Της τηλεφώνησα. Στη μέση της κουβέντας, μου είπε, «Τι θα γούσταρες να κάνεις αυτή τη στιγμή;». Με τον ίδιο τόνο φωνής που κάποιος θα έλεγε «Θα ήθελα ένα σάντουιτς με τόνο», της απάντησα, «Θέλω να γαμηθούμε». Μια στιγμή σιωπής. Έπειτα, το ίδιο αδιάφορα, είπε, «Εντάξει. Έλα από δω». Έβγαλα φτερά και πέταξα, και ήμουν εκεί σε χρόνο μηδέν. Μου άνοιξε την πόρτα φορώντας το παλιό, φθαρμένο κιλοτάκι της, με τα μαλλιά της μπερδεμένα, άβαφτη, ξυπόλητη, νυσταγμένη, συναισθηματικά ουδέτερη απέναντι στον κόσμο. Σκέφτηκα ότι ήταν ό,τι πιο σέξι είχα δει στη ζωή μου. Ειδικά με αυτό το σχεδόν κουρελιασμένο, παλιό κιλοτάκι. Μου φαινόταν απίστευτο ότι σε λίγο θα κρατούσα στα χέρια μου κάτι τόσο υπέροχο, μία τέτοια γυναίκα, μία αρχέγονη θηλυκή θεότητα της Μάνας Γης, ένα τέτοιο χυμώδες δημιούργημα του Παντοδύναμου ο οποίος βρίσκεται στον Παράδεισο ή στην Κόλαση -δεν με ένοιαζε πού-, και επιπλέον, ότι αυτό το πλάσμα είχε και μυαλό! Η ζωή δεν θα μπορούσε να γίνει καλύτερη! Όπως τραγούδησε κάποτε ο Σουόμπ Ντογκ: «Αν αύριο πέθαινα, θα είχα ζήσει απόψε!» Δίκιο έχει! Καρφάκι δεν μου καιγόταν αν ο Δυτικός Πολιτισμός βυθιζόταν στην εντροπία ή γκάζωνε με τα χίλια καταπάνω στον Αρμαγεδδώνα – έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν μπόρεσα να ξεδιαλύνω τί απ’ τα δύο συνέβαινε. Όλη η φιλοσοφία που είχα διαβάσει ήταν ένα μάτσο ακαταλαβίστικες μπούρδες, και έτσι κι αλλιώς ο Δυτικός Πολιτισμός ήταν ένας κουβάς γεμάτος σκατά. Και λοιπόν, τι έγινε;
Ήθελα να γαμήσω αυτή τη γυναίκα σε ένα λασπωμένο χαντάκι με μια πύρινη καταιγίδα από καυτές σφαίρες της PLO και του Ισραήλ να σφυρίζουν πάνω από τα κεφάλια μας! Ήθελα να την πάω στα Έβεργκλεϊντς και να την ρίξω μέσα στο βάλτο και να της κάνω ό,τι πιο βρώμικο θα περνούσε από το μυαλό μου μέχρι να αρχίσει να ουρλιάζει σαν αγριόγατα πιασμένη σε ηλεκτροφόρα σύρματα που ζητάει «Κι άλλο! Κι άλλο! Κι άλλο! Σταμάτα! Σταμάτα! Σταμάτα! Όχι, δάγκωσέ με! Σκότωσέ με! Σκίσε με! Γάμα με!» Και τότε θα την έσπρωχνα βαθιά μέσα στη λάσπη και την πράσινη γλίτσα και την τροπική βλάστηση που σάπιζε και σχεδόν μας έθαβε και έμπαινε στα πρόσωπά μας και τα μαλλιά μας και στα στόματά μας και θα αγαπιόμαστε σαν τα ερπετά που σέρνονται στους υπονόμους κι ακόμα πιο κάτω και οι κοιλιές μας θα κοπανούσαν μεταξύ τους μέσα στη λάσπη απ’ όπου ξεπήδησε όλη η ζωή προτού υπάρξουμε εμείς, οι καριέρες σε περιοδικά της Νέας Υόρκης ή οτιδήποτε άλλο! Αλιγάτορες θα μας πλησίαζαν αργά, θα μας έριχναν ένα βλέμμα και θα έκαναν μεταβολή για αλλού! Νερόφιδα θα λούφαζαν στον πάτο του ποταμιού, τρομαγμένα μήπως τα δαγκώσουμε και πεθάνουν! Γιατί είμαστε τόσο θάνατος, όσο και ζωή! Είμαστε πυρετός της ζούγκλας, μπέρι μπέρι, Μάου Μάου λιμασμένοι ο ένας για τον άλλον που ξεχύνονται στο δάσος με ματσέτες και ψάχνουν για ιεραπόστολους για να τους κάνουν ψητούς! Έχουμε γίνει ένα με την αρχέγονη λάσπη! Εδώ είναι καλύτερα από την Άνω Ανατολική Πλευρά του Μανχάταν, το μόνο σίγουρο! Έπειτα θα την τραβήξω απ’ την λάσπη, θα μπούμε σε ένα τζετ και θα πετάξουμε χωρίς ενδιάμεσους σταθμούς για Καμπότζη. Θέλω να τη γαμήσω πάνω σε σωρούς από ασπρισμένα κόκαλα, βουνά από κρανία, εκατοντάδες κουφάρια που σαπίζουν! Θέλω να νιώσω τον θάνατο παντού γύρω μου, τόσο ζωντανός νιώθω και μόνο που την κοιτάζω, και να ΜΠΩ ΜΕΣΑ ΤΗΣ… ναι, θέλω να δω τον θάνατο να απλώνεται από θάλασσα σε θάλασσα, θέλω να δω βουνά από θάνατο να χάνονται στον ορίζοντα, θέλω να ουρλιάξω από χαρά σαν άγριο σκυλί στον πάτο ενός οστεοφυλακίου που έχει πάρει φωτιά! Στην φυλακή Μακιντάι, στην Καμπάλα της Ουγκάντα! Πάνω σε σωρούς ενός μέτρου από χυμένα ανθρώπινα όργανα. Θέλω να μας δει ο Ίντι Αμίν! Έχουν δει πολλά τα μάτια του, το ξέρω, αλλά τέτοιο πράγμα δεν θα έχει ξαναδεί! Ποιος ξέρει, κάτι μπορεί να μάθαινε! Θέλω να γαμήσω τον θάνατο, θέλω ο θάνατος να μάθει ότι είναι ένα τίποτα, ότι μπορώ να τον γλείψω, επειδή σας δηλώνω επισήμως ότι το πλάσμα που κρατάω στην αγκαλιά μου αυτή τη στιγμή και είμαι έτοιμος να κουβαλήσω στην κρεβατοκάμαρα, αυτή η γυναίκα στην οποία θα παραδώσω το σώμα μου και τη ψυχή μου βαθιά στο κέντρο της κοιλιάς της, το κέντρο της, είναι η τελική και απόλυτα αδιαμφισβήτητη αντίκρουση που φυτεύει μια σφαίρα στον θάνατο και τον σκοτώνει για πάντα.
Αμερικανός δημοσιογράφος, κριτικός, συγγραφέας και μουσικός Leslie Conway "Lester" Bangs (14 Δεκεμβρίου 1948 – 30 Απριλίου 1982) έγραψε για έντυπα όπως το Creem και τοRolling Stone (η πρώτη του κριτική για το συγκεκριμένο περιοδικό ήταν για το ιστορικό ντεμπούτο άλμπουμ των MC5), ενώ έμεινε στην ιστορία για τη σημαντική επιρροή που άσκησε στη rock δημοσιογραφία. Ο μουσικοκριτικός Jim DeRogatis (και συγγραφέας της βιογραφίας του Bangs, Let it Blurt: The Life and Times of Lester Bangs, America's Greatest Rock Critic, τον χαρακτήρισε ως τον "μεγαλύτερο rock κριτικό της Αμερικής". Το 1988, ο επίσης σπουδαίος Αμερικανός μουσικοκριτικός Greil Marcus συνέλεξε και επιμελήθηκε τα γραπτά του σε ένα βιβλίο με τίτλο Psychotic Reactions and Carburetor Dung: The Work of a Legendary Critic.