Ήταν καλοκαίρι του ’64 και ο Jacques Brel περνούσε τις διακοπές του στο κρησφύγετό του στο Roquebrune-Cap-Martin, στη Νοτιοανατολική Γαλλία, με τη Sylvie Rivet, φίλη και ατζέντισσά του. Ένα πρωί γύρω στις έξι πέρασε να πει μια καλημέρα ο εστιάτορας και φίλος του, Fernand, που πήγαινε να ψαρέψει χέλια και σκορπίνες για τη μεσημεριανή μπουγιαμπέσα. Αυτός ο άνθρωπος ήταν ο πρώτος που άκουσε τους στίχους του “Dans le port d’ Amesterdam” ή μάλλον του “Dans le port d’ Anvers”, όπως ήταν ο αρχικός του τίτλος. Όπως θυμόταν η Sylvie, μόλις το άκουσε ο Fernand άρχισε να κλαίει με λυγμούς και για να συνέλθει έκατσε σε μια γωνία και άρχισε να καθαρίζει αχινούς. Κανείς δεν ξέρει αν τελικά το εστιατόριο σέρβιρε μπουγιαμπέσα εκείνο το μεσημέρι.
Λίγες μέρες μετά, ο Brel, αντικατέστησε την Αμβέρσα με το Άμστερνταμ, επειδή ταίριαζε καλύτερα στη ρίμα.
Οι στίχοι[1] του τραγουδιού μιλούν για τη ζωή των ναυτικών στα λιμάνια όλου του κόσμου. Μιλούν για τη μοναξιά, τα ποτά, τα γλέντια, τις πουτάνες, τις ανθρώπινες ψυχές. Δεν έχει σημασία αν το λιμάνι είναι η Αμβέρσα, το Άμστερνταμ, το Βαλπαραΐσο, το Αλγέρι ή ο Πειραιάς. Δεν έχει σημασία αν οι ναυτικοί είναι Βέλγοι, Ολλανδοί, Αιγύπτιοι, Ινδοί ή Έλληνες. Δεν έχει σημασία καν αν είναι λιμάνι. Δεν έχει σημασία καν αν είναι ναυτικοί.
Το τραγούδι ακούστηκε για πρώτη φορά λίγους μήνες αργότερα, στις 16 Οκτωβρίου του 1964, στο Olympia του Παρισιού, και για τελευταία φορά μόλις δυόμισι χρόνια αργότερα, στην αποχαιρετιστήρια συναυλία του Brel που πραγματοποιήθηκε στις 16 Μαΐου του 1967 στο Casino de Roubaix.
Παρόλο που δεν ηχογραφήθηκε ποτέ σε στούντιο και υπάρχει μόνο από την ηχογράφηση της παρθενικής του παρουσίασης στο Olympia το ‘64, το κομμάτι αυτό έγινε τεράστια επιτυχία με άπειρες εκτελέσεις και διασκευές από πολλούς καλλιτέχνες σε όλο τον κόσμο.[2]
Στα αγγλικά κυριάρχησε η μετάφραση του Mort Shuman, ο οποίος συμπεριέλαβε το Amsterdam στο μιούζικαλ "Jacques Brel is Alive and Well and Living in Paris", το οποίο ανέβηκε το 1968 και παρουσιάστηκε για τέσσερα συνεχόμενα χρόνια. Το 1975 ο Shuman το πέρασε στον κινηματογράφο και στη σκηνή όπου τραγουδάει το “Port of Amsterdam”, εμφανίζεται φευγαλέα ο Jacques Brel σε μια γωνιά, παρέα με μία Stella Artois.
Από τις εκτελέσεις του τραγουδιού στα αγγλικά ξεχωρίζουν αυτές του Scott Walker (των Walker Brothers) το 1967, του Rod McKuen (σε δική του μετάφραση) το 1973 και, φυσικά, η ανεπανάληπτη εκτέλεση του David Bowie που την παρουσίαζε στα live του ήδη από το 1971 και τελικά κυκλοφόρησε σαν b-side του σινγκλ Sorrow τον Σεπτέμβριο του 1973.
Δε νομίζω να μπορεί να αμφισβητήσει κανείς ότι η εκτέλεση του Bowie βοήθησε τόσο το τραγούδι όσο και το συνολικό έργο του Jacques Brel να γίνουν ευρύτερα γνωστά στο κοινό της rock μουσικής.
Πολλά χρόνια μετά το θάνατο του Brel άνοιξε μια συζήτηση στους μουσικούς κύκλους σχετικά με την προέλευση της μελωδίας. Η μελωδία μοιάζει καταπληκτικά με το “A New Northern Dittye of the Lady Greene Sleeves”, ένα παραδοσιακό εγγλέζικο τραγούδι του 16ου αιώνα που πολλά χρόνια αργότερα συμπεριλήφθηκε στα άλμπουμ Truth (1968) του Jeff Beck και Christmas Album (2003) των Jethro Tull . Πολλοί επίσης βρίσκουν ομοιότητες με μια άλλη παραδοσιακή μελωδία, ιρλανδέζικη αυτή τη φορά, με τίτλο “Since Greybeards Inform Us That Youth Will Decay”, την οποία κατέγραψε ο Μπετόβεν με τον κωδικό WoO 153 n°4 γύρω στο 1815. Δεν είναι γνωστό αν ο Brel δανείστηκε συνειδητά ή όχι τη μελωδία, αλλά αυτό δεν έχει και καμία σημασία.
Ο Jacques Brel, ο παθιασμένος του γαλλικού chanson, γεννήθηκε στο Βέλγιο το 1929 από αστούς γονείς. Αν και φλαμανδικής καταγωγής, η οικογένειά του είχε υιοθετήσει τη γαλλική γλώσσα. Η σχέση του με τη τέχνη ξεκινάει περίπου το 1941, όταν ως μαθητής στο Institut Saint-Louis των Βρυξελλών αρχίζει να γράφει, να παίζει σε θεατρικά έργα και να μαθαίνει κιθάρα. Το 1952 γράφει τα πρώτα του τραγούδια και τα παρουσιάζει σε διάφορους διαγωνισμούς. Την επόμενη χρονιά υπογράφει συμβόλαιο με την Philips Records και κυκλοφορεί το πρώτο του δίσκο στις 78 στροφές. Μετακομίζει στο Παρίσι και στα τέλη του 1954 κυκλοφορεί το πρώτο του άλμπουμ. Η μουσική του καριέρα έχει ανοδική πορεία και συχνά ανοίγει συναυλίες μεγάλων καλλιτεχνών της εποχής. Η νέα δεκαετία τον βρίσκει με ανανεωμένο συμβόλαιο και με νέο μάνατζερ, ο οποίος του κλείνει συνεχόμενες περιοδείες σε όλο τον κόσμο, σαν headliner πλέον. Τα τραγούδια του γνωρίζουν παγκόσμια επιτυχία, με πιο γνωστά τα “Ne Me Quitte Pas” (“If you go away”), “Dans le port d’ Amsterdam” (“In the port of Amsterdam”), “Le Moribond” (“Seasons in the sun”) και πολλά άλλα. Το 1967, η πίεση της δουλειάς με τις ηχογραφήσεις και τις περιοδείες τον οδηγεί στην απόφαση να σταματήσει τις ζωντανές εμφανίσεις και να αραιώσει τις κυκλοφορίες νέου υλικού. Χαρακτηριστικό είναι ότι ενώ μέχρι τότε (1954 – 1967) είχε κυκλοφορήσει δεκατρία LP, συμπεριλαμβανομένων δύο με ζωντανές ηχογραφήσεις, την επόμενη δεκαετία (1968 – 1977) θα κυκλοφορήσει μόλις τέσσερα.
Η απόφασή του να σταματήσει τις ζωντανές εμφανίσεις του δίνει τη δυνατότητα να ρίξει πλέον το βάρος του σε μία από τις άλλες μεγάλες του αγάπες – τον κινηματογράφο. Η πρώτη του επαφή με αυτή την τέχνη είχε γίνει το 1956, όταν έγραψε το σενάριο και εμφανίστηκε σε μία ταινία μικρού μήκους. Μέσα σε έξι χρόνια (1967 – 1973) συμμετέχει σε δέκα ταινίες, γράφοντας το σενάριο στις τρεις από αυτές και σκηνοθετώντας τις δυο.
To 1974 ήδη γνωρίζει ότι πάσχει από καρκίνο στον πνεύμονα. Αποφασίζει να τα παρατήσει όλα και να γυρίσει τον κόσμο με ένα ιστιοπλοϊκό. Με βάση την Γαλλική Πολυνησία οργώνει τον Ειρηνικό. Από τότε και μέχρι τον θάνατό του θα επιστρέψει ελάχιστες φορές στο Βέλγιο και τη Γαλλία – κυρίως για να νοσηλευτεί αλλά και για να ηχογραφήσει τον τελευταίο του δίσκο. Πεθαίνει στις 9 Οκτωβρίου 1978 στο Παρίσι και ενταφιάζεται στο νησί Hiva Oa της Γαλλικής Πολυνησίας, λίγα μέτρα απόσταση από τον Paul Gauguin.
Η ζωή και το έργο του Brel χαρακτηρίζονται από το Πάθος. Πάθος για τη μουσική, πάθος για τον κινηματογράφο, πάθος για τη θάλασσα, πάθος για τα αεροπλάνα, πάθος για τις γυναίκες, πάθος για τα τσιγάρα και, κυρίως, πάθος για την κοινωνία. Από πολύ νωρίς ενδιαφέρθηκε για τα προβλήματα των ανθρώπων. Κρατάει αντικληρική και αντιπολεμική στάση και γοητεύεται από την ιδέα της Αναρχίας – αν και ποτέ δεν θα δηλώσει “αναρχικός”. Συμμετέχει πολλές φορές στα gala της Fédération Anarchiste (Γαλλικής Αναρχικής Ομοσπονδίας), δημοσιεύει κείμενα στον αναρχικό τύπο της εποχής (Le Monde Libertaire), κατεβαίνει στους δρόμους τον Μάη του ’68, πρωταγωνιστεί στην ταινία “La Bande à Bonnot” με θέμα τη θρυλική ομάδα αναρχικών ληστών που έδρασε στη Γαλλία γύρω στο 1911[3]. Το 1969 μαζί με τους Léo Ferré[4] και George Brassens συμμετέχει στο άτυπο στρογγυλό τραπέζι που είχαν διοργανώσει ο ραδιοφωνικός σταθμός RTL και το περιοδικό Rock & Folk. Εκεί, μέσα από τις ερωταπαντήσεις, τις μεταξύ τους ομοφωνίες και, κυρίως, τις μεταξύ τους διαφωνίες, αποτυπώνουν τις ιδέες τους για τη κοινωνία. Ακόμα και στα τελευταία χρόνια της ζωής του, όταν πλέον ο καρκίνος είχε αρχίσει να τον καταβάλλει, ο Brel μεταφέρει τρόφιμα και φάρμακα στους κατοίκους των απομακρυσμένων περιοχών της Πολυνησίας με το μικρό ιδιωτικό του αεροπλάνο.
Δισκογραφία
• Grand Jacques (1954)
• Quand On n'a Que l'Amour (1957)
• Au Printemps (1958)
• La Valse à Mille Temps (1959)
• Marieke (1961)
• Enregistrement Public à l'Olympia 1961 (1962)
• Les Bourgeois (1962)
• Enregistrement Public à l'Olympia 1964 (1964)
• Les Bonbons (1966)
• Ces Gens-Là (1966)
• Jacques Brel 67 (1967)
• J'arrive (1968)
• L'Homme de la Mancha (1968)
• Ne me quitte pas (1972)
• Les Marquises (1977)
Φιλμογραφία (σαν ηθοποιός)
• La grande peur de Monsieur Clément (1956) directed by Paul Deliens
• Les risques du métier (1967) directed by André Cayatte
• La Bande à Bonnot (1968) directed by Philippe Fourastié
• Mon oncle Benjamin (1969) directed by Édouard Molinaro
• Mont-Dragon (1970) directed by Jean Valère
• Franz (1971) directed by Jacques Brel
• Les assassins de l'ordre (1971) directed by Marcel Carné
• L'aventure, c'est l'aventure (1972) directed by Claude Lelouch
• Le bar de la fourche (1972) directed by Alain Levent
• Le Far West (1973) directed by Jacques Brel
• L'emmerdeur (1973) directed by Édouard Molinaro
Σχόλια
[1] Διαβάστε τους στίχους και την ελληνική τους μετάφραση εδώ
[2] Μέχρι το 2014 είχαν καταγραφεί περίπου 6800 διασκευές κομματιών του Jacques Brel από 2500 καλλιτέχνες. Στη λίστα βρίσκονται μουσικοί από όλο τον κόσμο και από σχεδόν όλα τα μουσικά είδη. Από τον Sam Cooke και τον Ray Charles, μέχρι τη Dee Dee Bridgewater και τη Diamanda Galás. Από την Marlene Dietrich και την Edith Piaf, μέχρι τη Shirley Bassey και τη Nina Simone. Από τον Frank Sinatra και τον Glen Campbell, μέχρι τον Neil Diamond και τον Engelbert Humperdinck. Από την Cyndi Lauper και τον Marc Almond, μέχρι τον Alex Harvey και τους Nirvana. Από την Joan Baez και τον John Denver, μέχρι τον Gavin Friday (Virgin Prunes) και τον Robyn Hitchcock. Και στην Ελλάδα από τον Γ. Πάριο και την Χ. Αλεξίου, μέχρι τον Θάνο Μικρούτσικο και τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου (ευτυχώς έχουμε γλιτώσει –μέχρι στιγμής– από τον Νταλάρα, όχι όμως και από τον Sting).
Από αυτές λοιπόν τις διασκευές, οι 450 αφορούσαν το Amsterdam.
[3] Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον Μπονό και τη συμμορία του διαβάστε το βιβλίο "Η συμμορία Μπονό. Η ιστορία των Γάλλων Ιλλεγκαλιστών" του Richard Perry από τις εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος.
[4] Περισσότερα στο άρθρο του Merlin’s Music Box “Léo Ferré : Τροβαδούρος, Ποιητής, Αναρχικός & Προβοκάτορας”.