρει επανάσταση στη στιχουργική. Ενώ ο στίχος της εποχής του είναι ακόμα οι γνωστές οιμωγές του απατημένου ή αγνοημένου εραστή και βρίθουν από τη φορμαλιστική ρομάντζα του έρωτα δίχως ανταπόδοση, ο Βινίσιους δοξάζει τη χαρά της ζωής, τον έρωτα, την θλίψη (ναι, τη θλίψη), τα φιλιά, τις αγκαλιές, την τρυφερότητα, την αγάπη, την αισιοδοξία:

Kαλύτερα να είσαι χαρούμενος παρά θλιμμένος
Η χαρά είναι το καλύτερο πράγμα που υπάρχει
Είναι όπως το φως μέσα στην καρδιά.

Όμως για να φτιάξεις μια σάμπα με ομορφιά
Χρειάζεται κάτι από λύπη
Χρειάζεται κάτι από λύπη
Αλλιώς δεν γίνεται μια σάμπα, όχι

Γιατί η σάμπα είναι η θλίψη που ταλαντεύεται
Και η λύπη έχει πάντα μια ελπίδα
Η λύπη έχει πάντα μια ελπίδα
Μια μέρα να μην είσαι πια λυπημένος
….
Αλλιώς είναι σαν ν’ αγαπάς μια γυναίκα απλώς ωραία
Και;
Μια γυναίκα πρέπει να έχει κάτι πέρα από την ομορφιά
Κάτι από λύπη
Κάτι που να κλαίει
Κάτι που να νιώθει νοσταλγία
Ένα ταρακούνημα τσακισμένης αγάπης
Μια ομορφιά που να βγαίνει από τη θλίψη του να ξέρεις πως είσαι γυναίκα
Φτιαγμένη μόνο για ν’ αγαπά
Να υποφέρει για την αγάπη σου κι αυτή να ’ναι απλώς συγχώρεση.

......
Γιατί η σάμπα είναι η θλίψη που ταλαντεύεται
Κι η θλίψη έχει πάντα μια ελπίδα
Η θλίψη έχει πάντα μια ελπίδα
Πως κάποια μέρα δεν θα είσαι πια θλιμμένος
......

(«Samba da Bênção» , Vinicious de Morais και Baden Powell, μετ. Ηλίας Οικονομόπουλος)

Είναι εξάλλου μέσα στο πνεύμα της εποχής: η Βραζιλία κοιτάζει τον νέο μεταπολεμικό κόσμο με αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση. Ο Κόμπιτσεκ, ο νέος πρόεδρος της χώρας, είναι ένας προοδευτικός οραματιστής. Η Βραζιλία χτίζει στην καρδιά της ζούγκλας την Μπραζίλια, τη νέα της μοντερνιστική της πρωτεύουσα, και το 1958 κατακτά το παγκόσμιο κύπελο ποδοσφαίρου με τους Πελέ και Ζαϊρζίνιο που μαγεύουν την υφήλιο. Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη επιτυχία του νέου κύματος είναι το τραγούδι «Chega de saudage» («No more Blues» ή «τέρμα στις σκοτούρες»), που το τραγουδάει για πρώτη φορά το 1958 η Ελίζεθ Καρντόσο, μια μεγάλη κυρία της βραζιλιάνικης μουσικής - η ίδια που είχε τραγουδήσει το Orpheu Negro.

Ο Βινίσιους Μοράες υπογράφει στη φούστα θαυμάστριας

Ένας άλλος που συχνάζει στο διαμερισματάκι του δεύτερου ορόφου είναι ο Αντόνιο Κάρλος Ζομπίμ, ή Τομ Ζομπίμ, ένας σπουδαγμένος μουσικός (ο Βινίσιους τον αποκαλεί μαέστρο) που έχει μελετήσει τον Ραβέλ, τον Στραβίνσκι και τον Ραχμάνινοφ. Ο Αντόνιο Κάρλος παίζει πιάνο, κιθάρα και φλάουτο, και του αρέσει η αμερικάνικη τζαζ και ο Σοπέν, ο μεγάλος ρομαντικός. Ας μην ξεχνάμε και τη μεγάλη παρακαταθήκη του Βίλα Λόμπος στην οποία έχει εντρυφήσει ο Ζομπίμ. Στο δρόμο, οι κιθαρίστες της σάμπα ήδη παίζουν πολλά «τζαζίστικα» ακόρντα που τα έχουν ανακαλύψει με το αυτί. Οι νέοι Βραζιλιάνοι μουσικοί γοητεύονται από την τζαζ, κυρίως την πιο σοφτ εκδοχή της, αυτή της δυτικής ακτής: Gerry Mulligan, Chet Baker, Stan Getz, Barney Kessel. Αλλά εκείνος που ολοκληρώνει και απογειώνει το νέο στυλ είναι ο Ζομπίμ με τις συνθέσεις του και τις γνώσεις του. Τα τραγούδια του έχουν υπέροχες πρωτότυπες μελωδίες χτισμένες πάνω στον νέο ρυθμό του Ζουάο, που συνοδεύονται από μια πολύ σοφιστικέ εναρμόνιση με χρωματικά περάσματα, με «ανοιχτά» ακόρντα με μεγάλες έβδομες, με έκτες, ένατες, δέκατες-τρίτες, ντιμινουέτες – μια αρμονική πανδαισία. Αυτό που μάγεψε με την πρώτη τόσο τους Αμερικανούς τζαζίστες όσο και το κοινό είναι αυτός ο συνδυασμός του αφροκουβάνικου ρυθμού, δίχως όμως το φρενήρες τέμπο του, με τις όμορφες ρομαντικές μελωδίες του Ζομπίμ εναρμονισμένες με μια τζαζ αντίληψη. Επιπλέον, ενώ οι μελωδίες τη τζαζ είναι γενικά σύντομες (διαρκούν λίγα μέτρα), του Ζομπίμ είναι μεγάλες και γενναιόδωρες. Ο Ζομπίμ, ίσως ο συνθέτης με τα περισσότερα τραγούδια στο real book της τζαζ, πρέπει να θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες λαϊκής μουσικής του 20ού αιώνα.

 

ΤΟ ΝΕΟ ΚΥΜΑ KATAKTA TH ΦΟΙΤΗΤΙΚΗ ΝΕΟΛΑΙΑ

Όπως προανέφερα, το πρώτο τραγούδι του νέου κύματος το «Chega de saudage», μια σύνθεση των Ζομπίμ και Βινίσιους, κυκλοφορεί τον Φλεβάρη του 1958 με τη φωνή της Καρντόσο και αφήνει καλή εντύπωση. Όμως η πραγματική έκρηξη συμβαίνει λίγο αργότερα, την ίδια χρονιά, όταν το ίδιο τραγούδι κυκλοφορεί τραγουδημένο και εκτελεσμένο από τον Ζουάο. Αυτή θεωρείται η πρώτη ηχογράφηση και η γενέθλια πράξη της μποσανόβα. Το νέο στυλ κατακτά σχεδόν αστραπιαία την νεολαία, αλλά κάποιοι διαμαρτύρονται για την κακοφωνία. Δεν τους αρέσουν οι αρμονίες του Ζομπίμ και τις κατηγορούν ως φαλτσαδούρες. Οι μουσικοί δεν θα αργήσουν να απαντήσουν με το τραγούδι «Desafinado» («Παράφωνα») των Ζομπίμ και Νιούτον Μεντόνκα.


Όταν λες ότι τραγουδάω παράφωνα, αγάπη μου,
Να ξέρεις ότι αυτό με πονάει πολύ
Μόνο οι προνομιούχοι έχουν αυτί σαν το δικό σου
Εγώ έχω μόνο ό,τι μου έδωσε ο Θεός

Αν επιμένεις να χαρακτηρίζεις
τη συμπεριφορά μου ως αντιμουσική
Εγώ ο ίδιος πρέπει να πω
Ότι είναι μποσανόβα, είναι πολύ φυσική
Αυτό που δεν ξέρεις ή δεν αισθάνεσαι
Είναι ότι και όσοι παίζουν ξεκούρδιστα έχουν κι αυτοί καρδιά («Desafinado»)

Και ενώ η μικρή παρέα των μουσικών απολαμβάνει τη νέα δημοτικότητά της στη νεολαία, την άνοιξη του 1961 επισκέπτεται την χώρα μια αντιπροσωπεία βορειοαμερικανών καλλιτεχνών στο πλαίσιο κάποιου προγράμματος πολιτιστικών ανταλλαγών μεταξύ των ΗΠΑ και της Βραζιλίας. Ανάμεσά τους είναι και ο κιθαρίστας Charlie Byrd, ο οποίος μαγεύεται από τη νέα μουσική και επιστρέφοντας στις ΗΠΑ ηχογραφεί με το σαξοφωνίστα Stan Getz το άλμπουμ Jazz Samba τον Απρίλιο του 1962. Ο δίσκος πουλάει μισό εκατομμύρια αντίτυπα σε 18 μήνες και γίνεται ο μόνος δίσκος τζαζ που έφτασε ποτέ στο Νο 1 του Billboard Pop. Οι πόρτες ανοίγουν διάπλατα για την παρέα από το Ρίο καθώς τον Νοέμβριο ακολουθεί η μεγάλη συναυλία στο Carnegie Hall, με προσκεκλημένους όλους τους μουσικούς της μποσανόβα, η οποία ηχογραφείται και κυκλοφορεί σε διπλό LP. «Όταν περνούσαμε από τον έλεγχο διαβατηρίων είδα μερικούς γνωστούς τζαζίστες και είπα ‘για δες τύχη που τους πετύχαμε εδώ, ποιος ξέρει που να πηγαίνουν’. ‘Μα όχι, ήρθαν για εσάς, για να σας υποδεχτούν’». Η αλήθεια είναι ότι η συναυλία αυτή, που μεταξύ άλλων την παρακολουθεί και ο Miles Davis, δεν πήγε πολύ καλά. Ίσως επειδή οι μουσικοί παραήταν αγχωμένοι ενώπιον του συγκεκριμένου κοινού, ίσως επειδή δεν ήταν αρκετά προετοιμασμένοι. Παρ’ όλα αυτά, οι Ζομπίμ και Ζιλμπέρτου παραμένουν στις ΗΠΑ για να ηχογραφήσουν.

Αστρούντ Ζιλμπέρτου

Πράγματι, το 1963 ο Ζιλμπέρτου συνεργάστηκε με τον Stan Getz στο άλμπουμ Getz/Gilberto που κυκλοφόρησε την επόμενη χρονιά. Ο Jobim έπαιξε πιάνο στο άλμπουμ ενώ η Αστρούντ (τότε σύζυγος του Ζιλμπέρτου) τραγούδησε στα αγγλικά και ο Ζιλμπέρτου στα πορτογαλικά. Η Αστρούντ ήταν η μόνη που μιλούσε αγγλικά (κάτι που όφειλε στο δάσκαλο Γερμανό πατέρα της – το όνομά της παραπέμπει σε μια θεά της γερμανικής μυθολογίας), αλλά δεν είχε ξανατραγουδήσει ποτέ και πουθενά. Στην τελική μίξη του «The Girl from Ipanema» ο Ζουάο κόπηκε, αφήνοντας μόνο την Αστρούντ να τραγουδάει στα αγγλικά. Αυτό ήταν! Το τραγούδι έμελλε να γίνει μια από τις μεγαλύτερες δισκογραφικές επιτυχίες στην ιστορία της μουσικής. Στα έβδομα ετήσια βραβεία Grammy, το Getz/Gilberto απέσπασε τρία βραβεία, συμπεριλαμβανομένου του Άλμπουμ της Χρονιάς - ήταν η πρώτη φορά που ένα τζαζ άλμπουμ κατακτούσε αυτή τη διάκριση. Στο σημείο αυτό να συμπληρώσουμε ότι για την ηχογράφηση αυτή η Αστρούντ πληρώθηκε με το «ιλιγγιώδες» ποσό των 120 δολαρίων, ενώ τα έσοδα από τις πωλήσεις του δίσκου ήταν αρκετά εκατομμύρια δολάρια.

Sinatra και Τζομπίμ

 

Η συνέχεια ήταν καταλυτική. Εκτός από τους τζαζίστες, η νέα μουσική κατακτά το αμερικάνικο κοινό που κυριεύεται από τη λεγόμενη «μανία της σάμπα» (samba craze). Το 1963 ο Perry Como καλεί στην τηλεοπτική εκπομπή του τον Λουί Μπονφά, ο Elvis κυκλοφορεί το (τουλάχιστον ατσούμπαλο) «Bossanova baby», ο Dizzy Gillespie εντάσσει στο συναυλιακό του ρεπερτόριο τραγούδια του Ζομπίμ («Αaqua de beber», «Samba a una nota so» κ.ά), και το 1967 ο μέγας crooner Frank Sinatra καλεί τον Ζομπίμ να τραγουδήσουν μαζί στην τηλεόραση. Ηχογραφούν το δίσκο Francis Albert Sinatra & Antônio Carlos Jobim, έναν από τους ποιοτικότερους δίσκους του Sinatra (αν και η γεμάτη βιμπράτο φωνή του δεν ταιριάζει καθόλου με την μποσανόβα). Στα χρόνια αυτά ηχογραφούν μποσανόβα-τζαζ μεταξύ άλλων και οι Hank Mobley, Zoot Sims, Quincy Jones, Sonny Rollins, Cannonball Adderley, Dave Brubeck, Lionel Hampton, αλλά και οι Modern Jazz Quartet.

Στην Ευρώπη η μπόσανόβα εισβάλλει το 1966 με την ταινία Un Homme et Une Femme (ελλ. Ένας Άνδρας και Μια Γυναίκα)- Un Homme et Une Femme  του Γάλλου σκηνοθέτη Κλοντ Λελούς, με πρωταγωνιστές τον Ζαν Λουί Τρεντινιάν και την Ανουκ Αιμέ. Τη μουσική της ταινίας είχε γράψει ο Φρανσις Λε, ένας σπουδαίος συνθέτης και λάτρης της νέας μουσικής. Η ταινία σημείωσε τεράστια εισπρακτική επιτυχία σε Ευρώπη και Αμερική και ανάμεσα σε άλλες διακρίσεις απέσπασε το Χρυσό φοίνικα στις Κάννες και τον τίτλο της καλύτερης ξένης ταινίας στα Όσκαρ.

Τζομπίμ, Sran Getz και Ζιλμπέρτου σε πρόβα για τη συναυλία στο Carnegie Hall

Ας μου επιτραπεί εδώ μια προσωπική παρένθεση. Η συγκεκριμένη ταινία είναι η πρώτη που θυμάμαι να έχω δει. Με είχε πάει η μητέρα μου στον κινηματογράφο. Από την υπόθεση θυμάμαι ελάχιστα, αυτοκίνητα να τρέχουν σε αγώνες και ένα ζευγάρι που φιλιέται με φόντο το ηλιοβασίλεμα. Αλλά τη βαθύτερη εντύπωση μου είχε κάνει η μουσική και μάλιστα σε βαθμό που τα επόμενα χρόνια έψαχνα να τη βρω δίχως να ξέρω καλά-καλά τι ψάχνω. Τελικά βρήκα το δίσκο στη δισκοθήκη ενός ξαδέλφου μου και του τον… τσούρνεψα (σόρι Σωκράτη!) Στο soundtrack της ταινίας αυτής, λοιπόν, το δεύτερο κομμάτι μετά το πασίγνωστο θέμα ήτανε το «Samba Saravah» («H σάμπα της ευλογίας») των Βινίσιους και Μπάντεν Πάουελ (άλλος μάγος της κιθάρας αυτός), διασκευασμένη και τραγουδημένη στα Γαλλικά από τον Πιέρ Μπαρού. Σε αυτή, ο τραγουδιστής στέλνει τους χαιρετισμούς του στους πρωτοπόρους της μποσανόβα: ... João Gilberto, Carlos Lyra, Dorival Caimmi, Antonio Carlos Jobim, Vinicius de Moraes. Baden Powell εσείς που γράψατε αυτό το τραγούδι και πολλά άλλα, σας χαιρετώ. Απόψε υψώνω το ποτήρι μου σαν ένδειξη ευγνωμοσύνης για όσα με βοηθήσατε να ανακαλύψω, και που κάνατε τη σάμπα αυτό που είναι… saravah...

 

ΠΑΡΑΚΜΗ ΚΑΙ ΕΠΑΝΕΚΤΙΜΗΣΗ

Το 1964 ένα αμερικανοκίνητο πραξικόπημα ανατρέπει την κυβέρνηση του Κούμπιτσεκ και η χώρα παραδίδεται σε μια ανελέητη δικτατορία. Πάνε οι εποχές της ξεγνοιασιάς και του ρομαντικού έρωτα και μαζί τους πάει και η μποσανόβα, τουλάχιστον στην Βραζιλία. Η Νόρα Λεάο, η μούσα της μποσανόβα στις απαρχές της, είναι η πρώτη που εγκαταλείπει το είδος και στρέφεται στο πολιτικοποιημένο τραγούδι διαμαρτυρίας. Αυτό το νέο είδος ονομάστηκε Tropicalia, με κυριότερους εκπροσώπους τους Ζιλμπέρτο Ζιλ και Καετάνο Βελόσο, και κατά τη γνώμη μου δεν άφησε κάτι ιδιαίτερο, τουλάχιστον σε μουσικό επίπεδο. Πάντως, η μποσανόβα θεωρείται πλέον mainstream και ξεπερασμένη. Στην πατρίδα της, τη Βραζιλία, θα αρχίσει σιγά-σιγά να ξεχνιέται. Θα χρειαστεί να περάσουν πολλά χρόνια μέχρι οι Βραζιλιάνοι να αναγνωρίσουν τη σπουδαία αυτή μουσική ως την σπουδαιότερη συνεισφορά της χώρας τους στο παγκόσμιο μουσικό γίγνεσθαι.

Σήμερα, ένα άγαλμα του Ζομπίμ κοσμεί την παραλία της Ιπανίμα. Ο Ζομπίμ κρατάει στον ώμο του μια κιθάρα – πολύ σωστά, αφού η μποσανόβα είναι μια μουσική που φτιάχτηκε από κιθαρίστες. Εξάλλου, στις συναυλίες του ο Ζιλμπέρτου δεν συνοδευόταν από κανέναν άλλο μουσικό. Ήταν μόνο αυτός με τη φωνή του και την κιθάρα του.

Τζομπίμ και Μοράες

Η παρακαταθήκη της παρέας των μουσικών αυτών είναι ζωντανή μέχρι σήμερα. Το είδος εξακολουθεί να έχει φίλους και ακροατές σε όλο τον κόσμο. Και κυρίως ανάμεσα στους κιθαρίστες. Αν ανοίξετε το youtube θα βρείτε δεκάδες βίντεο για το πως να παίξετε μπόσανόβα, το τάδε ή το δείνα κομμάτι.

Γιατί μας αρέσει τόσο η μποσανόβα; Όσοι από εμάς γρατζουνάμε την κιθάρα, γνωρίζουμε τις δυσκολίες της: συνεχείς αλλαγές με πάρα πολλά αλλοιωμένα ακομπανιαμέντα και, κυρίως, δύσκολοι συγκοπάτοι ρυθμοί. Για έναν κιθαρίστα, το να παίξει μποσανόβα είναι μια πρόκληση τεχνικής. Για το ευρύτερο ακροατήριο, η μποσανόβα είναι μια μουσική χαρμολύπης. Γι’ αυτό αρέσει. Είναι ένα υβρίδιο ρομαντισμού και έξαψης, διεγερτική -στο ρυθμό της- και την ίδια στιγμή κατευναστική και υπνωτιστική. Είναι μια μουσική ρομαντική και ταυτόχρονα παρηγορητική. Ακούστε τον Ζουάο στα Greatest Hits του. Βάλτε τα να παίζουν και μετά αφουγκραστείτε την ψυχική σας κατάσταση. Μια αχλή μελαγχολίας σας περιβάλλει κι όμως αισθάνεστε ανακουφισμένοι, σχεδόν ευτυχισμένοι.

Και κάτι τελευταίο: Θα έλεγε κανείς ότι οι τραγουδιστές της μποσανόβα, και αναφέρομαι κυρίως στους Ζουάο και Αστρούντ Ζιλμπέρτου, είναι κάτι σαν «αντιτραγουδιστές». Στο τραγούδι τους δεν υπάρχει κανένα από τα γνωρίσματα του συνηθισμένου τρόπου για να τραγουδάς. Δεν υπάρχουν κορώνες, δεν υπάρχουν εξάρσεις στα ρεφρέν, δεν υπάρχουν τρίλιες, δεν υπάρχει βιμπράτο. Υπάρχει μόνο τέλειος έλεγχος του τόνου. Και είναι όλα χαμηλόφωνα. Αυτό στην αρχή μπορεί να ξενίζει, αλλά μετά από λίγο γίνεται εθιστικό. Όπως το ποτό, όπως η αγάπη. Γιατί, αυτό είναι η μποσανόβα, είναι η ρομαντική αγάπη για τη ζωή και τον έρωτα.

Το άγαλμα του Τζομπίμ στην παραλία του Ρίο

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:

Τάνγκο και αναρχία: Οι επαναστατικές ρίζες ενός από τους δημοφιλέστερους χορούς στον κόσμο...

Μαθήματα ιστορίας: Η αναρχική προέλευση των αργεντίνικων γλυκισμάτων...

Αναρχικές χοροεσπερίδες και μια φυσιολογική ζωή στο Λονδίνο...

 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1