Γράφει ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΖΗΒΑΣ
“Είμαστε οι άνθρωποι που δεν θέλετε να ξέρετε
Ερχόμαστε από μέρη που δεν θέλετε να πάτε”.
(Sham 69-”Angels With Ditry Faces”)
Για το νόημα και τη φιλοσοφία του punk rock έχουν γραφτεί πολλά. Το βιβλίο όμως για το οποίο πρόκειται να διαβάσετε παρακάτω, προσεγγίζει το φαινόμενο του punk πιο πολύ μέσα από μια καθαρά κοινωνιολογική ματιά (και όχι μουσική), σαν αποτέλεσμα του τέλματος που βρισκόταν η μουσική βιομηχανία στα τέλη της δεκαετίας του ’70, εξαιτίας των πολυέξοδων ροκ σταρ και της έλλειψης μουσικής φαντασίας από την πλευρά τους προς κάτι πιο νέο και πιο δημιουργικό.
Αυτό το τέλμα, ήρθαν να εκμεταλλευτούν μερικοί νέοι άνθρωποι που απλά ήθελαν να ακουστεί η φωνή τους. Παράλληλα, οι ίδιοι άνθρωποι δημιούργησαν ένα νέο ανεξάρτητο και αχειραγώγητο δίκτυο εκμετάλλευσης και διανομής της μουσικής τους, έξω από τα εμπορικά στεγανά, τη νοοτροπία και τα όρια που καθόριζε ως τότε η μουσική βιομηχανία.
Πώς θα μπορούσε όμως ένα βιβλίο που είναι γραμμένο με έναν ακαδημαϊκό, διανοουμενίστικο Λόγο –πράγμα εντελώς αντίθετο με το ίδιο το punk, το οποίο ήταν εχθρικό απέναντι σε κάθε τι σοβαροφανές και ακαδημαϊκό– να μεταφέρει την πραγματική κατάσταση μιας υποκουλτούρας που γεννήθηκε στις γειτονιές του Λονδίνου; Πώς όλη αυτή η κίνηση κατάφερε να βρει μουσική απήχηση στους νέους/ες και συνάμα να γίνει ένας καταγγελτικός τρόπος ζωής και το υπερτατο σάουντρακ για εξεγέρσεις και οδομαχίες;
Αξίζει να σημειώσω ότι το βιβλίο εκδόθηκε το 1985, όταν πια το πρώτο κύμα του punk έχει σβήσει, ενώ οι μουσικοί που είχαν ξεκινήσει τη σκηνή είχαν γίνει πλέον διάσημοι και αρκετοί από αυτούς πλούσιοι.
Ο David Laing, μελετητής της βρετανικής pop κουλτούρας, δεν γράφει απλά για ένα περιβάλλον στο οποίο, όπως άλλωστε έχει δηλώσει και ο ίδιος, ουδέποτε ανήκε, αλλά το αναλύει κιόλας. Καταγράφει με κάθε λεπτομέρεια τους μηχανισμούς, την πολιτική και κοινωνική κατάσταση της εποχής, και όλα όσα οδήγησαν στην καθιέρωση του punk ως μια επαναστατική μουσική και ως ένας τρόπος ζωής.
Το βιβλίο υποστηρίζει ότι ένα από τα σημαντικότερα πολιτικά επιτεύγματα του punk ήταν ότι αποκάλυψε τις λειτουργίες της εξουσίας στη βρετανική μουσική βιομηχανία, καθώς αυτή βρέθηκε σε σύγχυση λόγω του ήχου, της προκλητική μανίας, αλλά και της πρακτικής της αυτοδιαχείρισης των έργων από τους μουσικούς και τους φίλους του punk.
Επιπλέον, δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στην πρακτική (πολιτική και οικονομική) των ανεξάρτητων δισκογραφικών εταιρειών, μέσω των οποίων διανεμήθηκε πολύ μεγάλο μέρος της punk μουσικής, τόσο δισκογραφικά όσο και σε επίπεδο λόγου, με τα φανζίν, τις αυτοσχέδιες αφίσες και τα φλάιερ των συναυλιών, κλπ.
Εκεί που ένας δισκογραφικός κολοσσός υπέγραφε συμβόλαια χιλιάδων στερλινών για την κυκλοφορία ενός μέτριου pop σινγκλ και συγκροτήματα όπως οι ABBA το 1976, είχαν προπωλήσει τριάμισι εκατομμύρια εισιτήρια της περιοδείας τους, οι Sex Pistols, γνώριζαν την πρώτη τους επιτυχία με ένα τραγούδι που σοκάριζε, ουρλιάζοντας: “Anarchy in the U.K.” Ένα κομμάτι, που παρ’ όλες τις πιέσεις και την εκδίωξη των Pistols από την πολυεθνική ΕΜΙ που το είχε κυκλοφορήσει, έφτασε στο νούμερο 38 των βρετανικών charts.
Αυτή η φτηνή παραγωγή μιας άγνωστης και ανεξέλεγκτα προκλητικής παρέας νεαρών, έκανε τα στελέχη των πολυεθνικών της μουσικής βιομηχανίας να αναρωτιούνται αν βρίσκονται μπροστά σε ένα φαινόμενο που θα αβγατίσει τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς ή αν αποτελεί την αρχή της καταστροφής τους.
Μέσω της λεπτομερούς εξέτασης των συνθηκών υπό τις οποίες άρχισε και στη συνέχεια υποβαθμίστηκε το punk, ο Laing αναπτύσσει μια άποψη για την σκηνή και τη μουσική της, τόσο σύνθετη όσο και αντιφατική.
Από τη μία πλευρά η ίδια η μουσική βιομηχανία και η προσπάθειά της να εκμεταλλευτεί το punk –παρά το αρχικό σοκ– και από την άλλη η "Do It Yourself" πρακτική, η οποία δεν ενδιαφερόταν να αποκομίζει κέρδη όσο να διανέμει το έργο και το νόημά του σε όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο με μικρό ή και κανένα αντίτιμο,
Όλα αυτά συνέβησαν σε μία εποχή όπου η οικονομία κατέρρεε και η ανεργία γνώριζε κατακόρυφη άνοδο, παράλληλα με την ταυτόχρονη ενίσχυση του ρατσισμού και της επιρροής του ακροδεξιού εθνικιστικού λόγου.
Η μετάφραση του Αλέξη Καλοφωλιά (The Last Drive/ Thee Holy Strangers) στην ελληνική έκδοση του βιβλίου είναι εξαιρετική, καθώς πρόκειται για ένα δύσκολο πόνημα, το οποίο μάλλον ανάγεται σε μια επιστημονική πραγματεία παρά σε ένα (ακόμη) βιβλίο που αφορά μια νεανική υποκουλτούρα.
Χρησιμοποιώντας παραδείγματα από ένα ευρύ φάσμα αναφορών, μέσα στα κεφάλαιά του χρησιμοποιεί τις τεχνικές της σημειολογίας στα όρια των κοινωνιολογικών αναλύσεων του Φουκώ και του μεταμοντερνισμού του Ντεριντά, για να εξετάσει τη κοινωνική προσέγγιση της ονοματοδοσίας μελών και συγκροτημάτων (από τον Johnny Rotten και την Poly Styrene), τον ήχο και τους στίχους της μουσικής και τις οπτικές παραμέτρους της εμφάνισης και της προκλητικότητάς της.
Πρόκειται για μια αποστασιοποιημένη και “ξερή” ανάγνωση, εντελώς πραγματική και αναλυτική. Αυτό το θέτει σε μια δική του τάξη.
Έχω διαβάσει πολλά βιβλία για τη μουσική και το punk εν γένει, αλλά τα περισσότερα από αυτά είναι συναισθηματικά φορτισμένα και περικλείουν μια αύρα νοσταλγίας.
Το One Chord Wonders – Λόγος και Σημασία στο Punk Rock είναι μια αιτιολογημένη και διαφορετική έρευνα εκείνων των χρόνων και της punk σκηνής, η οποία εξηγεί από πού προερχόταν ταξικά και κοινωνικά το ίδιο το κίνημα και τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποίησε τα κοινωνικά πρότυπα της εποχής προκειμένου να προσαρμοστεί σε αυτά.
Όπως γράφει και ο TV Smith (κιθαρίστας και τραγουδιστής των Adverts) στην εισαγωγή του: “Υπάρχουν πολλά βιβλία που περιγράφουν τί συνέβη την εποχή του punk. Μερικοί τολμούν ακόμη να κάνουν ερωτήσεις γι’ αυτό. Εδώ, επιτέλους τίθεται η ερώτηση που δίνει μερικές απαντήσεις”.
Εκδόσεις Κουκκίδα (375 σελ.)
Μετάφραση: Αλέξης Καλοφωλιάς