(φωτο: Τηλέμαχος Παπαδόπουλος (QoQ)
Φθάνω στο Βέλγιο την Τετάρτη 30 Νοεμβρίου και κατά σύμπτωση η αδελφή μου μένει στις Βρυξέλλες. Πηγαίνω, τη βλέπω, κοιμάμαι το βράδυ εκεί και το επόμενο πρωί έρχεται να με παραλάβει ο Jean-Paul. O Jean-Paul είναι ο κολλητός του Fabrice, ο οποίος με είχε δει στο πρώτο φεστιβάλ που με είχαν καλέσει στο Βέλγιο το 2013, στο Βίλβορντε (Vilvoorde), στο φλαμανδικό Βέλγιο. Είχα στείλει το προηγούμενο μου άλμπουμ το North of Africa για review σε ένα φλαμανδικό ιντερνετικό περιοδικό, διάβασαν οι διοργανωτές μια προφανώς καλή κριτική και με κάλεσαν να παίξω στο φεστιβάλ. Παρά την ηλικία τους, ο 55χρονος Fabrice και ο 64χρονος Jean Paul δουλεύουν ως backliners σε διάφορα φεστιβάλ από χόμπι, αγάπη για την μουσική και για κανένα έξτρα μεροκάματο. Κουβαλούν ενισχυτές, φροντίζουν καλλιτέχνες κλπ.
Με είχε δει λοιπόν ο Fabrice εκεί, γούσταρε, μου ζήτησε δυο CD για να με προτείνει σε άλλο φεστιβάλ. Έτσι την επόμενη χρονιά βρέθηκα να παίζω στο Σαρλερουά μαζί με τους Dr. Feelgood. Είχα αφίσες των Dr. Feelgood στο δωμάτιό μου κι όταν μου το είπαν, χάρηκα πολύ. Υπάρχει μάλιστα και φωτογραφία του Dr. Albert με τους Dr. Feelgood! Με δυο μέλη, όχι από τα ιδρυτικά, με τον κιθαρίστα Steve Walwyn που αντικατέστησε τον Wilco Johnson και με τον Robert Kane τραγουδιστή από το 1999.
Οι δυο αυτοί άνθρωποι λοιπόν, ο Fabrice και ο Jean-Paul, να ’ναι καλά, όποτε πηγαίνω στο Βέλγιο για κάποιο φεστιβάλ ή για άλλο λόγο, μου κανονίζουν live, με φροντίζουν, είναι πολύ καλά παιδιά, αγαπούν τη μουσική, με φιλοξενούν, με ταΐζουν, με βοηθούν στο κουβάλημα – και όλα αυτά τα κάνουν αφιλοκερδώς. Επειδή ο Fabrice δε μιλάει αγγλικά και υπάρχει πρόβλημα στη συνεννόηση παρότι με έχει φιλοξενήσει σπίτι του, με έχει πασάρει στον Jean Paul που κατέχει το αγγλικό, έχει κι ένα mini-van όπου χωράνε όλα τα πράγματα, οι κιθάρες μου, οι ενισχυτές, το τύμπανο και ό,τι άλλο είδος εξοπλισμού μου χρειάζεται και μου τον έχουν βρει. Αυτοί μου κλείνουν και όσα live κάνω εκτός φεστιβάλ. Δηλαδή, γουστάρουν τη μουσική μου, ρε παιδί μου. Τους έχω δώσει CD μου, αυτοί τα μοιράζουν σε μαγαζιά, με ακούει ο άλλος κι αν γουστάρει με φωνάζει να παίξω. Το Βέλγιο το έχω κερδίσει με το σπαθί μου!
Έρχεται λοιπόν ο Jean-Paul στις Βρυξέλλες, με παραλαμβάνει με το mini-van και πάμε στο Ham sur Heure, το χωριό του, για να κοιμηθούμε εκεί και την επόμενη μέρα να πάμε στο Tamines για το πρώτο live. Φτάνουμε στην πλατεία του χωριού - μιλάμε για κανονικό χωριό, το κεφαλοχώρι μιας αλυσίδας χωριών γύρω γύρω που συνολικά άντε να είναι δυο χιλιάδες άτομα. «Πάμε να πιούμε ένα καφέ;» με ρωτάει ο Jean-Paul «Και δεν πάμε», του λέω. Μπαίνουμε λοιπόν σε ένα καφενείο, έχει μια μπάρα που χωράνε καμιά δεκαριά άτομα και τραπέζια κι ένα πράγμα σαν φλίπερ που παίζουν τζόγο. Τελείως χωριό, δηλαδή. Είναι μέσα πέντε άτομα, ένας γέρος μόνος του που κάθεται στο μπαρ κι ούτε μιλάει ούτε λαλάει, μια αρπακολίτσα γκόμενα πίσω από το μπαρ που σερβίρει, είναι κάνα δυο τύποι που μπαινοβγαίνουν για να καπνίσουν επειδή απαγορεύεται το τσιγάρο, είναι ένας 55άρης μουστακαλής χοντρός κι ένας 35άρης λίγο αξύριστος με μάτι του λίγο gringo, φάση ο καλός, ο κακός κι ο άσχημος. Αξυρισιά και στραβό χαμόγελο.
Ο Jean-Paul κατευθύνεται αμέσως στο μπαρ και αντι για καφέ παραγγέλνει δυο μπύρες. Και τότε αρχίζει το κακό… Πλακώνουμε τις μπύρες, το κουβεντολόι, πιάνει κουβέντα ο Jean-Paul με τον Jean-Marie, τον 55ντάρη που έδειχνε να έχει κάποιο πρόβλημα, έμοιαζε λιγάκι σκιασμένος. Ο Jean-Paul μου εξηγεί ότι τον έχει χωρίσει η γκόμενά του κι έχει στενοχώριες. Εγώ στο μεταξύ έχω κατεβάσει την πρώτη μπύρα γιατί εκεί τις πίνουν πιο γρήγορα, και του λέω, «Εντάξει μωρέ, πες του να μη στενοχωριέται, έτσι είναι όλες οι γυναίκες, όλες είναι πουτάνες κι όλοι οι άντρες είναι πουτάνας γιοι». Δεν περνάνε δέκα δευτερόλεπτα και, παπ, έρχεται μια μπύρα δίπλα μου. Γούσταρε ο τύπος, «Τι είπες, ρε μεγάλε, πιες μια μπύρα από μένα».
Είμαι στη δεύτερη μπύρα κι έρχεται μια τρίτη χωρίς να έχω τελειώσει ακόμα τη δεύτερη. Κοιτάζω γύρω στο καφενείο και σ’ ένα τοίχο έχει το οικόσημο της Σαρλερουά, της ποδοσφαιρικής ομάδας από την κοντινή μεγαλούπολη. Κάτι έλεγαν αυτοί για τη Σαρλερουά, κάτι λέω εγώ, μου λένε ότι η ομάδα είναι φέτος τρίτη με άλλες τέσσερις ομάδες και τότε σκάει μύτη ο gringo, με πλησιάζει και με σκουντάει. Στο μεταξύ, κανείς τους δεν μιλάει αγγλικά. Με σκουντάει λοιπόν και μου κάνει, «Λίβερπουλ, Λίβερπουλ…» χτυπόντας το στήθος του δυνατά για να δείξει το πάθος του. Τον κοιτάω κι εγώ και του λέω, «You’ll never walk alone». Παπ, σκάει άλλη μια μπύρα δίπλα μου. Έρχεται το αφεντικό, άντε άλλη μια μπύρα κέρασμα – κάποια στιγμή έχω δυόμιση μπύρες μπροστά μου και δεν τις έχω πιει. Να μη σας τα πολυλογώ, μπήκαμε στο καφενείο μιάμιση και φύγαμε έξι το απόγευμα έχοντας πιεί ο καθένας καμιά δεκαπενταριά μπύρες. Να τονίσω όμως ότι εκεί το μπυροπότηρο είναι μικρό (250 ml) και με δυο τζούρες την έχεις κατεβάσει.
Φεύγουμε λοιπόν από το καφενείο, πηγαίνουμε προς το αυτοκίνητο και τότε βλέπω τον Jean-Paul να κάνει οχτάρια, σκέφτομαι δεν παίζει να οδηγήσει κι έτσι παίρνω εγώ το τιμόνι. Ήταν από αυτά τα μίνι βαν που έχουν το χειρόφρενο αριστερά στο κάθισμα και δεν το έβρισκα. Δεν μπορούσα να ξεκινήσω και μέχρι να καταλάβει ο Jean-Paul το πρόβλημα και να μου εξηγήσει πού βρίσκεται είναι το χειρόφρενο χρονιάσαμε. Τέλος πάντων, καταφέρνουμε να φτάσουμε στο σπίτι του έξω από το χωριό στις εξήμισι, επτά πάρα για να ειδωθούμε ξανά την επόμενη μέρα στις έντεκα το πρωί. Λιποθυμήσαμε κυριολεκτικά.
Την άλλη μέρα λοιπόν, Παρασκευή, πήγαμε στο Tamines για να παίξω. Ο μέσος όρος ηλικίας του κοινού ήταν πενήντα και να σκεφτείτε ότι έπαιζα στο Κέντρο Νεότητας! Άνοιγα για ένα γερμανικό συγκρότημα, τους Β Β and the Blues Shacks, ωραία έπαιζαν τα παιδιά, ξενοδοχειακά, Chicago blues αλλά με κέφι. Έπαιξα κι εγώ, γούσταραν, ο χώρος ήταν 150άρης, άντε να είχαμε καμιά εξηνταριά άτομα.
Κοιμήθηκα πάλι σπίτι του Jean-Paul και το Σάββατο, φύγαμε για το Mouscron, στα σύνορα με το Λιλ, μια πόλη σφηνωμένη ανάμεσα στη Γαλλία και στο φλαμανδικό κομμάτι του Βελγίου. Είναι μεγάλη και φαίνεται πολύ πλούσια σε σύγκριση με τις άλλες γαλλόφωνες πόλεις που έχω επισκεφθεί. Εκεί ήταν και το κυρίως φεστιβάλ όπου με είχαν καλέσει, ένα blues φεστιβάλ που γινόταν για δωδέκατη φορά και πραγματοποιείται στο Πολιτιστικό Κέντρο της πόλης. Ο Fabrice είχε δώσει το CD μου στον Λελάνγκ που είναι ο οργανωτής, εκείνος γούσταρε κι έτσι με είχε καλέσει. Φέτος έπαιζαν τρία σχήματα: εγώ που θα άνοιγα τη συναυλία, ο Μαρκ Λελάνγκ, ο καλλιτεχνικός διευθυντής κατά κάποιον τρόπο του φεστιβάλ που θα έπαιζε με την μπάντα του, και οι χθεσινοί Γερμανοί, οι Β Β and the Blues Shacks. Όπως μου εξήγησε ο Λελάνγκ, όποτε το μπάτζετ είναι μικρό συμπληρώνει το σετ με το δικό του συγκρότημα. Το θέατρο ήταν σούπερ, χωρούσε καμιά 500αριά άτομα και ήταν γεμάτο. Ήταν πολύ εντυπωσιακό. Backstage είχε ένα τεράστιο τραπέζι, τρία ευρύχωρα καμαρίνια, χλιδή, σούπερ κέτερινγκ – όλοι σε σέβονται γιατί είσαι ο καλλιτέχνης, τέτοια μεγαλεία.
Τελειώνω με το soundcheck και αναχωρούμε για το ξενοδοχείο. Μόλις φτάνουμε ο Jean-Paul ζητάει τα δυο δωμάτια που είχε κλείσει στο όνομα Mickey Pantelous (έτσι νόμιζε, τουλάχιστον). Το ένα ήταν για μένα και το άλλο για εκείνον. «Δεν υπάρχει τέτοιο όνομα, δεν έχουμε κράτηση», μας λέει ο ρεσεψιονίστ. Κοιταζόμαστε. Σκέφτομαι, ρε μπας και… Και τότε του λέω, «Για τσέκαρε στο όνομα Dr. Albert Flipout». Ο ρεσεψιονίστ γυρίζει, με κοιτάει, και λέει, «Oh, yes, are you a doctor;» Βγάζω καπάκι τον Albert, τον ακουμπάω πάνω στον πάγκο, και του λέω, «Not me, he is the doctor». Ο άνθρωπος τα έχασε, δεν κατάλαβε κι εμείς βάλαμε τα γέλια.
(φωτο: To check-in του... Dr. Albert Flipout...)
Πριν βγω να παίξω η ώρα είναι γύρω στις οκτώμιση. Πάω να βγω και μου λέει ο Λελάνγκ, «Καλά έτσι θα βγεις;» Όπως πάντα, εγώ φοράω τη σαλοπέτα μου και του εξηγώ ότι αυτά είναι τα ρούχα της δουλειάς, έτσι εμφανίζομαι. Εκείνοι ήταν κοστουμάτοι. Βγαίνω, παίζω και η φάση πήγε πάρα πολύ καλά! Φεύγοντας με καταχειροκροτούσαν. Εντάξει, δεν είχαν σηκωθεί όρθιοι, αλλά σίγουρα ήταν ενθουσιασμένοι. Συγκινήθηκα και το χάρηκα, με τόνωσε αυτή η φάση. Έλεγα και τα δικά μου στα αγγλικά, αλλά πιο μαζεμένα γιατί ξέρω ότι δεν καταλαβαίνουν και πολλά. Τους σύστησα τη Jessie, χειροκρότημα, και πάνω που πάει να σβήσει το χειροκρότημα, τους προτάσσω και τον Albert παρουσιάζοντάς τον ως leader και υπεύθυνο για το όλο project. Χαμός στο ίσωμα. Πολύ με εκνευρίζει όταν ο Albert εισπράττει μεγαλύτερο χειροκρότημα από εμένα.... τέλος πάντων.
Την επόμενη μέρα επέστρεψα στις Βρυξέλλες. Χαλαρά. Βρήκα κι ένα φιλαράκι και πήγαμε σε ένα μπαρ, πρώην μπουρδέλο, το Goupil le Fol με τους πανάρχαιους καναπέδες. Είναι ένα διαμπερές πράγμα που κάνει κύκλο από το ισόγειο μέχρι τον δεύτερο όροφο, με διάφορες καβάτζες για το χαμούρεμα αριστερά και δεξιά, όπως περιφέρεσαι μέσα στο χώρο κι ανεβοκατεβαίνεις τις σκάλες. Ένας λαβύρινθος. Η πλάκα είναι ότι το πρώτο πράγμα που βλέπεις όταν μπαίνεις είναι μια ελληνική σημαία, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό! Είχε μέσα διάφορα παλαιά πράγματα, πίνακες φωτογραφίες και όλο το ταβάνι είναι γεμάτο βινύλια και εξώφυλλα δίσκων μιας άλλης εποχής, Amanda Lear, Adamo, κάτι Αμερικανούς βήτα, τέτοια. Είχε κι ένα τζουκ μποξ με CD, το οποίο έπαιζε από Boney M μέχρι Edith Piaf.
(φωτό: Το ταβάνι του μπαρ Goupil le Fol γεμάτο βινύλια και εξώφυλλα δίσκων...)
Την άλλη μέρα πήγα σε μια κέλτικη παμπ με τηλεόραση που πρόβαλε τον αγώνα της Σέλτικ ενάντια στη Μάντσεστερ Σίτυ για το Champions League. Μέσα ήταν μαζεμένοι διάφοροι τύποι για το ματς και για… ΜΠΥΡΑ!!! Είχε μια ωραία ale 400άρα με μόνο δυο ευρώ και περιττό να πω ότι τα κοπάνησα πάλι. Μπάλα, ιδρώτας, μούσκουλα, μπύρες, φωνές. Κανονικό πειρατικό καράβι, ωραία ήταν, χρειάζονται κι αυτά που και που!
Ένα άλλο βράδυ βγήκα με τον Λελάνγκ και πήγαμε να φάμε σε ένα απλό εστιατόριο, κανένα κυριλίκι. Παραγγείλαμε από μια μερίδα ριζότο μανιτάρια χωρίς ψωμί, χωρίς τίποτα, και τρία ποτήρια κρασί έκαστος και πληρώσαμε 60 ευρώ! Έτσουξε λίγο αυτό. Στη συνέχεια επισκεφτήκαμε σε ένα τζαζάδικο για να συστηθώ μπας και με καλέσουν να παίξω.
Έρχεται το επόμενο Σαββατοκύριακο όπου θα έπαιζα στο χωριό του Jean-Paul, στο καφενείο που είχαμε πάει την πρώτη μέρα. Μου είχε κλείσει κι εκεί live. Στήνω, παίζω, κι ο Jean-Paul αρχίζει να πίνει. Εκεί είχε καμιά εικοσιπενταριά άτομα. Δεν καταλαβαίνουν αγγλικά, αυτοί ακούν άλλη μουσική. Κι εκεί που παίζω, αρχίζουν και χορεύουν. Ήταν εκεί μια τύπισσα, μισή Βελγίδα μισή Ιταλίδα, η οποία γούσταρε κι άρχισε το χορό με αποτέλεσμα να παρασύρει και τους άλλους. Στο τέλος όλοι μου έλεγαν, «Magnifique, magnifique!»
Και ο Jean-Paul γίνεται πάλι σταφίδα. Εγώ επειδή έπαιζα ήμουν πιο συγκρατημένος και άντε πάλι βρίσκομαι να οδηγώ το αυτοκίνητο για το σπίτι. Εκείνος να γελάει, να μην ξέρει τι του γίνεται. Μάλιστα, την προηγούμενη φορά που με είχε φιλοξενήσει, λίγο πριν φτάσουμε σπίτι του είπα να αγοράσουμε λουλούδια για τη γυναίκα του προκειμένου να μη γκρινιάξει για τα χάλια μας, όπερ και εγένετο. Φτάνουμε, λοιπόν, στο σπίτι, εντάξει, εγώ δεν έχω πιει τόσο, αλλά έχω κάμποσο, οπότε κάπου πρέπει να πάνε όλες αυτές οι μπύρες. Το σπίτι είναι μεγάλο αλλά έχει μόνο μια τουαλέτα. Εκεί ζει ο Jean-Paul με τη γυναίκα του και τον 18χρονο γιο τους. Πέφτω για ύπνο αλλά μετά από μια ώρα σηκώνομαι για κατούρημα. Κατεβαίνω στην τουαλέτα, χτυπάω την πόρτα γιατί είμαι καλεσμένος και προσπαθώ να είμαι διακριτικός, δεν είναι κανείς. Κατουράω. Κατεβαίνω μετά από άλλη μια ώρα, ξανακατουράω. Κατεβαίνω και τρίτη φορά και αυτή τη φορά βλέπω φως κάτω από τη χαραμάδα της πόρτας. Χτυπάω αλλά δεν παίρνω απάντηση. «Θα το ξέχασαν αναμμένο» σκέφτομαι. Ανοίγω την πόρτα και βλέπω τον Jean-Paul να κοιμάται του καλού καιρού πάνω στη λεκάνη! Ξανακλείνω την πόρτα, αλλά δεν μπορώ να κρατηθώ. Τι να κάνω, τι να κάνω, βγαίνω έξω από το σπίτι και πάω και κατουράω ένα δέντρο – μιλάμε για τέσσερις ή πέντε τα ξημερώματα.
Την επόμενη μέρα πάω να παίξω σε ένα μπαρ στο Fleurus, το Au Coq d’Or – εκεί έχω ξαναπαίξει άλλες δυο φορές. Ένα πολύ περίεργο live γιατί είχε πολύ λίγο κόσμο. Εννέα άτομα όλα κι όλα! Τα οποία όμως τα καθήλωσα κι έτσι περάσαμε μια πολύ ωραία βραδιά. Και κάποια στιγμή που κάνω διάλειμμα ο Jean-Paul τους λέει ότι πουλιέται το CD μου και, όσο απίστευτο κι αν ακούγεται, το αγοράζουν και οι εννέα! 100% επιτυχία στο merchandise! Χάρηκα πολύ. Είχαμε κόψει πια και τα πιόματα με τον Jean-Paul – τη Δευτέρα έφευγα κιόλας.
(φωτο: Το κέτεριγκ του φεστιβάλ...)
Το ίδιο βράδυ, πριν παίξω, είχαν στήσει στην πλατεία του Fleurus χριστουγεννιάτικο παζάρι. Ο Fabrice, στο μεταξύ, εργάζεται για το δήμο της πόλης και είναι καλλιτεχνικός υπεύθυνος. Οπότε, εν όψει τον Χριστουγέννων καλεί μουσικούς να παίξουν στο δρόμο. Κι είχε κάτι Βέλγους που έπαιζαν βαλκανικά, τούμπα, σοπράνο σαξόφωνο, έπαιζε μαζί τους και μια κοπέλα νταούλι η οποία, όπως αποδείχθηκε τελικά, ήταν Ελληνίδα και παίζει τύμπανα σε ένα συγκρότημα που λέγονται Radio Blues. Τους τράβηξα βίντεο, είπα και στον ένα να μου δώσει το e-mail του να τους το στείλω και μετά ήρθαν να με δουν εκεί που έπαιζα. Την επόμενη μέρα έπαιξα κι εγώ στο παζάρι, έστησα όλο το σετ μου κάτω από μια σκηνή με κάτι σόμπες γιατί έκανε ψόφο. Ήρθαν και κάποιοι άλλοι που έπαιζαν βαλκανικά, ντυμένοι σαν χεβιμεταλάδες. Ενώ έπαιζα το «On The Road Again», ό,τι πρέπει δηλαδή για τζαμάρισμα, έκανα νόημα στον έναν να μπει κι αυτός, μπαίνει, μπαίνει κι ένας άλλος με ένα ταμπούρο, ένα κρουστό κι ένα πιατίνι, μπαίνει κι ένας τρίτος που είχε κάτι σαν μεγάφωνο με κουμπιά κι έκανε κόλπα με αυτό – δεν πολυκατάλαβα τι ακριβώς έκανε. Έβγαζε industrial ήχους, κάτι σαν balkan-punk, δική του η πατέντα. Κάναμε ένα γερό τζαμάρισμα και περάσαμε γαμώ.
Τελικά, επέστρεψα στην Αθήνα και πλήρωσα τους λογαριασμούς μου.
Όταν ταξιδεύεις μόνος σου, σου συμβαίνουν διάφορα και περίεργα πράγματα και γνωρίζεις διάφορους τύπους. Σ’ ένα προηγούμενο ταξίδι στο Βέλγιο είχα γνωρίσει τον Michel le Grec, ένα γείτονα του Fabrice. O Fabrice είχε οργανώσει ένα πικ νικ και εκεί έσκασε μύτη ο Michel ο Έλληνας (μαφιόζος όνομα και πράγμα), με ένα καπέλο στυλ Μαϊάμι και με τα γυαλιά ηλίου από πάνω. Φορούσε κοντομάνικο ανοιχτό πουκάμισο για να φαίνεται η κοιλάρα του, ενώ στο στήθος είχε ένα κακοχτυπημένο τατουάζ φυλακόβιων, ένα φίδι. Είχε κι άλλα τατού – στο αριστερό του μπράτσο είχε χτυπημένη την ελληνική σημαία κι από κάτω τα ονόματα των μελών όλης του της οικογένειας. Έχει κάνει φυλακή για φόνο και όταν δεν του έδωσαν άδεια για να παραστεί στην κηδεία του πατέρα του έκοψε το μικρό του δάχτυλο σε ένδειξη διαμαρτυρίας και το έστειλε στο διευθυντή των φυλακών. Για κατοικίδιο είχε μια τεράστια κουκουβάγια από τη μεγαλύτερη ράτσα της Ευρώπης.
(φωτο: Το τατουάζ στο χέρι του Michel le Grec)
Ο τύπος ήταν ο φόβος και ο τρόμος του Σαρλερουά, είπαμε, μαφιόζος. Κι άρχισε να μου λέει σε σπαστά ελληνικά, «Α, ρε πατρίδα» και τέτοια... Εγώ άρχισα να παίζω φυσαρμόνικα μαζί μ’ έναν άλλο τύπο εκεί στο πικ-νικ και έτσι τον κέρδισα τον Michel. «Εσύ είσαι δικός μου» μου λέει. Όταν ξαναπήγα στο Βέλγιο, έμαθε πως είχα έρθει και έστειλε άτομα να με φωνάξουν. Πάω σπίτι του έντεκα η ώρα το πρωί και μου λέει, «Κάτσε να πιούμε σαμπάνια» και ανοίγει κάτι σαμπάνιες. Την περασμένη φορά που ήμουν στο Βέλγιο κι έπαιζα στο Coq d’ Or, έρχεται ένας τύπος μαλακάκος, με πολύ τουπέ και μου λέει κάτι μαλακίες σε ψευτοαγγλικά. Κι εγώ του λέω, «Συγγνώμη, ρε φίλε, εσύ τι δουλειά κάνεις;» Και μου λέει, «Είμαι μπάτσος, γι’αυτό να έχεις το νου σου». Πάνω στη σούρα μου του λέω κι εγώ «Δε σκιάζομαι, εγώ είμαι κολλητός του Michel le Grec». Κι ο τύπος άσπρισε ολόκληρος. Ο Jea-Paul με σκούντηξε και μου είπε να κόψω τις μαλακίες. Ο Michel είχε κόψει τις παρανομίες εδώ και πέντε, δέκα χρόνια, είχε συνταξιοδοτηθεί, που λέμε, αλλά παρόλα αυτά ο μπάτσος φρίκαρε, ο άλλος έχει αφήσει όνομα.
Όπως είπα, όταν ταξιδεύεις μόνος σου είσαι εκτεθειμένος και διαθέσιμος να σου συμβεί το οτιδήποτε. Τα συγκροτήματα έχουν ο ένας τον άλλο για παρέα και μπορούν να απομονωθούν μεταξύ τους, αλλά εγώ δεν μπορώ να το κάνω. Επομένως, είναι δύσκολο να μη σου τύχει κάτι. Οπότε πρέπει να αντεπεξέλθεις. Μπορεί να είναι κουραστικό αλλά το χαίρομαι κιόλας.
Ο Mickey Pantelous είναι μουσικός και συμμετέχει στους Dr. Alber Flipout’s One CAN Band.