Γράφει ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΕΛΙΑΝΑΙΟΣ
«Δεν υπάρχει κανένα μέρος στον κόσμο όπου θα ανήκω όταν θα φύγω. Δεν θα ξέρω το σωστό από το λάθος όταν θα φύγω. Δεν θα με βρείτε να τραγουδώ αυτό το τραγούδι όταν θα φύγω. Οπότε πρέπει να το κάνω όσο είμαι ακόμα εδώ»
Με αυτούς τους στίχους όπου έμελλαν να είναι και προφητικοί, ένας από τους μεγαλύτερους τραγουδοποιούς της δεκαετίας του ’60 έδινε έμπρακτα το δικό του μοναδικό στίγμα στην ίσως πιο βρώμικη περίοδο που διένυσε η Αμερική. Ο λόγος για τον Phil Ochs όπου κάπου εκεί στις 9 Απριλίου του 1973 έβαλε τέλος στην ζωή του έχοντας πρώτα προλάβει να πει μερικά από τα καλύτερα τραγούδια διαμαρτυρίας που γράφτηκαν ποτέ για τα κοινωνικά εγκλήματα που συνέβαιναν στην αντίπερα όχθη.
Γεννημένος στο Ελ Πάσο του Τέξας τον Δεκέμβρη του ’40 ο νεαρός Phil έδειξε τις μουσικές του ικανότητες από τα χρόνια της εφηβείας μιας και ήταν μεγάλο ταλέντο στο κλαρινέτο. Αν και στο σχολείο τα μουσικά του μονοπάτια ορίζονταν στην κλασική παιδεία, ο Ochs έστηνε αφτί στο ραδιόφωνο ακούγοντας τους rock n roll μύθους, Buddy Holly, Elvis Presley καθώς και τους folk τραγουδοποιούς Hank Williams, Johnny Cash, κ.α. Αργότερα και μπαίνοντας στο Πανεπιστήμιο όπου ήθελε μετά μανίας να σπουδάσει δημοσιογραφία ήρθε αντιμέτωπος καταλυτικά με τα τραγούδια των Woody Guthrie, Pete Seeger και πιο πολύ του Bob Gibson που ήταν και η μεγαλύτερη επιρροή του.
1962 και φεύγοντας για την Νέα Υόρκη, ο Ochs δίνει μια υπόσχεση στους δικούς του λέγοντας τους πως θα γίνει ο μεγαλύτερος folk τραγουδοποιός της χώρας. Ξεκινά να παίζει ζωντανά με την κιθάρα του σε διάφορα νυχτερινά folk clubs, υπαίθριους χώρους και όπου αλλού μπορούσε να στηθεί μια κιθάρα και μια φωνή. Η στιχομυθία των τραγουδιών του καταπιάνεται έντονα με τον πόλεμο του Βιετνάμ, τα πολιτικά κι εργασιακά δικαιώματα και για οτιδήποτε έχει να κάνει με την κοινωνική αδικία και τον παραλογισμό αυτού του κόσμου. Τραγούδια διαμαρτυρίας ή καλύτερα τραγούδια επικαιρότητας όπως προτιμούσε να τα αποκαλεί ο ίδιος. Ένας μελωδικός δημοσιογράφος, όπως βαφτίστηκε, αντλώντας τα θέματα του από τους New York Times και το Newsweek. Με τις live εμφανίσεις του χτίζει όνομα και παίρνει μια θέση στο πάνθεον των μεγαλύτερων folk τραγουδιστών της εποχής. Για δύο συνεχόμενες χρονιές 1963 – 64 καλείται στο πασίγνωστο Newport Folk Festival και παίζει δίπλα σε ονόματα όπως οι Peter, Paul and Mary, Joan Baez και Bob Dylan. Με τον τελευταίο θα αναπτυχθεί μια φιλία όπου θα κρατήσει χρόνια ενώ την επόμενη χρονιά ο Phil Ochs δεν θα είναι παρών στο ίδιο - κι όπως εξελίχθηκε επεισοδιακό φεστιβάλ - όπου ο Dylan εμφανίστηκε με μια ηλεκτρική κιθάρα παίζοντας το Maggie’s Farm με τους φανατικούς οπαδούς από κάτω να τον αποκαλούν Ιούδα. Ο Ochs υπερασπίστηκε τον Dylan για εκείνη την εμφάνιση, θαυμάζοντας το θάρρος του και βλέποντας τις μουσικές εποχές που έρχονταν για να αλλάξουν. Την τριετία 1964-65-66 θα κυκλοφορήσει τρία ισάριθμα άλμπουμ: All the News That's Fit to Sing, I Ain't Marching Anymore και Phil Ochs in Concert. Κάθε δίσκος είναι καλύτερος από τον προηγούμενο και τα τραγούδια επικαιρότητας αρχίζουν να σιγοσφυρίζονται από αρκετά χείλη. Η Αμερική βλέπει τα όνειρά της για ειρήνη και κατάπαυση του πυρός στο Βιετνάμ να γκρεμίζονται με την δολοφονία του Kennedy, το ίδιο και ο Ochs που όμως δεν το βάζει κάτω. Πιστεύει πως η μουσική του μπορεί να αλλάξει τα πράγματα. Οι τρεις πρώτοι του δίσκοι στιχουργικά δεν δειλιάζουν πουθενά. Μιλούν κατευθείαν στον απλό κόσμο, είναι γεμάτοι σάτιρα και αγανάκτηση ενώ η κιθάρα φτιάχνει λιτά κι απέριττα κομμάτια με τον στίχο να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή. Στέκεται δίπλα στους ανθρακωρύχους, βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των διαδηλώσεων κατά του πολέμου, είναι στην εμπροσθοφυλακή πορειών για τα εργασιακά και ανθρώπινα δικαιώματα. Όσο πιο διάσημος γίνεται τόσο μεγαλώνει και ο κοινωνικοπολιτικός του ακτιβισμός. Φεύγει από την Electra rec. και υπογράφει στην Α&Μ όπου στεγαζόταν και η φίλη του Joan Baez. Θα κυκλοφορήσει άλλα τέσσερα άλμπουμ και συγκεκριμένα από το 1967 ως το ’70. Αλλάζει τον ήχο του σε πιο pop – folk μονοπάτια πιστεύοντας πως θα γίνει ευρύτερα γνωστός απευθυνόμενος σε πιο mainstream ακροατήρια. Χαριτολογώντας παρουσιάζει τον εαυτό του ως ένα μείγμα Elvis Presley με Che Guevara.
Στο οπισθόφυλλο του Greatest Hits (1970) όπου πρόκειται για κανονικό άλμπουμ και όχι για συλλογή, αυτοσαρκάζεται γράφοντας "50 fans cant’ be wrong" παρωδώντας την περιβόητη συλλογή του βασιλιά 50,000,000 Elvis Fans Can't Be Wrong. Γίνεται φανερό πως ζητάει κάτι παραπάνω από το να είναι ο Τραγουδιστής των Διαμαρτυριών. Έχοντας οργανώσει ο ίδιος (και με μεγάλη επιτυχία) το 1967 δύο μεγάλα συλλαλητήρια στη Νέα Υόρκη και το Λος Άντζελες με τίτλο The War Is Over δίνοντας στον κόσμο ένα αισιόδοξο μήνυμα για το τέλος του πολέμου, βλέποντας τις δολοφονίες των Martin Luther King και Robert Kennedy την αμέσως επόμενη χρονιά καθώς και την εκλογή Nixon, ο Phil Ochs αρχίζει να απογοητεύεται. Το όνειρό του πως η μουσική μπορεί να αλλάξει τον κόσμο αρχίζει να καταβαραθρώνεται. Είναι κάπου εκεί που του χτυπάει την πόρτα η κατάθλιψη και η διπολική διαταραχή, δώρο κληρονομιάς από τον πατέρα του. Αποφασίζει πως θέλει να δει τον κόσμο και το ’71 φεύγει για την Χιλή όπου στέκει στο πλευρό του Victor Jara, folk τραγουδοποιού και υποστηρικτή του Salvador Allende. Αρχίζει να ξαναπιστεύει στη δύναμη του κόσμου και της μουσικής αλλά η ψυχολογική του κατάσταση μαζί με το αλκοόλ και τα χάπια όπου έχει ξεκινήσει να καταναλώνει σε μεγάλες ποσότητες έχουν αρχίσει να κρατάνε τα γκέμια της ζωής του. Δυο χρόνια αργότερα μεταβαίνει στην Αφρική και κάπου στην Τανζανία του επιτίθενται, τον κλέβουν και προσπαθούν να τον στραγγαλίσουν. Μετά από τέσσερις ώρες αναισθησίας και σε ένα χωράφι στο πουθενά, ξυπνά αλλά έχει χάσει το εύρος των φωνητικών του χορδών. Επιστρέφει πίσω στην πατρίδα αλλά η κατάθλιψή τον έχει καταρρακώσει. Οργανώνει μια συναυλία για το λαό της Χιλής και των ηρώων του, Jara και Allende που δολοφονήθηκαν άγρια. Το 1975 ο πόλεμος στο Βιετνάμ τελειώνει και στο Central Park μαζεύεται 100 χιλιάδες κόσμου να το γιορτάσουν. Ο Phil Ochs τραγουδά μαζί με την Baez το υπέροχο There But Fortune ενώ ο ίδιος κλείνει την γιορτή με το The War Is over. Η Baez θα ομολογήσει χρόνια αργότερα πως ο Ochs σε εκείνο το φεστιβάλ ήταν συνέχεια θλιμμένος.
Η διπολική διαταραχή, του βγαίνει με τον πιο άγριο τρόπο. Επινοεί μια περσόνα με το όνομα John Butler Train και ωσάν τρελός προφήτης του δρόμου που κοιμάται συνέχεια έξω διαδίδει στον κόσμο ότι δολοφόνησε τον Phil Ochs. Τρομοκρατεί τους φίλους του, κατεβάζει ασταμάτητα χάπια και αλκοόλ, κυκλοφορεί με ένα σφυρί στο χέρι και περιπλανιέται άσκοπα στους δρόμους της Νέας Υόρκης. Αφού αρνείται να νοσηλευτεί μετακομίζει στο σπίτι της αδερφής του όπου και διαμένει ήσυχος μέχρι τις 9 Απριλίου του 1976 όπου θα περάσει μια θηλιά στο λαιμό του και θα βάλει τέλος στα βάσανά του.
Μέχρι τον θάνατό του το FBI είχε έναν φάκελο 400 σελίδων με το όνομά του, ο ίδιος υποστήριζε πως για τον παρ’ ολίγο στραγγαλισμό του ευθύνονταν οι μυστικές υπηρεσίες. Λίγο πριν φύγει για πάντα αγόρασε μια γάτα στην κόρη του και την ονόμασε Ρεμπώ. Τα τραγούδια του συνεχίζονται να διασκευάζονται μέχρι σήμερα από μπάντες και τραγουδιστές όπως οι Pearl Jam, Joan Baez, Billy Bragg κ.α. κι εκείνος ότι ήταν να πει και να τραγουδήσει το έκανε σε τούτη τη ζωή και όχι σε κάποια άλλη.
Γιάννης Ζελιαναίος
Γεννήθηκε το 1978. Εργάζεται στην Στέγη Bibliotheque. Συνεργάζεται με το Merlin’s Music Box. Βάζει μουσική στο Closer. Κυκλοφορεί τις φανζινατες εκδοσεις συλλεκτικου παραλογισμου ΚΑΖΑΝΑΚΙ. Έχει βγάλει πέντε ποιητικές συλλογές. Πιστεύει πως το φαΐ των θεών είναι τα μακαρόνια και του αρέσει το ρήμα βοτκάρω.
Γιάννης Ζελιαναίος
Γεννήθηκε το 1978. Εργάζεται στην Στέγη Bibliotheque. Συνεργάζεται με το Merlin’s Music Box. Βάζει μουσική στο Closer. Κυκλοφορεί τις φανζινατες εκδοσεις συλλεκτικου παραλογισμου ΚΑΖΑΝΑΚΙ. Έχει βγάλει πέντε ποιητικές συλλογές. Πιστεύει πως το φαΐ των θεών είναι τα μακαρόνια και του αρέσει το ρήμα βοτκάρω.
Γιάννης Ζελιαναίος
Γεννήθηκε το 1978. Εργάζεται στην Στέγη Bibliotheque. Συνεργάζεται με το Merlin’s Music Box. Βάζει μουσική στο Closer. Κυκλοφορεί τις φανζινατες εκδοσεις συλλεκτικου παραλογισμου ΚΑΖΑΝΑΚΙ. Έχει βγάλει πέντε ποιητικές συλλογές. Πιστεύει πως το φαΐ των θεών είναι τα μακαρόνια και του αρέσει το ρήμα βοτκάρω.