Τζίγκα Βερτόφ: «Είμαι το μάτι. Ένα μηχανικό μάτι. Εγώ, η μηχανή, σας δείχνω έναν κόσμο έτσι όπως τον βλέπω μόνο εγώ...»

Γράφει ο Μιχάλης Πούγουνας

Πιστεύω ότι το να αγνοεί κάποιος την ομορφιά του ντοκιμαντέρ Ο Άνθρωπος με την Κινηματογραφική Μηχανή (Man With A Moving Camera) είναι μια σοβαρή απώλεια. Και κυρίως είναι απώλεια η εκδοχή αυτού του σοβιετικού ντοκιμαντέρ που συνοδεύεται από την μουσική των Cinematic OrchestraΠαραπέμπω στη συγκεκριμένη μπάντα επειδή κατά καιρούς έγραψαν μουσική για το έργο και άλλοι καλλιτέχνες: o Pierre Henry το 1993, οι In the Nursery το 1999 σε μια σειρά από βουβές ταινίες πάνω στις οποίες δούλεψαν (όπως η ιαπωνική Asphalt και η γερμανική Το Εργαστήρι του Δόκτορα Καλιγκάρι), ο Steve Jansen των Japan με τον Claudio Chianura το 2001, ο Michael Nyman το 2002 και άλλοι πολλοί…

Oι Cinematic Orchestra είναι ένα βρετανικό nu jazz και downtempo μουσικό σύνολο που δημιούργησε ο DJ και πληκτράς Jason Swinscoe το 1999. Ο Jason εργαζόταν στη δισκογραφική εταιρεία Ninja Tune και έτσι οι Cinematic Orchestra είχαν τη δυνατότητα να κυκλοφορήσουν εκεί την πρώτη τους δουλειά με τίτλο Motion.

Η επιτυχία του άλμπουμ τους έδωσε την ευκαιρία να παίξουν στην τελετή απονομής των βραβείων του Σωματείου Σκηνοθετών που απένειμε το βραβείο Lifetime Achievement στον σκηνοθέτη Stanley Kubrick.

Η επόμενη ευκαιρία προέκυψε από την Πορτογαλία. Το Πόρτο θα ήταν πολιτιστική πρωτεύουσα την Ευρώπης το 2001 και οι διοργανωτές ζήτησαν από τους Cinematic Orchestra να γράψουν και να παρουσιάσουν ζωντανά τη μουσική για το βωβό ντοκιμαντέρ του 1929 O Άνθρωπος με την Κινηματογραφική Μηχανή που θα άνοιγε τις εκδηλώσεις.

Ο δημιουργός αυτού του βωβού έργου ήταν ο Τζίγκα Βερτόφ, ένας πρωτοπόρος Σοβιετικός σκηνοθέτης και θεωρητικός εβραϊκής καταγωγής που είχε γεννηθεί το 1895 και το αληθινό του όνομα ήταν Νταβίντ Αμπέλεβιτς Κάουφμαν.

Ο Βερτόφ είναι γνωστός για τα πολλά πρώιμα γραπτά του, κυρίως από τα χρόνια του σχολείου, που αφορούν στη σχέση του ειδώλου και τη φύση του φακού της κάμερας, τον οποίο αποκαλούσε «δεύτερο μάτι». Ουσιαστικά, θεωρούσε την κάμερα ως ένα ανθρώπινο μάτι που είναι αναγκαίο για να ανιχνεύει αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα.

Το μεγαλύτερο μέρος του πρώιμου έργου του Βερτόφ ήταν αδημοσίευτο και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο είχαν διασωθεί λίγα χειρόγραφα, αν και κάποιο υλικό εμφανίστηκε σε μεταγενέστερες ταινίες και ντοκιμαντέρ που δημιουργήθηκαν από τον Βερτόφ και τους αδελφούς του, Μπόρις και Μιχαήλ Κάουφμαν.

Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, ο 22χρονος Βερτόφ άρχισε να ασχολείται με το μοντάζ δουλεύοντας για την Kino-Nedelya, μια εβδομαδιαία σειρά ταινιών της Επιτροπής Κινηματογράφου της Μόσχας (η πρώτη σειρά ειδησεογραφικών επικαίρων στη Ρωσία) που άρχισαν να προβάλλονται για πρώτη φορά τον Ιούνιο του 1918. Εκείνη την περίοδο ο Βερτόφ γνώρισε τη μέλλουσα σύζυγό του, τη σκηνοθέτιδα Ελιζαβέτα Σβίλοβα που εργαζόταν ως μοντέρ στην Goskino (Κρατική Κινηματογραφική Επιτροπή). Η Σβίλοβα άρχισε να συνεργάζεται με τον Βερτόφ ως μοντέρ για να καταλήξει βοηθός και συνεργάτιδά του σε επόμενες ταινίες του, όπως Ο Άνθρωπος με την Κινηματογραφική Μηχανή και Τρία Τραγούδια για τον Λένιν (1934).

Κατά την διάρκεια του συνεχιζόμενου ρωσικού εμφυλίου πολέμου μεταξύ κομμουνιστών και αντεπαναστατών, οι πρώτοι οργάνωσαν ένα «τρένο της αγκιτάτσιας», ένα τρένο με ειδικά διαμορφωμένα βαγόνια με στόχο την προπαγάνδα. Ήταν βαμμένο με ζωηρά χρώματα και μετέφερε στα βαγόνια του τυπογραφική μηχανή, κυβερνητικό γραφείο καταγγελιών, έντυπα πολιτικά φυλλάδια, βιβλία και έναν φορητό κινηματογράφο. Ο Βερτόφ εργάστηκε σε αυτό τρία χρόνια, βοηθώντας στην καθιέρωση και λειτουργία ενός κινηματογραφικού βαγονιού. Τα τρένα αυτά ταξίδευαν στις ράγες της Ρωσίας, της Σιβηρίας και της Ουκρανίας σε μια προσπάθεια να προωθήσουν τις αξίες και το πρόγραμμα της νέας επαναστατικής κυβέρνησης σε μια διάσπαρτη και απομονωμένη αγροτιά.

Μερικά από τα βαγόνια ήταν επανδρωμένα με ηθοποιούς για ζωντανές παραστάσεις. Ο Βερτόφ διέθετε εξοπλισμό για να γυρίζει, να μοντάρει, να επεξεργάζεται και να προβάλει ταινίες. Τα τρένα πήγαιναν στα πεδία των μαχών σε αποστολές αγκιτάτσιας-προπαγάνδας που αποσκοπούσαν κυρίως να ενισχύσουν το ηθικό των στρατευμάτων και να αφυπνίσουν τον επαναστατικό ζήλο των μαζών.

Το 1919, ο Βερτόφ συγκέντρωσε πλάνα από ειδησεογραφικά στιγμιότυπα για το ντοκιμαντέρ  Επέτειος της Επανάστασης. Επίσης, επέβλεψε τα γυρίσματα της ταινίας Η μάχη για το Τσαρίτσιν (1919) και το 1921 επιμελήθηκε την Ιστορία του Εμφυλίου Πολέμου. Το λεγόμενο «Συμβούλιο των Τριών», μια ομάδα που εξέδωσε μανιφέστα στο LEF, ένα ριζοσπαστικό ρωσικό περιοδικό ειδήσεων, ιδρύθηκε το 1922. Οι «τρεις» της εκδοτικής ομάδας ήταν ο Βερτόφ, η Σβίλοβα και ο αδελφός του και διευθυντής φωτογραφίας Μιχαήλ Κάουφμαν. Το ενδιαφέρον του Βερτόφ για τα μηχανήματα τον οδήγησε σε μια έρευνα για τις κινηματογραφικές μηχανές.

Από την άλλη, ήταν πολέμιος των ταινιών μυθοπλασίας.

Η δήλωσή του «Εμείς: Παραλλαγή ενός Μανιφέστου» που δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος του Kino-Fot, που εκδόθηκε από τον Αλεξέι Γκαν το 1922 εγκαινίασε τη διάκριση μεταξύ των «κινόκ» (όπως ονομάστηκε η ομάδα των Βερτόφ, Σβόλοβ και Κάουφμαν) και άλλων προσεγγίσεων στην αναδυόμενη κινηματογραφική βιομηχανία:

«Αποκαλούμε τους εαυτούς μας κινόκ – σε αντίθεση με τους “κινηματογραφιστές”, ένα κοπάδι κουρελήδων που πλασάρουν καλά τα κουρέλια τους. Δεν βλέπουμε καμία σχέση ανάμεσα στο αληθινό kinochestvo και την πονηριά και τους υπολογισμούς των κερδοσκόπων. Θεωρούμε το ψυχολογικό ρωσο-γερμανικό είδος ταινιών –βεβαρυμμένο με οπτασίες και παιδικές αναμνήσεις– ως έναν παραλογισμό».

Το 1922, τη χρονιά που κυκλοφόρησε το αμερικανικό ντοκιμαντέρ Nanook of the North, το οποίο διέθετε και στοιχεία μυθοπλασίας, ο Βερτόφ ξεκίνησε την εβδομαδιαία σειρά Kino-Pravda που πήρε τον τίτλο από την επίσημη κυβερνητική εφημερίδα Pravda. Το Kino-Pravda (κυριολεκτικά μεταφρασμένο, «κινηματογραφική αλήθεια») ήταν μια εξέλιξη αυτού που ο Βερτόφ είχε ξεκινήσει με το τρένο.

Το θέμα των μεταγενέστερων ταινιών μεγάλου μήκους του Βερτόφ είναι η ίδια η ζωή. Η μορφή και η τεχνική είναι κυρίαρχες. Ο Βερτόφ πειραματίστηκε με την αργή κίνηση, τις γωνίες λήψης της κάμερας, τα μεγεθυμένα κοντινά πλάνα και το crosscutting για συγκρίσεις. Προσάρτησε την κάμερα σε ατμομηχανές, μοτοσικλέτες και άλλα κινούμενα αντικείμενα κρατώντας και τα πλάνα στην οθόνη για αρκετό χρονικό διάστημα, μια τεχνική που συμβάλλει στη ρυθμική ροή των ταινιών του.

Από το 1921 και μετά, με την χαλάρωση των μέτρων λόγω μιας Νέας Οικονομικής Πολιτικής που εφάρμοσε ο Λένιν, η Ρωσία εισήγαγε ταινίες μυθοπλασίας, πράγμα που έκανε τον Βερτόφ να μιλά για μια «φθοροποιό επιρροή» στην προλεταριακή ευαισθησία και άσκησε δριμεία κριτική ακόμα και στην μυθιστορηματική ταινία  Θωρηκτό Ποτέμκιν του Σεργκέι Αϊζενστάιν (1925), μολονότι η συγκεκριμένη ταινία ήταν ένα προφανές αλλά επιδέξιο κομμάτι προπαγάνδας που εξυμνούσε το προλεταριάτο.

Η κριτική που ασκούσε είχε ως αποτέλεσμα να χάσει την δουλειά του το 1927,  αλλά στη συνέχεια τον προσέλαβε το κρατικό στούντιο της Ουκρανίας για να δημιουργήσει τον Άνθρωπο με την Κινηματογραφική Μηχανή.

Σε δοκίμιό του, ο ίδιος αναφέρει ότι  Ο Άνθρωπος με την Κινηματογραφική Μηχανή ήταν μια προσπάθεια για τον διαχωρισμό της κινηματογραφικής γλώσσας από τη γλώσσα του θεάτρου και της λογοτεχνίας.

Η ταινία έχει διάρκεια μιας ώρας και οκτώ λεπτών και παρουσιάζει την αστική ζωή στη Μόσχα, το Κίεβο και την Οδησσό στα τέλη της δεκαετίας του 1920. Δεν υπάρχουν ηθοποιοί. Αρχίζει με πλάνα από το εσωτερικό ενός κινηματογράφου που ετοιμάζεται να υποδεχτεί τους θεατές. Τα καθίσματα ανοίγουν, ο υπεύθυνος προβολής βγάζει την πίτα, την ταινία από το κουτί της και ο κόσμος αρχίζει να μπαίνει. Τα φώτα σβήνουν και οι μουσικοί της ορχήστρας παίρνουν θέση.

Στην αρχή ο Βερτόφ παραβιάζει έναν από τους κανόνες του: μια γυναίκα ξυπνά… Είναι στημένο… Εικόνες άστεγων που κοιμούνται σε παγκάκια, η άδεια πόλη, το κλειστό αμαξοστάσιο, ο καροτσέρης που κοιμάται στο καρότσι του… Από την αυγή ως το σούρουπο οι Σοβιετικοί πολίτες παρουσιάζονται στη δουλειά και στο παιχνίδι και αλληλεπιδρούν με τους μηχανισμούς της μοντέρνας ζωής.

Αν μπορούμε να πούμε ότι εδώ υπάρχουν κάποιοι «χαρακτήρες», αυτοί είναι ο χειριστής της κάμερας, ο μοντέρ και η σύγχρονη Σοβιετική Ένωση που αποκαλύπτεται στην ταινία.

Πέρασαν τρία χρόνια μέχρι ο Βερτόφ να ολοκληρώσει την ταινία, αλλά υπάρχουν νέες τεχνικές για την εποχή, όπως η αργή και η γρήγορη ταχύτητα, διπλοτυπία, το γρήγορο μοντάζ και άλλα.

Ανησυχώντας για την υποδοχή της ταινίας -και μπροστά στον κίνδυνο να καταστραφεί η ταινία από τους κυβερνητικούς λογοκριτές- ο Τζίγκα Βερτόφ δημοσίευσε ανακοινώσεις στην Pravda προσπαθώντας να εξηγήσει τις προθέσεις της ταινίας και την αντισυμβατική στάση της απέναντι στην κανονική παραγωγή ταινιών. Αυτή η τακτική δημιούργησε εντονότερο ενδιαφέρον για την ταινία.

Αν και η ταινία έτυχε καλής αποδοχής στο εξωτερικό, το στυλ της προκάλεσε έντονη διαμάχη στη Σοβιετική Ένωση, καθώς η κατασταλτική πολιτική του Ιωσήφ Στάλιν έπαιρνε όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις. Ακόμη και ο συνάδελφος του, Σεργκέι Αϊζενστάιν, τον κατηγόρησε για «κακότεχνη ακινησία της κάμερας». Ο Βερτόφ απόλαυσε μερικά ακόμη χρόνια σχετικής δημιουργικής ελευθερίας προτού η κυβέρνηση τον ξαποστείλει στην ανωνυμία της επεξεργασίας των ειδήσεων.

Η πρώτη ζωντανή παράσταση όπου οι Cinematic Orchestra παρουσίασαν το έργο πραγματοποιήθηκε στο θέατρο Coliseu do Porto τον Μάιο του 2000, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Πόρτο, μπροστά σε ένα κοινό 3.500 ατόμων που όταν τελείωσαν κυριολεκτικά τους αποθέωσε.

Ο Τζίγκα Βερτόφ πέθανε στην Μόσχα το 1954 από καρκίνο. Γύρισε συνολικά δεκαεπτά ταινίες και η επιρροή του είναι προφανής στο cinéma vérité της δεκαετίας του 1950-60.

Το άλμπουμ των Cinematic Orchestra, The Man With The Moving Camera, έφτασε μέχρι το 54 των βρετανικών τσαρτ. Εκτός του Jason Swinscoe, στο άλμπουμ παίζουν ο κορυφαίος ντράμερ και καθηγητής τυμπάνων, Luke Flowers, ο κοντραμπασίστας Phil France, ο τσελίστας Wayne Urquhart, ο Patrick Carpenter της Ninja Tune, o σαξοφωνίστας Tom Chant, ο τρομπετίστας Lester Bowie, και άλλοι…

BLOG και ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ ΤΟΥ MIΧΑΛΗ ΠΟΥΓΟΥΝΑ:

https://tribe4mian.wordpress.com/

https://newzerogod.com/home

ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΙΣ ΕΚΠΟΜΠΕΣ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΠΟΥΓΟΥΝΑ στο Blackout Radio Show...


image

Μιχάλης Πούγουνας

Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
 
 
 
image

Μιχάλης Πούγουνας

Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
 
 
 
image

Μιχάλης Πούγουνας

Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
 
 
 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1