Gumbo Ya Ya: Μια φορά κι έναν καιρό στη Νέα Ορλεάνη - Η ιστορία του Cosimo Matassa...

Γράφει ο Θανάσης Μήνας

Ένα μεγάλο μέρος των πιο συναρπαστικών ηχογραφήσεων του rhythm n’ blues, του rock n’ roll και της soul από τις αρχές του ‘50 έως και τα τέλη του ‘60 έγιναν σε ένα στούντιο στη Νέα Ορλεάνη: το στούντιο του Cosimo Matassa...

Στο θεμελιώδες έργο του Ιστορία του λαού των Ηνωμένων Πολιτειών – Μια κοινωνική ιστορία της Αμερικής από την εποχή του Κολόμβου ως τις αρχές του 21ου αιώνα (εκδ. Αιώρα, 2008, μτφ. Θεόδωρος Καλυβάς), ο Αμερικανός ιστορικός και ακτιβιστής Howard Zinn συγκρότησε μια αφήγηση της αμερικανικής ιστορίας η οποία δεν ταυτίζεται κατ’ ανάγκη με την επίσημη ιστορία του κράτους των ΗΠΑ. Πρόκειται, πλέον, για μια ιστορία από τα κάτω, από τη βάση, μια ιστορία καθημερινών ανθρώπων και όχι επώνυμων ηρώων, και ως τέτοια δεν παγιδεύεται στους μύθους της «επίσημης» ιστορίας.

Ας επιχειρήσουμε να εφαρμόσουμε την μεθοδολογία του Χάουαρντ Ζιν στην ιστορία του rock ‘n’ roll. Ας αναζητήσουμε τους αφανείς και όχι τους περιώνυμους. Ένα από τα συμπεράσματα που προκύπτουν, ειδικά σε ότι αφορά τα κρίσιμα μεταπολεμικά χρόνια της γέννησης και διαμόρφωσής του rock ‘n’ roll ως μουσικού είδους, είναι ότι σε πολλές περιπτώσεις η ιστορία του δεν αντικατοπτρίζεται επακριβώς (ή και καθόλου) στα charts του Billboard και στους καταλόγους των μεγάλων εταιρειών (των μετέπειτα πολυεθνικών)∙ αυτές εξαρχής αντιμετώπιζαν το rhythm ‘n’ blues ως race music και ήταν αρχικά δύσπιστες ή και εχθρικές απέναντι στο rock n’ roll (τη μουσική για νεαρούς παραβάτες). Η ιστορία του rock ‘n’ roll θα πρέπει και πάλι να αναζητηθεί στο υπόστρωμα. Με άλλα λόγια, η ιστορία αυτή, τουλάχιστον από τα τέλη του 1940 έως και τη Βρετανική Εισβολή του 1963-66, ταυτίζεται εν πολλοίς με την ιστορία των ανεξάρτητων εταιρειών.

Στη θαυμάσια μελέτη του Ο ήχος της πόλης (εκδ. Νέα Σύνορα - Λιβάνη, 1994, μτφ. Χίλντα Παπαδημητρίου), ο μουσικολόγος Charlie Gillett υπογραμμίζει: «Το rock ‘n’ roll εξέφραζε την αυθόρμητη, προσωπική αντίδραση των τραγουδιστών στο περιβάλλον της πόλης. Αν το κοιτάξει κανείς αντικειμενικά, δε μοιάζει να περιέχει κανένα χαρακτηριστικό, που έκανε τα στούντιο των μεγάλων εταιρειών να μην μπορούν να συλλάβουν τις βασικές του ιδιότητες. Και όμως, πολύ λίγα στούντιο τις έπιασαν πραγματικά και τα περισσότερα απ’ αυτά που το κατάφεραν ήταν τα “προχωρημένα φυλάκια των εταιρειών του Νάσβιλ”, οι διευθυντές των οποίων είχαν την ευχέρεια να κάνουν παραγωγές σχετικά απλοϊκών δίσκων για την τοπική αγορά. Στην συντριπτική τους πλειοψηφία οι καλύτεροι (μουσικά και καλλιτεχνικά), καθώς και οι πιο πετυχημένοι (εμπορικά) rock n’ roll δίσκοι ήταν παραγωγές των ανεξάρτητων εταιρειών δίσκων».
Ήταν λοιπόν οι μικρές εταιρείες, και μαζί τους ένα υπόγειο κύκλωμα από ανεξάρτητους τοπικούς παραγωγούς, ιδιοκτήτες στούντιο, dj’s κλπ., άλλοι αληθινά μερακλήδες μουσικόφιλοι, άλλοι απλώς καπάτσοι και αετονύχηδες, άλλοι και τα δύο, αυτοί ήταν που πρώτοι τόλμησαν να ποντάρουν στο rhythm n’ blues και το rock ‘n’ roll∙ αναγνώρισαν τη δυναμική του νέου ήχου της πόλης και μόχθησαν για να τον αναδείξουν στην πιο δημοφιλή μουσική για τους teenagers. Στη Νέα Ορλεάνη, ειδικότερα, η συντριπτική πλειοψηφία των rhythm ‘n’ blues και rock n’ roll ηχογραφήσεων της δεκαετίας του 1950 πραγματοποιήθηκε στο στούντιο του Cosimo Matassa.

Ιταλοαμερικανικής καταγωγής, ο Cosimo Matassa γεννήθηκε στην Crescent City στις 13 Απριλίου του 1926. Ο πατέρας του διατηρούσε μπακάλικο με την επωνυμία J&M στην γωνία της Rampart και της Dumane Street, και ο Cosimo ασχολήθηκε από μικρός με την οικογενειακή επιχείρηση. Το μπακάλικο, όπως συνήθως συνέβαινε τότε, ήταν και ένα είδος καφενείου. Ο νεαρός Cosimo αντιλήφθηκε ότι –ειδικά σε μια πόλη σαν τη Νέα Ορλεάνη– η μουσική ήταν απαραίτητη για να προσελκύσει περισσότερους πελάτες. Έτσι, έπεισε τον πατέρα του να επενδύσουν στην αγορά των jukebox, η οποία εκείνη την εποχή δεν άφηνε καθόλου ευκαταφρόνητα έσοδα (σημ: στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, η πλειοψηφία της εργατικής τάξης και των μεροκαματιάρηδων, ειδικά των μαύρων, δεν μπορούσαν να αγοράσουν δίσκους. Άκουγαν την αγαπημένη τους μουσική είτε ζωντανά είτε πληρώνοντας με το κομμάτι στα jukebox που υπήρχαν στα διάφορα μπαρ και καφέ. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια μεγάλη και επικερδής αγορά, η οποία σε πολλές περιπτώσεις στις μεγάλες πόλεις ελεγχόταν από το οργανωμένο έγκλημα. Βλ. τη Μαύρη Ντάλια ή τη Λευκή Τζαζ του James Ellroy). Όταν πια άρχισε να εδραιώνεται η αγορά των –φθηνότερων πλέον- δίσκων βινυλίου, ειδικά των σινγκλ, η επόμενη κίνηση του Matassa ήταν να στήσει ένα μικρό δισκοπωλείο σε μια γωνιά του μπακάλικου.
Η επένδυσή του ήταν και πάλι επιτυχημένη. Το μπακάλικο μετατράπηκε στο J&M Music Shop. Με τα κέρδη που του απέφερε, επέλεξε να στήσει ένα μικρό στούντιο με σωστό εξοπλισμό στο πίσω δωμάτιο του δισκοπωλείου. Η επιλογή του αιτιολογείται: όπως αναφέρει ο Adam Komorowski στο σχετικό κείμενό του στο booklet της ανθολογίας, και όσο οξύμωρο και αν ακούγεται αυτό για μια πόλη με τη μουσική παράδοση της Νέας Ορλεάνης, τα στούντιο με επαρκή τεχνικό εξοπλισμό σπάνιζαν έως τότε στην Crescent City. Ήταν λοιπόν οξυδερκής η κίνηση του Matassa, μιας και αναφερόμαστε στην εποχή της ανόδου των πωλήσεων των δίσκων βινυλίου. Αργότερα, το J&M Studio μετακόμισε σε νέα διεύθυνση, σε μεγαλύτερους χώρους και η επιχείρησε στην ακμή της αριθμούσε τέσσερα ξεχωριστά στούντιο ηχογραφήσεων.

Η αποφασιστική χρονιά-αφετηρία για την διαδρομή του J&M Studio ήταν το 1949. Τότε το κατώφλι του διάβηκε ο 26χρονος Dave Bartholomew, εξαιρετικός τρομπετίστας, συνθέτης, παραγωγός και, όπως αποδείχθηκε, κυνηγός ταλέντων με σπάνια μύτη. Ο Bartholomew αντιλήφθηκε τις αναβαθμισμένες ηχητικές προδιαγραφές του στούντιο του Matassa, και έκτοτε το προτιμούσε σταθερά για τις δικές του εγγραφές στην ετικέτα Deluxe αλλά και για τις υπόλοιπες παραγωγές που αναλάμβανε για την εν λόγω εταιρεία. Σύντομα, έγινε ο κατεξοχήν παραγωγός του J&M Studio. Το παράδειγμα της Deluxe ακολούθησαν οι σπουδαιότερες ανεξάρτητες ετικέτες της εποχής: η Ace, η Chess, η Aladdin, η Imperial, η Federal, η King, η Regal, η Savoy, η Speciality… Ορισμένες από αυτές είχαν την έδρα τους στη Λουιζιάνα, άλλες όμως προέρχονταν από άλλες πολιτείες, και αναζητούσαν διακαώς το δικό τους μερίδιο στο rhythm ‘n’ blues και rock ‘n’ roll στυλ της Νέας Ορλεάνη. Όπως σημειώνει και ο Charlie Gillett στον Ήχο της Πόλης, «το στιλ της Νέας Ορλεάνης είχε τη μεγαλύτερη αποδοχή διεθνώς και ήταν εκπληκτικά δύσκολο να διασκευαστεί ή να υιοθετηθεί με επιτυχία, καθώς οι άλλες εταιρείες δεν μπορούσαν να αναπαράγουν ικανοποιητικά τον ήχο του χωρίς τους τοπικούς μουσικούς και τραγουδιστές». Έτσι, ανέθεταν τις ηχογραφήσεις τους στο στούντιο (και στους in house μουσικούς) του Matassa. Λίγο μετά τον Dave Bartholomew, την πόρτα του J&M Studio πέρασαν ο εκπληκτικός πιανίστας και διευθυντής ορχήστρας Paul Gayten, ο Roy Brown που ηχογράφησε εκεί το «Good Rockin’ Tonight» (που έκανε επιτυχία ο Elvis) και ο καταγόμενος από το French Quartet, Smiley Lewis, ο οποίος ανέβασε στα charts το «I Hear You Knocking», ενώ το 1954 ηχογράφησε πρώτος το «Blue Monday». Το τελευταίο έμελλε να γίνει πιο γνωστό από μια άλλη μεγάλη φωνή: τον Antoine Dominique «Fats» Domino, που με διαδοχικές επιτυχίες («Reeling And Rocking», «I’M Walking», «Hello Josephine» κ.α.) εξελίχθηκε στον πιο επιτυχημένο rock n’ roll τραγουδιστή και πιανίστα του J&M Studio. Τον συναγωνίζεται μόνο ο Richard Wayne Penniman ή, αλλιώς, Little Richard, ο οποίος έγραψε στο στούντιο του Matassa όλες τις επιτυχίες του για λογαριασμό της Speciality («Tutti Frutti», «Long Tall Sally», «Keep A Knockin’» και τα ρέστα).

Άλλοι απαράμιλλοι, ντόπιοι μάλιστα, πιανίστες που έκαναν σταθερά ηχογραφήσεις στο J&M Studio ήταν ο Huey Piano Smith και, βεβαίως, ο Professor Longhair, που τον Νοέμβριο του 1953 ηχογράφησε εκεί το αθάνατο «Tiptina». Ας αναφερθούν επίσης ο τραγουδισταράς του rhythm n’ blues Loyd Price (το «Lawdy Miss Clawdy», που χρεώνεται εσφαλμένα στον Elvis), το ντουέτο των Shirley & Lee (το πολυδιασκευασμένο «Let The Good Times Roll»),ο Bobby Charles (το πρωτότυπο «See You Later Alligator»), αλλά και ακραιφνείς μπλουζίστες όπως ο T Bone Walker (που το 1953 έκανε στο J&M Studio εγγραφές για λογαριασμό της Imperial) και ο Lowell Fulson (η πρώτη εκτέλεση του «Reconsider Baby» που έκανε hit –ξανά- ο Elvis). Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν το rhythm n’ blues άρχισε σιγά σιγά να μετασχηματίζεται σε soul και κατόπιν σε funk, το J&M Studio δεν έμεινε πίσω. Προσέλκυσε παραγωγούς και συνθέτες όπως ο προεξάρχων του soul-funk της Νέας Ορλεάνης, Alain Toussaint, που συνεργαζόταν τότε σταθερά με την εταιρεία Mint του Joe Banashack (βλέπε την ανθολογία The Instant & Mint Story, επίσης της Proper), όπως ο Mac Rebennack (λέγε με Dr. John, αργότερα), καθώς και χαρισματικούς ερμηνευτές σαν τον Lee Dorsey, την Irma Thomas, τον Joe Tex, τον Ernie K. Doe, τον Art Neville και τον Aaron Neville.
Για την ιστορία και τη σημασία του κάθε τραγουδιού θα χρειάζονταν πολλές σελίδες. Τα ονόματα και οι τίτλοι δεν μπορούν παρά να προκαλούν δέος σε έναν φαν του rhythm n’ blues, του rock n’ roll και της soul. Ηχογραφήσεις από το 1951 έως το 1966.

Εκτός από τα ονόματα που αναφέρθηκαν παραπάνω: Clarence Garlow («New Bon Ton Roulay»), Guitar Slim («The Things That I Used To Do»), Pee Wee Crayton («Every Dog Has His Day»), Fats & Dave («Jump Children»), Willie Johnson («That Night»), Li'l Millett & His Creoles («Rich Woman»), Eddie Bo («I'm Wise (Slippin' And Slidin')» ), Huey Piano Smith & His Rhythm Aces («Everybody's Whalin'»), Roy Montrell («(Everytime I Hear) That Mellow Saxophone»), Clarence «Frogman» Henry («Ain't Got No Home»), Art Neville («Oooh-Wee Baby»), Lee Allen («Walkin With Mr. Lee»), Earl King («Everybody's Carried Away») Johnny Adams («I Won't Cry»), Jessie Hill («Ooh Poo Pah Doo (Pts. 1 & 2)», ύμνος!), Chris Kenner («I Like It Like That»), The Showmen («Country Fool»), The Del-Royals («Always Naggin'»), Barbara George («Something You Got») και δεκάδες άλλοι.

Στις αρχές του ‘60, ο Cosimo Matassa ίδρυσε τη δισκογραφική εταιρεία Rex και το 1966 επένδυσε στο label της Dover Records, η οποία όμως δεν ευτύχησε. Η αποτυχία της οδήγησε σε χρεοκοπία το J&M Studio, ενώ ο ίδιος διατήρησε κάποιο ιδιοκτησιακό έλεγχο στο Jazz City Studio, που είχε ιδρύσει στο μεταξύ. Στις δεκαετίες του ‘70 και του ‘80 εργάστηκε ως A & R manager και promoter. Έφυγε στις 11 Σεπτεμβρίου του 2014.
Μαζί με τα Muscle Shoals Studios της Αλαμπάμα, τα Sun Studios του Sam Philips και το Soulsville της Stax στο Μέμφις, το στούντιο του Cosimo Matassa στη Νέα Ορλεάνη αποτέλεσε το εργαστήρι όπου σμιλεύθηκε η μαύρη μουσική στις δεκαετίες του ‘50 και του ‘60.

(Για περισσότερα επισκεφτείτε τα:

http://www.amazon.com/Cosimo-Matassa-Story-Various-Artists/dp/tracks/B000QCQG28/ref=dp_tracks_all_1#disc_1 

και http://www.amazon.co.uk/Gumbo-Ya-Cosimo-Matassa-Story/dp/tracks/B00A462H0G/ref=dp_tracks_all_1/276-0180968-5613314#disc_1).

AKOYΣΤΕ: 

The Sory of New Orleans' J & M Recording Studios

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:

Message From A Black Man: Η ιστορία της Tribe Records...

Arhoolie Records: blues, folk, jazz, beat λογοτεχνία και αριστερό ήθος...


image

Θανάσης Μήνας

Ο Θανάσης Μήνας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1971. Σπούδασε δημοσιογραφία, είναι ραδιοφωνικός παραγωγός (Rock FM, Ρόδον 94,4, Εν Λευκώ, Στο Κόκκινο) και αρθρογραφεί κυρίως για θέματα σχετικά με τη μουσική και το βιβλίο (Αυγή, Εποχή, Fractal Press, Merlin’s Music Box, Avopolis, The Zone)
 
 
 
image

Θανάσης Μήνας

Ο Θανάσης Μήνας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1971. Σπούδασε δημοσιογραφία, είναι ραδιοφωνικός παραγωγός (Rock FM, Ρόδον 94,4, Εν Λευκώ, Στο Κόκκινο) και αρθρογραφεί κυρίως για θέματα σχετικά με τη μουσική και το βιβλίο (Αυγή, Εποχή, Fractal Press, Merlin’s Music Box, Avopolis, The Zone)
 
 
 
image

Θανάσης Μήνας

Ο Θανάσης Μήνας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1971. Σπούδασε δημοσιογραφία, είναι ραδιοφωνικός παραγωγός (Rock FM, Ρόδον 94,4, Εν Λευκώ, Στο Κόκκινο) και αρθρογραφεί κυρίως για θέματα σχετικά με τη μουσική και το βιβλίο (Αυγή, Εποχή, Fractal Press, Merlin’s Music Box, Avopolis, The Zone)
 
 
 

 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1