Μια νύχτα ακούμε κραυγές, σαν να υποφέρει κάποιος άνθρωπος από φριχτούς πόνους, έπειτα σιγή. Μάλλον κάποιος χτυπήθηκε θανάσιμα, σκεφτόμαστε. Μετά μια ώρα οι κραυγές επανέρχονται. Αυτή τη φορά δεν σταματούν. Όχι αυτήν τη νύχτα. Ούτε την άλλη νύχτα. Γυμνή και άναρθρη σιγοκλαίει η κραυγή, δεν ξέρουμε αν βγαίνει από το λαρύγγι ενός Γερμανού ή ενός Γάλλου. Η κραυγή ζει για τον εαυτό της, κατηγορεί τη Γη και τον ουρανό. Πιέζουμε τις γροθιές στα αυτιά μας για να μην ακούμε το κλαψούρισμα, δεν γίνεται τίποτα, η κραυγή γυρνά σαν σβούρα στα κεφάλια μας, ξεχειλώνει τα λεπτά σε ώρες, τις ώρες σε χρόνια. Στεγνώνουμε και γερνάμε από φωνή σε φωνή…
Μάθαμε ποιος φωνάζει, ένας από τους δικούς μας, κρέμεται στο αγκαθωτό συρματόπλεγμα, κανείς δεν μπορεί να τον βοηθήσει, δυο προσπάθησαν, σκοτώθηκαν, καποιανής μανούλας γιος αντιστέκεται απελπισμένα ενάντια στον ίδιο του τον θάνατο, στο διάολο, κάνει τόσο μεγάλο σαματά, θα τρελαθούμε αν συνεχίσει να φωνάζει για πολύ.
Ο θάνατος του βουλώνει το στόμα την τρίτη μέρα…
(από το βιβλίο του Ερνστ Τόλλερ Ήμουν Ένας Γερμανός – Η αυτοβιογραφία ενός επαναστάτη που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ερατώ σε μετάφραση Μιλτιάδη Αργυρόπουλου)