Το όνομα του Léo Ferré το συνάντησα για πρώτη φορά κάπου στα τέλη του Απρίλη του 1984 πάνω σε ένα δίσκο με μαύρο εξώφυλλο και γραμμένο με κατακόκκινα γράμματα: Léo Ferré - Amour Anarchie. Ήταν ένας δίσκος που ξεχώριζε σε περίοπτη θέση στο βιβλιοπωλείο της Fédération Anarchiste στο Παρίσι. Το εξώφυλλο αυτό έμεινε καρφωμένο στο μυαλό μου. Πολλά χρόνια, αργότερα συζητώντας για τον Ισπανικό Εμφύλιο ο αρχισυντάκτης και συνεκδότης του Merlin’s με ρώτησε αν έχω ακούσει το Les Anarchistes του Léo Ferré. Το ψάχνω στο YouTube και... αυτό ήταν!
Ο Léo Ferré θεωρείται και είναι ένας από τους βασικούς εκφραστές[1] του γαλλικού chanson, ενός μουσικού ιδιώματος που έγινε πολύ δημοφιλές στη μεταπολεμική Γαλλία. Εμείς το ξέρουμε κυρίως από τους Jacques Brel και Georges Brassens. Στα αυτιά μου (όπως φαντάζομαι και στα αυτιά πολλών), έμοιαζε με αυτό που έλεγαν παλιά τα ραδιόφωνα, “ελαφρά μουσική” με κάποιες χαριτωμένες πινελιές πότε πότε. Έλα όμως που δεν ήταν καθόλου έτσι …
Όμως ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο Léo Albert Charles Antoine Ferré γεννήθηκε στο Μονακό τον Αύγουστο του 1916 από αστούς και εύπορους γονείς. Ο πατέρας του ήταν διευθυντικό στέλεχος στο καζίνο του Monte-Carlo και η μητέρα του είχε ραφτάδικο. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος των σχολικών του χρόνων εσώκλειστος σε ένα αυστηρό και αυταρχικό καθολικό σχολείο στην Ιταλία. Τα χρόνια εκείνα ήταν πολύ δύσκολα για τον μικρό Léo που πέρα απ’ τον αυταρχισμό, πιθανόν να βίωσε και την παιδοφιλία από τους καλόγερους “δασκάλους” - όπως αφήνει να εννοηθεί στο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημά του Benoît Misère που εκδόθηκε το 1970. Βρήκε καταφύγιο στη μουσική και στην ποίηση που διάβαζε κρυφά. Επιστρέφοντας στο Μονακό ολοκληρώνει τον βασικό κύκλο των μουσικών του σπουδών, θέλοντας να τις προχωρήσει σε ανώτερο στάδιο. Ο πατέρας του όμως αρνείται, οπότε καταλήγει να σπουδάζει Πολιτικές Επιστήμες στο Παρίσι.
Με την ολοκλήρωση των σπουδών του, κατατάσσεται στο στρατό. Η στρατιωτική του καριέρα όμως θα λήξει άδοξα όταν μετά την γερμανική εισβολή και μόλις δύο μέρες πριν η γαλλική κυβέρνηση εγκαταλείψει το Παρίσι, σταματάει για εξακρίβωση στοιχείων τον Ναύαρχο François Darlan – μετέπειτα υπουργό Ναυτικών στη κυβέρνηση του Βισί - τον οποίο δεν αφήνει να φύγει αν δεν ελέγξει πρώτα τα χαρτιά του.
Τα χρόνια της ναζιστικής κατοχής τον βρίσκουν στο Μόντε Κάρλο, παντρεμένο με την Odette Schunck, μία όμορφη ξανθιά η οποία πότε πότε δούλευε σαν μοντέλο. Για να επιβιώσουν, ο Ferré κάνει διάφορες δουλειές, όπως του μουσικοκριτικού στην εφημερίδα Le Petit Niçois, του ραδιοφωνικού παραγωγού, του μουσικού και του μηχανικού εφέ στο Radio Monte-Carlo και του πιανίστα σε καμπαρέ.
Με το τέλος του πολέμου ο Ferré, μετά από προτροπή της Edith Piaf – η οποία κάποια χρόνια αργότερα θα τραγουδήσει τραγούδια του - πηγαίνει στο Παρίσι όπου εργάζεται σαν μουσικός σε καμπαρέ, παίζοντας με μεγάλα ονόματα της εποχής όπως ο Charles Aznavour. Παρά τη φτώχεια του, μαγεύεται από τη μποέμικη ζωή της αριστερής όχθης του Παρισιού, κάνοντας παρέα με καλλιτέχνες όπως η Juliette Gréco, ο Jean-Roger Caussimon και πολλοί άλλοι. Όμως, αυτός ο τρόπος ζωής, δεν ταίριαζε με την ιδιοσυγκρασία της Odette, η οποία τον εγκατέλειψε για να πάρουν τελικά διαζύγιο το 1950.
Λίγο αργότερα γνωρίζει σε ένα καφέ του Παρισιού την Madeleine Rabereau με την οποία θα παντρευτεί το 1953. Η Madeleine θα είναι ο μοιραίος άνθρωπος για την μετέπειτα ζωή του. Αυτή ήταν υπεύθυνη για την απογείωση της μουσικής του καριέρας - παίζοντας τον ρόλο του μάνατζερ. Παράλληλα όμως, ήταν υπεύθυνη και για μία από τις μεγαλύτερες τραγωδίες που βίωσε.
Η περίοδος αυτή, ήταν μία από τις πιο δημιουργικές και, ταυτόχρονα, χαρούμενες περιόδους της ζωής του. Γράφει μουσική, στίχους και εμφανίζεται σε μικρούς αλλά και μεγαλύτερους χώρους συνεχώς. Το 1953 εμφανίζεται για πρώτη φορά στο Olympia ανοίγοντας την παράσταση της Josephine Baker. Δύο χρόνια αργότερα θα εμφανιστεί ξανά στο Olympia, αυτή τη φορά σαν “headliner”.
Την ίδια εποχή (1955) γνωρίζει τον André Breton με τον οποίο γίνονται φίλοι. Η φιλία αυτή όμως δεν έμελλε να κρατήσει πολύ. Την επόμενη χρονιά ο Ferré γράφει την ποιητική συλλογή Poète … vos papiers! και ζητάει από τον Breton να την προλογίσει. Εκείνος όμως αρνείται και του απαγορεύει «επί ποινή θανάτου» να τη δημοσιεύσει. Χολωμένος, ο Ferré γράφει μόνος του τον πρόλογο και επιτίθεται στον “αυτοματοποιημένο” τρόπο γραφής που – κατά τη γνώμη του - χρησιμοποιούσαν οι σουρεαλιστές, δημοσιεύοντας μία επιθετική και άκρως ειρωνική ανοιχτή επιστολή «Προς έναν ευκαιριακό φίλο». Το αποτέλεσμα ήταν να τσακωθούν πολύ άσχημα και να μη ξαναμιλήσουν ποτέ. Το 1957 γράφει το Les Fleurs du Mal’ chanté par Léo Ferré (Τα άνθη του κακού τραγουδισμένα από τον Léo Ferré) βασισμένο στην ομώνυμη ποιητική συλλογή του Baudelaire. Με τον Baudelaire θα καταπιαστεί ξανά το 1967 όταν κυκλοφορεί τον δίσκο Léo Ferré chante Baudelaire (Ο Ferré τραγουδά Baudelaire) και το 1977 όταν ηχογραφεί το album Les Fleurs du mal (suite et fin) (Τα άνθη του κακού (συνέχεια και τέλος)) το οποίο δεν θα κυκλοφορήσει πριν το 2008.
Η σχέση ανάμεσα στη μουσική και την ποίηση είναι διαρκής. Το 1959 γράφει το Stances de Ronsard - Quand au temple nous serons (Θέσεις του Ronsard – Όταν θα είμαστε στο ναό) μια διασκευή ποιήματος του Pierre de Ronsard. Γράφει το τραγούδι La poésie fout l'camp Villon! (Η ποίηση του στρατοπέδου Villon!, 1959) αφιερωμένο στον πρώτο καταραμένο ποιητή και ληστή François Villon. Το 1961 γράφει το Les Chansons d'Aragon (Τα τραγούδια του Αραγκόν) διασκευάζοντας και μελοποιώντας 10 ποιήματα του άλλου μεγάλου σουρεαλιστή Louis Aragon και έτσι αρχίζει άλλη μια μεγάλη φιλία, η οποία κράτησε μέχρι το θάνατο του Aragon. Το 1964 μελοποιεί Verlaine και Rimbaud - τους καταραμένους ποιητές και εραστές του 19ου αιώνα. Σημαντική είναι και η συνεργασία του με τον φίλο του και ποιητή Jean-Roger Caussimon που έγραψε τους στίχους σε πολλά τραγούδια του Ferré με αποκορύφωμα το album Les Loubards (Οι Χούλιγκαν, 1985) με συνοδεία της Συμφωνικής Ορχήστρας της RAI του Μιλάνου σε διεύθυνση του Léo Ferré.
Όπως με την ποίηση, έτσι και με την κλασική μουσική η σχέση του Ferré ήταν διαρκής. Συνέθεσε μουσική για μπαλέτο, συμφωνίες, ορατόρια, όπερες και διηύθυνε συμφωνικές ορχήστρες. Η πρώτη του κλασική σύνθεση είναι το 1940 το Ave Maria για πιάνο και τσέλο, ένα κομμάτι που έγραψε για τον γάμο της αδερφής του. Γράφει την όπερα La Vie d'Artiste (Η ζωή του καλλιτέχνη, 1950). Συνθέτει ένα ραδιοφωνικό δράμα με τίτλο De Sac et de Cordes (Του σκοινιού και του παλουκιού, 1951) με τον Jean Gabin στο ρόλο του αφηγητή και τον ίδιο, για πρώτη φορά, στη διεύθυνση ορχήστρας. Λίγο αργότερα γράφει ένα ορατόριο βασισμένο στο ποίημα του Guillaume Apollinaire με τίτλο La Chanson du mal-aimé (Το τραγούδι αυτού που γνώρισε λειψή αγάπη, 1952) που το παρουσιάζει για πρώτη φορά στην Opéra de Monte-Carlo. Συνθέτει μουσική για μπαλέτο La Nuit (Η νύχτα, 1956) και γράφει συμφωνική μουσική όπως το La Symphonie (Η συμφωνία, 1954). Μετά από μια ανάπαυλα πολλών χρόνων, το 1970 γράφει συμφωνική μουσική για την ταινία L’ Albatros του σκηνοθέτη Jean-Pierre Mocky. To 1973 ηχογραφεί το Concerto Pour La Main Gauche (Κονσέρτο για το αριστερό χέρι) του Ravel και τα επόμενα χρόνια διευθύνει μερικές από τις μεγαλύτερες ορχήστρες του γαλλόφωνου κόσμου. Το 1983 κυκλοφορεί το έργο L'Opéra du pauvre (Η όπερα του φτωχού) βασισμένο στο La Nuit. Η ενασχόληση με τη κλασική σύνθεση συνεχίστηκε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Δεν πρέπει να ξεχάσω να αναφέρω το ενδιαφέρον του Ferré και για πιο σύγχρονες μουσικές φόρμες όπως η jazz, με τραγούδια όπως το Dieu est nègre (Ο Θεός είναι νέγρος, 1958) και το Le Jazz band (H Jazz μπάντα, 1958).
Την πρώτη του επαφή με την Αναρχία την είχε έφηβος ακόμα όταν άνοιξε το λεξικό Petit Larousse και διάβασε:«Αντίθεση σε οποιαδήποτε αρχή απ’ όπου κι αν προέρχεται». Τότε αποφασίζει ότι θα γίνει αναρχικός ενάντια στα στερεότυπα, τη καταναλωτική κοινωνία και την επιθετική βλακεία. (Δεν θυμίζει τον Άσιμο που όταν η Χούντα είπε ότι θα πατάξει την Αναρχία αυτός αποφάσισε να γίνει «η Αναρχία που δεν πατάσσεται»;)
Ουσιαστική όμως επαφή με της αναρχική ιδεολογία είχε μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’40 όταν γνώρισε για πρώτη φορά Ισπανούς αναρχικούς που είχαν “μεταναστεύσει” στη Γαλλία. Το πρώτο του καθαρά πολιτικό του τραγούδι κυκλοφορεί σε δίσκο 78 στροφών με τίτλο Mon général (Στρατηγέ μου, 1947) και αναφέρεται στον δικτάτορα της Ισπανίας. Πολλά χρόνια αργότερα (το 1962), το τραγούδι αυτό θα λογοκριθεί σαν “αντιμιλιταριστικό” και η μετάδοσή του θα απαγορευτεί από το γαλλικό ραδιόφωνο. Τα επόμενα χρόνια, παράλληλα με τα ερωτικά τραγούδια, τα μελοποιημένα ποιήματα και τις συνθέσεις κλασικής μουσικής, συνεχίζει να γράφει πολιτικό, κοινωνικό και αντικληρικό τραγούδι όπως το Monsieur tout-blanc (Κύριε με τα κατάλευκα, 1949) που καταδικάζει τον πάπα της Ρώμης για τη στάση του στον τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και το Ολοκαύτωμα των Εβραίων. Το Graine d'ananar (Σπόρος του ανανά, 1954) είναι ένα λογοπαίγνιο με τους σπόρους του ροδιού και τους σπόρους της Αναρχίας. Το Merci Mon Dieu (Ευχαριστώ Θεέ μου, 1954) για τη πείνα, τη φτώχεια, τον πόλεμο και το θάνατο. Το Merde à Vauban (Θάνατος στο Vauban, 1960) για τις ομώνυμες φυλακές που μέχρι το 1938 ήταν ο τελευταίος σταθμός των εξόριστων πριν σταλούν στη Νέα Καληδονία ή τη γαλλική Γουιάνα. Το L'affiche rouge (Η κόκκινη αφίσα, 1961) ήταν βασισμένο σε ένα ποίημα του Louis Aragon που αναφέρεται στη κόκκινη αφίσα με την οποία οι Ναζί γέμισαν το Παρίσι καταζητώντας μια ομάδα 32 ξένων παρτιζάνων που πολεμούσαν στο πλευρό της γαλλικής αντίστασης και που τελικά συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν. Το Miss guéguerre (Δεσποινίς καυγάς, 1961), η κυκλοφορία του οποίου απαγορεύτηκε και δεν κυκλοφόρησε παρά πολύ αργότερα και όπου ο Ferré θυμίζει τα λόγια του Γάλλου αναρχικού του 19ου αιώνα Anselme Bellegarrigue, «Η Αναρχία είναι τάξη. Η κυβέρνηση είναι εμφύλιος». Το Thank you Satan (Ευχαριστώ Σατανά, 1961) που επίσης απαγορεύτηκε και το οποίο πολύ αργότερα, στη δεκαετία του ’80, ο Ferré το αφιέρωσε στον Bobby Sands, τον αγωνιστή του IRA που πέθανε στη φυλακή κάνοντας απεργία πείνας. Στο κομμάτι αυτό η γλώσσα είναι Franglais – αγγλικές και γαλλικές λέξεις μαζί στο ίδιο κομμάτι και συχνά στον ίδιο στίχο - μια τεχνική που αγαπούσε πολύ ο Ferré. Το Pacific blues (Το blues του Ειρηνικού) ένα τραγούδι που, όπως έλεγε, γράφτηκε όταν γινόταν ο πόλεμος στην Ινδοκίνα, ηχογραφήθηκε όταν γινόταν ο πόλεμος στην Αλγερία και κυκλοφόρησε όταν γινόταν ο πόλεμος στο Βιετνάμ. Το Franco la muerte (Φράνκο, ο θάνατος, 1964) ένα ακόμα τραγούδι που στηλιτεύει τον φασίστα δικτάτορα της Ισπανίας. Το εμβληματικό Ni dieu ni maître (Ούτε θεός ούτε αφέντης, 1965) - εδώ ο τίτλος τα λέει όλα (!) Το La grève (Η απεργία, 1965). Το La faim (Η πείνα, 1966), ένα τραγούδι βασισμένο στις αναμνήσεις του από την μποέμικη ζωή του στη συνοικία Saint-Germain-des-Prés. Το Salut Beatnik (Γειά σου Beatnik, 1967), αφιερωμένο στους φίλους του τους beatniks που τους προτρέπει να αφήσουν το αραλίκι και να αντιπαρατεθούν με τη βρωμιά της κοινωνίας και της πολιτικής. Και έπεται συνέχεια …
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’40 μέχρι το τέλος της ζωής του συμμετέχει ενεργά στις δράσεις της Αναρχικής Ομοσπονδίας (Fédération Anarchiste) γράφοντας κείμενα και ποιήματα τα οποία δημοσιεύονται στα έντυπα της Ομοσπονδίας, ενώ κάθε χρόνο συμμετέχει στις συναυλίες (gala) που διοργανώνει στο Παρίσι και σε άλλες πόλεις της Γαλλίας όπως η Τουλούζη. Πολύ συχνά γράφει άρθρα και ποιήματα που δημοσιεύονται στον αναρχικό αλλά και στο λογοτεχνικό τύπο, όπως για παράδειγμα στην εφημερίδα Le Monde Libertaire (από το 1965 και μετά), στη τριμηνιαία αναρχική επιθεώρηση La Rue, στην οποία γράφει σταθερά από το πρώτο τεύχος τον Μάη του ’68 μέχρι το δωδέκατο στα τέλη του ’71, Zoom (1971) και αργότερα τη δεκαετία του ’80 στα λογοτεχνικά Le Magazine Libertaire (1984), Jungle (1984), La Cannibale (1987), ξανά στο La Rue (1984), Grande Nature (1984-1985) και L’ Encrier (1990) πολλά από τα οποία ήταν επίσης ελευθεριακά.
Στις 10 Μάη ’68, τη νύχτα των οδοφραγμάτων, στο gala που διοργάνωσε η Fédération Anarchiste και το οποίο έγινε στο Mutualité[2] του Παρισιού – πολύ κοντά στην οδό Gay-Lussac και τα οδοφράγματα - παρουσίασε για πρώτη φορά ένα κομμάτι που όποτε το ακούω ανατριχιάζω και το οποίο ήταν η αφορμή για αυτό το άρθρο. Ο τίτλος του κομματιού ήταν Les Anarchistes και αφορούσε την τραγωδία των αναρχικών της Ισπανίας.
«…..
Δεν είναι ούτε ένας στους εκατό, κι ωστόσο υπάρχουν.
Οι περισσότεροι παιδιά του πουθενά
ή παιδιά του πολύ λίγο.
Που δεν τα κοιτάζουν ποτέ,
παρά μόνο όταν τα φοβούνται.
ΟΙ ΑΝΑΡΧΙΚΟΙ
…..»
Την επόμενη χρονιά θα κυκλοφορήσει το live album Récital 1969 en public à Bobino το οποίο περιέχει το La Revolution (Η επανάσταση, 1969), ένα κομμάτι που δεν το ηχογράφησε ποτέ σε στούντιο.
Ιδιαίτερη ήταν η αγάπη του Ferré και για τα ζώα. Από το 1963 είχε στο σπίτι έναν χιμπατζή, τον Pépée, τον οποίο θεωρούσε μέλος της οικογένειας. Η συμπεριφορά όμως του Pépée γινόταν όλο και πιο επιθετική και το 1968, ενώ ο Ferré έλειπε για κάποιες συναυλίες, η γυναίκα του κάλεσε έναν γιατρό ο οποίος τον σκότωσε. Ο Ferré καταρρακώθηκε και αυτή ήταν η αφορμή να γράψει ένα τραγούδι αφιερωμένο στον Pépée (1969) αλλά και να χωρίσει την Madeleine.
Τον Γενάρη του ’69 ο ραδιοφωνικός σταθμός RTL και το μουσικό περιοδικό Rock & Folk, οργάνωσαν ένα άτυπο στρογγυλό τραπέζι με τρεις από τους σημαντικότερους τραγουδιστές του chanson - που εντελώς τυχαία ήταν και οι τρεις ελευθεριακοί[3] με συμμετοχή στο αναρχικό κίνημα της εποχής. Οι τραγουδιστές αυτοί ήταν ο Γάλλος Georges Brassens, o Βέλγος Jacques Brel και ο Μονεγάσκος Léo Ferré. Σε αυτή τη ραδιοφωνική εκπομπή, οι τρεις καλλιτέχνες μίλησαν, συχνά συμφωνώντας και ακόμα συχνότερα διαφωνώντας για πολλά θέματα μεταξύ των οποίων το τραγούδι, ο κινηματογράφος, η μοναξιά, ο θάνατος, η pop μουσική, η αναρχία, οι hippies, οι beatniks, η γυναίκα και πολλά άλλα. (Μέρος 1ο, 2ο, 3ο & 4ο)
Επηρεασμένος από τον ήχο των Beatles και των Moody Blues άρχισε να σκέφτεται την ιδέα να ηχογραφήσει με μπάντα. Έτσι, όταν κάποιο βράδυ βλέπει μια κοπέλα με δερμάτινα να ροκάρει, γράφει το C’est extra (It’s special, 1969) που περιλαμβάνεται στο δίσκο L'Été 68 (Το καλοκαίρι του 68) και το La Solitude (Η μοναξιά, 1969) που έγινε μεγάλη επιτυχία.
Οι rock αναζητήσεις του Ferré συνεχίστηκαν και μετά από μια παράσταση στον Καναδά το 1969, πετάχτηκε μέχρι τη Νέα Υόρκη στο στούντιο Media Sound για να ηχογραφήσει με τον Jimi Hendrix (!) το Le Chien (Το σκυλί) που μέχρι τότε υπήρχε μόνο σε μια live ηχογράφηση από το gala του Μάη του ‘68. Όμως ο Hendrix αρρώστησε (ή μήπως βαριόταν;) και έτσι η ηχογράφηση έγινε με τον John McLaughlin στη κιθάρα, τον Billy Cobham στα τύμπανα – αργότερα και οι δύο στους Mahavishnu Orchestra - και τον Miroslav Vitous από τους Weather Report στο μπάσο. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, αυτή η ηχογράφηση δεν κυκλοφόρησε ποτέ και αντ’ αυτής κυκλοφόρησε μια άλλη με τους Zoo, μία progressive μπάντα από τη Γαλλία. Όσο για το τραγούδι, ήταν ένα ακόμα αναρχικό μανιφέστο για την κοινωνική υποκρισία. Με τους Zoo ηχογράφησε αρκετά κομμάτια, τα οποία συμπεριέλαβε στους δίσκους Amour Anarchie (1970) (αυτόν που είχα δει στο αναρχικό βιβλιοπωλείο) και το La Solitude (Η μοναξιά, 1972) – ένα LP που η γαλλική έκδοση του περιοδικού Rolling Stone το 2010 το κατέταξε στην 24η θέση των 100 καλύτερων rock albums (!). Σε αυτό τον δίσκο ο Ferré εφαρμόζει μία ακόμη καινοτομία. Σε πολλά κομμάτια απαγγέλει με επιθετικό ρυθμό αντί να τραγουδάει – κάτι αντίστοιχο με την rap, βέβαια σε πολύ διαφορετικές μουσικές φόρμες. Εκεί βρίσκεται και το Ton style (Το στυλ σας) που αναφέρεται στη γυναικεία απελευθέρωση και το οποίο κάποιοι το θεώρησαν έκφραση μισογυνισμού. Από τον δίσκο αυτό η δισκογραφική, άφησε έξω το Avec le temps (Με τον καιρό, 1970), ένα τραγικό αυτοβιογραφικό μελωδικό τραγούδι αφιερωμένο στον έρωτα και μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του που κυκλοφόρησαν σε 45άρι. Το 1971 συμμετέχει στη συναυλία για τα 100 χρόνια της Κομμούνας του Παρισιού[4] που είχε διοργανώσει η αναρχική ομάδα Louise-Michele.
Ο αναρχισμός του Ferré ήταν “εσωτερικός” και “θεωρητικός”[5] και συχνά “ατομικιστικός”. Είχε μελετήσει σε βάθος τους θεωρητικούς της Αναρχίας και αγαπούσε πολύ τον Κροπότκιν. Παρόλα αυτά, σπάνια συμμετείχε σε μαζικές κινητοποιήσεις. Η καθημερινότητά του ήταν μέσα στην πολυτέλεια – ήδη από το 1959 είχε αγοράσει ένα νησάκι (!) στη Βρετάνη, όπου περνούσε τον περισσότερο χρόνο του ασχολούμενος με την τυπογραφία και τα ζώα του. Ο συνδυασμός αυτών των δύο προκάλεσε πολλές αντιδράσεις από ένα μέρος της “επαναστατικής” νεολαίας, με καταγγελίες και δυναμικές “παρεμβάσεις” στις συναυλίες του. Το γαϊτανάκι των επιθέσεων συνεχίστηκε από τον αστικό τύπο της εποχής που δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη.
Οι χρονιές 1972 και 1973 βρίσκουν τον Ferré σε μία εσωτερική κατάσταση που προσπαθεί να κλείσει τους λογαριασμούς του με το παρελθόν και τους προσωπικούς του δαίμονες. Οι συνθέσεις του ξεχειλίζουν από μηδενισμό. Γράφει το L’Oppression (Η καταπίεση, 1973) και το Il n'y a plus rien (Δεν έχει μείνει τίποτα, 1973), έναν 15λεπτο πεσιμιστικό και επιθετικό μονόλογο όπως και το Et … BASTA! (Φτάνει πια!, 1973) όπου κραυγάζει ότι δεν τον ενδιαφέρει το τι λένε οι άλλοι γι’ αυτόν «Ούτε Θεός, ούτε αφέντης, ούτε γυναίκα, ούτε εγώ, ούτε αυτοί. Φτάνει πια!».
Παρόλα αυτά και αυτή η περίοδος είναι πολύ ευτυχισμένη σε προσωπικό επίπεδο. Παντρεύεται για τρίτη φορά τον 1974 με την Marie-Christine Diaz, κόρη Ισπανών εξόριστων, την οποία γνώρισε όταν την είχε προσλάβει για να προσέχει τα ζώα στο σπίτι και με την οποία είχε ήδη αποκτήσει ένα γιο τον Mathieu το 1970. Θα ακολουθήσουν δύο κόρες η Marie-Cécile (1971) και η Manuella (1978). Ζει πλέον μόνιμα στην Τοσκάνη και πέρα από τη μουσική, ασχολείται με τις ελιές και τ’ αμπέλια του. Η ευτυχία αυτή αποτυπώνεται σε μία σειρά από ερωτικά τραγούδια που γράφει από το ’75 και μετά.
Η δεκαετία του ’80 τον βρίσκει ακόμα μάχιμο και στις συναυλίες του καταγγέλλει τους ηγέτες της εποχής όπως την Θάτσερ, τον Ρήγκαν, τον Μπρέζνιεφ και τον Πάπα Ιωάννη-Παύλο ΙΙ. Ιδεολογικά ο Ferré γίνεται πιο ακραίος και δεν διστάζει να χλευάσει και να απορρίψει ακόμα και τα δικά του τραγούδια. Δεν ήθελε πια να τραγουδάει το Les Anarchistes γιατί όπως έλεγε «η μαύρη σημαία είναι κι αυτή σημαία». Δεν ήθελε αυτό το τραγούδι να γίνει ύμνος επειδή ήταν ενάντια στους ύμνους.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ο Joel-Jacky Julien και ο Hervé Trinquier, μουσικοί και οι δύο - jazz και κλασική αντίστοιχα - μέλη και οι δύο ομάδων που συμμετείχαν στη Fédération, αποφασίζουν να ανοίξουν το Théâtre libertaire de Paris (1986-1992). Αφού ξεπεράστηκαν διάφορα εμπόδια που έβαζε το γαλλικό κράτος στο ελευθεριακό εγχείρημα, την 1η Φλεβάρη 1986 ξεκινάει τις παραστάσεις με πρώτη και καλύτερη μια συναυλία του Ferré. Στα χρόνια που το θέατρο λειτουργεί σαν ελευθεριακός χώρος τέχνης, ο Ferré θα δώσει πολλές συναυλίες και το 1988 κυκλοφορεί το live album Léo Ferré en public au TLP Déjazet. (TLP-Déjazet ήταν η παλιά ονομασία του χώρου και με αυτήν είχε αδειοδοτηθεί αφού το κράτος δεν επέτρεπε να φαίνεται στο όνομα η λέξη “ελευθεριακό”)
Toν Νοέμβρη του 1982 πηγαίνει στις Βρυξέλλες και δίνει συναυλία για συμπαράσταση στον Babar – ψευδώνυμο του Βέλγου αναρχικού Roger Noël - που είχε συλληφθεί από το δικτατορικό καθεστώς του στρατηγού Γιαρουζέλσκι στη Βαρσοβία με την κατηγορία ότι βοηθούσε τον ραδιοφωνικό σταθμό της Αλληλεγγύης Radio-Solidarnosc. Το καλοκαίρι του 1983, η “σοσιαλιστική” κυβέρνηση της Γαλλίας αποφασίζει το οριστικό κλείσιμο του Radio-Libertaire, του σταθμού της Fédération Anarchiste, και εισβάλει τα ξημερώματα της 28ης Αυγούστου στις εγκαταστάσεις του καταστρέφοντας κεραίες και εξοπλισμό, με αποτέλεσμα ο σταθμός να διακόψει τη λειτουργία του. Ένα μαζικό κίνημα συμπαράστασης αναπτύσσεται και στις αρχές του Σεπτέμβρη ο σταθμός αρχίζει και πάλι να εκπέμπει, αυτή τη φορά και με μειωμένη εμβέλεια. Στις 13 Δεκεμβρίου της ίδια χρονιάς διοργανώνεται συναυλία με headliner τον Ferré που παίζει μπροστά σε 6500 θεατές. Με τα έσοδα από τη συναυλία, το Radio-Libertaire κατάφερε και αγόρασε καινούργιο εξοπλισμό.
Οι σχέσεις του με το Σοσιαλιστικό Κόμμα ήταν μάλλον κακές. Αρνήθηκε την πρόταση του François Mitterrand να τραγουδήσει στη προεκλογική του εκστρατεία το 1981. Λίγους μήνες μετά, τον Απρίλιο, στέλνει ανοιχτή επιστολή στον υπουργό Δικαιοσύνης απαιτώντας την απελευθέρωση του Roger Knobelspiess. Αρνήθηκε την τιμητική ανακήρυξή του σε Commandeur des Arts et Lettres που θέλησε να του απονείμει το Γαλλικό κράτος το 1985. Αρνήθηκε το 1987 το βραβείο Victoires de la Musique - σαν να λέμε τα γαλλικά Emmy. Στις εκλογές του 1988 τάσσεται για μια φορά ακόμα ανοιχτά υπέρ της αποχής.
Στη δεκαετία του ’90, αν και η υγεία του είναι πλέον σοβαρά κλονισμένη, δεν σταματάει τις πολιτικές του παρεμβάσεις. Το όνομά του το βρίσκει κανείς κάτω από μια διακήρυξη ενάντια στον πρώτο Πόλεμο του Κόλπου το 1991.
Με τους κομμουνιστές και το κομμουνιστικό κόμμα οι σχέσεις ήταν ιδιαίτερες και αυτό οφείλεται κυρίως στη προσωπική φιλία με τον Louis Aragon αλλά και με άλλους επιφανείς κομμουνιστές στη Γαλλία και το εξωτερικό. Κυκλοφορεί σαν ανέκδοτο ότι κάποτε γράφτηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα για πέντε λεπτά. Η αλήθεια είναι ότι όντως είχε γραφτεί στο κόμμα, αλλά λίγους μήνες αργότερα έσκισε την ταυτότητα του όταν σε μια κομματική εκδήλωση στην οποία θα μιλούσε και η οποία εξελισσόταν απελπιστικά αργά και βαρετά, "διατάχθηκε" από τον κομματικό υπεύθυνο να περιμένει χωρίς διαμαρτυρίες. Αντιτάχθηκε στο σοβιετικό καθεστώς όπως και στο κουβανικό του Κάστρο. Από την άλλη βέβαια, εμφανίστηκε 2-3 φορές σε συναυλίες του ΚΚΓ. Ενδεικτικό της περιπαικτικής και προβοκατόρικης διάθεσης με την οποία αντιμετώπιζε το κόμμα, είναι και το παρακάτω περιστατικό. Κάποια στιγμή του ζήτησαν να συναντήσει τον Georges Marchais - τον τότε Γενικό Γραμματέα του κόμματος. Πολύ ευγενικά εκείνος δέχθηκε, απαιτώντας όμως να πάει ο Marchais στο σπίτι του Ferré και όχι αυτός στα γραφεία του κόμματος.
Η μεγαλύτερη όμως προβοκάτσια του Ferré ήταν τον Σεπτέμβριο του 1992, όταν ο κομμουνιστής φίλος του Bernard Lavilliers τον κάλεσε να συμμετάσχει σε μια συναυλία της Humanité (σαν να λέμε του Ριζοσπάστη). Η πρώτη αντίδραση του Ferré ήταν να ρωτήσει κοροϊδευτικά … «πόσα δίνουν;» Ανέβηκε στη σκηνή και μπροστά στους 100.000 θεατές της επίσημης εκδήλωσης του επίσημου οργάνου του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γαλλίας, τραγούδησε δύο τραγούδια. Το Est-ce ainsi que les hommes vivent? και το Les Anarchistes (!) Δεν έμεινε όμως μόνο εκεί. Όταν μετά τη συναυλία ένας δημοσιογράφος της Humanité σχολίασε με εμφανή θαυμασμό ότι «οι κομμουνιστές και οι αναρχικοί είναι το ίδιο!», ο Ferré του απάντησε «Όχι όχι. Εμείς δεν χρειαζόμαστε γραμματέα» (!) Αυτή ήταν η τελευταία του εμφάνιση στη σκηνή μιας και ήταν ήδη άρρωστος και πέθανε στις 13 του επόμενου Ιουλίου.
Όπως έλεγε και ο ίδιος στο τραγούδι του Le Chien « ... Είμαι ένας τεράστιος προβοκάτορας … Είμαι ένας σκύλος»
Διασκευές τραγουδιών του Léo Ferré
Πηγές
Classical Music Diary (Σειρά άρθρων για τα 100 χρόνια του Ferré )
Léo Ferré études & propos par Jacques Layani
Σχόλια / Σημειώσεις
[1] Chevalier ο Παριζιάνος, Trenet ο ποιητής, Montand ο προλετάριος, Distel ο ευγενής, Bécaud ο δυναμικός, Brassens ο αναρχικός, Aznavour ο χαμένος, Brel ο παθιασμένος και Ferré ο άγριος
[2] Η συναυλία αυτή θα κυκλοφορήσει σε τριπλό CD τον Μάη του 2018. Στην επέτειο των 50 χρόνων.
[3] O Brassens μετά τον πόλεμο και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’40, συμμετείχε ενεργά στο αναρχικό κίνημα. Προσπάθησε να εκδώσει μια αναρχική εφημερίδα με τίτλο Le Cri des Gueux και για τρία χρόνια έγραφε – συχνά με ψευδώνυμο – στον τύπο της Fédération Anarchiste. Επίσης πολύ συχνά και για πολλά χρόνια συμμετείχε σε διάφορα αναρχικά gala. Αντίστοιχα o Jacques Brel ήρθε και αυτός από πολύ νωρίς σε επαφή με την αναρχική ιδεολογία. Πήρε πολλές φορές μέρος στα gala της Fédération και συμμετείχε στην κινηματογραφική μεταφορά της ιστορίας της συμμορίας Bonnot (La Bande à Bonnot, 1968)
[4] Ανεπιβεβαίωτες (και μάλλον λανθασμένες) πληροφορίες θέλουν να είναι απόγονος του μέλους της Κομμούνας Théophile Ferré που διέταξε τη θανάτωση του Αρχιεπίσκοπου του Παρισιού.
[5] Ορισμός της Αναρχίας από τον Ferré στην Monde Libertaire τον Ιανουάριο του 1968
Memorabilia