Συνέντευξη: ΕΙΡΗΝΗ ΠΟΛΙΤΟΥ
Φωτογραφίες: Georgia Panakia
Με αφορμή τη συναυλία τους την ερχόμενη Παρασκευή 11 Μαΐου στο ΙΛΙΟΝ plus μαζί με τους Dead Sidewalkers και το Merlin's, αλλά και τον τελευταίο τους δίσκο Pilgrimage, βρεθήκαμε με τους Γιάννη Καλιφατίδη, Διονύση Τελιόπουλο και Νίκο Κορωναίο των Penny Dreadful, «προσκυνήσαμε» παρέα, και συζητήσαμε για την μπάντα, τη μουσική, την ελληνική πραγματικότητα, για το παρόν και το μέλλον.
Merlin’s: Νέος δίσκος κι ένα προσκυνηματικό ταξίδι ξεκινά. Πείτε μου πόσο δύσκολο είναι αυτό το ταξίδι; Μήπως τελικά είναι πιο απλά τα πράγματα αλλά εμείς οι άνθρωποι τα κάνουμε πιο δύσκολα;
Γιάννης: Οι στίχοι πραγματεύονται μάλλον δύσκολες καταστάσεις. Μιλούν για την ανάγκη του ανθρώπου να προσκυνήσει μια ιερή οντότητα. Το βλέπουμε να συμβαίνει καθημερινά, στις προσωπικές σχέσεις, στην πολιτική, στο προσφυγικό. Οι πρόσφυγες έρχονται να προσκυνήσουν την ιερή Ευρώπη, την αγία Ευρώπη. Και ξέρουμε πολύ καλά τι βρίσκουν στο τέλος του ταξιδιού. Μουσικά, όμως, το Pilgrimage είναι για μας ένα ταξίδι, μια προσπάθεια να προσεγγίσουμε την Αμερική από διάφορες πλευρές. Δηλαδή, όσο απέραντη είναι η χώρα, άλλες τόσες είναι και οι επιρροές που συνθέτουν αυτό το ταξίδι. Σε κάθε σταθμό μαζεύεις από κάτι. Το παίρνεις μαζί σου στον γυρισμό, το επεξεργάζεσαι και το κάνεις δικό σου.
Διονύσης: Η Αμερική είναι ένα αμάλγαμα εκατομμυρίων πραγμάτων. Έχει πολύ ψωμί. Και η Αμερική από μετανάστες φτιάχτηκε. Όπως είπε ο Γιάννης, το θέμα είναι τι ψάχνει ο καθένας να προσκυνήσει. Σχηματικά, οι πρόσφυγες τραβάνε το φοβερό ζόρι που τραβάνε, αλλά κι εμείς, που ζούμε εδώ τόσα χρόνια, σ’ έναν κόσμο τάχα τέλειο και πολιτισμένο, στην πραγματικότητα ψάχνουμε να βρούμε τι γίνεται. Τι τελικά προσκυνάμε. Και παίρνει μια ζωή, και συνέχεια είσαι στον δρόμο να το βρεις, να βρεις τελικά ποιος είναι ο Θεός. Τι ονομάζεις Θεό, τι αναγνωρίζεις ως Θεό. Πού είναι η πνευματικότητα της όλης ιστορίας. Πού πρέπει να εστιάσουμε, γιατί το ανθρώπινο είδος πάει στον γκρεμό, χρόνια τώρα.
Γιάννης: Ουσιαστικά, αυτό ακριβώς υποδηλώνει και ο τίτλος του άλμπουμ, διότι το Pilgrimage είναι ουσιαστικά η αντιστροφή του προσκυνήματος. Δηλαδή είναι σαν να σου λέει ότι εκεί που θα πας να προσκυνήσεις δεν θα βρεις τίποτα, οπότε μην προσκυνάς. Θα μπορούσαμε κάλλιστα να το είχαμε ονομάσει "No Pilgrimage". Είναι η ακύρωση που βιώνει ο άνθρωπος σε κάθε του βήμα.
Διονύσης: Για να έρθει το επόμενο...
Γιάννης: Προσκυνάς τη μουσική που, τελικά, δεν θα σε προδώσει ποτέ.
Διονύσης: Σίγουρα είναι η μοναδική έκφραση πνευματικότητας, που ανταποδίδει άμεσα. Γι’ αυτό και όλες οι θρησκείες χρησιμοποιούν τη μουσική. Το σινεμά χρησιμοποιεί τη μουσική, το θέατρο χρησιμοποιεί τη μουσική. Είναι από τις πιο ανεξερεύνητες τέχνες, όσον αφορά τις προσλαμβάνουσες. Πολλές φορές τυχαίνει ν’ ακούς ένα κομμάτι και να σου ’ρχονται δάκρυα. Κι όμως, μπορεί να μην το ’χεις ξανακούσει, να μη σου ξυπνά κάποια συγκεκριμένη ανάμνηση. Είναι τελείως ασαφές το πώς συμβαίνει αυτό το πράγμα. Στο θέατρο, στην εικόνα, στα εικαστικά, βλέπεις το αποτέλεσμα – είναι πιο σαφές. Τη μουσική δεν την ακούς με τ’ αυτιά, αλλά με την ψυχή. Άρα είναι τα πάντα!
Γιάννης: Εξάλλου, τη μουσική τη βιώνεις προσωπικά, αφήνεις τις ανάγκες σου να την ερμηνεύσουν. Πολλές φορές, ένα τραγούδι χαράζεται ανεξίτηλα στη μνήμη σου, επειδή το έχεις συνδέσει με κάποιο συγκεκριμένο γεγονός. Μέσα σε τρία λεπτά, ένα τραγούδι μπορεί να σε εκτοξεύσει στο διάστημα ενώ, για παράδειγμα, ένα βιβλίο, όχι ότι είναι κάτι υποδεέστερο, αλλά χρειάζεται πρώτα να το διαβάσεις, και θα σου πάρει μέρες.
Merlin’s: Το εξώφυλλο του δίσκου είναι ένα καλλιτεχνικό αριστούργημα. Η φλεγόμενη καρδιά του Ιησού στο κέντρο ενός ξεθωριασμένου βιτρό αποτελεί μια δήλωση για τη κοινωνικοπολιτική διάβρωση που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια;
Γιάννης: Το εξώφυλλο είναι μια ιδέα του Πέτρου Βούλγαρη, δηλαδή μια δική του ανάγνωση, όταν άκουσε τη μουσική και διάβασε τους στίχους. Με άλλα λόγια, δεν έλαβε από μας κάποια οδηγία για τη φλεγόμενη καρδιά και για το concept του εξωφύλλου. Από εκεί και πέρα, δεν υπάρχει καθαρά κοινωνικοπολιτικό μήνυμα. Και στις ανθρώπινες σχέσεις, σε μια φιλία ή σε μια ερωτική σχέση υπάρχει ένα δόσιμο, ένα προσκύνημα – και συχνά μια εξαπάτηση, μια αυταπάτη. Άλλωστε, και οι ανθρώπινες σχέσεις πολιτική είναι.
Merlin’s: Έχουν γίνει πολιτική ή ήταν πάντα;
Γιάννης: Ήταν πάντα, γιατί ο τρόπος συμπεριφοράς προς τον συνάνθρωπο είναι πολιτική.
Νίκος: Η στρόφιγγα όσο πάει και κλείνει. Ο άνθρωπος δυσκολεύεται να επιβιώσει και κλείνεται. Έχει να αντιμετωπίσει προβλήματα οικονομικά και ψυχολογικά, με μοναδική διέξοδο έναν εικονικό κόσμο. Παύει να κοινωνικοποιείται και να επικοινωνεί με τον άλλο, παρά μόνο όταν έχει κάτι να πάρει, όταν έχει κάποιο συμφέρον.
Merlin’s: Πιστεύετε ότι σήμερα οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να ανήκουν κάπου; Να πιστέψουν σε κάτι, περισσότερο από ποτέ άλλοτε;
Γιάννης: Νομίζω ότι αυτή τη στιγμή οι άνθρωποι δεν ξέρουν πού να πιστέψουν. Θέλουν να πιστέψουν κάπου, αλλά δεν ξέρουν πλέον πού. Ειδικά στην Ελλάδα, με τις πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων ετών, την αυταπάτη του «ΟΧΙ». Πιστεύω ότι ο κόσμος είναι πλέον σε ένα διαρκές σοκ, σε μια σύγχυση, και σίγουρα χρειάζεται μια διέξοδο, την έχει ανάγκη, αλλά δεν ξέρει πού να τη βρει.
Merlin’s: Και πώς να την εκφράσει;
Γιάννης: Ναι, βέβαια.
Διονύσης: Προπαντός πώς να την εκφράσει, γι αυτό και η τόση οργή μεταβάλλεται σε βία. Η οργή δεν εκφράζεται απαραίτητα με βία, ίσα-ίσα. Νομίζαμε ότι βρισκόμαστε σε ένα στάδιο εξέλιξης, όπου μπορούμε πλέον να εκφράσουμε την οργή μας χωρίς βία. Αλλά ατυχήσαμε εντελώς. Έκανε τούμπα το πράγμα και γκρεμίστηκαν όλα!
Γιάννης: Η μουσική είναι μια διέξοδος να εκφράσεις τα συναισθήματα σου και την οργή σου χωρίς να καταφεύγεις στη βία.
Νίκος: Αυτό το κάνουν οι μουσικοί ή άλλοι καλλιτέχνες, αλλά τι κάνει ο περισσότερος κόσμος; Προσωπικά, δεν πιστεύω ότι υπάρχει σύγχυση. Θα έλεγα μάλλον ότι έχουμε φύγει από το στάδιο της σύγχυσης και ότι επικρατεί μια μαυρίλα και μια κατάθλιψη. Ο καθένας ανεβαίνει τον δικό του Γολγοθά, και ο σταυρός όσο πάει και βαραίνει στην πλάτη του.
Merlin’s: Και δεν θα τελειώσει ποτέ;
Διονύσης: Ασφαλώς και θα τελειώσει!
Νίκος: Θα τελειώσει με κάτι, με κάποιον πόλεμο, με κάτι extreme, φαντάζομαι.
Διονύσης: Σίγουρα θα είναι κάτι ακραίο.
Νίκος: Ελπίζω όχι με την επικράτηση της ακροδεξιάς. Μέχρι τώρα υπήρχε πάντα η εναλλακτική της αριστεράς, η οποία τελικά στην Ελλάδα κατέρρευσε – τουλάχιστον με τη μορφή και τα πρόσωπα που μας κυβερνούν σήμερα. Η δημοκρατία και η αριστερά έχουν χρέος να κρατήσουν τον κόσμο μακριά από την ακροδεξιά. Ειδάλλως, χωρίς αντίθετο πόλο, η ακροδεξιά θα συνεχίσει να ανεβαίνει ανενόχλητη στην Ευρώπη, και όχι μόνο.
Merlin’s: Το Pilgrimage αποτελεί sequel του Deadwood;
Νίκος: Ίσως είναι η Αμερική...
Γιάννης: Η Αμερική, αλλά με γερές δόσεις Αυστραλίας! Εκτός αυτού, το άλμπουμ έχει κάμποσες επιρροές από punk και garage μέχρι gospel και Μεξικό.
Διονύσης: Ωραία ερώτηση! Όταν έπαιζα έξι μήνες με τα παιδιά και με άκουσε ένας φίλος, που έχει σχέση με Αυστραλία, μου είπε: «Τα κατάφεραν και σ’ έκαναν Αυστραλό!» Είναι τι ακούει ο καθένας, ποιες είναι οι προσλαμβάνουσες σε αυτό το θέμα. Υπό αυτή την έννοια, δεν νομίζω ότι μπορεί να θεωρηθεί sequel.
Νίκος: Στα δικά μου αυτιά, μου φαίνεται ότι το πρώτο είναι πιο εξειδικευμένο και με πιο σαφείς επιρροές, ενώ το δεύτερο είναι κάπως πιο εσωτερικό. Είναι πιο εγκεφαλικό άλμπουμ το Pilgrimage.
Γιάννης: Συμφωνώ! Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για sequel αν συνδέσουμε συνειρμικά μεταξύ τους τα δύο εξώφυλλα. Δηλαδή, στο Deadwood βλέπεις τέσσερις τύπους να φεύγουν από μια μουντή, μισογκρεμισμένη, ασφυκτική πόλη. Και πού πάνε; Σε έναν προσκυνηματικό τόπο.
Merlin’s: Πάνε κάπου…
Γιάννης: Ναι, και κανείς δεν ξέρει για πού τραβάνε.
Merlin’s: Από εκεί κι ύστερα το εκλαμβάνει ο καθένας όπως θέλει.
Γιάννης: Ναι, και νομίζω πως ούτε και σε μας είναι ξεκάθαρο. Θα μπορούσαμε να στήσουμε ένα ολόκληρο αφήγημα. Για παράδειγμα, μόλις είπες τη λέξη sequel, μου ’ρθε στο μυαλό η εικόνα με τους τύπους που φεύγουν και πάνε να προσκυνήσουν. Αλλά επειδή δεν είναι έτσι, ο καθένας ας το δει όπως θέλει.
Διονύσης: Δεν σχεδιάστηκε έτσι.
Γιάννης: Σίγουρα, αλλά γιατί όχι; Μπορεί έτσι να ’ναι.
Διονύσης: Μα η συνέχεια είναι κάτι που δεν το σχεδιάζεις.
Νίκος: Σου βγαίνει μια συνέχεια, ούτως ή άλλως.
Διονύσης: Αλλά και ηχητικά και συνθετικά, τα δύο άλμπουμ έχουν διαφορετικό σημείο αναφοράς το καθένα. Εξάλλου, το Deadwood έρχεται και με τη φόρα του παρελθόντος.
Γιάννης: Πράγματι! Το Pilgrimage είναι ένα άλμπουμ με πολύ έντονα τα χνάρια της πραγματικότητας. Το Deadwood είναι πιο ονειρικό σε ό,τι αφορά τη σύλληψη του. Το Pilgrimage έχει πλαστεί από την πραγματικότητα. Είναι μια ανάλυση της πραγματικότητας – κι αυτό, αν θες, είναι για μας και το στοίχημα, το τι λες, πώς το λες, τι παίζεις. Είναι πολύ εύκολο να βγεις και να πεις έναν πολύ αυτονόητο στίχο, ένα σύνθημα. Το θέμα είναι να αφουγκραστείς την πραγματικότητα και να τη φιλτράρεις μέσα από τα δικά σου βιώματα και συναισθήματα.
Merlin’s: Το “Naughty Games” διαφοροποιείται από τα άλλα τραγούδια του δίσκου. Είναι ένας προάγγελος της επόμενης δουλειάς σας;
Διονύσης: Όχι. Είναι μάλλον μια στάνταρ επιρροή που πάντα θα υπάρχει στην μπάντα. Πως διαφοροποιείται; Ότι δεν είναι τόσο μελωδικό; Είναι κάπως ατονικό;
Merlin’s: Όχι. Έχει μια μουσική διαφορετικότητα. Εμένα μου κάνει πιο πολύ Mississippi, παρά όλο το υπόλοιπο που μου κάνει Tennessee, Texas.
Γιάννης: Εμένα, πάλι, μου κάνει Bauhaus & Virgin Prunes και πολύ πρώιμους Bad Seeds. Βγάζει μια σκοτεινιά, μια νοσηρή ατμόσφαιρα. Αυτός είναι άλλωστε και ο σκοπός του κομματιού. Και οι στίχοι του και η μουσική είναι πολύ απόκοσμα. Οι στίχοι περιγράφουν αυτό που περιγράφουν, αλλά ποιος μας λέει ότι δεν είναι απλώς μια αλληγορία – μπορεί όμως και όχι. Η αρρώστια, όμως, είναι εκεί, όπως και στο “Devil in the Attic” από το Deadwood.
Διονύσης: Απλώς εκεί είναι πιο τετράγωνο.
Γιάννης: Εδώ είναι πιο jazzy! Ας πούμε, το σόλο που κάνει ο Διονύσης, δεν θα περίμενες ποτέ να το ακούσεις σ’ ένα τέτοιο κομμάτι. Είναι πολύ jazzy, μα και αγχωτικό συνάμα. Αυτός είναι ο σκοπός του κομματιού. Να σε χώσει σ’ ένα σκοτεινό μπουντρούμι, να πάθεις κλειστοφοβία, χα χα!
Διονύσης: Εμένα δεν μου έκανε ποτέ εντύπωση η διαφορά αυτού του κομματιού, γιατί ο Γιάννης κι εγώ έχουμε αυτή την κοινή αναφορά στον Zappa. Είναι το “The torture never stops” παιγμένο πιο gothic. Ο πρώτος άνθρωπος που χρησιμοποίησε τον όρο Americana ήταν ο Zappa, για να περιγράψει ένα σύνολο μουσικής. Το “Naughty Games” είναι διαφορετικό πράγμα, κάπως πιο αυτοσχεδιαστικό, πιάνει από παντού, δείχνει όλες τις επιρροές, από τα μονόμετρα, από τα out παιξίματα. Στον δίσκο είναι ενορχηστρωμένο υποδειγματικά ώστε να αναδειχθούν όλες αυτές οι πτυχές. Στο live, είναι περισσότερο θέμα ενέργειας αλλά στον δίσκο είναι έτσι όπως πρέπει να είναι.
Γιάννης: Επίσης, είναι και ένα κομμάτι που για μένα έχει μέσα του αρκετή Αυστραλία. Για παράδειγμα, Kim Salmon και Scientists. Ένα χαλασμένο πράγμα. Για μένα, έχει και κάτι από Sonic Youth, σε ό,τι αφορά τις δυσαρμονίες. Μπορεί να είναι μόνο στο κεφάλι μου, αλλά ήταν κι αυτή μια επιρροή για να καταλήξουμε σ’ αυτό το κομμάτι.
Διονύσης: Όταν ρωτάς αυτόν που το έφτιαξε πώς το έφτιαξε, θα σου πει τις επιρροές του. Όταν σκάει κάτω στον κόσμο, είναι αυτό που είναι για τον κόσμο. Κι αυτό περιμένεις κιόλας. Ν’ ακούσεις ή να σου πει ο άλλος ότι του θύμισε το τάδε πράγμα, και να δεις ότι υπάρχει μια ταύτιση στην αναφορά ή να σου πει κάτι άλλο και να πεις «αυτό δεν το είχα σκεφτεί». Μπορεί ν’ ακούσεις μια άλλη γνώμη και να σου αποκαλύψει πράγματα για σένα. Μια επιρροή που δεν είχες αναγνωρίσει αλλά υπάρχει, είναι εκεί. Αυτό κάνουμε όλη την ώρα μεταξύ μας.
Merlin’s: Το CD είναι μια ανεξάρτητη παραγωγή, σύντομα θα κυκλοφορήσει και το βινύλιο. Σκοπεύετε να το κυκλοφορήσετε μέσω κάποιας δισκογραφικής αυτή τη φορά;
Γιάννης: Όχι.
Διονύσης: Δεν έχει ουσία. Αυτή τη στιγμή, οι περισσότερες δισκογραφικές δεν σου καλύπτουν σχεδόν τίποτα. Σε άλλες εποχές, η εταιρεία αναλάμβανε να πληρώσει το στούντιο, έπαιρνε κάποια ποσοστά από τη μουσική που είχες φτιάξει εσύ και υπήρχε μια λίγο πολύ ισότιμη συνεργασία. Σήμερα, τα οφέλη αυτής της συνεργασίας γέρνουν αποκλειστικά προς τη μεριά της δισκογραφικής. Το μόνο που μπορεί πλέον να σου προσφέρει είναι το connection για κάποια φεστιβαλικά live το καλοκαίρι. Αν είναι να μπλέξεις με εταιρεία, θα μιλήσεις για λεφτά, δεν θα μιλήσεις για τέχνη. Τελικά, ο οικονομικός απολογισμός δεν βγαίνει καλύτερος με την εταιρεία.
Merlin’s: Αυτό ισχύει και για τις ελληνικές και για τις ξένες ή υπάρχει διαφοροποίηση;
Διονύσης: Στην πραγματικότητα, οι ελληνικές εταιρείες ακολουθούν πιστά ό,τι ισχύει και στο εξωτερικό. Κάποιες εταιρείες κάνουν κάπως καλύτερη δουλειά αλλά είναι λίγες.
Γιάννης: Πάντως, θα μας ενδιέφερε να ψαχτούμε στο εξωτερικό.
Γιάννης: Χρειάζεται ένας επαναπροσδιορισμός του όρου «δισκογραφική εταιρεία». Η εταιρεία δημιουργεί ήχο, σκηνή, στυλ. Συσπειρώνει τους μουσικούς, και αυτό είναι πολύ σημαντικό – πέρα από το χρηματικό θέμα.
Διονύσης: Ρισκάρει, όπως και κάθε άλλη εταιρεία.
Γιάννης: Και πιστεύει στις μπάντες και στις κυκλοφορίες της. Δεν τζογάρει στην τύχη. Άλλο ρισκάρω κι άλλο τζογάρω. Δεν λέει, θα τους πάρω κι αυτούς, καλά παίζουν, πεντακόσια αντίτυπα. Γιατί για τόσα μιλάμε πια. Παλιά, η πρώτη κοπή στις μικρές μπάντες ήταν χίλια ή δύο χιλιάδες αντίτυπα. Πεντακόσια τα δίνουμε και μόνοι μας, και εδώ κι έξω. Έχουμε στείλει Αγγλία, Γερμανία, Σουηδία, Ισπανία, Αμερική...
Merlin’s: Μέσω social media;
Γιάννης: Social media, Bandcamp, ραδιοφωνικοί παραγωγοί, blogs, fanzines... Ο κόσμος ενδιαφέρεται, ακούει, διαβάζει και παραγγέλνει.
Διονύσης: Έτσι κι αλλιώς, το επίπεδο στις ελληνικές μπάντες είναι πάρα πολύ υψηλό. Ειδικά στο αγγλόφωνο, σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη...
Γιάννης: Και μάλιστα σε πολλά και διάφορα στυλ. Είναι κρίμα όλες αυτές οι μπάντες να μοχθούν να δώσουν 300 και 500 αντίτυπα και να μένουν εγκλωβισμένες στην Ελλάδα.
Merlin’s: Θα δούμε και κάποιο βίντεο κλιπ μέσα στους επόμενους μήνες;
Γιάννης: Ναι, υπάρχουν σκέψεις για βίντεο κλιπ... Όλο και κάτι θα γίνει. Δεν έχουμε αποφασίσει ακόμα ποιο κομμάτι ή ποια κομμάτια. Στο τελευταίο άλμπουμ το γυρίσαμε και το μοντάραμε μόνοι μας, DIY. Ήταν μια χαρά για να μπορεί να πάρει μια ιδέα ο κόσμος. Έχουμε διάφορες ιδέες για το σενάριο, αλλά θα δούμε πώς θα τις υλοποιήσουμε.
Merlin’s: Βλέπουμε αρκετά συχνά τους περισσότερους καλλιτέχνες να συμμετέχουν σε περισσότερες από μία μπάντες. Γιατί πιστεύετε ότι συμβαίνει αυτό;
Νίκος: Προσωπικά, έχω ανάγκη να παίζω. Οπότε, αν είμαι σε μια μπάντα, όπως οι Dreadful, που είναι κατ’ εξοχήν live μπάντα, η ανάγκη αυτή καλύπτεται. Εμένα με ενδιαφέρει η αλληλεπίδραση, το παίξιμο με τους άλλους.
Διονύσης: Πρώτα απ’ όλα, έχει ενδιαφέρον να μπλέκεσαι με διαφορετικά είδη. Παίρνεις από το ένα, βάζεις στο άλλο. Η διαδικασία της ταμπέλας δεν με αφορά. Μόνο η πρόσμειξη μπορεί να πάει το πράγμα άλλο ένα βήμα παραπέρα. Αν ο Rubin δεν είχε κάνει τα τελευταία άλμπουμ με τον Johnny Cash, δεν θα ξέραμε τον Cash όπως τον ξέρουμε σήμερα. Οι μουσικοί έξω πάντα ανακατεύονταν. Εμείς εδώ είχαμε μια λίγο διαφορετική διαδικασία ή τουλάχιστον έτσι φρόντιζαν να το παρουσιάζουν μερικοί. Ο μουσικός δεν πρέπει να μπαίνει σε τέτοιους περιορισμούς. Υπάρχει πάντα το θέμα της χρονικής και συναισθηματικής δέσμευσης, όσον αφορά πού παίζεις, πώς παίζεις. Αυτό είναι και το ενδιαφέρον. Να δεις τι μπορείς ν’ αφήσεις, τι μπορείς να κρατήσεις, τι σε παίρνει. Έχεις μονάχα μία ζωή να ζήσεις. Δεν έχεις δεκαπέντε να τα κάνεις όλα. Καλείσαι να κάνεις επιλογές. Είναι ένα challenge όλο το πράγμα. Μαθαίνεις κι εσύ ποιος είσαι μέσα απ’ αυτό. Ξεχωρίζεις ανθρώπους και βλέπεις πώς το διαχειρίζονται. Είναι πολύ ενδιαφέρον γενικά. Εγώ γι’ αυτό το κάνω. Μου κάνει καλό.
Γιάννης: Για μένα, όλα είναι σχετικά. Πολλά παιδιά παίζουν σε δύο και σε τρεις μπάντες. Όμως, αν μία απ’ αυτές τις μπάντες ξεχωρίσει και έχει επιτυχία –πράγμα που συνεπάγεται και πολλές δεσμεύσεις, πολλές πρόβες, πολλά live–, θα χρειαστεί να κάνουν κι αυτοί τις επιλογές τους. Είναι θέμα προτεραιοτήτων και αφοσίωσης. Μια μπάντα είναι σαν οικογένεια. Προσωπικά, δυσκολεύομαι να μοιράζομαι ανάμεσα σε πολλές.
Διονύσης: Ναι, αλλά είναι και δουλειά, after all. Όσον αφορά τους μουσικούς, ο καθένας έχει διαφορετικό ρόλο σε κάθε μπάντα. Δεν μπορούν να κάνουν όλοι το ίδιο και δεν κάνουν όλοι το ίδιο. Κάποιοι έχουν μια θέση περισσότερο υποστηρικτική και λιγότερο δημιουργική. Εξαρτάται από την ιδιότητα με την οποία μπλέκεται τελικά ο καθένας σε όλη αυτή την ιστορία. Αλλά πιστεύω ότι, τελικά, αυτό το πάρε δώσε των μουσικών και, ειδικά από διαφορετικούς χώρους, κάνει πάρα πολύ καλό.
Νίκος: Η διαδρομή του μουσικού είναι ένας μόνιμος δρόμος, όπου πάντα εξελίσσεσαι. Δεν τελειώνει ποτέ. Και φτάνεις σε ένα σημείο, όπως είσαι με τις σχέσεις, με τους ανθρώπους.
Γιάννης: Εγώ το βλέπω κάπως διαφορετικά, ίσως επειδή είναι και άλλος ο ρόλος μου, υπό την έννοια ότι γράφω τους στίχους και φέρνω συνήθως τις αρχικές ιδέες για τα τραγούδια των Dreadful. Για να φτάσουμε στο σημείο να γράψουμε ένα κομμάτι, δύο, δέκα, ένα άλμπουμ, ο ρόλος αυτός δεν μου επιτρέπει να παίζω κι αλλού. Χρειάζεται προσήλωση. Βέβαια, αν είχα πολλά λεφτά ή αν ζούσα απ’ τη μουσική, ίσως έμπλεκα κι εγώ με άλλα project. Τελικά, όμως, όλα γίνονται και όλα λειτουργούν. Το θέμα είναι να μην γίνονται εις βάρος του ενός ή του άλλου.
Νίκος: Όλα εξαρτώνται από το τι σ’ εκφράζει. Αν σ’ εκφράζει να δημιουργήσεις, θα το κάνεις. Αν σ’ εκφράζει να παίζεις με μουσικούς και να αλληλεπιδράς, θα βγεις και θα παίζεις.
Merlin’s: Γιάννη, έζησες πολλά χρόνια στη Γερμανία, και μάλιστα είχες και μια επιτυχημένη μπάντα, τους Into the Abyss. Έρχεσαι στην Ελλάδα το 1999 και, αφού κάνεις μια παύση από τα μουσικά δρώμενα, δημιουργείς τους Penny Dreadful. Διαφορετικός ήχος και διαφορετικό είδος μουσικής. Γιατί αυτή η διαφοροποίηση του στυλ; Ωρίμασες; Θεωρείς ότι με αυτό τον τρόπο εξελίσσεσαι και σαν άνθρωπος και σαν μουσικός ή απλώς σου αρέσει να πειραματίζεσαι;
Γιάννης: Και τα δύο! Η μπάντα που είχα στη Γερμανία έκανε για μένα τον κύκλο της. Ο ήχος ήταν πράγματι πολύ διαφορετικός από τους Dreadful. Αν συνέχιζα με την ίδια μπάντα, πιστεύω ότι θα είχα πράγματα να δώσω, αλλά επειδή για διάφορους λόγους έφυγα τότε από τη Γερμανία και άλλαξαν οι παραστάσεις μου και οι άνθρωποι με τους οποίους συνεργαζόμουν, βρέθηκα να ψάχνομαι από την αρχή. Για κάμποσο καιρό, είχα κολλήσει με το post rock. Μάλιστα είχα φτιάξει και μια μπάντα με τον Νίκο Παναγιώτου, τον drummer των Dreadful. Για τους Dreadful, χρειάστηκε να βρεθεί μια κοινή συνισταμένη με τα άλλα παιδιά, πράγμα που με βοήθησε και μένα να διευρύνω τα ακούσματά μου. Δεν είχαμε ιδέα ποιοι θα είναι οι Penny Dreadful, ούτε πώς θ’ ακούγονται. Η φόρμα βρέθηκε μέσα από κοινά ακούσματα, πειραματισμούς και τζαμαρίσματα. Για μένα, οι Dreadful έβγαλαν στην επιφάνεια όλες τις επιρροές που ήταν κρυμμένες σε μια σκοτεινή γωνιά του μυαλού μου, την αυστραλέζικη σκηνή που άκουγα στα eighties και όλο τον Neil Young, που τον είχα αφήσει στο συρτάρι από τα δεκάξι μου.
Διονύσης: Ήταν και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα τότε με το goth στη Γερμανία. Βασικό χιτ της εποχής ήταν το “Temple of love” των Sisters of Mercy, με την Ofra Haza στα φωνητικά. Οι Into the Abyss είχαν κι αυτοί πολλά ethnic στοιχεία.
Γιάννης: Ναι, ειδικά στο τελευταίο άλμπουμ. Τότε ήταν άλλη η προσέγγιση. Νομίζω ότι από το post rock κόλλησα τελικά στον αμερικανικό ήχο. Μου έβγαζε μια απεραντοσύνη. Την εναλλαγή του αστικού-βιομηχανικού τοπίου και της υπαίθρου.
Merlin’s: Υπάρχει προοπτική να παίξετε εκτός Αθηνών ή ακόμα κι εκτός Ελλάδας;
Διονύσης: Ναι, πώς δεν υπάρχει! Κατ’ αρχάς, έχουμε μια πρόταση να παίξουμε Γερμανία, αλλά το deal δεν είναι και τόσο ελκυστικό, κι έτσι μάλλον θα το αφήσουμε γι’ αργότερα. Κατά καιρούς έχουν υπάρξει διάφορες προτάσεις και από Βερολίνο και από αλλού. Εκτός Αθηνών έχουμε παίξει κάμποσες φορές. Και, ασφαλώς, θα ξαναπαίξουμε, πόσο μάλλον αφού έχουμε και νέο άλμπουμ. Εξάλλου, οι Dreadful είναι, πάνω απ’ όλα, live μπάντα!
Γιάννης: Στη Θεσσαλονίκη έχει στηθεί μια πρωτοβουλία από μουσικούς, η AZA Records. Λειτουργεί σαν κολεκτίβα. Δεν παράγει δίσκους, αλλά βασίζεται, μεταξύ άλλων, στην αλληλοβοήθεια, στα ανταλλακτικά live. Δηλαδή, η μία μπάντα παίζει στην πόλη της άλλης. Το έχουμε κάνει κι εμείς με τους Minor Mine, μια καταπληκτική μπάντα από τη Θεσσαλονίκη, κι ελπίζουμε να το ξανακάνουμε, και με τα παιδιά και με άλλες μπάντες.
Merlin’s: Τι να περιμένουμε από σας στο άμεσο μέλλον;
Γιάννης: Τον Σεπτέμβριο περιμένουμε το βινύλιο, εμφανίσεις το φθινόπωρο και τον χειμώνα. Σιγά-σιγά, θ’ αρχίσουμε να δουλεύουμε κάποιες καινούριες ιδέες, που έχουν βγει από τζαμαρίσματα στις πρόβες. Οι Dreadful είναι μια μπάντα που αρνείται να ακολουθεί την πεπατημένη και να αντιγράφει τον εαυτό της. Επομένως, θα προκύψουν και νέα ακούσματα, νέες επιρροές, νέα παιξίματα – τα ίδια με άλλον τρόπο, χα χα!
Νίκος: Κι όπου μας βγάλει.
Penny Dreadful
Γιάννης Καλιφατίδης (κιθάρα, φωνή)
Νίκος Παναγιώτου (τύμπανα)
Διονύσης Τελιόπουλος (κιθάρα)
Νίκος Κορωναίος (μπάσο)
Την Πέμπτη 11 Μαΐου οι Penny Dreadful θα βρεθούν στη σκηνή του ΙΛΙΟΝ plus μαζί με τους Dead Sidewalkers, σε μια εκδήλωση που οργανώνουν οι μπάντες παρέα με το Merlin's Music Box.
Διαβάστε μια παρουσίαση Pilgrimage των Penny Dreadful ΕΔΩ
Ειρήνη Πολίτου
Κατοικώ στο κέντρο της Αθήνας και ρουφάω καθημερινά το πολύτιμο καυσαέριο αυτής της πόλης. Ταξιδεύω με το νου σε γνωστά και άγνωστα μέρη και απορροφώ την ενέργεια τους ώστε να μπορέσω να τη μεταδώσω στους φίλους, στους συνεργάτες και στους μαθητές μου. Κάποιες φορές τα καταφέρνω και κάποιες όχι. Εξάλλου η ζωή είναι ένα ατελείωτο ταξίδι…Ειρήνη Πολίτου
Κατοικώ στο κέντρο της Αθήνας και ρουφάω καθημερινά το πολύτιμο καυσαέριο αυτής της πόλης. Ταξιδεύω με το νου σε γνωστά και άγνωστα μέρη και απορροφώ την ενέργεια τους ώστε να μπορέσω να τη μεταδώσω στους φίλους, στους συνεργάτες και στους μαθητές μου. Κάποιες φορές τα καταφέρνω και κάποιες όχι. Εξάλλου η ζωή είναι ένα ατελείωτο ταξίδι…Ειρήνη Πολίτου
Κατοικώ στο κέντρο της Αθήνας και ρουφάω καθημερινά το πολύτιμο καυσαέριο αυτής της πόλης. Ταξιδεύω με το νου σε γνωστά και άγνωστα μέρη και απορροφώ την ενέργεια τους ώστε να μπορέσω να τη μεταδώσω στους φίλους, στους συνεργάτες και στους μαθητές μου. Κάποιες φορές τα καταφέρνω και κάποιες όχι. Εξάλλου η ζωή είναι ένα ατελείωτο ταξίδι…