TALL POPPIES - Η  εξέλιξη των επίμονων Αυστραλών (Μέρος Πρώτο: SPENCER P. JONES)

 

Προς το τέλος της πρώτης (έντυπης) φάσης του το Merlins  είχε δημοσιεύσει (σε δυο συνεχόμενα τεύχη)  ένα εξαντλητικό αφιέρωμα στην Αυστραλέζικη σκηνή με φερέλπιδες τότε σόλο μουσικούς ή μπάντες που συνέχιζαν τη θρυλική παράδοση της Ωκεανίας και αναμένονταν ότι θα πρωταγωνιστούσαν στα επόμενα χρόνια (έκτοτε, κάποιοι τα καταφέρνουν ακόμα μια χαρά).

Σκεφτήκαμε λοιπόν, αρχής γενομένης με τον αξιότιμο κύριο Spencer P.Jones, να αποπειραθούμε ένα δεύτερο αφιέρωμα στη rock σκηνή της αυστραλέζικης ηπείρου, όχι όμως για το (νέο) μέλλον της αλλά για τη διαχρονικότητα μουσικών, οι οποίοι πριν από  τριάντα και πλέον χρόνια έσκαψαν βαθιά και θεμελίωσαν τον ξεχωριστό ήχο της “χώρας Oz”. Κυρίως όμως, μουσικών οι οποίοι, τόσα χρόνια μετά, συνεχίζουν να κρατούν τη αναμμένη τη φλόγα του  rock ’n’ roll, γνωρίζοντας από πρώτο χέρι,πως όταν κύκλος του rock δεν τετραγωνίζεται η διάμετρός του αυξάνεται.  

“TWO UP ”

Μέρος Πρώτο: Spencer P.Jones

Όχι ακριβώς Αυστραλός αφού γεννήθηκε και έζησε τα πρώτα του  χρόνια στη Νέα Ζηλανδία. Ωστόσο, μουσικά ανδρώθηκε στη χώρα των καγκουρό. Η πρώτη του απόπειρα ήταν οι (cowboy rock/Ramones style) Johnnys (μαζί με τον Rodney Radalj, μετέπειτα δημιουργό των Dubrovniks). Ουσιαστικά, πρόκειται για τη μπάντα που τον «βάζει» στο μουσικό στερέωμα της χώρας.

Και ενώ οι Johnnys  φυλλοροούν, ο Jones σχηματίζει τη νέα του μπάντα και τη βαφτίζει Beasts of Bourbon. Μαζί τους γίνεται γνωστός έξω από τα σύνορα της Αυστραλίας, αναγνωρίζεται διεθνώς ως ένας μεγάλος μουσικός, συμμετέχει σε sessions με τους Gun Club, τον Chris Bailey, τον Nick Cave, τον Kid Congo Powers, περιοδεύει με τους Violent Femmes.  Στους τελευταίους μάλιστα αποδίδεται ο χαρακτηρισμός του ως «ο Keith Richards της Αυστραλίας, με τη διαφορά ότι ο Jones δεν ενδιαφέρεται για πρωταγωνιστικό ρόλο».

Για τους Beasts of Bourbon προφανώς δεν υπάρχει κάτι που να μην έχει ειπωθεί ή γραφτεί. Η μπάντα έγινε cult από τον πρώτο της κιόλας δίσκο ενώ στο μουσικό τομέα αποτελεί μία κατηγορία από μόνη της.

Παρόλο που ο σίφουνας Tex Perkins μονοπωλούσε τα πάντα στο συγκρότημα, πολλώ δε μάλλον τη στιγμή που ο Jones αρνιόταν επίμονα να βγει μπροστά ,αυτές που χαρακτηρίζουν τον Νεοζηλανδό  κιθαρίστα είναι οι σόλο δουλειές του που αποκαλύπτουν έναν ανεπανάληπτο συνθέτη – “μια rock, μπουκοφσκική φάτσα που γράφει για τις υπερβολές του και το βάσανο της ναρκοληψίας”.

Σαν σόλο καλλιτέχνης (Spencer P. Jones & The Escape Committee, Hell to Pay, Jones and the Nothing Butts, Minced Meat), ο Jones έχει συνεργαστεί με την αφρόκρεμα της αυστραλέζικης (και όχι μόνον) σκηνής και έχει κυκλοφορήσει περισσότερους από δέκα δίσκους, όλους υψηλού επιπέδου δημιουργίας, εκτέλεσης και στιχουργικής. Αν κάποιοι ξεχωρίζουν ελαφρώς, αυτοί είναι τα άλμπουμ Rumour οf Death, Fait Accompli και Sobbering Thoughts. Επιπλέον έχει συμμετάσχει σε αναρίθμητες συλλογές αλλά και ως session κιθαρίστας σχεδόν σε κάθε δίσκο που ηχογραφεί οποιοσδήποτε Αυστραλός ή μη της γενιάς του (Kim Salmon, Charlie Owen, Conway Savage, Evan Dando, Rowland Howard, Graham Lee, Blackeyed Susans, James Baker - ων ουκ έστιν αριθμός!)

«Οι περισσότερες συνεργασίες μου προέκυψαν τυχαία.. Δεν τις έψαξα, δεν έψαξα ποτέ να συνεργαστώ με κάποιον επί τούτου. Απλά, όταν με καλούσαν ήταν αδύνατον να αρνηθώ – είτε έπρεπε να παίξω κιθάρα στους Gun Club στην αμερικάνικη περιοδεία τους, είτε σε κάποιο μπαράκι με νέους άγνωστους μουσικούς, ακόμα και να τζαμάρω με τον Kim Salmon στο σπίτι του. Το μόνο μου κριτήριο είναι ό,τι κάνω να είναι αληθινό. Τίποτε άλλο παρά μόνη η αλήθεια. Και να μπορώ να δοκιμάζω καινούργια πράγματα στη μουσική».

Εδώ και ένα χρόνο, ο Spencer P. Jones, είναι άρρωστος σε βαθμό που είναι αδύνατον να παίξει. Η αντιστάρ στάση του εκδηλώθηκε ακόμα και στην αναγγελία της ασθένειας του που ανακοινώθηκε από συναδέλφους του μουσικούς. Όχι από τον ίδιο, ούτε από μάνατζερ και υπεύθυνους δημοσίων σχέσεων, ή με αναρτήσεις στα κοινωνικά δίκτυα και λοιπά. Πολλοί στη θέση του θα φρόντιζαν να επωφεληθούν από μια τόσο άβολη στιγμή: facebook, twitter, instagram θα είχαν πάρει φωτιά με πάμπολλες ενημερώσεις και διαφημιστικές καταχωρίσεις. Ο Jones χώθηκε στις φλόγες, κάηκε και γιατρεύει μόνος τις πληγές του, με φίλους και συναδέλφους να οργανώνουν συναυλίες για την οικονομική του ενίσχυση με την ονομασία The Axeman’s Benefit και με συμμετοχή ονομάτων όπως οι Bad Seeds, ο Tex Perkins, οι Drones, ο Charlie Owen, οι Magic Dirt, ο Paul Kelly, η Renee Geyer και οι Diet Pretty μεταξύ άλλων.

Παράλληλα, κυκλοφόρησε ένα tribute cd με διασκευές τραγουδιών του από Violent Femmes, Magic Dirt, Los Chicos, καθώς και μια προπέρσινη ακυκλοφόρητη συνεργασία του Jones με τον Kim Salmon και τον Kid Congo Powers.

Ας ελπίσουμε ότι ο αγαπητός κύριος Jones θα ξεφύγει κι αυτή τη φορά, να ξαναμαζέψει τους γερόλυκους (αλλά πάντα έφηβους) συνοδοιπόρους του και να φορμάρει μία ακόμη μπάντα, να κυκλοφορήσει έναν ακόμη δίσκο, να ανέβει στη σκηνή ακόμη μια φορά - σαν  ένα τυχαίο γεγονός, όπως ακριβώς όλα όσα του έχουν συμβεί στη ζωή του.

 

 


image

Σπύρος Κορδοπάτης

Ο Spyros Kord, γεννήθηκε και μεγαλώνει στη Βαλκανική χερσόνησο. Εξοικειωμένος με τη μαγεία του Merlin's έκπαλαι.
 
 
 
image

Σπύρος Κορδοπάτης

Ο Spyros Kord, γεννήθηκε και μεγαλώνει στη Βαλκανική χερσόνησο. Εξοικειωμένος με τη μαγεία του Merlin's έκπαλαι.
 
 
 
image

Σπύρος Κορδοπάτης

Ο Spyros Kord, γεννήθηκε και μεγαλώνει στη Βαλκανική χερσόνησο. Εξοικειωμένος με τη μαγεία του Merlin's έκπαλαι.
 
 
 

 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1