Μεταφράζει ο Γιάννης Καστανάρας
Το 1966, ο θρύλος της βιολέτας που ξεπρόβαλε μέσα από τους βάλτους μιας πόλης διυλιστηρίων κοντά στα σύνορα του Τέξας με τη Λουιζιάνα για να ερμηνεύσει θρηνώντας τα blues, έτσι όπως δεν είχε τραγουδήσει ποτέ άλλος λευκός, άνδρας ή γυναίκα, είχε ήδη αρχίσει να ανθίζει. Χιλιάδες κείμενα θα προσπαθούσαν να περιγράψουν την Janis σαν τραγουδίστρια – το Cashbox θα την αποκαλούσε «ένα μείγμα από Leadbelly, ατμομηχανή, Καλάμιτι Τζέιν, Bessie Smith, ένας πύργος πετρελαιοπηγής κι ένα κακής ποιότητας μπέρμπον που διοχετεύτηκε στον 20ό αιώνα κάπου ανάμεσα στο Ελ Πάσο και το Σαν Φρανσίσκο». Ελάχιστοι όμως γραφιάδες θα μπορούσαν να συλλάβουν την πραγματική της φύση. Την Janis Joplin έπρεπε να τη δεις και να την ακούσεις. Ίσως οι καλύτεροι χαρακτηρισμοί για αυτήν αναφέρονταν σε μια γνήσια τραγουδίστρια των blues που σεβόταν τη μουσική – κάποια που έπρεπε να τραγουδάει και όχι κάποια που απλώς ήθελε να τραγουδάει – και ότι αισθανόταν μεγάλη ανασφάλεια από τη στιγμή που ανέβαινε στη σκηνή. Κατά συνέπεια, όλα έβγαιναν στη φόρα. «Χάρη στο ταλέντο της, η Janis Joplin σου δημιουργούσε την εντύπωση ότι κάθε βράδυ έβγαζε τα άντερά της τραγουδώντας», είχε παρατηρήσει ο Bill Graham. «Κατ’ αυτή την έννοια, ήταν σαν την Piaf. Παρακολουθούσες ένα κερί να καίγεται χωρίς άλλο υλικό για να αντικαταστήσει το εξαντλημένο».
Σε όλη τη διάρκεια του 1966 και το 1967, όπως μια πεταλούδα ξεπετάγεται μέσα από το κουκούλι, η Joplin μεταμορφωνόταν στο Σαν Φρανσίσκο έχοντας αφήσει πίσω την ανεπιτήδευτη beatnik με το σπυριάρικο πρόσωπο από το Πορτ Άρθουρ του Τέξας, για τη χίπισσα με τα χαλαρά ήθη που τελικά θα γινόταν γνωστή σαν Pearl. Η Janis είχε μια προσωπικότητα που ενέπνεε ολόκληρες αράδες από επίθετα: έξυπνη, αστεία, θλιμμένη, ευαίσθητη, συναισθηματικά ανασφαλής, σοφιστικέ, ατίθαση, τιποτένια, φωνακλού, χυδαία, άνθρωπος της διασκέδασης, ξέσαλη, γενναιόδωρη, συμπονετική, λάγνα, πολυλογού, μεμψίμοιρη, κοινωνική, προσγειωμένη, ριψοκίνδυνη, αμάσητη, καλόψυχη, παλαβιάρα… Πηδούσε από τη μια σχέση στην άλλη, από τον Pigpen στον Country Joe, έκανε σεξ με μέλη συγκροτημάτων, με φαν, με γυναίκες. Η ρήση της που θα έμενε στην ιστορία – «Πάνω στη σκηνή κάνω έρωτα με είκοσι πέντε χιλιάδες ανθρώπους αλλά γυρίζω μόνη μου στο σπίτι» - χαρακτήριζε τη ζωή της αλλά και τη μουσική της. Το μπουκάλι με το Southern Comfort που κουβαλούσε ήταν η τρανή απόδειξη της αγάπης της για το αλκοόλ και για το πόσο θαύμαζε μπλουζίστριες που του έδιναν να καταλάβει, όπως η Bessie Smith. Η βίβλος της όμως ήταν το The Lady Sings the Blues, η αυτοβιογραφία της Billie Holiday, ενώ η ηρωίνη, το ίδιο ναρκωτικό που σακάτεψε τη Lady Day, ήταν ήδη μια παρουσία στη ζωή της. Η Janis μπορούσε να προκαλεί, να γοητεύει και να σε θέλγει, όλα αυτά ταυτόχρονα – και να σου ραγίζει την καρδιά όσο κανείς άλλος. Τα μότο της ήταν «Αν κάτι αν σε φτιάχνει, κάνε το» και «Άρπαξέ το όσο είναι καιρός».
Το Νοέμβριο του 1966 η Janis παρακολούθησε τη συναυλία της Big Mama Thornton στο κλαμπ Both/And της οδού Ντιβισαντέρο. Μόλις τελείωσε, μαζί με τον κιθαρίστα James Gurley την επισκέφθηκαν στα παρασκήνια και την θερμοπαρακάλεσαν να τους δώσει την άδεια προκειμένου να χρησιμοποιήσουν ένα κομμάτι με τίτλο “(Love Is Like a) Ball and Chain” . H Big Mama κάθισε με χαρά και έγραψε τους στίχους. Πριν περάσει καιρός, η Janis ηλέκτριζε τις αίθουσες των συναυλιών με μια διασκευή του τραγουδιού που ο Gurley είχε κάνει πιο αργό και που φιλτραριζόταν μέσω των ψυχεδελικών παραμορφώσεων της κιθάρας του Sam Andrew. Όταν ερμήνευσε το κομμάτι στο φεστιβάλ του Μόντερεϊ την άνοιξη του 1967, είχε εμπλουτίσει τους στίχους για να περιγράψει τον τρελό της έρωτα με έναν άσπλαχνο άνδρα. Η μουσική βιομηχανία ήταν έτοιμη να διαπιστώσει αυτό που ήδη γνώριζαν οι πάντες στο Σαν Φρανσίσκο, και πολύ σύντομα ολόκληρος ο κόσμος θα την παρακολουθούσε να αργοσβήνει όπως εκείνο το κερί που είχε περιγράψει ο Bill Graham.
(Απόσπασμα από το θαυμάσιο βιβλίο του Martin Torgoff Can't Find My Way Home - America in the Great Stoned Age 1945-2000 (Simon & Schuster, 2004)