Συνέντευξη: Μιχάλης Πούγουνας
φωτο: Decembered
[The Membranes Live @ Temple – guests: Spinners, 6 Φεβρουαρίου 2020]
Έφτασα στο Temple ακριβώς στις πέντε το απόγευμα, όπως ήταν συμφωνημένο. Η περιοχή ήταν άδεια από κόσμο και επειδή είχε κρύο έσπρωξα την πόρτα του μαγαζιού με την ελπίδα να χωθώ κάπου ζεστά. Προς μεγάλη μου έκπληξη το κλαμπ ήταν ανοιχτό και μπήκα ελεύθερα. Δύο ηχολήπτες ήταν πάνω στην σκηνή, κουβεντιάζοντας και προετοιμάζοντας την συναυλία, τα φώτα και τον ήχο. Κάθισα σε ένα κάθισμα δίπλα σε ένα μισογεμάτο μπουκάλι ουίσκι που είχε ξεμείνει από την προηγούμενη νύχτα, μακριά από τους δύο ηχολήπτες και μιας και δεν υπήρχε κανένας άλλος τριγύρω, έριξα μια ματιά στο άδειο μαγαζί.
Με τον John Robb είχαμε μια πρώτη επιφανειακή επαφή το 2016 μέσω μηνυμάτων στο facebook του στυλ «Τι γίνεται;», «Μια χαρά, τι κάνει η νέα μπάντα σου;» κλπ. Γενικά έχουμε αρκετούς κοινούς γνωστούς και όταν θα βρισκόμασταν δεν θα ήταν σαν να πέφταμε από τον ουρανό. Δεν έχω βρεθεί πρόσωπο με πρόσωπο με τον Robb, αλλά τον γνωρίζω εδώ και πολλά χρόνια εξ αποστάσεως. Είναι ένας άνθρωπος που δύσκολα θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητος από όποιον ενδιαφέρεται πραγματικά για την μουσική αφού εκτός από μουσικός, συγγραφέας και δημοσιογράφος εδώ και τέσσερις δεκαετίες, έχει κάνει και ντοκιμαντέρ για το BBC σχετικά με τις τέχνες στη Βορειοδυτική Αγγλία, όπως ασφαλώς και για τη μουσική. Τώρα τελευταία μάλιστα παρουσιάζει μια εκπομπή μέσα από το Louder Than War, όπου συζητά μπροστά στην κάμερα με ανθρώπους όπως ο Penny Rimbaud των Crass, οι κωμικοί Stewart Lee και Mark Thomas, ο Shaun Ryder των Happy Mondays και των Black Grape, η Viv Albertine από τις Slits, η βουλευτής των Πρασίνων στην Βρετανία Caroline Lucas και πολλοί άλλοι. Με λίγα λόγια, είναι ένας άνθρωπος που αποτελεί ζωντανό πολιτιστικό κύτταρο τουλάχιστον για την Βρετανία κι έτσι όταν με ρώτησαν αν ήθελα να κάνω μια συνέντευξη μαζί του, δέχτηκα χωρίς να το σκεφτώ.
Η πόρτα του Temple άνοιξε και μπήκαν οι πρώτοι μουσικοί. Ήταν οι Spinners, το ελληνικό τρίο που θα άνοιγε την συναυλία των Membranes. Όταν το βράδυ ανέβηκαν στη σκηνή και έπαιξαν το σετ τους, αναρωτήθηκα γιατί δεν τους βλέπω να παίζουν συχνότερα live. Ρώτησα αργότερα τον Πάνο, τον κιθαρίστα τους, και μου είπε ότι είχαν να ξεπεράσουν κάποια προβλήματα αλλά τώρα μάλλον θα τους βλέπουμε πιο συχνά. Ο ήχος των Spinners έχει στοιχεία από Fugazi και Mudhoney και γρήγορα κατάφεραν να κερδίσουν όσους από το κοινό δεν τους γνώριζαν (όπως εγώ). Έπειτα από ένα σαραντάλεπτο σετ αποσύρθηκαν στις σκιές της σκηνής παραχωρώντας τη θέση τους στους Membranes.
***
Το 1977, o δεκαεξάχρονος John Robb δημιούργησε στο Blackpool ένα συγκρότημα που παίζοντας με τον χαρακτηριστικό βαρύ ήχο των συγκροτημάτων της Βόρειας Αγγλίας επηρέασε πολλές μπάντες, με τους Sonic Youth να το ομολογούν πρώτοι και καλύτεροι. Το συγκρότημα αυτό ήταν οι Membranes, οι οποίοι ορμώμενοι από την DIY ηθική του punk rock, κυκλοφόρησαν το πρώτο τους σινγκλ το 1980 και στα έντεκα επόμενα χρόνια ηχογράφησαν έξι ολοκληρωμένα άλμπουμ μέχρι τη διάλυσή τους στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Αλλά αυτή είναι μόνο μία πλευρά από τις δραστηριότητες του John Robb, στις οποίες παρακινήθηκε από τη φιλοσοφία του punk rock.
«Στα τελευταία άλμπουμ σας παρατηρώ μια εξέλιξη στον ήχο των Membranes», του λέω όταν βρίσκουμε επιτέλους ένα καφέ σε κάποιο δρομάκι στο Γκάζι όπου μπορούμε να κουβεντιάσουμε. Η εξέλιξη στην οποία αναφέρομαι είναι τα αρκετά ψυχεδελικά στοιχεία που έχουν προστεθεί στον ήχο τους από το 2009, οπότε και επανασυνδέθηκαν κατόπιν παρότρυνσης των My Bloody Valentine, αλλά κυρίως τα χορωδιακά μέρη που χρησιμοποιεί το συγκρότημα.
«Καταλαβαίνω τι εννοείς», μου λέει o John, «και πάντα θέλαμε να φτιάξουμε δίσκους σαν αυτούς που κάνουμε τώρα. Όταν όμως ξεκινήσαμε ήμασταν μόλις 15-16 χρονών και ζούσαμε στο Blackpool, μια μικρή επαρχιακή πόλη, ενώ την ίδια εποχή οι Joy Division ηχογραφούσαν στο Manchester με τον Martin Hannett – και όπως ξέρεις ο Martin Hannett ήταν ιδιοφυΐα. Μετά από τόσα χρόνια όμως, έχουμε μάθει πώς να φτιάχνουμε τον ήχο που θέλουμε και τώρα πια ξέρω πώς να χρησιμοποιώ ακόμα και μια χορωδία. Θέλω να πω, ξέρω ότι μπορώ να μπω στο στούντιο και να δείξω σε είκοσι άτομα πως να τραγουδήσουν ακριβώς τις μελωδίες που θέλω».
«Αυτό είναι το νέο στοιχείο της μουσικής σας στο οποίο αναφέρομαι», τον διακόπτω.
«Νομίζω ότι πρέπει να είμαστε φιλόδοξοι. Πιστεύω στην φιλοδοξία».
Στο άλμπουμ What Nature Gives/Nature Takes Away που κυκλοφόρησαν πέρσι οι Membranes συμμετέχουν ο Kirk Brandon (Theatre of Hate, Spear of Destiny) η 84άχρονη folk τραγουδίστρια Shirley Collins, ο εξειδικευμένος σε τηλεοπτικές εκπομπές γύρω από τη φύση τηλεπαρουσιαστής Chris Packham και η Pamela Rooke, η θρυλική Jordan από τις μέρες της μπουτίκ Sex του Malcolm Mclaren και της Vivienne Westwood. Στα μισά τραγούδια αυτού του δίσκου συμμετέχει η εικοσαμελής χορωδία BIMM Choir.
Ο λόγος του Robb στη συζήτησή μας είναι περιεκτικός σε πολιτικοκοινωνικά σχόλια και πολυεπίπεδος. Απέφυγα να μιλήσουμε για την ιστορία του συγκροτήματός του καθώς αυτό είναι κάτι που καθένας το βρίσκει online. Στην προκειμένη περίπτωση ήθελα να μιλήσω και να μάθω τις απόψεις του και τον τρόπο σκέψης του.
«Θεωρείς την ανθρώπινη φωνή ως το απόλυτο μουσικό όργανο;» τον ρωτώ.
«Απόλυτα! Ειδικότερα όσον αφορά στην αρμονία. Φαντάσου έναν κόσμο χωρίς αρμονία. Τον κόσμο του Donald Trump, όπου ο ένας είναι εναντίον του άλλου και όλοι μιλούν αλλά κανείς δεν ακούει. Δεν ακούγεται πιο όμορφο όταν υπάρχει αρμονία στις φωνές; Δεν υπάρχει πουθενά γύρω μας αλλά εμένα μου αρέσει η αρμονία…» Ο Robb απαντά καυστικά σχετικά με την σημερινή πραγματικότητα.
***
Πίσω σε εκείνες τις μέρες του 1977, ο Robb δημιούργησε στην πόλη του το φανζίν Rox, το οποίο έτρεχε ο ίδιος ταυτόχρονα με τους Membranes, διανέμοντάς το σε όλη την Βρετανία καθώς περιόδευε με το συγκρότημα. Μέσα στην δεκαετία του ’80 αρθρογράφησε για τα θρυλικά περιοδικά ZigZag και Sounds, αλλά και για την εβδομαδιαία μουσική εφημερίδα Melody Maker. Σήμερα γράφει για τους Sunday Times, τον Observer, τον Guardian, τον Independent, για διάφορα ιντερνετικά website, καθώς και σε άλλα πολλά.
Στην σκηνή του Temple το βράδυ της Πέμπτης, πέρα από τον Robb στην φωνή και το μπάσο, τους Membranes αποτελούσαν οι κιθαρίστες Peter Byrchmore και Nick Brown που δημιουργούσαν ηχητικά τοπία με τις κιθάρες τους χρησιμοποιώντας εναλλάξ το ebow, ενώ πίσω από τα τύμπανα καθόταν ο Mike Simii των B.F.G. από το Manchester, ένα συγκρότημα που έχει πολύ φιλικές σχέσεις με τους New Order, και στα πλήκτρα, στα δεύτερα φωνητικά και στο laptop ήταν η Amelia.
***
Στο μικρό καφέ με τους πορτοκαλί τοίχους όπου πίνουμε το καφεδάκι μας, ρωτάω τον Robb για τη θεματολογία των στίχων του.
«Υπάρχει μια περίεργη σύνδεση ανάμεσα στο άλμπουμ What Nature Gives… Nature Takes Away που κυκλοφορήσατε πέρσι και στο άλμπουμ Dark Matter-Dark Energy του 2015. Φεύγεις από την απεραντοσύνη του σύμπαντος που περιγράφεις στο Dark Matter και επικεντρώνεσαι στην σχέση της φύσης με τον άνθρωπο…»
Ο Robb κοιτάζει αριστερά-δεξιά, καθώς η εμπορική μουσική που ακούγεται από τα ηχεία του μαγαζιού που στην τύχη επιλέξαμε, κάνει το θέμα της συζήτησής μας να βρίσκεται εκτός τόπου.
«Ναι, αυτό έγινε επίτηδες», απαντά. «Είναι σαν να κλείνεσαι μέσα σου. Αν το πάρεις με την σειρά, κάθε άλμπουμ γίνεται όλο και πιο εσωτερικό στιχουργικά…»
«Και τι γίνεται όταν πεθάνεις;»
«Τελειώνεις…» απαντά μονολεκτικά.
«Είναι ένα μεταβατικό στάδιο αυτή η ζωή;»
«Όχι… Είναι πιο βολικό να πιστεύουμε πως βρισκόμαστε σε ένα μεταβατικό στάδιο. Μας κάνει να επικεντρωνόμαστε περισσότερο στην ζωή. Αυτή όμως η ιδέα, του να πάς στον Παράδεισο με τα αγγελάκια, είναι παρανοϊκή, δεν είναι; Αλλά κατά μία έννοια, η αλήθεια είναι ότι ζούμε για πάντα, επειδή κάποια κομμάτια μας επιστρέφουν πίσω στο σύμπαν. Και η ενέργεια επιστρέφει στο σύμπαν, αλλά αυτή η ενέργεια δεν είναι ούτε εγώ, ούτε εσύ. Δεν θα ζήσουμε για χιλιάδες χρόνια. Εγώ κι εσύ υπάρχουμε μόνο τώρα. Κι αυτό το τώρα, είναι τα πάντα για εμάς (με αυτή την μορφή). Κατά μία έννοια είμαστε μέρος του σύμπαντος τώρα, αυτή την στιγμή που καθόμαστε σε τούτο το τραπέζι. Το σύμπαν δεν είναι απλά η φύση που βρίσκεται εκεί έξω. Είναι εδώ. Και κάποιες φορές πειράζω για πλάκα κάποιους λέγοντάς τους ότι το σύμπαν ξεκινάει μετά από εκείνη εκεί την γωνία».
«Όλοι όμως έχουμε ένα μικρό σύμπαν μέσα μας…»
«Ναι! Υπάρχουν και κάποιοι που θεωρούν πως το σύμπαν βρίσκεται μόνο στο μυαλό μας και πως κατά κάποιο τρόπο σταματά να υπάρχει όταν πεθαίνουμε, επειδή δεν υπάρχουμε πλέον ώστε να το αντιλαμβανόμαστε. Φυσικά αυτή είναι μια πολύ εγωιστική άποψη γιατί το σύμπαν υπάρχει και θα συνεχίσει να υπάρχει ακόμα και όταν ο ήλιος καταπιεί την Γή. Δεν θα κάτσει το σύμπαν να ασχοληθεί για αυτήν εδώ την μικρή γωνίτσα, έτσι δεν είναι; Δεν χρειάζεται επειδή ζεις σε μια πόλη να πας και να σταθείς στο κέντρο ενός δάσους του Αμαζονίου για να πιστέψεις ότι αυτό το δάσος υπάρχει στ' αλήθεια…» λέει ο Robb γελώντας.
***
Όταν ανέβηκαν εκείνο το βράδυ στην σκηνή οι Membranes, παρουσιάστηκε μπροστά μας ένα θηρίο αλλιώτικο από τα άλλα. Ο John Robb διένυσε χιλιόμετρα πάνω στο πάλκο κλωτσώντας στον αέρα, καλώντας τον κόσμο κοντά του, χορεύοντας και παίζοντας ασταμάτητα το αγριεμένο μπάσο του καθώς τραγουδούσε.
***
«Πριν 34 χρόνια είχαμε ξαναπαίξει στην πόλη σας, σε μια πολύ όμορφη βραδιά», φώναξε στο μικρόφωνο, για να συμπληρώσει, «Είναι απόψε κάποιος εδώ που μας είχε δει εκείνη την βραδιά;»
Ένα-δύο άτομα μέσα από το κοινό σηκώνουν τα χέρια φωνάζοντας «Εγώ!»
***
Είναι σίγουρο ότι ο Robb έχει το χάρισμα της επικοινωνίας και αυτό το περνάει προς τα έξω με διάφορους τρόπους. Ένας από αυτούς είναι το μουσικό website Louder Than War, το οποίο κυκλοφορεί και ως έντυπο με τίτλο Louder Than Words.
«Πώς πιστεύεις ότι η τέχνη έχει να κάνει με όλα αυτά;» τον ρωτάω.
«Είναι ο μικρός μας τρόπος να καταγράψουμε τα θαύματα της ζωής και των πάντων».
«Άρα, πιστεύεις ότι μόνο ο άνθρωπος δημιουργεί τέχνη;»
«Όχι», απαντά με την βραχνή φωνή του, ψάχνοντας να βρει τις κατάλληλες λέξεις. «Όχι, και τα πουλιά, οι μαϊμούδες και άλλα ζώα κάνουν κάποια πράγματα. Δεν νομίζω ότι η τέχνη είναι μόνο προνόμιο του ανθρώπου. Νομίζω ότι απλώς εμείς έχουμε περισσότερο χρόνο στην διάθεσή μας, επειδή έχουμε μια συγκεκριμένη μορφή πολιτισμού και δεν χρειάζεται να κυνηγάμε για μια ολόκληρη εβδομάδα προκειμένου να βρούμε τροφή. Μπορώ να πάω σε ένα κατάστημα για πέντε λεπτά και να αγοράσω ό,τι χρειάζομαι. Οπότε, έχω περισσότερο χρόνο να κάνω κι άλλα πράγματα».
«Μήπως διαφέρουμε εμείς σαν άνθρωποι επειδή εμείς πουλάμε την τέχνη μας;»
«Υπάρχει και στην φύση ένα είδος καπιταλισμού. Έχουμε ένα τραγούδι στο άλμπουμ που λέγεται “Snow Monkey” (στα Ελληνικά είναι ο ιαπωνικός μακάκος, γνωστός και ως μαϊμού του χιονιού που συναντάται κυρίως στην Ιαπωνία). Το τραγούδι αυτό έχει να κάνει με την ιεραρχική φύση αυτού του ζώου, επειδή αυτές οι μαϊμούδες είναι τόσο ανθρώπινες. Εκείνες που βρίσκονται στην υψηλότερη κοινωνική βαθμίδα αράζουν μέσα σε θερμές πηγές και κοιτούν αφ’ υψηλού εκείνες των κατώτερων στρωμάτων που κάθονται έξω, στο χιόνι».
(Στο σημείο αυτό μεταφράζω τους στίχους του συγκεκριμένου τραγουδιού για να πάρουμε μια ιδέα:
Η μαϊμού του χιονιού κάθεται μέσα στους ατμούς της πισίνας
Περιτριγυρισμένη από σκλάβους
Η ζωή είναι σκληρή μέσα στην παγωνιά του καταχείμωνου
Παίρνεις ό,τι αυτοί νομίζουν ότι αξίζεις
Arigato konnichiwa (ευχαριστώ, καλημέρα σας) επιτρέψτε μου να κολυμπήσω μαζί σας
Arigato konnichiwa, επιτρέψτε μου να κολυμπήσω μαζί σας
Ό,τι βλέπει η μαϊμού
Αυτό κάνει η μαϊμού
Η μαϊμού του χιονιού κάθεται γύρω από τους ατμούς της πισίνας
Ένας ξεμαλιάσμένος, τηγανιτός και βραστός μακάκος
Καθισμένος πάνω στο αισθησιακό χιόνι με μαστούρικο χαμόγελο
Στη γούνα του ανάκατα χώμα, έντομα και φλούδια
Arigato konnichiwa, επιτρέψτε μου να κολυμπήσω μαζί σας
Arigato konnichiwa, επιτρέψτε μου να κολυμπήσω μαζί σας
Και ο Robb συνεχίζει…
«Αυτές λοιπόν, που κάθονται έξω από τη θερμοπηγή μαθαίνουν να φτιάχνουν χιονόμπαλες που τις πετούν η μία στην άλλη – μια αλληγορία για τον κόσμο μας. Οι άνθρωποι που δεν έχουν τίποτε πολεμούν μεταξύ τους, ενώ οι πλούσιοι αράζουν μέσα στην πισίνα τους και γελούν με τους πολέμους. Κατά κάποιον τρόπο αυτός είναι ο καπιταλισμός. Αν έχεις λεφτά μπορείς να χαμογελάς, αλλά αν δουλεύεις πολύ χωρίς να πληρώνεσαι, τότε… Η τάξη στα ζώα είναι κάτι πολύ φυσικό. Υπάρχει μια ιεραρχία που την έχουν και οι άνθρωποι: η κατώτερη μαϊμού δεν επιτρέπεται να πάει σε κάποια μέρη γιατί θα της φάνε κυριολεκτικά το κεφάλι… Μιλώντας για το πώς ιεραρχούμε εμείς οι άνθρωποι τις κοινωνίες μας, ξέρω ότι στην Ινδία οι μουσικοί ανήκουν στις χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις ενώ στην Δύση εγώ, ως μουσικός, είμαι ελεύθερος να πάω στην Βουλή και να μιλήσω σε κάποιον πολιτικό ή να δώσω μια συναυλία σε κάποια φτωχή βρετανική πόλη και να κάνω παρέα με άνεργους. Έτσι, είναι ευλογία να είσαι καλλιτέχνης επειδή κινείσαι σε όποιον χώρο θέλεις. Εξάλλου,αν είσαι καλλιτέχνης δεν μπορείς να μείνεις ήσυχος σε ένα μέρος, έτσι δεν είναι;»
«Αυτό είναι το θέμα του τελευταίου άλμπουμ σας, What Nature Gives… Nature Takes Away. Γράφεις για την φύση και για τους ανθρώπους».
«Είναι πάντα καλό να επιλέγεις ένα γενικό θέμα και να το συμπληρώνεις με σχετικές ενότητες όπως είναι η φύση και η ομορφιά που υπάρχει γύρω της, η ζωή και ο θάνατος. Όλα αυτά που μπερδεύονται μεταξύ τους».
«Φαντάζομαι να συμφωνείς ότι το ανθρώπινο είδος δεν πιστεύει ότι είναι μέρος της φύσης…»
«Πολλοί άνθρωποι δεν το πιστεύουν. Πολλοί νομίζουν ότι άνθρωποι και ζώα είναι κάτι διαφορετικό, πράγμα που είναι πολύ περίεργο. Είναι ένα μεγάλο πρόβλημα, το οποίο όμως εξηγεί αρκετά όλα αυτά που συμβαίνουν με το κλίμα του πλανήτη. Εμείς νομίζουμε ότι είμαστε αήττητοι, νομίζουμε ότι είμαστε κάτι ξεχωριστό από την υπόλοιπη φύση».
«Πότε ήταν που είδα πως θα διοργάνωνες ένα vegan φεστιβάλ στο Manchester;»
«Το έκανα πέρσι…»
«Τι συμβαίνει σε ένα vegan φεστιβάλ;»
«Είναι ένα χορτοφαγικό φεστιβάλ. Γίνονται πολλά τέτοια πλέον στην Αγγλία και εμείς είχαμε φέρει τον Shaun Ryder των Happy Mondays, ο οποίος προσπαθεί να γίνει vegan αλλά δεν τα καταφέρνει. Κι αν είναι κάτι που δεν μου αρέσει, είναι να γίνεσαι πιεστικός με κάποιον που προσπαθεί, ενώ εσύ είσαι από πάνω του και του λες “μην κάνεις τούτο και μην κάνεις εκείνο”. Είναι αρκετά δύσκολο να τα καταφέρεις έτσι κι αλλιώς, αλλά με ιντριγκάρει περισσότερο να το κάνω από μόνος μου. Είμαι vegan δέκα χρόνια τώρα…»
«Γιατί πιστεύεις ότι μεταχειριζόμαστε τόσο βάναυσα τα ζώα;»
«Νομίζω ότι τους συμπεριφερόμαστε έτσι επειδή είμαστε θηρευτές και αυτό είναι στην φύση μας».
«Μα εμείς τα βασανίζουμε πριν τα σκοτώσουμε ή απλά τα βασανίζουμε για πλάκα…»
«Και οι χιμπατζήδες το κάνουν αυτό. Ξέρεις, κάθε φυλή χιμπατζήδων έχει διαφορετική τροφή. Υπάρχει μια φυλή χιμπατζήδων που τρώει κατώτερα είδη – ξέρεις εκείνο το είδος με τα μεγάλα μάτια – τα βγάζουν από τις φωλιές τους και τους κόβουν σιγά σιγά το κεφάλι. Οι χιμπατζήδες είναι βίαια ζώα. Τους βλέπεις γλυκούληδες και χαριτωμένους, αλλά είναι κακοί. Κάνουν πολέμους μεταξύ τους και σκοτώνει ο ένας τον άλλον. Είναι σαν τους ανθρώπους. Έχουμε πολλές ομοιότητες. Έτσι λοιπόν πιστεύω ότι δεν έχουμε ξεφύγει από την ζωώδη φύση μας. Υποτίθεται ότι έχουμε έναν πολιτισμό 5000 χρόνων που με τους όρους της εξέλιξης αυτός ο χρόνος είναι όλο κι όλο ένα παίξιμο του ματιού και ακόμα δεν έχουμε μάθει να λειτουργούμε διαφορετικά. Δεν λέω ότι το να τρώει κάποιος κρέας είναι κακό, απλά το να είσαι vegan είναι μια εντελώς προσωπική επιλογή. Όταν εμφανίστηκε το punk rock γινόταν μεγάλη συζήτηση για όλα αυτά που σε προβλημάτιζαν. Για αρκετά χρόνια η ιδέα των vegan δεν είχε εξαπλωθεί στην Αγγλία, αλλά πέρσι πήρε πλέον τεράστιες διαστάσεις. Κανείς στην Αγγλία δεν ρωτά τι είναι ο vegan. Δεν χρειάζεται να εξηγείς όλη την ώρα τι τρως. Τώρα όλοι το γνωρίζουν επειδή είναι πλέον mainstream και κατά μία έννοια αυτό είναι μια νίκη. Εκείνος που τρώει κρέας δεν θα σε ρωτήσει γιατί εσύ δεν τρως κρέας. Είναι προσωπική υπόθεση του καθενός. Αυτή μου η απόφαση είναι ο δικός μου τρόπος να συντονίζομαι με το σύμπαν», ολοκληρώνει γελώντας.
***
Ο Robb, πέρα από όλα τα άλλα, έχει εκδώσει αρκετά βιβλία. Ως συγγραφέας, τo 1996 έγραψε τη βιογραφία των Stone Roses με τίτλο The Stone Roses and the Resurrection of British Pop, και ακολούθησαν τα βιβλία Noise Bible – Adventures on the Eighties Underground with the Membranes, The Soul Manual, The Charlatans: We Are Rock, The Nineties: What The Fuck Was That All About, Punk Rock: An Oral History, The North Will Rise Again – Manchester Music City 1976–1996 (2009), Death to Trad Rock – The Post-Punk Fanzine Scene 1982–1987 (2009), με πιο πρόσφατο ένα βιβλίο του 2012 για την επανένωση των Stone Roses.
«Στα βιβλία σου ασχολείσαι συνέχεια με την ιστορία. Θα γράψεις ποτέ κάποιο μυθιστόρημα;» τον ρώτησα ανησυχώντας μήπως δεν φτάσει ο χρόνος για να μάθω ακόμα περισσότερα γι αυτόν. Εκκρεμούσε ακόμα το soundcheck του συγκροτήματος.
«Μπα… Νομίζω ότι οι ιστορίες που έχω γράψει στα βιβλία είναι πολύ καλύτερες από ένα μυθιστόρημα. Επίσης, αυτή νομίζω ότι είναι η ικανότητα που έχω. Ο καθένας μας έχει συγκεκριμένες ικανότητες. Εγώ ήμουν ενθουσιασμένος όταν ανακάλυψα ότι μπορώ να κάνω μουσική. Ήταν τόσο εντυπωσιακό το ότι βρήκα αυτό που πραγματικά αγαπούσα. Δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να γράψω ένα μυθιστόρημα. Σήμερα όλοι πιστεύουν ότι μπορούν να καταφέρουν τα πάντα. Όλοι νομίζουν ότι μπορούν να είναι σε μια μπάντα, αλλά για να είμαστε ειλικρινείς δεν θα μπορούσαν. Εσύ δεν θα μπορούσες να μπεις σε ένα αεροπλάνο και να το πιλοτάρεις, γιατί λοιπόν οι υπόλοιποι να πιστεύουν ότι μπορούν να είναι σε μια μπάντα ή να γράψουν ένα βιβλίο; Ίσως αν μπορούσα να το έκανα. Μπορεί μια μέρα να σκεφτώ κάποια ιστορία. Προς το παρόν έχω την ζωή μου που είναι σαν μυθιστόρημα».
***
Νομίζω ότι όλοι όσοι βρεθήκαμε εκείνη την βραδιά στη συναυλία των Membranes περάσαμε πολύ καλά. Έπαιξαν τραγούδια όπως τα “Do The Supernova”, “Dark Energy”, “In the Graveyard”, “The Universe Explodes into a Billion Photons of Pure White Light” και το “Hum of the Universe” από το άλμπουμ Dark Matter-Dark Energy, “What Nature Gives … Nature Takes Away”, “Deep In The Forest Where The Memories Linger”, “Black is The Colour” και “Snow Monkey”, από το τελευταίο τους άλμπουμ (παραδόξως δεν θυμάμαι να έπαιξαν το σιγκλάκι “Strange Perfume”). Μεταξύ άλλων, έπαιξαν και το “Myths And Legends” από το άλμπουμ Crack House του 1983.
«Την τελευταία φορά που σε είδα, παρουσίαζες εκείνη την συναυλία των Ruts στις 16 Ιουλίου του 2007, προκειμένου να συγκεντρωθούν χρήματα για την οικογένεια του Paul Fox, του κιθαρίστα των Ruts, ο οποίος πέθανε από καρκίνο του πνεύμονα τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς…» του είπα περιμένοντας χρόνια να θυμηθούμε μαζί εκείνη την αξέχαστη βραδιά στην «καλύτερη punk συναυλία όλων των εποχών», όπως την είχαν χαρακτηρίσει οι Times.
Μάλλον όμως σας λέω ψέματα … Δεν περίμενα ποτέ ότι θα καθόμουν μαζί με τον John Robb να μιλήσουμε για εκείνη την συναυλία…
«Την βραδιά που ο Henry Rollins τραγούδησε με τους Ruts…» μονολογεί ο John χαμογελώντας…
Ήταν μια βραδιά που είχε εμφανιστεί όλη η αφρόκρεμα του punk: Οι Damned που ήταν σε περιοδεία και έκαναν μια παράκαμψη για να παίξουν ειδικά εκείνη τη νύχτα, οι Misty In Roots, οι φίλοι των Ruts που τους είχαν επηρεάσει να μπολιάσουν με reggae στοιχεία το παίξιμό τους, οι UK Subs, ο Tom Robinson, ο TV Smith των Adverts, o John Otway και άλλοι…
«Εκείνη η βραδιά είχε κυκλοφορήσει και σε διπλό DVD και μάλιστα στο δεύτερο δισκάκι έπαιρνες συνέντευξη από τον Paul», του είπα προσπαθώντας να συγκεκριμενοποιήσω την ερώτηση.
«Ναι! Ήταν στην αυλή του νοσοκομείου…» μου απαντά.
«Την έχω δει την συνέντευξη με όλα αυτά τα σωληνάκια να κρέμονται από πάνω του. Πώς ένιωθες όταν την έκανες;»
«Εκείνος μάλλον ήξερε ότι δεν του έμενε πολύς χρόνος ζωής, αλλά εγώ δεν είχα ιδέα. Εννοώ, όλοι θα πεθάνουμε κάποια μέρα και αν την επόμενη εβδομάδα πεθάνω εγώ, δεν θα έχει καμία διαφορά για την συνέντευξη που κάνουμε αυτή την στιγμή. Δεν πήγα να πάρω από τον Fox μια συνέντευξη με την ιδέα πως θα συναντούσα κάποιον ετοιμοθάνατο. Το μόνο παράξενο ήταν ότι καθόμασταν σε ένα μέρος όπου δεν είχα βρεθεί ποτέ πριν».
Οι Spinners στη σκηνή του Temple
Τα φέρνει όλα πίσω στο μυαλό του και κουνάει λίγο το φλιτζάνι ανακατεύοντας τον καφέ πριν συνεχίσει.
«Η διαφορά ήταν ότι καθόμασταν στην αυλή του νοσοκομείου και είχε δίπλα του την κιθάρα και τον ενισχυτή του. Πείραζε την νοσοκόμα και συνέχιζε όπως πάντα να καπνίζει σαν φουγάρο, περπατώντας πάνω-κάτω μέσα στον κήπο. Όταν ήμουν παιδί πίστευα ότι όσοι έχουν καρκίνο είναι ξαπλωμένοι σε ένα κρεβάτι και δεν βγαίνουν έξω, αλλά όσο μεγαλώνεις συνειδητοποιείς πως είναι ακόμα πιο τρομακτικό επειδή στον καρκίνο υπάρχει μια φυσικότητα. Είναι αυτή η κανονικότητα που έχει…»
«…Απλά έρχεσαι κοντύτερα στον θάνατο…» συμπληρώνω.
«…Ναι, μπορεί να πεθάνεις σύντομα αλλά κατά βάση συμπεριφέρεσαι αρκετά φυσιολογικά. Ο Paul πήγαινε για ψώνια στα μαγαζιά, πήγαινε δύο φορές την εβδομάδα στην παμπ, και γυρνούσε στο νοσοκομείο μεθυσμένος. Οπότε, ζούσε ακόμα κανονικά και στο τέλος κατέπεσε πολύ γρήγορα. Θυμάμαι πάντως πως όταν τέλειωσε εκείνη η συναυλία που λέμε, ο Paul ήταν τελείως εξαντλημένος. Έπειτα από πέντε τραγούδια πήγε στα παρασκήνια και ξάπλωσε βαριανασαίνοντας σε μια καρέκλα. Από πάνω του είχε πάει ο Rollins, ο οποίος όπως ξέρεις είναι πολύ έντονη προσωπικότητα, και του έλεγε “Γαμώτο, ρε φίλε, σε σέβομαι τόσο πολύ…” και με τέτοιες κουβέντες μαζί με την προσοχή που ο Fox άντλησε εκείνο το βράδυ από τον κόσμο, ξέχασε για λίγο τον καρκίνο. Πριν από τέσσερεις μήνες χάσαμε από καρκίνο μία φίλη μας από το Manchester. Είχαμε δώσει μια συναυλία προς τιμήν της πριν οκτώ μήνες και την ανεβάσαμε στην σκηνή. Και υπάρχει μια εκπληκτική φωτογραφία που είναι μαζί μας στην σκηνή και σε αυτή την φωτογραφία φαίνεται το πρόσωπό της να λάμπει επειδή έστω για μια στιγμή, εκείνη την συγκεκριμένη στιγμή της φωτογραφίας, είχε ξεχάσει ότι θα πέθαινε».
Στο πρόσωπο του Robb σχηματίζεται ένα ευτυχισμένο χαμόγελο καθώς θυμάται εκείνη τη φωτογραφία. Είναι η χαρά που νιώθεις όταν κάνεις κάποιον να ξεχάσει το μεγαλύτερό του πρόβλημα, έστω και για ένα λεπτό.
«Έτσι κι αλλιώς, όλοι έχουμε μέσα μας τον καρκίνο», συνεχίζει χωρίς το χαμόγελο να σβήσει από τα χείλη του.
***
Μετά το τέλος της συναυλίας βρίσκομαι να κουβεντιάζω με τον Mike Simii (Mike Simpkins) και την Amelia. Ο Mike εργάζεται και σαν πιλότος και η συζήτησή μας μπερδεύεται ανάμεσα στο δικό του γκρουπ, τους B.F.G., και μια συζήτηση γύρω από τους πιλότους.
«Μην νομίζεις», μου λέει, «πολλούς τους παίρνει ύπνος στο αέρα. Είναι όλο αυτό το κενό που βρίσκεται μπροστά σου αλλά και οι πολλές ώρες που δεν κάνεις τίποτε…»
«Άσε με, μωρέ», του είπα. «Θα με φρικάρεις νυχτιάτικα».
Φαινόταν όμως πειραχτήρι και συνέχισε τις περιγραφές για τους κοιμισμένους πιλότους. Οι B.F.G. άνοιγαν τις εμφανίσεις των Cult, των Smiths και των New Order, ενώ ο Mike έπαιξε τύμπανα και στους Lavolta Lakota (κυκλοφόρησαν ένα επτάιντσο το 1984 στην Factory Benelux) με τον Billy Duffy των Cult στην κιθάρα. Έτσι κι αλλιώς, μια παρέα ήταν όλοι αυτοί… Οι New Order δανείστηκαν κάποια μέρα από τους B.F.G. το Oberheim DBX, το drum machine τους, και με αυτό ηχογράφησαν το “Blue Monday”. Από τους B.F.G. πέρασαν μέλη των Chameleons, των Sun and the Moon (μια μπάντα που έφτιαξαν ο Mark Burgess και ο John Lever σε ένα διάλειμμα των Chameleons), αλλά και ο ίδιος ο Peter Hook.
Οι Stone Roses ήταν το συγκρότημα που είχε ανοίξει την πρώτη συναυλία στην οποία οι B.F.G. έπαιξαν σαν πρώτο όνομα και ο ήχος τους συγκρινόταν με εκείνων των Joy Division. Μέχρι σήμερα έχουν κυκλοφορήσει τα άλμπουμ Fathoms (1988), Blue (1989), και πέρσι το Out Of The Darkness Into The Light, ηχογραφημένο ζωντανά στη Γερμανία (Βερολίνο, Λειψία, Φράιμπουργκ και Ντίσελντορφ).
***
Πίσω στο καφέ, το φλιτζάνι μου αδειάζει. Ο Robb είχε ήδη πιει τον δικό του με τις χαρακτηριστικές τρεις γουλιές που όλοι οι ξένοι πίνουν τον καφέ τους.
«Ποια είναι τα μελλοντικά πλάνα των Membranes;» τον ρωτάω και σηκωνόμαστε για να επιστρέψουμε στο Temple.
«Επειδή είμαστε μια DIY μπάντα, δεν κυκλοφορούμε από ένα άλμπουμ κάθε χρόνο (ο τελευταίος βγήκε πέρσι τον Ιούνιο). Οπότε πρέπει να κάνουμε περιοδείες για να πουληθούν οι δίσκοι και για να έχουμε αρκετά λεφτά για να κάνουμε τον επόμενο».
«Πώς ήταν η περιοδεία σας με τον Mark Lanegan πριν να έρθετε στην Ελλάδα;»
«Ήταν θαυμάσια. Λέει συχνά ότι του αρέσουν οι Membranes κι αυτό μας βοηθάει πολύ. Αν και η μουσική του είναι αρκετά αμερικάνικη, γουστάρει πολύ το βρετανικό post punk. Η αγαπημένη του μπάντα είναι οι Joy Division και του αρέσουν οι Membranes. Αν και αυτό που γουστάρει είναι εκείνη η χρονική περίοδος στα 80ς, ο ίδιος παίζει ένα διαφορετικό ύφος. Ο αγαπημένος του δίσκος είναι το Closer των Joy Division”
«Τι περιμένεις από την αποψινή βραδιά;»
«Δεν ξέρω, ποτέ δεν ξέρεις τι να περιμένεις. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν να μας δουν 35 χρόνια…»
Στον δρόμο μας προς το μαγαζί αρχίζουμε να ανταλλάσσουμε πληροφορίες για την κατάσταση στις χώρες μας και στον κόσμο γενικότερα.
«Πραγματικά, ρε Mike, η γενιά μας, που υποτίθεται πως ήμασταν και ανοιχτόμυαλοι κιόλας, πώς γίνεται και κάναμε τόσο σκατά τον πλανήτη;»
«Δεν έχω ιδέα πως τα καταφέραμε έτσι , αλλά ελπίζω απόψε να το διασκεδάσεις», του λέω δίνοντάς του το χέρι.
«Πάντα το διασκεδάζω όταν ανεβαίνω στην σκηνή» μου λέει και κλείνει το μάτι με νόημα.
Ευχαριστώ για την συνέντευξη John! Καλή συνέχεια σε ότι κάνεις.
Η εκπομπή του John Robb με συνεντεύξεις στο Louder Than War: https://louderthanwar.com/watch-all-of-john-robbs-lush-interviews/
Οι φωτογραφίες από τη συναυλία είναι του Decembered και η φωτογραφία του playlist είναι του Κώστα Οικονόμου
Μιχάλης Πούγουνας
Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
Μιχάλης Πούγουνας
Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
Μιχάλης Πούγουνας
Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.