(γράφει ο MICKEY PANTELOUS)
Εάν υπάρχει ένα όνομα που ξεχωρίζει με ευκολία στη σκηνή και την παράδοση των ανθρώπων ορχήστρα One Man Band (OMB), χωρίς αμφιβολία είναι αυτό του Jesse “Lone Cat” Fuller. Είναι η επιτομή του ορισμού OMB. Ο ίδιος και η μουσική του ξεπερνώντας τα όρια της γραφικότητας του ανθρώπου ορχήστρα, έχει επηρεάσει καλλιτέχνες από τον χώρο της folk όπως οι Peter Paul and Mary, Bob Dylan, Rambling Jack Elliot… καλλιτέχνες από την εποχή της «Βρετανικής Εισβολής» (the British Invasion) όπως οι Beatles, ο Donovan, ο Eric Clapton… ψυχεδελικούς μουσικούς της δεκαετίας του ’60 όπως οι Grateful Dead, η Janis Joplin και οι Loving Spoonful. Το “San Francisco Bay”, το πιο γνωστό τραγούδι του, αλλά και πολλά άλλα κομμάτια του, έχουν διασκευαστεί από πολλούς και επώνυμους, ενώ ο Fuller έχει αφήσει ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στη μετέπειτα blues-rock σκηνή.
Γεννημένος στις 12 Μαρτίου του 1896 στο Τζόνσμπορο της Τζόρτζια, πέρασε πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια. Πατέρα δε γνώρισε ποτέ και η μάνα του, όντας πολύ φτωχή, αναγκάστηκε να τον δώσει στην οικογένεια Wilson, η οποία με τη σειρά της τον κακομεταχειρίστηκε δεόντως. «Μου φερόντουσαν με κακία, σαν να ήμουνα σκυλί...» λέει σε μια συνέντευξη του στον Lester Koenig (Good Time Jazz LPS10031). Παρόλο που ήταν αναγκασμένος να δουλεύει από πολύ νεαρή ηλικία, έμαθε να διαβάζει και να γράφει διαμορφώνοντας συγχρόνως ένα σταθερό και περήφανο χαρακτήρα με εξαιρετική αίσθηση του χιούμορ. Δούλεψε σε φάρμες, σε βαρελάδικο, σε εργοστάσιο για σκούπες, σε νταμάρι, σε ξυλουργείο του σιδηρόδρομου όπου έφτιαχναν και τοποθετούσαν σανίδες για να στερεωθούν οι ράγες... και όλα αυτά πριν καλά καλά κλείσει τα είκοσι. Στην ηλικία δέκα χρόνων αντάλλαξε το ποδήλατό του με μια κιθάρα και μια κυρία με ονόματι Big Estelle τον έμαθε να παίζει. «Πήγαινα εκεί πέρα και την έβλεπα να παίζει, ήταν φανταστική. Δεν μου έμαθε τα πάντα στη κιθάρα παρά μόνο τα ακόρντα – τα υπόλοιπα τα έμαθα μόνος μου».
Λίγο αφότου έκλεισε τα είκοσι παντρεύτηκε την Curley Mae, μια γυναίκα από την Τζόρτζια. «Η γυναίκα μου, ήταν τόσο κακή μαζί μου που αποφάσισα να φύγω από την Georgia». Πήγε στο Σινσινάτι, εργάστηκε για μια εταιρία τραμ και κατόπιν έπιασε δουλειά στο περιοδεύον τσίρκο Ηagenbeck Wallace, ταξιδεύοντας για περίπου οκτώ μήνες βόρεια, μέχρι τον Καναδά, «για να δω τη χώρα» Στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου κατέληξε στη Alabama και εργάστηκε στη κατασκευή του υδροηλεκτρικού φράγματος στο Μασλ Σολς. Κάποια στιγμή έμπλεξε με το νόμο και φυλακίστηκε στο Γκρίφιν της Τζόρτζια για αγορά κλοπιμαίων εν αγνοία του. Δεν δικάστηκε και έπειτα από τρεις εβδομάδες κατάφερε να δραπετεύσει σκάβοντας τον πηλό ανάμεσα στα τούβλα του κελιού του. Πουλώντας αναψυκτικά στην Ατλάντα έτυχε να γνωρίσει την Bessie Smith (η οποία δεν είχε ακόμα ηχογραφήσει).
φωτο: Το περιοδεύον τσίρκο Ηagenbeck Wallace
Κάποια στιγμή μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο βρέθηκε να παίζει κιθάρα σε μια αποθήκη γεμάτη στρατιώτες. Είχε αφήσει το καπέλο του στη μέση, το οποίο δεν άργησε να γεμίσει με λεφτά. «Θεέ μου, σκέφτηκα, δεν ξέρω αν πρέπει να σηκώσω τώρα το καπέλο». Φοβόταν μήπως ήταν παγίδα με σκοπό να τον ξυλοφορτώσουν. Απεναντίας, του είπαν ότι έπαιζε πολύ ωραία και ότι θα έπρεπε να πάει στην Καλιφόρνια – εκεί θα κέρδιζε χρήματα. Ξεκίνησε λοιπόν ταξιδεύοντας σαν λαθρεπιβάτης με το τραίνο. Έφτασε μέχρι τη Νεμπράσκα, πήγε παντού. «Κάποια στιγμή θα έφτανα και στο Λος Άντζελες αλλά δεν με ένοιαζε πότε. Προλάβαινα να πηδήξω σε τραίνο που ταξίδευε με τριάντα μίλια την ώρα με την κιθάρα δεμένη στη πλάτη, αφήνοντας άφωνους τους πάντες. Και μπορούσα να πηδήσω από ένα τραίνο που ταξίδευε με σαράντα πέντε μίλια την ώρα. Κάθε φορά που περνούσα από κάποιο σημείο με κόσμο άρχιζα να παίζω ακουμπώντας κάτω το καπέλο μου, το οποίο γέμιζε μιας και τότε δεν υπήρχαν ραδιόφωνα». Ο Jesse έφτασε στο Λος Άντζελες το 1922 με 175 δολάρια ραμμένα μέσα στο τζιν του – μεγάλο κομπόδεμα για εκείνη την εποχή. Εκεί όμως τον υποδέχτηκε ένας έγχρωμος αστυνομικός ονόματι Sheffield που του έσπασε τη κιθάρα στο κεφάλι λέγοντάς του: «Δε θέλουμε κιθάρες ελεημοσύνης εδώ τριγύρω». Έτσι αποκαλούσαν όποιον κυκλοφορούσε με μια κιθάρα προσπαθώντας να βγάλει τα προς το ζην.
Έμεινε εκεί κάμποσα χρόνια, στην αρχή πουλώντας σκαλιστά ξύλινα φίδια «Είμαι επαγγελματίας στο να φτιάχνω ξύλινα φίδια, τα φτιάχνω έτσι που τρομάζουν τον οποιονδήποτε». Εργάστηκε σε μπαρμπέρικο, έπειτα σαν λούστρος και στη συνέχεια σε πλυντήριο αυτοκινήτων. Κάπου εκεί γνώρισε τον Douglas Fairbanks, τον αστέρα του βωβού κινηματογράφου. «Με τον καιρό γνωριστήκαμε καλά, ήταν πολύ καλός μαζί μου. Το ίδιο και ο σκηνοθέτης Raoul Walsh. Με βοήθησε να στήσω ένα κιόσκι με χοτ ντογκ μέσα στο στούντιο. Τις μέρες που είχαν γυρίσματα με πολλούς κομπάρσους μπορεί να έβγαζα 60 με 70 δολάρια». Ο Fairbanks τον προσλάμβανε να παίζει και σε ιδιωτικά πάρτι και τελικά του αγόρασε και ένα αυτοκίνητο T-model Ford, το οποίο ο Jesse έκανε να μοιάζει με αγωνιστικό. Εργάστηκε και σαν κομπάρσος στα μέσα με τέλη της δεκαετίας συμμετέχοντας στις ταινίες The Thief of Bagdad και East of Suez (1924), Hearts of Dixie (1928), End of the World (1929). Τελικά, έστειλε χρήματα στη γυναίκα του να έρθει από τη Georgia. «Για ένα χρόνο τα πήγε καλά, αλλά αφού έμαθε την πόλη άρχισε πάλι να μου δημιουργεί προβλήματα». Πέρασαν κάποιο διάστημα στο Μπέικερσφιλντ, σε ένα ράντσο όπου ο Jesse δούλευε στις βαμβακοφυτείες όταν «ένας τύπος με άφησε μισοπεθαμένο στο ξύλο για δαύτην..». Ο Jesse έφυγε για το Όκλαντ και αργότερα έμαθε ότι εκείνη είχε αυτοκτονήσει το 1929.
Στο Όκλαντ δεν έπαιζε πολύ μουσική. Εργαζόταν για την Southern Pacific Railroad, η οποία του παρείχε δωρεάν εισιτήρια με το τρένο. Εκμεταλλευόμενος τα εισιτήρια αυτά επέστρεψε στην Ατλάντα για να βρει καινούργια σύζυγο. «Το 1935 γνώρισα μια πολύ καλή κοπέλα και από τότε είμαι μαζί της. Μου έκανε τρία παιδιά, τρεις κόρες. Είναι πολύ καλές όπως και η γυναίκα μου». Τη δεύτερη γυναίκα του την έλεγαν Gertrude Johnson και τις κόρες του Jessie Lee, Alice και Jarania. Ο Jesse παραιτήθηκε από την δουλειά του στο σιδηρόδρομο για να δουλέψει στα ναυπηγεία που πλήρωναν τριπλάσιο μισθό σε οξυγονοκολλητές. Μάζεψε 1800 δολάρια και αγόρασε ένα σπίτι στο δυτικό Όκλαντ. Εκείνη την εποχή δεν έπιανε πολύ την κιθάρα του, αλλά στα τέλη της δεκαετίας του ’40 πληροφορήθηκε την άφιξη του Leadbelly στη πόλη. Θα έπαιζε σε κάποια εβδομαδιαία ραδιοφωνική εκπομπή. Ο Leadbelly ισχυριζόταν πως ήταν ο μόνος που έπαιζε 12χορδη κιθάρα στη χώρα κι έτσι ο Jesse έγραψε ένα γράμμα στο σταθμό για να τον ενημερώσουν ότι υπήρχε κι άλλος. Με τη σειρά του, ο Leadbelly του τηλεγράφησε ότι θα περνούσε από το σπίτι του και ότι καλό θα ήταν να είχε λίγο τζιν για να τα πιουν. Η πρώτη συνάντηση δεν πήγε πολύ καλά μιας και ο Jesse δεν είχε φροντίσει για το τζιν και ο Leadbelly στράβωσε. Τελικά βρέθηκαν άλλες δυο τρεις φορές κι έπαιξαν μαζί. Το κιθαριστικό στυλ τους έμοιαζε αρκετά, όπως και ένα μέρος του ρεπερτορίου τους με τραγούδια όπως, για παράδειγμα, το “Midnight Special” και το “Take Τhis Hammer”.
φωτο: Ο Leadbelly
Ο Jesse δεν είχε πολύ τύχη στο να βρει άλλους μουσικούς για να παίξουν μαζί «Προσπάθησα να βρω κάποιον να αλλά όλοι ήταν απασχολημένοι με το να πίνουν κρασί ή να τζογάρουν». Έτσι κατέληξε να σκεφτεί τη μεγαλύτερη δημιουργία του. «Ένα βράδυ που ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι λέω στη γυναίκα μου; “Ξέρεις τι θα κάνω; Θα γίνω άνθρωπος ορχήστρα. Έχω μια ιδέα για να φτιάξω ένα μπάσο που θα το παίζω με τα δάχτυλα των ποδιών”. Eκείνη μου απαντά, «Με τις ευχές μου, άντε να έρθει η μέρα που θα το δω και αυτό…» Το 1951 ήταν η χρονιά που άρχισε να το κατασκευάζει. «Πήρα ένα κομμάτι κόντρα πλακέ, το ζέστανα στο νερό και το κούρμπιασα γύρω από μια ρόδα. Αυτό το είχα μάθει στο βαρελάδικο όπου δούλευα, έτσι φτιάχναμε τις βαρελοσανίδες. Και τα καλάθια για το μάζεμα του βαμβακιού έτσι τα φτιάχνουν. Στην αρχή έβαλα χορδές από κοντραμπάσο αλλά δεν ήταν πολύ καλές, ξεκουρδίζονταν, κι έτσι χρησιμοποίησα χορδές πιάνου. Η γυναίκα μου το ονόμασε Fotdella επειδή το έπαιζα με το πόδι [foot], σαν “foot-diller” [Το diller είναι παλιά έκφραση από το χώρο της jazz: “killer-diller”, κάτι hip ή cool]. Έπαιζα ήδη φυσαρμόνικα και καζού και αργότερα έβαλα τα πιατίνια που τα έφτιαξα μόνος μου. Αποφάσισα να ασχοληθώ με αυτό κι ίσως έβγαζα κάποια λεφτά. Δεν ήξερα, ίσως να κέρδιζα λίγα αν ήμουν τυχερός. Αν δεν το δοκίμαζα θα ήμουν ο ίδιος, παλιός Jesse. Δε θα έκλαιγα κιόλας. Έτσι κι αλλιώς, θα ζούσα μέχρι την ημέρα που θα πέθαινα, σκέφτηκα. Ο κόσμος άρχισε να ακούει για μένα στα πέριξ του Σαν Φρανσίσκο και θυμάμαι ότι η πρώτη μου δουλειά ήταν να παίξω στο σπίτι ενός φίλου για ένα δολάριο. Αυτό πρέπει να έγινε γύρω στο 1951 γιατί δεν είχα γράψει ακόμα το “San Francisco Bay”, αυτό το έγραψα το 1954. Έπαιζα σε διάφορα πάρτι και ο κόσμος γούσταρε τον αστείο ήχο που έκανα με τη κιθάρα, τα είχα όλα ενισχυμένα». Η πρώτη Fotdella που κατασκεύασε ήταν ξαπλωτή και απλωνόταν σαν μικρό πιάνο στο πάτωμα, αλλά επειδή δεν ήταν πολύ βολική στη σκηνή ή όπου έπαιζε κατασκεύασε μια όρθια, με την οποία τον βλέπουμε στις φωτογραφίες. «Έφτιαξα τρεις Fotdellas και η τελευταία είναι η καλύτερη. Ξέρεις, αν συνδυάσεις τα χέρια με το μυαλό για να κάνεις κάτι – αυτό έκανα – μπορείς να κάνεις οτιδήποτε».
Το 1954 ο Rambling Jack Elliot θα ακούσει τον Jesse Fuller να παίζει ζωντανά σε ένα blues φεστιβάλ στο Όκλαντ το “San Francisco Bay Blues”, το οποίο και «ερωτεύτηκε». Το τραγούδησε σε Αγγλία και Ευρώπη κατά την εξάμηνη περιοδεία του στη Γηραιά Ήπειρο και κατόπιν περιόδευσε στην Αγγλία με τον ίδιο τον Jesse Fuller που κουβαλούσε τη Fotdella του και οδηγούσε στους ανάποδους δρόμους του νησιού. Την ίδια χρονιά ο Jesse είχε συναντήσει τον Pete Seeger και τον είχε καλέσει στο σπίτι του για να του δείξει την πατέντα του και να του εξηγήσει πως την είχε κατασκευάσει. «Καλά, έπαιζε φοβερό banjo και ήταν ωραίος τύπος», ήταν το σχόλιο του Fuller για τον Seeger. Το 1954 είναι επίσης η χρονιά που θα κάνει τις πρώτες του ηχογραφήσεις για μια μικρή εταιρία την World Song, ηχογραφώντας τα τραγούδια “San Francisco Bay Blues”, “Take This Hammer”, “Railroad Work-song”, “Railroad Blues”, “John Henry”, και “Lining Track”. Θα είναι η μοναδική κυκλοφορία της εταιρίας, η οποία θα κλείσει αλλά ο δίσκος θα ξανατυπωθεί το 1965 από την Βρετανική Topic.
O Jesse Fuller με μια από τις κόρες του
Χωρίς να αφήνει την πρωινή δουλειά, ο Jesse Fuller εξακολουθούσε να παίζει δεξιά κι αριστερά ηχογραφώντας για την Folk Art το 1955 και για την Good Time Jazz το 1958. Με την τελευταία αυτή ηχογράφηση ήλπιζε να διευρύνει το κοινό του και, γιατί όχι, να γνώριζε κάποια επιτυχία που θα παιζόταν στα τζουκ μποξ. Το 1959 είχε μια «ανεπίσημη» πρόταση να πάει να παίξει στο Monterey Jazz Festival. Ο καιρός όμως πέρασε και δεν ξαναειδοποίησαν. Πολυμήχανος όπως πάντα, διένυσε 130 μίλια και όταν έφτασε εκεί βρήκε τον γενικό διευθυντή του φεστιβάλ Jimmy Lions και τον ενημέρωσε ότι ήταν παρών και έτοιμος να παίξει. Ο Lyons τον έβαλε να παίξει για 50 δολάρια, την ώρα του συσσιτίου. Ο Fuller έβγαλε τα έξοδά του και με το παραπάνω βγάζοντας καπέλο, το οποίο και ο κόσμος φρόντισε να γεμίσει, ενώ χάρισε στο φεστιβάλ τη μοναδική νότα αυθεντικότητας και παράδοσης για εκείνη τη χρονιά. Τα νέα διαδόθηκαν στην Αγγλία από τον τρομπονίστα Chris Barber που συμμετείχε με την μπάντα του στο φεστιβάλ. Λίγο αργότερα, οι ατζέντηδες του τον ενημέρωσαν για την πρώτη του ευρωπαϊκή περιοδεία. Αγγλία, Γερμανία, Δανία , Σουηδία... μια περιοδεία με πολλές δυσκολίες αλλά και μεγάλη ανταπόκριση από το κοινό. Το 1960 συναντήθηκε στο Ντένβερ με τον Bob Dylan, ο οποίος θα μελετήσει κοντά του και στον πρώτο, ομώνυμο δίσκο του το 1962 θα ηχογραφήσει το “Crazy About a Woman” του Fuller, αλλάζοντας τον τίτλο σε “She’s no good”.
Το 1961 θα κυκλοφορήσει το δεύτερο άλμπουμ του με την Good Time Jazz με τραγούδια που είχαν ηχογραφηθεί το 1958, λίγο μετά την πρώτη του ηχογράφηση για την ίδια εταιρία. Το 1961 δεν ήταν σπουδαία χρονιά για τον Jesse μουσικά, αλλά τον επόμενο χρόνο έκανε αρκετές εμφανίσεις που του επέτρεψαν να σταματήσει να εργάζεται στη φάρμα. «Σταμάτησα να μαζεύω κουνουπίδι το 1961, ήταν η τελευταία μου δουλειά». Ήταν πλέον 65 χρονών, σε ηλικία συνταξιοδότησης αλλά αυτός μόλις ξεκινούσε μια δεύτερη καριέρα. Τον Νοέμβριο του 1962 θα κάνει το ντεμπούτο του στη Νέα Υόρκη στο Gerdes Folk Center και οι New York Times θα γράψουν: « Ο ήχος του ανθρώπου-ορχήστρα σε λικνίζει ήσυχα, επίμονα ρυθμικός και μεταδοτικός. Οι λάτρεις του είδους είναι δύσκολο να αντισταθούν». Το 1963 είναι ακόμα καλύτερο. Παίζει στο Σιάτλ μπροστά σε 8.000 κόσμο και στο Sun Valley Folk Festival στο Άινταχο. Έπαιξε σε διάφορα φεστιβάλ, κλαμπ και πανεπιστήμια και παντού ταξίδευε με το καινούριο του Station Wagon. Το 1964 πήγε να παίξει στο Newport Folk Festival και όταν κάποιοι κατάλαβαν ότι σχεδίαζε να κοιμηθεί στο αυτοκίνητο του, τον απήγαγαν, τον πήγαν στο Κάτω Μανχάταν και του έστησαν ένα κρεβατάκι στη κουζίνα. «Ήταν το μόνο μέρος που είχε χώρο», όπως αναφέρει στις σημειώσεις του δίσκου Brother Lowdown ο Michael Goodwin που ήταν μαζί του «Ήμαστε τόσο κουρασμένοι που πέσαμε ξεροί ή σχεδόν ξεροί. Όταν ο Jesse κοιμάται, ροχαλίζει. Κι όταν ροχαλίζει τρίζουν τα τζάμια. Σαν να προσπαθείς να κοιμηθείς στο ίδιο δωμάτιο με μια μπουλντόζα που εφορμά σε μια στοίβα από ογκόλιθους». Στο φεστιβάλ γνώρισε μεγάλη επιτυχία.
Μέχρι το 1965 θα έχει ηχογραφήσει πέντε έξι δίσκους (που είναι πολλοί για εκείνη την εποχή) στο στούντιο και ζωντανά σε Αμερική και Αγγλία. Το ’66 και το ’67, εβδομηντάρης πια, παίζει παντού. Δύο περιοδείες στην Αγγλία. Δυο εμφανίσεις με τους Rolling Stones και τους Animals. Μέχρι το 1970 δεν σταματάει να παίζει, κυρίως σε αμερικανικά φεστιβάλ και πανεπιστήμια. Από το 1971 και μετά οι εμφανίσεις του αραιώνουν λόγο καρδιακών προβλημάτων. Μετά βίας εμφανίζεται μια ή δύο φορές το χρόνο σε κάποιο φεστιβάλ, με τελευταία του εμφάνιση το 1975 στο San Francisco Blues Festival όπου, μετά από ανακοπή, τραγούδησε το “San Francisco Bay Blues” χωρίς ωστόσο να είναι σε θέση να παίξει κιθάρα ή την Fotdella του. Τον Ιανουάριο του 1976 θα εισαχθεί στο νοσοκομείο Dowling Convalescent και εκεί θα πεθάνει στις 29 του μηνός. Κηδεύτηκε στο κοιμητήριο Evergreen στο Όκλαντ της Καλιφόρνια.
Όπου και να διαβάσει κανείς για το Jesse Fuller, δε νομίζω ότι θα βρει την παραμικρή αρνητική κουβέντα για το χαρακτήρα του. Ό,τι μαρτυρία και να διαβάσεις από ανθρώπους που τον συναναστράφηκαν ή τον είδαν και τον άκουσαν να παίζει, δείχνουν έναν άνθρωπο αγωνιστή με πυρήνα που κοιτούσε τη δουλειά του, ήρεμος και με χιούμορ, παρά τα όσα είχε περάσει κυρίως τα παιδικά του χρόνια. Αν καθίσεις και τον ακούσεις είναι αδύνατον να μην λικνιστείς στο ρυθμό και αδύνατον να μη πιστέψεις αυτά που έχει να σου πει, γιατί πολύ απλά είναι η αλήθεια. Καλλιτέχνης που επηρέασε μεγαθήρια της μετέπειτα ροκ σκηνής όπως οι Rolling Stones, οι Beatles, ο Bob Dylan και ενέπνευσε ένα σωρό ανθρώπους-ορχήστρα της δεκαετίας του ’70 και του ’80 και όχι μόνο, που ο καθένας τους τραβάει αυτή τη μοναχική πορεία για προσωπικούς του λόγους.
Κυρίες και Κύριοι ο JESSE FULLER!
Οι πληροφορίες προέρχονται κυρίως από το βιβλίο Head, Hands and Feet - A Book of One Man Bands του Dave Harris.
Mickey Pantelous
Τραγουδοποιός - πολυοργανίστας, μέλος του συγκροτήματος "Dr. Albert Flipout’s one CAN band" (το μικρότερο συγκρότημα με το μεγαλύτερο όνομα), ζωγράφος "μεγάλων επιφανειών" (κοινώς μπογιατζής) και λάτρης του αλκοόλ (που όσο μεγαλώνει, τόσο συνειδητοποιεί ότι θέλει και αυτό το μέτρο του).
Mickey Pantelous
Τραγουδοποιός - πολυοργανίστας, μέλος του συγκροτήματος "Dr. Albert Flipout’s one CAN band" (το μικρότερο συγκρότημα με το μεγαλύτερο όνομα), ζωγράφος "μεγάλων επιφανειών" (κοινώς μπογιατζής) και λάτρης του αλκοόλ (που όσο μεγαλώνει, τόσο συνειδητοποιεί ότι θέλει και αυτό το μέτρο του).
Mickey Pantelous
Τραγουδοποιός - πολυοργανίστας, μέλος του συγκροτήματος "Dr. Albert Flipout’s one CAN band" (το μικρότερο συγκρότημα με το μεγαλύτερο όνομα), ζωγράφος "μεγάλων επιφανειών" (κοινώς μπογιατζής) και λάτρης του αλκοόλ (που όσο μεγαλώνει, τόσο συνειδητοποιεί ότι θέλει και αυτό το μέτρο του).