γράφει ο Αντώνης Ζήβας
Το κείμενο που θα διαβάσετε-εφόσον δεν το παρατήσετε στα μισά ενοχλημένοι βρίζοντας τον συγγραφέα του-θέλει να είναι προκλητικό.
Κατά κάποιον τρόπο, μου το παρήγγειλε ένας καλός φίλος μετά το live του (των) Dr. Albert's Flipout One CAN Band (feat. Mickey Pantelous) στο Closer alternative bar την Κυριακή της 3ης Ιούνη του 2018. Ο συγγραφέας του όμως έχει το «ελάττωμα» να μην γράφει κατά παραγγελία (όπως και απεχθάνεται να παίζει ως dj... παραγγελιές σε μη λογικά πλαίσια). Συνεπώς Αυτά που θα διαβάσετε ήθελα να τα γράψω εδώ και πολύ καιρό (και να σφάξω μερικούς/ές από εσάς χωρίς καν γάντι).
Θα μιλήσω για το φαινόμενο του κυρίου και της κυρίας Μπουρουμπούρου στις συναυλίες. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που δεν είναι νέο, ούτε έχει να κάνει με την όποια ποιότητα του θεάματος και των μουσικών που παίζουν σε αυτές, αλλά αποκλειστικά με αυτούς/ες που αποτελούν μέρος του κοινού.
Το περίφημο λοιπόν «κοινό» -όπως και η κοινωνία γενικότερα- αποτελείται από διαφόρων ειδών υποκείμενα. Από αυτούς που είναι φαν των συγκροτημάτων και των μουσικών που παίζουν, από αυτούς που πάνε στις συναυλίες για να διασκεδάσουν, από αυτούς που πάνε να ακούσουν μουσική ως εραστές της, από αυτούς που πάνε για να επιδείξουν τον εαυτό τους, και από αυτούς που θέλουν να κλέψουν την παράσταση από τους μουσικούς με την ακατάσχετη φλυαρία τους.
Αυτοί οι τελευταίοι, είναι που θα μας απασχολήσουν στη παρούσα... κοινωνιολογική πραγματεία.
Πόσοι και πόσες από εσάς δεν έχετε πάει σε μία συναυλία και έχετε το λιγότερο αγανακτήσει όχι λόγο του όποιου κακού ήχου, των όποιων κακών συνθέσεων ή ανυπόφορων στίχων, αλλά επειδή κατά τη διάρκειά της ακούτε μία συνεχή οχλοβοή, η οποία προέρχεται από τον κόσμο που μιλά συνεχώς μεταξύ του την ώρα που οι μουσικοί καταθέτουν την ψυχή τους;
Είναι γεγονός ότι όλο και περισσότερο παρατηρείται το συγκεκριμένο φαινόμενο ανθρώπων, που ενώ πάνε σε μία συναυλία -αρκετές φορές πληρώνοντας έναν σκασμό χρήματα- να καταλήγουν να κουβεντιάζουν συνεχώς μεταξύ τους κατά τη διάρκεια της, χωρίς καν να προσέχουν τί παίζουν αυτοί που πήγαν για να παρακολουθήσουν. Να μιλούν για εντελώς άσχετα θέματα με το θέαμα που είναι μπροστά τους, όχι σχολιάζοντας το κομμάτι που ακούνε ή το συγκρότημα/καλλιτέχνη που το εκτελεί, αλλά για πράγματα που θα μπορούσαν να συζητήσουν οποιαδήποτε άλλη στιγμή σε οποιοδήποτε άλλο μέρος, καταλήγοντας να ενοχλούν αυτούς που θέλουν πραγματικά να απολαύσουν την συναυλία και, ακόμη πιο τραγικά, προσβάλλοντας τους μουσικούς που παίζουν με την κυνική αδιαφορία τους. Σας πληροφορώ ότι για έναν μουσικό -μιας και είμαι και τέτοιος- η αδιαφορία είναι πολύ περισσότερο δολοφονική ψυχικά από την όποια εκδήλωση συναισθήματος, ακόμη και αν αυτό είναι η αρνητική διάθεση που μπορεί να δημιουργεί η μουσική του στο κοινό. Ακριβώς για το λόγο ότι ακόμη και η αρνητική κριτική πηγάζει από την παρακολούθηση των τεκταινόμενων. Σε αντίθεση με την αδιαφορία η οποία εκλαμβάνεται ως μία εκδήλωση «αορατότητας» από την πλευρά του μουσικού. Πρόκειται για μία κατάσταση όπου ο μουσικός νιώθει ότι είναι νεκρός χωρίς να έχει καταλάβει ότι έχει πεθάνει, όπως το έχουμε δει να συμβαίνει σε ταινίες μεταφυσικού περιεχομένου. Όπου ενώ βλέπει και ακούει τα πάντα γύρω του, εν τούτοις είναι σαν να μην υπάρχει στο χώρο και στο χρόνο.
Ο Εμάνουελ Κάντ πίστευε ότι η αισθητική κάθε ανθρώπου λούζεται από την προσωπική ιδιαιτερότητα την οποία έχει μέσα του. Πρόκειται για έναν θανάσιμο ανταγωνισμό έτσι όπως μας τον έχει παραδώσει ο πολιτισμός των επιχειρήσεων. Να υπερισχύεις με κάθε τρόπο και μέσο έναντι όλων των άλλων. Να φαίνεσαι και να ακούγεσαι Εσύ, με κάθε τι δυνατό, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.
Σε μία εποχή όπου το ευτυχισμένο πρόσωπο έχει φορέσει την μάσκα της φρενίτιδας και όπου μόνο τα μελαγχολικά πρόσωπα των τρελών είναι σημάδι ελπίδας, αποδεικνύεται περίτρανα ότι σήμερα η τέχνη δεν επικοινωνεί με τους ανθρώπους. Ή μάλλον ορθότερα, οι άνθρωποι δεν επικοινωνούν μεταξύ τους διαμέσου της τέχνης αλλά ούτε με την ίδια την τέχνη.
Οι άνθρωποι που αγωνιούν να ακούγονται μιλώντας δια μέσω των κοινοτοπιών τους σε καταστάσεις που ευνοούν έναν διαφορετικό τρόπο επικοινωνίας μέσα από την τέχνη και μέσα από τα συναισθήματα που αυτή παράγει, αποδεικνύουν ότι είναι άνθρωποι φοβισμένοι, παραζαλισμένοι από την μοναξιά τους και ότι ζουν μία άθλια σχεδόν προϊστορική ζωή κάτω από την επιφάνεια της οργανωμένης αστικής ζωής τους. Τελικά αποδεικνύεται περίτρανα ότι ο καθένας και η καθεμία οφείλει να συμπεριφέρεται σύμφωνα με το επίπεδο που έχει καθοριστεί και χαρακτηριστεί εκ των προτέρων: αυτό του καταναλωτή που πάντα διψά να καταναλώνει ένα καινούριο είδος ψάχνοντας το αγωνιωδώς, ό,τι κι αν είναι αυτό: αντικείμενα, φίλοι, εμπειρίες. Παρ’ όλο που ο μουσικός είναι ως ένα σημείο ανεκτός, εντάσσεται και αυτός, όσο καλός και να είναι, στην σφαίρα της κατανάλωσης ως «ψυχαγωγός». Δηλαδή ως υπάλληλος όπως ο σερβιτόρος, ο μπάρμαν, ο πορτιέρης.
Πολύ πριν αντικατασταθεί ή ανθρώπινη κουλτούρα απ’ αυτές τις χειραγωγημένες ηδονές, οι άνθρωποι είχαν ήδη αποκτήσει μια τάση φυγής από την πραγματικότητα. Οι άνθρωποι κατέφευγαν σ’ έναν ιδιωτικό εννοιολογικό κόσμο και ρύθμιζαν εκ νέου τις σκέψεις τους όταν ωρίμαζε ο καιρός για να ρυθμίζουν εκ νέου την πραγματικότητα. Η εξωτερική ζωή και το «ιδανικό» είχαν γίνει συντηρητικοί παράγοντες. Αλλά, όταν οι άνθρωποι εκχώρησαν την ικανότητά τους να πηγαίνουν σε ένα τέτοιο καταφύγιο -μια ικανότητα πού δεν ευδοκιμεί πια ούτε στις φτωχογειτονιές πόσο μάλλον στα σύγχρονα αστικά διαμερίσματα- έχασαν και τη δύναμή τους να συλλαμβάνουν έναν κόσμο διαφορετικό από αυτόν στον όποιο ζούνε.
Αυτός ο άλλος κόσμος ήταν εκείνος της τέχνης. Σήμερα η τέχνη επιζεί μόνο σε εκείνα τα έργα, τα οποία εκφράζουν με πείσμα το χάσμα πού υπάρχει ανάμεσα στο άτομο ως μονάδα και στον βάρβαρο περίγυρο του.
Οι συνθήκες με τις όποιες σήμερα κερδίζει κανείς το ψωμί του σε αυτήν την κοινωνία δημιουργούν τον σημερινό μοναχικό άνθρωπο. Γιατί η ανάγκη να ακουστούμε ακόμη κι εκεί που πρέπει να σιωπούμε ακούγοντας, αναλύοντάς την μας βοηθά τελικά να εξηγήσουμε τη συχνά πυρετική ανάγκη πού υπάρχει για μια διασκέδαση πού τόσο συχνά επαναλαμβάνει τις ίδιες ονειροπολήσεις, τις ίδιες φαντασιώσεις, τούς ίδιους παιδικούς μύθους της ευτυχίας και της επιτυχίας.
Τόσο πολύ έχει στεγνώσει ή εσωτερική ζωή των ανθρώπων ώστε αναζητά παρηγοριά στην απόδειξη του «ήμουν κι εγώ εκεί κι έκανα ό,τι μπορούσα για να το δείξω».
Είπα στην αρχή ότι αυτό το κείμενο θέλει να είναι προκλητικό. Αν αναγνωρίζετε έστω και αμυδρά και χωρίς να ντρέπεστε να το παραδεχτείτε τον εαυτό σας σε κάποια από τα παραπάνω, το κείμενο έχει πετύχει τον σκοπό του. Αν όχι, την επόμενη φορά που θα πάτε σε μία συναυλία, απλά βγάλτε τον σκασμό επιτελούς!