Μια απολύτως αληθινή ιστορία από τον Γιάννη Καστανάρα
Δεν ξέρω αν στη σημερινή εποχή του ακραίου νεοσυντηρητισμού κυκλοφορούν ακόμα στο εμπόριο, αλλά όταν ήμουν παιδί, υπήρχαν οι περίφημες τσίχλες-τσιγάρο σε ανάλογο πακετάκι, που τις αγοράζαμε για να το παίξουμε αντράκια, φουμάροντας με απόλαυση τον ανύπαρκτο καπνό, αλητεία κι έτσι, και γεμίζοντας τα πνευμόνια μας με αέρα κοπανιστό, πριν αρχίσουμε το μάσημα που μπορεί να διαρκούσε κάμποσες ώρες.
Είμαι, που λέτε, στην πρώτη γυμνασίου, πρέπει να ήταν λίγο μετά το Πολυτεχνείο, χειμώνας δηλαδή, και με θυμάμαι να γυρίζω σπίτι από το σχολείο, ακολουθώντας πάντα διαφορετική διαδρομή, πότε μόνος, πότε με άλλους συμμαθητές, σαχλαμαρίζοντας σε απίστευτο βαθμό και κάνοντας λογιών λογιών μαλακίες (όπως π.χ. πετροβολώντας τα τζάμια του εγκαταλειμμένου εργοστασίου στην Αρματωλών και Κλεφτών, εκεί που σήμερα βρίσκεται ο χώρος τέχνης «Ιλεάνα Τούντα»). Είμαι μόνος, ούτε εκατό βήματα από την πόρτα μου, στο ένα χέρι η «σάκα», στο άλλο τίποτα, και στο στόμα ένα τσιγάρο-τσίχλα που το κρατάω ανάμεσα στα δόντια σαν σκύλος που μεταφέρει το πιο πολύτιμο κόκαλο για να το καβατζώσει και να το θάψει για τις δύσκολες μέρες.
Η κουτσομπόλα της γειτονιάς έχει βγει στο μπαλκόνι του γωνιακού σπιτιού και η αχώνευτη κωλόγρια καπνίζει αμέριμνη το τσιγαράκι της μέσα στην παγωνιά – αμέριμνη, μέχρι τη στιγμή που με βλέπει να πλησιάζω εξουθενωμένος από άλλη μια ανιαρή σχολική μέρα, στην διάρκεια της οποίας ο μόνιμος βραχνάς ήταν το αργό και βασανιστικό ξεφύλλισμα του καταλόγου και η ανακοίνωση του ονόματος των «μελλοθανάτων» από τον καθηγητή.
«Σαν δεν ντρέπεσαι, Γιάννη, θα το πω στη μάνα σου, είναι πράγματα αυτά, ν’ αρχίσεις το κάπνισμα από τόσο μικρός;» Κάτι τέτοιο, τέλος πάντων.
Νομίζω πως δεν της έδωσα καμία σημασία και συνέχισα το δρόμο μου διανύοντας τα λίγα μέτρα που απέμεναν ως το σπίτι. Την επόμενη μέρα, η μπαμπόγρια πράγματι ενημέρωσε τη μάνα μου για το επικίνδυνο ολίσθημα του μοναχογιού της, αλλά η μάνα μου δεν το έχαψε κι όταν αργότερα το κουβεντιάσαμε τη θυμάμαι να λέει, «Μια παλιόγρια είναι, αλλά εύχομαι να μην βάλεις ποτέ στο στόμα σου αυτό το παλιόπραμα». Η μάνα μου και ο πατέρας μου κάπνιζαν μέχρι που τους το έκοψαν οι γιατροί και η ωριμότητα της ηλικίας…
Επί της ουσίας, τώρα…
Στα δεκαπέντε μου η ευχή της μάνας πετάχτηκε στα σκουπίδια, εκεί που συνήθως πετάγονται οι ευχές των μανάδων που έχουν πολύ συγκεκριμένες ιδέες για το «καλό» των παιδιών τους. Με τον Νίκο και τον άλλο Γιάννη, δυο φιλαράκια και γειτονόπουλα (τότε υπήρχαν ακόμα φιλαράκια και γειτονόπουλα), έχουμε πάρει τη μεγάλη απόφαση: να δοκιμάσουμε τον απαγορευμένο καρπό και, αν μας αρέσει, να γίνουμε μελλοντικοί καρδιοπαθείς και καρκινοπαθείς, σύμφωνα με τις επιταγές της ιατρικής μόδας. Ωστόσο, ήμασταν εντελώς άσχετοι από μάρκες (ο πατέρας μου κάπνιζε Σαντέ άφιλτρα και η μάνα μου Σαντέ φίλτρο) κι όταν εκείνη την μέρα περάσαμε με επιφύλαξη το κατώφλι του ψιλικατζίδικου με λίγα κέρματα στην τσέπη, βρεθήκαμε μπροστά σε μια ποικιλία πακέτων που, ακόμα και για την εποχή, ήταν άκρως εκθαμβωτική. Χαζέψαμε για λίγο υπό το άγρυπνο βλέμμα του κυρίου Γιώργου, του ψιλικατζή που η ανάσα του μύριζε αλκοολούχες ουσίες από τα δέκα μέτρα, και τελικά καταλήξαμε στη μάρκα «Πρώτο», μόνο και μόνο για τον χαρακτηρισμό κάτω από τον τίτλο – «γλυκόπιοτο». Ούτε χασίσι να 'τανε... Λέμε, για να το γράφει, έτσι θα είναι. Πληρώνουμε κι ο ένας το χώνει στο παλτό του μαζί με τα σπίρτα που έχει καταχωνιάσει από το σπίτι του. Ήμασταν, βλέπετε, πολύ θαρραλέα παιδιά…
Ο τόπος του εγκλήματος ήταν προαποφασισμένος: το Βουνό, ο Λυκαβηττός μας, το μέρος όπου ζούσαμε και ανασαίναμε καθημερινά (και μερικοί συνεχίζουμε να ζούμε και να ανασαίνουμε καθημερινά), είτε παίζοντας «πόλεμο» ανάμεσα στα βράχια και τα δέντρα, είτε πετροβολώντας διερχόμενα οχήματα από τον περιφερειακό (η μεγάλη καύλα ήταν τα λεωφορεία, με τις πέτρες να πέφτουν βροχή πάνω στη λαμαρίνα της σκεπής) για να τρέξουμε στη συνέχεια γελώντας υστερικά, ανηφορίζοντας το Βουνό έχοντας ξοπίσω μας το έξαλλο βρισίδι των οδηγών. Ναι, όπως αυτοί οι παλαβιάρηδες που ενίοτε απασχολούν τα δελτία ειδήσεων και λέτε, «Πάλι καλά που ο ψυχάκιας δεν σκότωσε κάποιον άνθρωπο». Ε, λοιπόν, εμείς ήμασταν οι πρωτοπόροι… Εμείς ήμασταν οι πρώτοι «ψυχάκηδες»…
Μονοπάτι παίρνουμε, μονοπάτι αφήνουμε, και τελικά φτάσαμεσε ένα σημείο γνωστό από προηγούμενες επιδρομές μας. Το Σημείο Ζήτα, όπως το ονομάσαμε συνθηματικά, δηλαδή, «Τι ώρα θα βρεθούμε στο Σημείο Ζήτα», «Πέρασα από το Σημείο Ζήτα κι όλα ήταν ήσυχα», «Στο σημείο Ζήτα δεν πατάει ποτέ ψυχή» και διάφορες τέτοιες μπούρδες. Ήμασταν τρεις. Αρχικά, υπήρξε κάποιος δισταγμός. «Ρε συ, μπας και κάνουμε μαλακία;» «Ρε σεις, μπας και δεν μπορούμε μετά να το κόψουμε;», «Ρε σεις, κι αν αρρωστήσουμε;» Και το κυριότερο: «Ρε σεις, κι αν το μυριστεί η μάνα μου;» Ωστόσο, ήμασταν αποφασισμένοι και τίποτε δεν μπορούσε να μας σταματήσει από το εφηβικό vivere pericolosamente. Τι διάολο, μια ζωή την έχουμε κι όσο πιο γρήγορα αρχίσουμε να την γλεντάμε, τόσο το καλύτερο. Και άρχισε η τελετουργία…
Δεν είμαι σίγουρος αν άναψα πρώτος, νομίζω πως όχι, εξάλλου δεν έχει σημασία. Η πρώτη τζούρα, βήχας, μια γεύση σκατά, αλλά σε τέτοιες περιπτώσεις χρειάζεται υπομονή και επιμονή. Κι εμείς διαθέταμε άφθονα κι από τα δυο – θα περνούσαν χρόνια μέχρι να τα χάσουμε, όπως τελικά θα χανόμασταν μεταξύ μας, άλλος στον αγύριστο, άλλος στη φαμίλια του, άλλος στο άγνωστο.
Έτσι λοιπόν πήραμε το παρθενικό μας τσιγάρο «παρτούζα» κι έπειτα άναψεο καθένας το δικό του, κοζάροντας με προσοχή αριστερά δεξιά μήπως μας πάρει κάνα μάτι. Όμως εκείνο το χειμωνιάτικο απογευματάκι στο Βουνό δεν υπήρχε ψυχή. Το μόνο που ακουγόταν ήταν οι μακρινές κραυγές από το Γήπεδο για κάποιο γκολ, για κάποια χαμένη ευκαιρία, για κάποια λαθεμένη απόφαση του διαιτητή.
Δεν μπορώ να πω με σιγουριά πόσα τσιγάρα καπνίσαμε εκείνη την πρώτη, αποφράδα για τον οργανισμό μας, μέρα. Ίσως από δυο τρία ο καθένας – το βέβαιο είναι ότι αποφύγαμε τις υπερβολές. Τις αφήσαμε για αργότερα. Και, καθώς στο Σημείο Ζήτα δεν πατούσε ποτέ ψυχή, αποφασίσαμε να καταχωνιάσουμε το πακέτο κάτω από μια πέτρα, σε μέρος προφυλαγμένο από τη βροχή, και να επαναλάβουμε την «Επιχείρηση Φουμάρισμα» τις επόμενες μέρες.
Όπερ και εγένετο. Και το ένα πακέτο «Πρώτο» (γλυκόπιοτο) διαδεχόταν το άλλο. Σταθεροί στη μάρκα, ασταθείς στη ζωή. Στην παρέα προστέθηκαν κάνα δυο ακόμα περίεργοι. Φεύγοντας από τον τόπο του εγκλήματος, τρίβαμε καλά καλά τα χέρια μας με χώμα, σαν να ήταν σαπούνι, για να μη μυρίζουν, κι όταν γυρίζαμε σπίτι, τρέχαμε κατευθείαν στην τουαλέτα σαν να μας είχε πιάσει κόψιμο και ξεπλέναμε το στόμα με άφθονη οδοντόπαστα (όχι οδοντόκρεμα, όπως τη λένε τώρα), προκειμένου να καλύψουμε κάθε ίχνος της κουταμάρας μας.
Και οι σχεδόν καθημερινές βόλτες μας στο Σημείο Ζήτα, εκεί που δεν πατούσε ποτέ πόδι ανθρώπου, συνεχίστηκαν για κάμποσο καιρό. Με κρύα και με βροχές, με ζέστη και με καύσωνα. Και το «Πρώτο» μας περίμενε πάντα εκεί… Πάντα;
Μια μέρα που σηκώσαμε την πέτρα, το πακέτο είχε κάνει φτερά… Αλλάξαμε μάρκα κι ο καθένας διάλεξε τη δική του. Η δική μου προτίμηση ήταν η «Τράκα». Αυτό πια κι αν ήταν συνήθεια. Μπορείτε, μάλιστα, να ρωτήσετε τους φίλους μου. Για χρόνια ο Μιχάλης ερχόταν στο σπίτι μου με δυο πακέτα Camel. Ήξερε ότι το ένα θα θυσιαζόταν στο βωμό της αχόρταγης πείνας μου για τον δολοφονικό καπνό. Δεν παραπονέθηκε ποτέ. Ακόμα δεν παραπονιέται, αν και έχω περιορίσει το κάπνισμα του τσιγάρου προς όφελος άλλων ηδονών. Ούτε θυμάμαι να έχει παραπονεθεί κάποιος άλλος φίλος για μια δική μου συνήθεια που εδώ και δεκαετίες προκαλεί αιμορραγία στο πορτοφόλι του.
Ρε σεις, μόνο αγάπη…
Διαβάστε σχετικά: Αύγουστος (μια σχεδόν φανταστική ιστορία)
Γιάννης Καστάναρας
Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξιν και κατ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
Γιάννης Καστάναρας
Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
Γιάννης Καστάναρας
Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.