Γράφει ο Γιάννης Καστανάρας
Στη φωτογραφία o Arthur Lee στη διάρκεια της εμφάνισής των Love στο φεστιβάλ του Νιούπορτ, Καλιφόρνια, 21 Ιουνίου 1969.
O Arthur Lee πέρασε μεγάλο μέρος της παιδικής του ηλικίας στο Νότιο Κεντρικό Λος Άντζελες και από πολύ μικρός αναγκάστηκε να υιοθετήσει μια ζόρικη συμπεριφορά για να τα βγάζει πέρα στη ζόρικη γειτονιά του. «Δεν μου αρέσει η βία, αλλά μου αρέσει να παλεύω», έλεγε χαρακτηριστικά – κάτι μάλλον ειρωνικό για έναν άνθρωπο που ονόμασε το συγκρότημά του «Love», ένα τέλειο απόσταγμα της ψυχεδελικής Δυτικής Ακτής στα μέσα της δεκαετίας του '60.
Στο λύκειο ήταν ένας ψηλός μαύρος έφηβος που ονειρευόταν μια καριέρα στο επαγγελματικό μπάσκετ, αλλά όπως συμβαίνει τόσο συχνά ένας τραυματισμός του χάλασε τα σχέδια και έτσι άρχισε να περνάει τον καιρό του εκτρέφοντας περιστέρια και ακούγοντας Nat «King» Cole και Johnny Mathis. Στην αρχή έπαιζε ακορντεόν αλλά σύντομα πέρασε στο πιάνο, στο όργανο και στην κιθάρα με τους Arthur Lee and the LAGs, ένα οργανικό συγκρότημα που φιλοδοξούσε να γίνει η απάντηση του Λος Άντζελες στους Booker T & The MGs του Μέμφις.
Ο Lee σχημάτισε τους Love το 1965 σαν κομμάτι της φολκ-ροκ σκηνής της πόλης και παρόλο που δεν περιόδευαν εντατικά οι εμφανίσεις τους στο Sunset Strip σύντομα τράβηξαν την προσοχή του Jac Holzman της Elektra Records – το πρώτο ροκ συγκρότημα που θα υπέγραφε η εταιρεία λίγο πριν υπογράψει τους Doors.
O Lee ανακάτευε τα μουσικά στυλ με απόλυτη ρευστότητα –ροκ, φολκ, πρωτο-πανκ, ψυχεδέλεια, μπαρόκ ποπ, τζαζ και φλαμένκο– αλλά αυτό που σίγουρα ήταν επαναστατικό για την εποχή του ήταν η ικανότητά του να ενσωματώνει εξίσου τη σκληρότητα και την ευαισθησία. Τα τραγούδια του Lee ήταν μια κορωνίδα για το ροκ της δεκαετίας του '60 και ταυτόχρονα ένα εκρηκτικό κοκτέιλ σε κάτι διαχρονικό και απερίγραπτο. Όσο για τους στίχους; «Κάθομαι σε μια λοφοπλαγιά και παρακολουθώ όλους τους ανθρώπους… να πεθαίνουν».
Με ενίοτε σκοτεινές και δυσοίωνες προεκτάσεις, οι στίχοι του Lee προδίδουν μια βαθιά, ωμή ευαισθησία. Το «Signed D.C.» από το ντεμπούτο του 1966 με τίτλο απλά το όνομα της μπάντας, είναι το πιο οδυνηρό και ειλικρινές τραγούδι για τον εθισμό που θα ακούσετε ποτέ. Αλλού, τραγούδια όπως το κομψό «¡Que Vida!» μέσα από το Da Capo στα τέλη της ίδιας χρονιάς, αναδεικνύουν το ιδιοσυγκρασιακό χάρισμα του Lee για παιχνιδιάρικες και ευρηματικές στιχουργικές ανατροπές. Και, ένα τραγούδι αργότερα, ο Lee εκτοξεύει το «Seven and Seven Is», μια από τις πιο άγριες μουσικές εκρήξεις της δεκαετίας. Απογυμνωμένο από όλα τα φρου φρου και τα στολίδια της εποχής, είναι μια ένεση καθαρής αδρεναλίνης – και ένας σαφής προάγγελος του πανκ κύματος που τότε βρισκόταν ακόμη μια δεκαετία στο μέλλον.
Ωστόσο, η άρνησή του να μπει σε καλούπι, αποφεύγοντας τις ετικέτες και τα στερεότυπα, ήταν κυρίως αυτό που έκανε τον Arthur Lee τόσο συναρπαστικό καλλιτέχνη αλλά και μια τόσο εκνευριστική φιγούρα. Κάθε φορά που οι Love ή ακόμη και ίδιος, βρίσκονταν στο χείλος της πλατιάς αναγνώρισης ο Lee φρόντιζε να το σαμποτάρει απολύοντας συνεργάτες (ανάμεσα στους κιθαρίστες που πέρασαν σε κάποια φάση από την παρέα του ήταν ο Bobby Beausoleil, ένας μικροκακοποιός που αργότερα έγινε μέλος της διαβόητης Οικογένειας του Charles Manson και ένας από τους δολοφόνους της), παραλείποντας εμφανίσεις, υποβαθμίζοντας τους συνεργάτες του και χρησιμοποιώντας κάθε λογής έξυπνες παρακάμψεις για να αποφεύγει την επιτυχία που κατά τα άλλα πίστευε ότι του άξιζε δικαιωματικά. Ήταν μπελάς ακόμη και για τη δισκογραφική εταιρεία, απαιτώντας χρήματα που όταν τα έπαιρνε, τα ξόδευε αλόγιστα και μονίμως επέστρεφε για περισσότερα.
Κι όταν στα μέσα της δεκαετίας του ’70 το άστρο των Love είχε πια ξεθωριάσει για τα καλά, ο Lee έγινε μπογιατζής βάφοντας σπίτια μαζί με τον πατριό του.
Το 1995 ο συνελήφθη όταν πυροβόλησε μέσα στο διαμέρισμά του στο Λος Άντζελες. Κατηγορήθηκε για χρήση πυροβόλου όπλου και τον επόμενο χρόνο, δεδομένου ότι είχε δύο προηγούμενες καταδίκες για επίθεση και κατοχή ναρκωτικών, καταδικάστηκε σε κάθειρξη οκτώ ετών από τα οποία εξέτισε τα έξι για να αποφυλακιστεί τελικά το 2002.
Ο Arthur Taylor Lee γεννήθηκε ως Arthur Porter Taylor στις 7 Μαρτίου 1945 και αναχώρησε από τον μάταιο τούτο κόσμο στις 3 Αυγούστου 2006.