Η Φαίη Φραγκισκάτου παρακολουθεί και καταγράφει τον μονόλογο του Αθηναίου καλλιτέχνη...
Σύμφωνα με το βιογραφικό του, ο Mc Yinka γεννήθηκε το 1981 και μεγάλωσε στην Αθήνα. Έκανε τα πρώτα του βήματα στην αθηναϊκή σκηνή το 1988 κάνοντας MCing σε Drum N’ Bass Parties με τον Dj Texture, με τον οποίον αργότερα θα δημιουργούσαν την ομάδα Urban Links. Έκτοτε έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι: ο Yinka έχει δοκιμαστεί στο θέατρο και στο χώρο της μουσικής συνεργάστηκε με πολλούς μουσικούς και σχήματα (Imam Baildi, Φίλιππος Πλιάτσικας, Direct Connections), έχει δικές του μπάντες (Urbanix, Fuzics, Hydroliq), ενώ δημιουργεί και σαν σόλο καλλιτέχνης. Μίλησε στο Merlin's για την πορεία του και τα όνειρά του...
Στη μουσική μπήκα από μικρός, μου άρεσε να χορεύω τα ποπ κομμάτια εκείνης της εποχής, Michael Jackson και τέτοια, αλλά περισσότερο ασχολιόμουν με τον αθλητισμό, ποδόσφαιρο και μπάσκετ. Αλλά κι αυτό για μένα ήταν ένα είδος performance, επειδή ήμουν ένα συνεσταλμένο παιδί και στην παρέα, στο σχολείο, διακρινόμουν με αυτούς τους τρόπους.
Γεννήθηκα το 1981. Υπάρχει μια σχετική σύγχυση με αυτό. Είτε ήμασταν Καισαριανή και μετά πήγαμε στο Παγκράτι ή το αντίθετο. Αλλά εμένα πια με θυμάμαι στα Πατήσια να με παίρνει η μάνα μου, τεσσάρων ή πέντε χρονών από ένα νηπιαγωγείο στη Μηθύμνης που το ψάχνω τώρα τελευταία αλλά δεν το βρίσκω. Ίσως το έχουν χτίσει από πάνω ή είναι μια καφετέρια με αυλή, Μηθύμνης και Δροσοπούλου – δεν θυμάμαι ακριβώς. Ήταν τέλη δεκαετίας του ’80, ήμουν ένα Αφρικανάκι σε μια γειτονιά κυρίως με Έλληνες και όλο αυτό το πράγμα το βίωνα σαν τη μύγα μες στο γάλα. Παραδόξως, στο δημοτικό ήμασταν τέσσερα μαυράκια. Ήμουν μέτριος μαθητής, είχα κάποιες μαθησιακές δυσκολίες, δεν διάβαζα μέχρι τη Δευτέρα δημοτικού, ήμουν πιο πολύ στον κόσμο μου. Ο αθλητισμός ήταν κάτι που γούσταρα πάρα πολύ.
Όταν τελείωνα το λύκειο, ο μεγαλύτερος αδελφός μου ασχολιόταν πολύ με την urban κουλτούρα, γκραφίτι, breakdance, ηλεκτρονική μουσική και rave, και είχε και ένα rap συγκρότημα, τους Παρεμβολές, που το 1999 είχε κυκλοφορήσει και ένα δίσκο με την Polygram. Έτσι εγώ τον παρακολουθούσα, έφερνε δίσκους στο σπίτι, τον έβλεπα να γράφει στίχους στο δωμάτιο, έβγαινε έξω με τα σπρέι, γύριζε γεμάτος μπογιές. Το βράδυ παρακολουθούσαμε το Sunrise Zone στο MTV, μια εκπομπή που έπαιζε κυρίως ηλεκτρονική μουσική, Prodigy. Ο αδελφός μου ήταν πολύ χωμένος, το μαύρο πρόβατο της οικογένειας, ο πιο «αλήτης», στους δρόμους από τα δεκατέσσερα. Έτσι ήθελα κι εγώ να ασχοληθώ και μου δόθηκε η ευκαιρία με ένα φίλο που έπαιζε ηλεκτρονική μουσική, drum ‘n bass. Υπήρχαν τότε κάποια dj sets που από πάνω τραγουδούσαν οι MC στα αγγλικά. Ακούγαμε κάποιες κασέτες από Λονδίνο, GQ, Mc Conrad, DJ Booker και Navigator, αυτοί ήταν οι DJ εκείνης της εποχής. Έτσι άρχισα σιγά σιγά να γράφω από πάνω στα αγγλικά. Μαζευόμασταν σπίτι ενός φίλου δυο τρία άτομα, αυτός έβαζε πικάπ κι έκανε ντιτζεϊλίκι με μίξεις. Κι έκανα κι εγώ από πάνω τα δικά μου.
Το πρώτο μας live ήταν το καλοκαίρι του ’97 στην Ηλιούπολη, στην ταράτσα ενός παιδιού και μάλιστα υπάρχει ηχογραφημένο. Τότε ήμουν ο MC Sniper. Κι από εκεί και μετά ξεκίνησε ένα ταξίδι μέσα στη μουσική που συνεχίζεται, διότι έχω κάνει πάρα πολλά πράγματα με διάφορες συνεργασίες. Η βάση είναι το hip-hop και η urban μουσική, αλλά πάντα ήθελα να βρίσκομαι και με μουσικούς που έπαιζαν rock, soul και ethnic. Είχα την τύχη να γνωρίσω πολύ καλούς μουσικούς στη διαδρομή. Είχα γνωρίσει, για παράδειγμα τους Παλίρροια, το 2000, που έπαιζαν electro-ethnic, με τον Παναγιώτη Κατσικιώτη από τα Αδέσποτα Σκυλιά του Πουλικάκου. Ήθελα πάντα να κάνω πράγματα πέρα από τα όρια του hip-hop. Όλο αυτό το ταξίδι, λοιπόν, με πήγε από δω, με πήγε από κει. Κάποια στιγμή ήθελα να μάθω μπάσο, έκανα μαθήματα φωνητικής για να βελτιώσω τη φωνή μου, έπαιζα σε μια electro-dub μπάντα, τους Direct Connection.
Εκεί ήταν ένας άλλος κόσμος, πιο πολύ στο psychedelic-dub, με άτομα που παίζαμε σε κάτι dance φεστιβάλ, είχαμε φτάσει μέχρι τη Σαμοθράκη. Όλα αυτά, παράλληλα με μια hip-hop διαδρομή. Είχα, ας πούμε, ένα συγκρότημα, τους Παράγοντες, που μαζί με κάποια άλλα συγκροτήματα, τους FFC και τους Ανάφλεξη ηχογραφήσαμε το άλμπουμ Σε Αντίξοη Τροχιά σαν Αντίξοες Παραγωγές [Ήχοτρον Productions, 2006].
Στη συνέχεια θέλησα να κάνω κάποια πράγματα μόνος μου και συνεργάστηκα με έναν DJ, τον Yegor Cergei…, και κάναμε ένα δίσκο, το Ηχο Βιωμα. Παράλληλα ασχολήθηκα με το θέατρο και την υποκριτική, και το 2004 έπαιξα στον Όμηρο, την ταινία του Κωνσταντίνου Γιάνναρη. Το 2007 έπαιξα στη θεατρική παράσταση Φέστεν, τη μεταφορά ενός έργου του Δανού Βίντερμπεργκ, με την Μπαζάκα, τον Μαρκουλάκη, την Παπαθεμελή και άλλους. Σιγά σιγά έβλεπα ότι όλη αυτή η φάση ήταν ένα συνολικό πράγμα, το θέμα της performance, το θέμα του λόγου, της υποκριτικής. Σκεφτόμουν όταν αν μπορείς να μπαίνεις στη διαδικασία να τραγουδάς και να ερμηνεύεις ένα κομμάτι, τότε μπορείς να ερμηνεύσεις και ένα ρόλο. Με αυτά και με διάφορες άλλες συνεργασίες, όπως με τον Πλιάτσικα, με τον οποίο είχα κάνει περιοδείες και ηχογραφήσαμε και δυο κομμάτια που εκείνη την εποχή έγιναν επιτυχίες. Ξεκίνησα μια συνεργασία με τους Imam Baildi που κράτησε δέκα χρόνια και μ’ αυτά και μ’ αυτά κατάφερνα να βιοπορίζομαι. Προσπαθούσα να τα βγάζω πέρα μόνος μου και να συνδράμω και στο σπίτι.
Ψαχνόμουν και ακόμα ψάχνομαι με διάφορα πράγματα, αναζητώ νέους τρόπους για να μαθαίνω επειδή ποτέ δεν ξέρεις τι πόρτα μπορεί να σου ανοίξει. Αυτή η φάση με τον όμηρο έγινε τότε που έπαιζα κάθε Τρίτη με έναν DJ σε ένα μπαρ και κάτι τύποι με ρώτησαν αν με ενδιέφερε να συμμετάσχω σε ένα ντοκιμαντέρ που γύριζαν. Μου είπαν επίσης ότι ο σκηνοθέτης ετοίμαζε μια ταινία μεγάλου μήκους και «μπορεί να σε χρειαστεί». Έτσι άνοιξε αυτό το πράγμα – πάντα μπορεί να υπάρχει μια πορτούλα για κάτι νέο που θα σε πάει σε μια άλλη διάσταση. Έτσι, πάντα έχω τις κεραίες ανοιχτές. Είμαι αισιόδοξος γιατί εντελώς οργανικά αυτό το πράγμα με είχε βάλει σε μια ωραία πορεία. Γίνομαι κι εγώ καλύτερος σε αυτό που κάνω. Είναι κάτι που δεν τελειώνει, είναι ψυχοθεραπευτικό, έχει να κάνει με το σώμα, είναι κάτι που δεν το ξεχνάω, το κουβαλάω με ευχαρίστηση.
Όλα αυτά τα χρόνια προσπαθώ να δημιουργώ εικόνες, να μεταφέρω πράγματα και να είμαι μεταδοτικός. Θέλω να περνάω έξω τους στίχους μου, να κάνω τον κόσμο να προβληματιστεί, να χορέψει. Είναι μια άλλη προσέγγιση. Σαν άτομο, είμαι αρκετά ντροπαλός, αλλά αν με φέρεις σε μια κατάσταση βγάζω έναν άλλο αυτό. Οι γονείς μου είναι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Έτσι έζησα αυτή τη φάση. Κάθε Τρίτη και Κυριακή είχαμε συναθροίσεις. Υπήρχε μια στιγμή εκεί που σου έδιναν ένα κομμάτι να το διαβάσεις, να το αναλύσεις και να κάνεις μια παρουσίαση. Έτσι, εγώ και ο αδελφός μου ήμασταν από μικροί, από 8-9 χρονών, στη φάση του performance. Πηγαίναμε και μιλάγαμε σε κόσμο. Υπήρχε η τσίτα και το άγχος για να το κάνεις, αλλά τελικά το έκανες. Κι όταν μπαίνεις στη διαδικασία και βλέπεις ότι το έχεις, μετά αφήνεσαι. Γίνεται το κλικ. Είμαι στη σκηνή και πρέπει να το κάνω να λειτουργήσει. Πρέπει να βρω τρόπο για να λειτουργήσει η φάση. Είτε το κοινό είναι μόνο τρία άτομα, είτε είναι χιλιάδες. Είναι νόμος να το φέρω σε πέρας. Είναι μια μεγέθυνση του εαυτού μου. Κάτι σαν τον Χουλκ – όταν κατεβαίνω από τη σκηνή αλλάζω. Σαν τον Κλαρκ Κεντ-Σούπερμαν. Κρύβομαι. Αλλά πάντα υπάρχουν στιγμές που πρέπει να ξυπνήσεις και να κάνεις ένα performance. Είτε για να πλακωθείς με κάποιον, είτε να για να κάνεις καραγκιοζιλίκια για να γελάσει ένα μωρό. Μπαίνεις σε μια διαδικασία αλληλεπίδρασης, να περάσεις κάτι στον άλλο, να το μεταδώσεις. Ο εγκέφαλος είναι ένα stimulation.
Η τέχνη για μένα έχει ένα τεράστιο φάσμα, είναι πολυδιάστατη και πολυεπίπεδη. Έχει να κάνει με την ενσυναίσθηση, την αντίληψη που σου δημιουργούν κάποιοι ήχοι. Με τα παιδιά, εξάλλου, όλα έχουν να κάνουν με την τέχνη: ζωγραφιές, παραμύθια, τραγούδια. Η μουσική, ας πούμε, κάνει επαληθεύσεις. Μπορεί να στοχάζεσαι κάτι και να ακούσεις κάτι να ταυτιστείς μαζί του. Η τέχνη καθρεφτίζει κάποιος εκφάνσεις του ανθρώπινου ψυχισμού και την καθημερινής ανθρώπινης ιστορίας. Τα τραγούδια έχουν μια ιδιαίτερη δύναμη γι’ αυτό και έχουν χρησιμοποιηθεί σε διάφορα καμπάνιες ή από πολιτικούς. Γιατί ζούμε με ιδεώδη, ζούμε με συνθήματα, με ενέργειες και ορμές. Και κάποια κομμάτια έχουν μια ορμή που αν την έχεις κι εσύ μέσα σου, έστω κι αν είναι απλώς μια σπίθα, μπορεί να σε κινητοποιήσει. Ωστόσο, ένα τραγούδι δεν αλλάζει τον κόσμο. Μπορεί να είναι πολιτικό αλλά ο ακροατής να μην το γουστάρει για αυτό, αλλά επειδή έχει ωραία μελωδία ή ρυθμό. Όπως μπορεί κάποιους μπορεί να γουστάρει ένα σεξιστικό κομμάτι για τους ίδιους λόγους.
Το trap είναι αυτό που είναι. Είναι μέρος της κουλτούρας, ένα ρεύμα της εποχής, και έχουμε πέσει πάνω του όπως την έπεφταν πριν εξήντα χρόνια στο rock & roll. Ανέκαθεν η μουσική είχε κάτι που έπρεπε να είναι πέρα από τη ζωή. Κι αυτό έχει και τα αρνητικά του. Η μουσική περιλαμβάνει ναρκωκουλτούρα, σεξισμό και πατριαρχία, και όλα τα σχετικά. Απλώς τώρα το αντιλαμβανόμαστε περισσότερο επειδή γίνεται με πιο ακαλαίσθητο τρόπο. Σκέψου παλιά τους ρεμπέτες που έγραφαν για χασίσια και κόκες, ή ο Στράτος Διονυσίου που τραγουδούσε «τη σκότωσα γιατί την αγαπούσα». Το «λούμπεν» είναι μια τεράστια αγορά που μπορεί να αφορά και πλούσιους και φτωχούς. Όπως στην πολιτική: υπάρχουν άτομα που ψήφισαν Χρυσή Αυγή κι άλλα που ψήφισαν Λατινοπούλου ή Σπαρτιάτες – στην ουσία όλοι «αγοράζουν» αυτά που τους πλασάρουν. Υπάρχει μια πίτα. Σήμερα οι Κασιδιάρηδες, που πριν ήταν μαχαιροβγάλτες και τραμπούκοι, έχουν καταλάβει ότι έτσι δεν τους παίρνει κι άλλαξαν τροπάρι για να προσελκύουν υποστηρικτές. Φυσικά, δεν εννοώ ότι αυτοί που ακούν trap είναι σώνει και καλά φασίστες, μιλάω για το θέμα της αγοράς. Υπάρχει ζήτηση για τέτοια πράγματα. Κάποιος τα ακούει, του αρέσουν και τα ζητάει.
Να το πιάσουμε από παλιά: οι Public Enemy ήταν μακράν οι πιο πολιτικοποιημένοι, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι όλοι ήθελαν σώνει και καλά να ακούσουν μανιφέστα. Υπήρχαν και οι διασκεδαστές όπως ο L L Cool J που ήταν πιο χαβαλέδες. Οι Public Enemy όμως δεν ήταν underground, έκαναν επιτυχία γιατί ήταν ξεχωριστοί και υπήρχε και μια αισθητική γύρω από όλη τη φάση τους. Σίγουρα ο στίχος ήταν σημαντικός αλλά εκείνη την εποχή έπαιζαν με τους νόμους του θεάματος. Κι εκεί ανοίγεται μια μεγάλη συζήτηση, εντάξει, αυτό είναι το θέμα των τραγουδιών, αλλά πουλάς κιόλας. Το ίδιο έγινε με τους Rage Against The Machine που μολονότι κράτησαν τη στάση τους, τελικά έγιναν «pop». Όλα αυτά έχουν να κάνουν με την pop κουλτούρα, γενικότερα, και αυτή δεν αφορά μόνο τη μουσική. Στην pop κουλτούρα ανήκει σήμερα και ο Λεξ όταν γεμίζει στάδια. Είναι μια μεγάλη συζήτηση. Υπάρχει το καλαίσθητο και το ακαλαίσθητο. Σαν μουσικός μπορώ να διακρίνω την καφρίλα, αλλά μπορεί να την ακούω. Όποιος δεν είναι μέσα στη rap κουλτούρα και από Έλληνες ξέρει μόνο τους Active Member ή τους Terror X Crew και από ξένους μόνο τους Run DMC – αυτό δεν σημαίνει τίποτε. Αν δεν έχεις μια ολοκληρωμένη άποψη για την urban κουλτούρα και την αφροαμερικάνικη μουσική μπορείς να τσινίσεις. Τα trap παίζουν πάρα πολύ στο Νότο και είναι πολύ χάι. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν βγαίνουν και πράγματα, υπάρχει σκηνή, πάντα υπάρχει κάτι excellent. Δεν πιστεύω ότι μόνο παλιά έβγαινε καλή μουσική και καλά κομμάτια. Απλώς τώρα, είναι άλλα τα αυτιά, υπάρχει διαφορετική κατάσταση, έχουν αλλάξει τα δεδομένα και πρέπει να κρίνουμε τη μουσική με τα σημερινά. Πάντα θα βγαίνουν ωραία τραγούδια. Σήμερα δεν είναι το ροκ μπροστά. Μπροστά είναι η αφροαμερικάνικη μουσική σε διάφορες εκφάνσεις – είναι το trap, είναι το πιο μελωδικό rap, το urban.
Στην Ελλάδα είναι λίγος ο κόσμος που ακούει jazz, funk-soul, new jazz, πιο οργανικά πράγματα, άντε να είναι τρεις χιλιάδες στην Αθήνα. Κι αν θα πάνε σε συναυλία συνήθως πηγαίνουν σε ξένα ονόματα. Πάντως υπάρχει ένα κοινό που θα εκτιμήσει τη φάση, συνήθως πηγαίνοντας να ακούσει καλλιτέχνες που είναι κάπως hot.. Για παράδειγμα, εγώ με την μπάντα μου παίξαμε σαπόρτ στον James Taylor στο Gazarte και νομίζω ότι αυτοί που μας είδαν εκτίμησαν τη μουσική μας. Και το μαγαζί ήταν σχετικά γεμάτο, σίγουρα με άτομα κάπως μεγαλύτερης ηλικίας.
Τώρα έχω μια νέα μπάντα, τους Hidroliq, ένα τρίο μαζί με το Ορέστη Γράβαρη στα τύμπανα και τον Γιώργο Χριστόπουλο στην κιθάρα, ενώ εγώ παίζω μπάσο. Το στυλ μας είναι jazz-funk, new soul, λίγο ψυχεδέλεια, groove, χωρίς πρώτη φωνή αλλά με rap, πιστεύω ότι είναι μια πρόταση, κάναμε και ένα λάιβ που είχε καλή ανταπόκριση. Τα κομμάτια μας δεν ακολουθούν κανονικά τη φόρμα ενός τραγουδιού, αλλά κάποια στιγμή ακούς ένα rap ή κάποια φωνητικά. Σαν μουσικός, επειδή από μικρός γεννάω ιδέες, στίχους, μπασογραμμές και βγάζω original υλικό, πιστεύω ότι η μπάντα έχει κάποιο χαρακτήρα, ο οποίος χτίζεται σιγά σιγά. Τώρα θα μπούμε να ηχογραφήσουμε μερικά κομμάτια για τον πρώτο μας δίσκο. Έχω επίσης και ένα άλλο συγκρότημα που παίζω από πιο παλιά, τους Fallstreak Hole που είναι ένα κουαρτέτο περισσότερο new-soul, afro-beat, new jazz. Τα μέλη, εκτός από εμένα που πάλι παίζω μπάσο, είναι Διονύσης Παλέρμος στα πλήκτρα, Mιχάλης Χαβιάρας στην κιθάρα και Νίκος Αλεξόπουλος στα ντραμς.
Μέσα στα χρόνια έχω συμμετάσχει σε πολλές συναυλίες αλληλεγγύης, αντιφασιστικές εκδηλώσεις και πάντα θέλω να δίνω το παρών σε τέτοιες εκδηλώσεις. Υπάρχει ένα σούσουρο, απλά νιώθω ότι μέσα στα χρόνια αυτό έχει γίνει λίγο… πώς να το πω, εντάξει, περνάει το μήνυμα, αλλά πολλοί έρχονται μόνο για το «γλέντι». Κι ενώ στις συναυλίες μαζεύεται πάντα πολύς κόσμος, στο δρόμο συνήθως βλέπεις λίγα άτομα. Το είδαμε και με τους ηθοποιούς, έγιναν τόσες συγκεντρώσεις και τελικά το πράγμα ξεφούσκωσε και πέρασε το νομοσχέδιο, παρ’ όλο που κάποιοι καθηγητές παραιτήθηκαν. Αλλά η φάση έμεινε εκεί. Καλώς ή κακώς, πρέπει να ανοίξουν μύτες, μεταφορικά μιλάω, πρέπει να φέρεις τους απέναντι σε δύσκολη θέση για να κάνουν πίσω. Κάποια αλληλέγγυα λάιβ γίνονται για να συγκεντρωθούν χρήματα για δικαστικά έξοδα υπόδικων. Το ζήτημα είναι να γίνεται κάτι ουσιαστικό. Εντάξει, αυτό που έγινε για τα Τέμπη πριν λίγο καιρό και αυτό με τους ηθοποιούς παλιότερα ήταν δυναμικές εκδηλώσεις, αλλά σταμάτησαν εκεί.
Αυτή η κυβέρνηση είναι μια χυδαιότητα, δεν έχει καμία ευθύνη, ρίχνει τις ευθύνες στους πολίτες. Δεν υπάρχει καμία παραίτηση για ό,τι έχει γίνει, Τέμπη, πυρκαγιές, πλημμύρες, θέμα Λιγνάδη. Ο μόνος που παραιτήθηκε ήταν ο Καραμανλής για τα Τέμπη και αυτός ξαναβγήκε πανηγυρικά στις εκλογές. Και θα συνεχίσουν έτσι. Πρέπει να βρούμε κάποιους μηχανισμούς άμυνας που θα βασίζονται σε κοινότητες και στην τοπική αυτοδιοίκηση, όπου ενδεχομένως ο πολίτης να μπορεί να ασκεί μεγαλύτερη πίεση. Να διεκδικεί. Δεν ξέρω τι άλλο μπορεί να γίνει.
Αν πιάσουμε το θέμα του Κασιδιάρη που κατεβαίνει στις δημοτικές εκλογές, πιστεύω ότι τελικά θα απορροφηθεί από τη Δεξιά όπως ο Βορίδης και ο Άδωνις, τα πρωτοπαλίκαρα της ακροδεξιάς και του Καρατζαφέρη. Ο Κασιδιάρης είναι ο πιο επικίνδυνος από όλον αυτό το συρφετό και αυτό φαίνεται. Υπάρχει αγορά και τον τρέφει. Αυτό που έγινε τότε με τη Χρυσή Αυγή ήταν ένα τεράστιο σοκ στο κοινωνικό γίγνεσθαι, επειδή έγιναν βουλευτές οι μαχαιροβγάλτες των nineties, αυτοί που στήναν τα πογκρόμ. Και είχαν και πλάτες, και στην αστυνομία και στη νύχτα, ήταν πολύ στενά συνδεδεμένοι και εδραιωμένοι. Και είχαν τέτοια ανοχή που έσφαξαν τον Παύλο και νόμιζαν ότι αυτό θα περνούσε έτσι. Νόμιζαν ότι θα τη βγάλουν καθαρή. Τόσο άσχημα ήταν τα πράγματα.
Οπότε, ας παλεύουμε, ας φτιάχνουμε μουσική κι ας ονειρευόμαστε, ο κόσμος να έρθει πιο κοντά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:
Let The Music Play: Η ανεξάρτητη μουσική σκηνή δημιουργεί και προβληματίζεται εν μέσω πανδημίας...
Φαίη Φραγκισκάτου
Η Φαίη Φραγκισκάτου γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα. Η μουσική μπήκε στη ζωή της με το τουμπου τουμπου ζα, που της τραγουδούσε η μαμά της όταν έκλαιγε. Συνεχίζει να ζει στην Αθήνα. Συνεχίζει ν ακούει τη φωνή του Παύλου Σιδηρόπουλου.
Κλαίει ακόμα καμιά φορά, κι ας μεγάλωσε.
Φαίη Φραγκισκάτου
Η Φαίη Φραγκισκάτου γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα. Η μουσική μπήκε στη ζωή της με το τουμπου τουμπου ζα, που της τραγουδούσε η μαμά της όταν έκλαιγε. Συνεχίζει να ζει στην Αθήνα. Συνεχίζει ν ακούει τη φωνή του Παύλου Σιδηρόπουλου.
Κλαίει ακόμα καμιά φορά, κι ας μεγάλωσε.
Φαίη Φραγκισκάτου
Η Φαίη Φραγκισκάτου γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα. Η μουσική μπήκε στη ζωή της με το τουμπου τουμπου ζα, που της τραγουδούσε η μαμά της όταν έκλαιγε. Συνεχίζει να ζει στην Αθήνα. Συνεχίζει ν ακούει τη φωνή του Παύλου Σιδηρόπουλου.
Κλαίει ακόμα καμιά φορά, κι ας μεγάλωσε.