Hard Eight - Το πρώτο χαρτί είναι πάντα το πιο αποκαλυπτικό...

Γράφει ο Χρήστος Κορναράκης

Μετά το Licorice Pizza, όπου ο Paul Thomas Anderson φλέρταρε με την ανάλαφρη μελαγχολία και τη νεανική περιπλάνηση, γύρισα πίσω. Στην αρχή. Εκεί όπου όλα ήταν πιο μετρημένα, πιο ήσυχα, σχεδόν υπόγεια. Το Hard Eight είναι το σιγανό ξεκίνημα ενός σκηνοθέτη που σύντομα θα γινόταν ο πιο συνεπής παρατηρητής των ανθρώπινων σχέσεων στο σύγχρονο αμερικανικό σινεμά. Εδώ δεν υπάρχει στόμφος. Δεν υπάρχουν δηλώσεις. Υπάρχουν άνθρωποι. Υπάρχει σιωπή. Υπάρχει ένας κόσμος που δεν ζητάει εξηγήσεις, μόνο αντοχή.

Ο Philip Baker Hall, στον ρόλο του Sydney, παραδίδει μια από τις πιο σιωπηλά εμβληματικές ερμηνείες των ‘90s. Είναι η προσωποποίηση της αυτοσυγκράτησης. Ένας άντρας που έχει δει πολλά, έχει μάθει να μη μιλάει για τίποτα, και παρ’ όλα αυτά, δεν μπορεί να αφήσει έναν άγνωστο νέο να σαπίσει έξω από ένα diner. Όταν προσφέρει στον John έναν καφέ, δεν το κάνει για να “σώσει” κανέναν. Το κάνει γιατί κάτι μέσα του δεν του επιτρέπει να προσπεράσει.

Ο John, όπως τον υποδύεται ο John C. Reilly, είναι η ακριβής αντίθεση. Μιλάει πολύ, ρωτάει αδέξια, γελάει χωρίς λόγο. Στην αρχή σου φαίνεται γραφικός, αλλά μετά καταλαβαίνεις ότι αυτή η εσωτερική φασαρία είναι άμυνα. Ο Reilly, σε μια από τις πιο ευαίσθητες πρώτες του ερμηνείες, υποδύεται έναν άνθρωπο που δεν έχει ακόμη χτίσει φωνή. Και κάπου στο βάθος, αναζητά απελπισμένα μια φιγούρα να τον ακούσει, να τον δείξει πώς να σταθεί.

Η Gwyneth Paltrow ως Clementine δεν είναι το love interest. Είναι μια γυναίκα που ζει όπως μπορεί, που ζητάει να την προσέξει κάποιος - όχι για να την σώσει, αλλά για να την δει. Η Paltrow κρατάει τον ρόλο της στο όριο: ευάλωτη, ταραγμένη, μα όχι ανίκανη. Η σχέση της με τον John είναι περισσότερο από κοινού απόγνωση, λιγότερο ρομαντισμός.

Και στην άλλη άκρη, ο Samuel L. Jackson ως Jimmy, είναι η σταγόνα που ραγίζει την ισορροπία. Δεν είναι φωνακλάς. Είναι εκείνος ο τύπος που, από την πρώτη ατάκα, νιώθεις ότι κάτι βρωμάει. Ο Hall τον κοιτάει με το βλέμμα ανθρώπου που έχει συναντήσει πολλούς σαν αυτόν - και δεν τον νοιάζει αν του ρίξει μια απειλή χωρίς φωνή. Η ένταση περνάει μέσα από το βλέμμα. Από αυτό που δεν λέγεται.

Το Hard Eight δεν προχωράει με την πλοκή - προχωράει με τους ανθρώπους. Είναι φτιαγμένο από βλέμματα, από χειρονομίες, από τις αποφάσεις που παίρνουμε όταν νομίζουμε πως κανείς δεν μας βλέπει. Και εκεί παίζει καθοριστικό ρόλο η φωτογραφία του Robert Elswit.

Η δουλειά του εδώ δεν είναι απλώς τεχνικά καλή - είναι ουσιαστικά αφηγηματική. Οι φωτισμοί του χωρίζουν τον χώρο με τρόπο που τονίζει πάντα τον ψυχισμό των χαρακτήρων. Κάθε σκηνή σε καζίνο είναι κλειστοφοβική, σχεδόν ασφυκτική - όχι επειδή ο χώρος είναι μικρός, αλλά επειδή οι ψυχές που τον γεμίζουν είναι βαριές. Η κάμερα του Anderson κινείται αργά, σχεδόν ανεπαίσθητα. Παρακολουθεί, δεν καθοδηγεί. Σαν να παραμονεύει, όχι να κρίνει.

Ο τρόπος που στηρίζει τα πλάνα πάνω στους ανθρώπους - σε πρόσωπα, σε πλάτες, σε κενά ανάμεσα σε καρέκλες και τραπέζια - λέει ιστορίες χωρίς λόγια. Υπάρχει ένα συγκεκριμένο πλάνο, ο Sydney καθισμένος μόνος του, ακίνητος, που λέει περισσότερα για την ενοχή, την απώλεια και την εξιλέωση απ’ ό,τι ολόκληρα δράματα.

Η μουσική, κυρίως από τον Michael Penn, λειτουργεί όπως πρέπει: σαν ένα υπόγειο ρεύμα. Δεν εντυπωσιάζει. Δεν κορυφώνει τίποτα. Είναι εκεί, για να υπενθυμίζει ότι όλα βράζουν χαμηλά. Ότι οι ήρωες κουβαλούν μια σταθερή μελαγχολία, ακόμη κι όταν γελούν. Είναι η μουσική των ανθρώπων που ζουν στην άκρη, και ξέρουν πως δεν θα βρεθούν ποτέ στο φως.

Κι όταν η ταινία φτάνει στο τέλος της, δεν δίνει λύση. Ο Sydney κάνει αυτό που πρέπει να κάνει. Και μετά ξανακάθεται, όπως πριν. Σιωπηλός. Σαν να μην έγινε τίποτα. Και όμως, εμείς ξέρουμε - έγινε.
Το Hard Eight είναι η αρχή ενός δημιουργού που από την πρώτη κιόλας ταινία είχε ήδη φωνή. Χαμηλόφωνη, συγκρατημένη, αλλά σαφή. Μια φωνή που δεν χρειάζεται εντυπωσιασμούς για να μείνει.
………...

Και με αυτόν τον εσωτερικό ψίθυρο, ο Paul Thomas Anderson περνάει από τα χαμηλόφωνα καζίνο της Νεβάδα… στο πληθωρικό, εκρηκτικό σύμπαν της βιομηχανίας πορνό των 70s.

Επόμενη στάση: Boogie Nights (1997) .
Εκεί, ο John C. Reilly επιστρέφει, αυτή τη φορά πιο ώριμος, και μαζί του μια σκηνοθετική αυτοπεποίθηση που δύσκολα κρύβεται.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:

Το "Licorice Pizza" του Paul Thomas Anderson: η ταινία ενός δημιουργού που εμπιστεύεται τη σιγή όσο και τη σύγκρουση...


image

Χρήστος Κορναράκης

Ο Χρήστος Κορναράκης γεννήθηκε μια ζεστή μέρα του Ιούλη στην Αθήνα. Παράλληλα με τις σπουδές του (υποκριτική, μάρκετιγκ και επικοινωνία) και όντας συλλέκτης δίσκων από τα παιδικά του χρόνια, αρθρογράφησε επί μία δεκαετία στο blog fromthebasement.com και στην μετέπειτα εξέλιξη του, το ypogeio.gr. Η ένταξη του στην ομάδα του Merlin’sMusic Box αποτελεί φυσική εξέλιξη.
 
 
 
image

Χρήστος Κορναράκης

Ο Χρήστος Κορναράκης γεννήθηκε μια ζεστή μέρα του Ιούλη στην Αθήνα. Παράλληλα με τις σπουδές του (υποκριτική, μάρκετιγκ και επικοινωνία) και όντας συλλέκτης δίσκων από τα παιδικά του χρόνια, αρθρογράφησε επί μία δεκαετία στο blog fromthebasement.com και στην μετέπειτα εξέλιξη του, το ypogeio.gr. Η ένταξη του στην ομάδα του Merlin’sMusic Box αποτελεί φυσική εξέλιξη.
 
 
 
image

Χρήστος Κορναράκης

Ο Χρήστος Κορναράκης γεννήθηκε μια ζεστή μέρα του Ιούλη στην Αθήνα. Παράλληλα με τις σπουδές του (υποκριτική, μάρκετιγκ και επικοινωνία) και όντας συλλέκτης δίσκων από τα παιδικά του χρόνια, αρθρογράφησε επί μία δεκαετία στο blog fromthebasement.com και στην μετέπειτα εξέλιξη του, το ypogeio.gr. Η ένταξη του στην ομάδα του Merlin’sMusic Box αποτελεί φυσική εξέλιξη.
 
 
 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1