Γράφει ο Γιάννης Καστανάρας
«Νομίζω ότι αν γινόταν ποτέ κάποια Αποκάλυψη που θα ισοπέδωνε το Πόρτλαντ και στο μέλλον έρχονταν εξωγήινοι αρχαιολόγοι για να μελετήσουν τα ερείπια, θα έβρισκαν το σύμβολο των Dead Moon παντού, σε ολόκληρη την πόλη. Θα αναρωτιόντουσαν μήπως αυτό ήταν το λατρευτικό σύμβολο των πολιτιστικών ταγών αυτής της πόλης». (Eric Isaacson, ιδιοκτήτης της Mississippi Records)
Ο Fred και η Toody Cole (γεννημένοι αμφότεροι το 1948 - δυστυχώς ο Fred μας άφησε τον Νοέμβριο του 2017) υπήρξαν παντρεμένοι για σχεδόν μισό αιώνα και σίγουρα θεωρούνται από τα μακροβιότερα ζευγάρια (αν όχι το μακροβιότερο) ζευγάρια σε συναισθηματικό και καλλιτεχνικό επίπεδο. Περισσότερο γνωστοί σαν τα δυο τρίτα των Dead Moon, έχουν βάλει ένα σημαντικό λιθαράκι στο οικοδόμημα του rock ’n’ roll, χάρη στη μουσική τους αλλά και την ιδιοσυγκρασία τους. Για τους Dead Moon τα πολλά λόγια είναι περιττά, καθώς ο Fred και η Toody είναι από τα πιο προσφιλή πρόσωπα ανάμεσα στους φίλους της ελληνικής undrground σκηνής χάρη στις επανειλημμένες εμφανίσεις τους – ποιος από όσους βρέθηκαν εκεί μπορεί να ξεχάσει το εκρηκτικό πρώτο τους live στο An Club το φθινόπωρο του 1992 με καλεσμένους τους Last Drive και το συγκλονιστικό και ατέλειωτο τζαμάρισμα-φινάλε στο “Gloria” με τους Drive και με τον Chuck Prophet, o οποίος το ίδιο βράδυ έπαιζε με τους Green On Red στο ΡΟΔΟΝ και μόλις τέλειωσε το σετ του ήρθε να παρακολουθήσει τους Dead Moon; Μαζί με τον συμπαθέστατο (και κατά πολύ νεότερο) ντράμερ Andrew Loomis που από πέρσι δεν βρίσκεται πια στη ζωή, οι Dead Moon κατάφεραν να διατηρηθούν αναλλοίωτοι στο πέρασμα του χρόνου.
Για τον περισσότερο κόσμο το όνομα του Fred Cole είναι παντελώς άγνωστο. Οι δίσκοι του δεν πουλάνε ιδιαίτερα, δεν είχε ποτέ κάποια επιτυχία, ενώ για να συνηθίσει κανείς τις σχεδόν ακατέργαστες ηχογραφήσεις του χρειάζεται ιδιαίτερο γούστο. Ωστόσο, ανάμεσα στους μουσικούς και τους ειδικούς θεωρείται τόσο ένας θρύλος όσο και μια παραδοξότητα, ένα αρχέτυπο για το πρότυπο του DIY. Ήταν από τους πρώτους του είδους του και, έτσι όπως συνεχίζει να εμφανίζεται παρά τα προβλήματα της υγείας του λίγο πριν φτάσει τα εβδομήντα, μπορεί να είναι και ο τελευταίος.
Ο Fred Cole γεννήθηκε στην Tacoma της Washington και όταν χώρισαν οι γονείς του βρέθηκε στο Klamath Falls όπου είδε τους Ike & Tina Turner Revue. Ήταν η εποχή πριν ακόμα ηχογραφήσουν το “Proud Mary” και μολονότι ο Fred έτρεξε σαν τρελός να εξασφαλίσει εισιτήριο, η υπόλοιπη πόλη κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου με αποτέλεσμα το κοινό να απαρτίζεται μόνο από καμιά εικοσαριά άτομα. Παρ’ όλα αυτά η Turner τα έδωσε όλα, εντυπωσιάζοντας τον δωδεκάχρονο Fred. Λίγο αργότερα παρακολούθησε τους Beatles να παίζουν στο Las Vegas (όπου είχε μετακομίσει με τη μητέρα του) και από εκείνη τη στιγμή άλλαξε οριστικά η ζωή του. Αποφάσισε να μακρύνει τα μαλλιά του και όταν ο διευθυντής στο σχολείο του ζήτησε να τα κόψει, ο Fred του είπε να πάει να γαμηθεί. Στο σημείο εκείνο ολοκληρώθηκε η σχολική του εκπαίδευση και στα δεκάξι ήταν ήδη βετεράνος της πρώιμης garage σκηνής παίζοντας σε μπάντες με ονόματα όπως Little Red Roosters και Barracudas.
Εν αρχή…: Ο Cole ηχογράφησε για πρώτη φορά το 1964, ενώ έπαιζε στο Λας Βέγκας με τους Lords που κυκλοφόρησαν ένα σινγκλ με τίτλο “Ain’t Got No Self-respect”. Την επόμενη χρονιά με τους Deep Soul Cole (ένα rhythm and blues συγκρότημα μαύρων μουσικών) ηχογράφησε δυο κομμάτια, το «Poverty Shack” και το “Rover” που εμφανίστηκαν μόνο σαν promo σινγκλ, ενώ το 1966, αυτή τη φορά με τους ψυχεδελίζοντες Weeds, ηχογράφησε το επτάιντσο “It’s Your Time”/“Little Girl” για την Teenbeat Club Records, το οποίο σήμερα αποτελεί συλλεκτικό απόκτημα. Το πρώτο κομμάτι κυκλοφόρησε στις ανθολογίες Nuggets. Οι Weed είχαν προσκληθεί να ανοίξουν για τους Yardbirds στο Fillmore Auditorium του Σαν Φρανσίσκο, αλλά όταν έφτασαν εκεί διαπίστωσαν ότι ο Bill Graham δεν είχε ιδέα για την πρόσκληση με αποτέλεσμα να μείνουν στα κρύα του λουτρού.
Fred και Toody: Μετά το φιάσκο του Fillmore, οι Weed αποφάσισαν να φύγουν για τον Καναδά προκειμένου να αποφύγουν τη στρατολογία και, κατά συνέπεια, το Βιετνάμ, αλλά φτάνοντας στο Πόρτλαντ το όχημά τους έμεινε από βενζίνη. Άρχισαν να παίζουν στο The Folk Singer, ένα τοπικό κλαμπ όπου εργαζόταν η Kathleen “Toody” Conner, μια πολύ συνεσταλμένη κοπέλα. Όταν γνώρισε τον Fred τον θεώρησε έναν υπερόπτη μαλάκα (και o Fred ομολογεί ότι ήταν), αλλά της άρεσαν οι Weed. Πολύ σύντομα ο Fred και η Toody ερωτεύτηκαν, παντρεύτηκαν στις 14 Ιουνίου 1967 σε μια μικρή οικογενειακή τελετή κι έκτοτε ζουν ευτυχισμένοι.
Μετά τους Weeds και πριν τους Dead Moon: Το 1966 μάνατζερ των Weeds ανέλαβε ο “Lord” Tim Hudson, ο άνθρωπος που ισχυρίζεται ότι επινόησε τον όρο “flower power”. Εξασφάλισε ένα συμβόλαιο με την UNI Records και αποφάσισε να αλλάξει το όνομά τους σε The Lollipop Shoppe χωρίς την έγκριση του συγκροτήματος (που προτιμούσε το Underground Railroad). Το πρώτο τους επτάιντσο ήταν το “You Must Be A Witch”, ένα κλασικό πλέον κομμάτι, με b-side το “Don’t Close The Door”. Το συγκρότημα ηχογράφησε ένα άλμπουμ (Just Colour, 1968) και ένα δεύτερο σινγκλ πριν διαλυθεί το 1969. Οι Shoppe εμφανίστηκαν για ένα σύντομο χρονικό διάστημα το 1971 ηχογραφώντας ένα τελευταίο επτάιντσο. Το 1972 ο Fred σχημάτισε τους Albatross και το 1973 τους heavy rockers Zipper που τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησαν ένα ομώνυμο άλμπουμ στην Whizeagle Records, την εταιρεία που είχαν ιδρύσει ο Fred και η Toody το 1974, διατηρώντας ταυτόχρονα το Captain Whizeagle, ένα πολύ φθηνό κατάστημα επισκευής και πώλησης μουσικών οργάνων, ένα στέκι για ανθρώπους που ήθελαν να παίζουν «αλλόκοτη μουσική». Ακολούθησαν οι King Bee με ένα μόνο επτάιντσο τριών κομματιών το 1976 και τρία χρόνια αργότερα οι Rats το 1979, όπου η Toody έπιασε μπάσο για πρώτη φορά με το ψευδώνυμο T. Rat για το πρώτο ομώνυμο άλμπουμ (Whizeagle, 1980) και σαν Toody (T. Rat) για το Intermittent Signals (Whizeagle, 1981), στο οποίο ντραμς έπαιζε ο Sam Henry (Wipers, Napalm Beach). Οι Rats διέλυσαν έπειτα από ένα τρίτο LP (In A Desperate Red , Whizeagle, 1983). Ο Fred ηχογράφησε ένα ακόμα σινγκλ με την Toody και τον Louis Samora, τον τελευταίο ντράμερ των Rats, σαν The Desperate Edge (ένα μόνο σινγκλ, το “Frustration”/”Tremelo”, το οποίο ο Fred κυριολεκτικά μισεί επειδή είναι θεωρεί την ηχογράφηση πολύ… hi-tech). Το 1985 ο Fred συγκρότησε τους Western Front, ένα cow-punk σχήμα που ντύνονταν σαν καουμπόιδες για δυο επτάιντσα στην Whizeagle (το 2013 η εταιρεία Mississippi/Change τα κυκλοφόρησε σε δεκάιντσο με δυο bonus κομμάτια της Toody), ενώ λίγο αργότερα το ζευγάρι σχημάτισε τους Range Rats με ένα drum-machine, παίζοντας στα πιο απίθανα μέρη της Νεβάδα. Ηχογράφησαν και ένα άλμπουμ που τελικά κυκλοφόρησε το 2010 σε βινύλιο από την Mississippi.
Dead Moon: Ο Andrew Loomis έπαιζε ντραμς και εκτελούσε χρέη μπάρμαν όταν ο Fred και η Toody του ζήτησαν να συμμετάσχει στη νέα τους μπάντα. Ο Andrew είχε παίξει σε διάφορα σχήματα (Boy Wonders, Snowbud and the Flower People) χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Ήδη το ζεύγος είχε αποφασίσει να τελειώνει με τους πειραματισμούς και να επιστρέψει στον καθαρά garage ήχο. Η χημεία έγινε φανερή από την πρώτη πρόβα του τρίο. Το όνομα Dead Moon το διάλεξαν χαζεύοντας το κόκκινο φεγγάρι πάνω από την έρημο της Νεβάδα (και αφού τελικά απορρίφθηκε η αρχική ιδέα του Red Moon). Η πρώτη τους εμφάνιση έγινε στις 17 Σεπτεμβρίου 1987, κλείνοντας μια παράσταση stand-up κωμικών. Έστησαν τα όργανά τους, αλλά το κοινό άρχισε να αποχωρεί, με αποτέλεσμα να παίξουν μπροστά σε ένα πλήθος… τριών ατόμων και του μπάρμαν.
Η πρώτη κυκλοφορία των Dead Moon: Ήταν το ιστορικό πλέον “Parchment Farm”/“Hey Joe”. Κυκλοφόρησε το 1988 και κόπηκε σε ένα Presto-88 μονοφωνικό μηχάνημα κοπής βινυλίου κατασκευασμένο στο Νάσβιλ το 1954 που δωρίσει η Toody στον Fred για τα τριακοστά ένατα γενέθλιά του. Το μηχάνημα υπήρχε στο υπόγειο ενός στούντιο στο Πόρτλαντ και σε αυτό οι Kingsmen είχαν ηχογραφήσει το θρυλικό “Louie Louie”. Ο Fred είχε πληροφορηθεί την ύπαρξή του αλλά οι άνθρωποι του στούντιο βαριόντουσαν να το ψάξουν και, τελικά, παρά την επιμονή του για αρκετούς μήνες, παραιτήθηκε από την προσπάθεια. Η Toody όμως φαίνεται πως είχε τον τρόπο για να ικανοποιήσει τον αγαπημένο της σύζυγο και τελικά κατάφερε να το αποκτήσει. Για να το βάλουν στο σπίτι τους χρειάστηκε να αφαιρέσουν την κάσα μιας πόρτας και με πολύ κόπο κατάφεραν να το ανεβάσουν σε ένα ελεύθερο δωμάτιο, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα. Από τη στιγμή που το μηχάνημα λειτούργησε (ο Fred ομολογεί ότι ταλαιπωρήθηκε αρκετά μέχρι να μάθει το χειρισμό του) τίποτα δεν μπορούσε να τους σταματήσει απ’ το να κάνουν τα πράγματα όπως ακριβώς ήθελαν. To 1988 ίδρυσαν τη δική τους εταιρεία Tombstone Records (“Music too tough to die”) και άρχισαν να κυκλοφορούν δίσκους από δεκάδες άλλες μπάντες πέρα από τη δική τους. Το ευρωπαϊκό τους label ήταν η γερμανική Music Maniac. Ο Greg Sage των Wipers είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον του ιδιοκτήτης της εταιρείας Hans Kasteloo γύρω από τους Dead Moon. Ο Kasteloo οργάνωσε ευρωπαϊκές εμφανίσεις του συγκροτήματος και βοήθησε στη δημιουργία μιας ισχυρής βάσης οπαδών του στη Γηραιά Ήπειρο που διατηρείται και αυξάνεται λόγω του cult γοήτρου της μπάντας . Για μια εικοσαετία οι Dead Moon περιόδευσαν συστηματικά στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες κυκλοφορώντας δεκατέσσερα άλμπουμ (τα τρία live με ένα τέταρτο στα σκαριά) και αρκετά επτάιντσα, ως επί το πλείστον σε βινύλιο (η Music Maniac εκδίδει κυρίως τα CD τους).
(photos: Γερμανία 1991: Στην πρώτη ο Andrew Loomis με τους Last Drive και στη δεύτερη οι Drive τζαμάρουν με τους Dead Moon)
Η διάλυση των Dead Moon: «Έπειτα από είκοσι χρόνια, οι Dead Moon αποφάσισαν να αποσυρθούν. «Ήταν ένα ταξίδι που θα εκτιμάμε για πάντα και έχουμε την αίσθηση ότι στη θέση του έχει εμφανιστεί μια οικογένεια σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι Dead Moon έγιναν κάτι πολύ μεγαλύτερο από την ίδια την μπάντα, έγιναν μια underground DIY ελπίδα για πολύ κόσμο. Το κερί καίει ακόμα!» Έτσι λιτά, ο Fred Cole ανακοίνωσε το τέλος των Dead Moon τον Δεκέμβριο του 2006, λίγο πριν το τέλος της περιοδείας του συγκροτήματος με τίτλο Echoes of the Past. Από την πλευρά του, και σε ιδιωτικούς κύκλους, ο Loomis άφησε να εννοηθεί ότι στη διάρκεια της τελευταίας ευρωπαϊκής περιοδείας τα είχε τσουγκρίσει με τον Fred, κάτι που ωστόσο ουδέποτε επιβεβαίωσε επίσημα.
Unknown Passage: The Dead Moon Story: Πρόκειται για ένα ντοκιμαντέρ που κυκλοφόρησε το 2006 σαν φόρος τιμής στον Fred, την Toody και τον αείμνηστο ντράμερ των Dead Moon Andrew Loomis. Καταγράφει την ιστορία του συγκροτήματος στο δρόμο και στο σπίτι τους, το πέρασμά τους από διάφορα παλιότερα σχήματα, τον τρόπο που διαχειρίζονται την ανεξαρτησία τους κόντρα στους μάνατζερ και τις μεγάλες δισκογραφικές και αποτελεί ένα ιστορικό DIY ντοκουμέντο για τις επόμενες γενιές. Στο ντοκιμαντέρ μάλιστα υπάρχει απόσπασμα κάποιας τηλεοπτικής εκπομπής από μια εμφάνιση των Boy Wonders, της μπάντας που έπαιζε ο Loomis,.
Pierced Arrows: Το 2007, ο Fred και η Toody, μαζί με τον ντράμερ Kelly Halliburton (ο πατέρας του είχε παίξει με τον Cole στους Albatross), σχημάτισαν ένα νέο τρίο, τους Pierced Arrows (το δέκατο πέμπτο (;) συγκρότημα στην καριέρα του Cole) συνεχίζοντας την παράδοση των Dead Moon. Κυκλοφόρησαν δυο άλμπουμ και πέντε επτάιντσα κυρίως στην Tombstone και περιόδευσαν σε διάφορες χώρες.
(photo: Pierced Arrows)
Μια επιστροφή και ένας θάνατος: Το 2014 οι Dead Moon άρχισαν ξανά να δίνουν επιλεκτικά συναυλίες στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες που όμως διακόπηκαν λόγω της επιδεινωμένης υγείας του Loomis. Ο 54χρονος (γεν. 1961) και επί 28 συναπτά έτη ντράμερ των Dead Moon πέθανε στις 8 Μαρτίου 2016, στις 4:50 το απόγευμα έχοντας υποστεί σειρά μικρών εγκεφαλικών. Τ0 2015 του είχε διαγνωστεί καρκινικό λέμφωμα και είχε υποβληθεί σε εγχείριση και χημειοθεραπεία. Μετά το 2006 είχε συμμετάσχει στο rock συγκρότημα Shiny Things από την Ουάσινγκτον. Ο Loomis ήταν μέγας πότης και το αγαπημένο του στέκι στο Πόρτλαντ ήταν το Chen Yen που σερβίριζε το ουίσκι σε μπυροπότηρα και που σήμερα δεν υπάρχει. Όπως έγραψε και η Toody μετά το θάνατό του: «Ανέκαθεν ο Andrew ήταν για μένα σαν αδελφός. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι στη ζωή σου αλλά υπάρχουν κάποιοι που δεν μπορείς να φανταστείς πώς θα ήταν η ζωή σου αν δεν τους είχες συναντήσει. Ήταν από τους πιο χαρούμενους, αξιαγάπητους και ακομπλεξάριστους ανθρώπους που έχω γνωρίσει. Στ’ αλήθεια φώτισε τη ζωή μας και, στο βαθμό που με αφορά, ήταν ο καταλύτης για το δρόμο που ακολούθησαν οι Dead Moon. Είχε έναν απίστευτο τρόπο με τον κόσμο αλλά δυστυχώς ήταν πολύ καλύτερος με όλους τους άλλους παρά με τον εαυτό του. Ο κόσμος θα είναι πολύ πιο ανιαρός χωρίς αυτόν».
Η καρδιά του «γερόλυκου»: Τον Μάρτιο του 2014 το ζεύγος γνωστοποίησε το καρδιακό πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο Cole (ο οποίος έχει πρόβλημα ακοής και φοράει ακουστικό) εξαιτίας ενός ποσοστού φραγμένων αρτηριών που ξεπερνά το 80%. Ο Αμερικανός μουσικός υποβλήθηκε σε επιτυχημένη εγχείριση ανοιχτής καρδιάς με τη μέθοδο bypass.
Σήμερα: «Σε αυτό το σημείο έχουμε πλέον ξεμπερδέψει με τους Dead Moon. Ο Fred δεν μπορεί να αντέξει πάνω στη σκηνή για μιάμιση ώρα με μια κιθάρα που ζυγίζει κάμποσα κιλά περασμένη στο λαιμό του. Τα πόδια του δεν τον κρατούν, μουδιάζουν. Είμαστε πια 67 χρονών! Από δω και πέρα θα παίζουμε μόνο σαν ντουέτο… Οι rock ’n’ roll μέρες του Fred έχουν τελειώσει. Το ξέρει και χαίρεται γι’ αυτό. Έτσι πρέπει να γίνει. Το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε είναι να μοιάζει σαν καρικατούρα του εαυτού του… Είναι πολύ περήφανος και δεν το έχει πλέον τόση ανάγκη. Το κάνει σε όλη του τη ζωή και ξέρω ότι όλοι θα θέλατε να το κάνει για πάντα, και θα το κάνει [παίζοντας ακουστικά] με χαρά. Το άλλο όμως του είναι πολύ δύσκολο». Το ζεύγος πάντως συνεχίζει να περιοδεύει σαν ακουστικό σχήμα με το όνομα Toody & Fred. Τον Δεκέμβριο του 2016 εμφανίζονται στην Αυστραλία, τη Ζέα Ζηλανδία και την Ιαπωνία, ενώ έχουν προγραμματίσει μεγάλη ευρωπαϊκή περιοδεία για τις αρχές του 2017.
Οι Fred και Toody είναι οι παππούδες του DIY: Είναι κάτι που ανέκαθεν ασπάζονταν, ωστόσο τους φαίνεται αστείο να τους χαρακτηρίζουν έτσι. Ο λόγος που το ξεκίνησαν ήταν επειδή μόνο έτσι μπορούσαν να κυκλοφορούν τους δίσκους τους και τους άρεσε να έχουν τον απόλυτο έλεγχο. Με αυτό τον τρόπο δημιούργησαν ένα προηγούμενο για ένα σωρό άλλες μπάντες.
Το τατουάζ: Το μισοφέγγαρο με τη νεκροκεφαλή, το χαρακτηριστικό και πασίγνωστο πλέον λογότυπο των Dead Moon, σχεδιάστηκε από την Kelly Manahan. Ο Fred Cole το έχει τατουάζ στην αριστερή πλευρά του προσώπου του, ενώ η Toody φέρει μια ελαφρώς τροποποιημένη εκδοχή του στο δεξί της χέρι. Τα απέκτησαν εν είδη δώρου το 1988, όταν προσφέρθηκαν να παίξουν αφιλοκερδώς για ένα τατουατζίδικο.
Για τη μουσική τους: «Θυμάμαι πως όταν ξεκινούσαμε, όλοι μας έλεγαν ότι κανένας δεν ακούει τέτοια μουσική. Τους διαψεύσαμε. Μας έλεγαν ότι κανένας δεν αγοράζει μονοφωνικούς δίσκους. Τους διαψεύσαμε. Μας έλεγαν ότι κανένας δεν αγοράζει πια βινύλιο. Τους διαψεύσαμε. Μας έλεγαν ότι δεν θα έχουμε μέλλον αν δεν υπογράψουμε σε πολυεθνική. Τους διαψεύσαμε. Ότι δεν θα μπορούσαμε να οργανώσουμε περιοδείες. Τους διαψεύσαμε… Αντισταθήκαμε με τον τρόπο μας σε ένα σύστημα που ήθελε να μας βάλει σώνει και καλά στο λούκι. Κάθε μας κίνηση ήταν ακόμα μια ρωγμή στο κατεστημένο» (Fred Cole, αποκλειστική συνέντευξη στο Merlin’s Music Box, τεύχος 21, Ιούνιος 1994).
Τι τους συνδέει με τόσους και τόσους πιστούς φαν: Πρώτα απ’ όλα, η μουσική, αλλά και ο τρόπος ζωής τους. Μακριά από κάθε είδους σνομπισμό και βεντετιλίκι, θεωρούν τους οπαδούς τους σαν μακρινούς αλλά αγαπημένους συγγενείς και χαίρονται κάθε φορά που τους βλέπουν.
Ποιοι τους επηρέασαν: Ο Fred άκουγε φανατικά Beatles, Rolling Stones, Love και τα country & western συγκροτήματα που έβλεπε από πολύ μικρός να παίζουν πάνω σε καρότσες φορτηγών. Η Toody λάτρευε τον Dylan και την Baez μέχρις ότου γνωρίσει τον Fred, πιάσει στα χέρια της το μπάσο και προχωρήσει σε νέες μουσικές ατραπούς.
Για το αναμμένο κερί στο πάνω στο ανάποδο μπουκάλι: Συνέβη τυχαία. Κάποια στιγμή στη διάρκεια της πρώτης περιοδείας τους, ο Loomis σκέφτηκε να χώσει ένα μπουκάλι Jack Daniels στην τρύπα πάνω από την μπότα του ντραμς. Για ένα διάστημα είχε ένα αναμμένο κερί μπροστά από το ντραμς και κάποια στιγμή ο Weeden, ο γιος του Fred και της Toody, το σήκωσε, το τοποθέτησε πάνω στον πάτο του ανάποδου μπουκαλιού κι εκείνο άρχισε να λιώνει. Η ιδέα άρεσε στον Fred που θεώρησε ότι θα τους φέρει γούρι και τους είπε να το αφήσουν, όπερ και εγένετο.
Για το θάνατο: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά είμαι σίγουρος ότι θα παλέψω για να ζήσω. Αν βρεθώ σε χειρουργικό τραπέζι, θα κάνω ό,τι μπορώ με όλες μου τις δυνάμεις για να γυρίσω πίσω. Έχω πολύ ισχυρή θέληση για ζωή» (Fred Cole, αποκλειστική συνέντευξη στον Filth Simpson, Merlin’s Music Box No 15, Δεκέμβριος 1992).
Είναι προληπτικοί: Ο Fred έχει κόλλημα με τον αριθμό οκτώ. Κάθε φορά που το βλέπει σε κάποιο βενζινάδικο ή σε κάποιο καζίνο πιστεύει ότι είναι θεϊκό σημάδι και ότι πρέπει να πάει εκεί γιατί θα του βγει σε καλό. Για την Toody είναι κυρίως το έξι και το είκοσι επτά.
Η τελευταία punk μπάντα που τους έστειλε αδιάβαστους: Οι Wipers. Πιστεύουν ότι οι συναυλίες τους, ιδίως την πρώτη περίοδο, ήταν εκρηκτικές σε μοναδικό βαθμό. Μια άλλη μπάντα που τους είχε εντυπωσιάσει ήταν οι Sado-Nation που σχηματίστηκαν στο Πόρτλαντ το 1978 από τον David Corboy και κυκλοφόρησαν ένα επτάιντσο (Brainstem Records, 1980) και το άλμπουμ We’re Not Equal (Trap Records, 1983).
H επιρροή του punk: O Fred έπαιζε με το συγκρότημά του ένα είδος swampy rhythm ’n’ blues και υποτίθεται ότι θα άνοιγαν για τους Ramones, αλλά ο ραδιοσταθμός που οργάνωνε τη συναυλία τους ακύρωσε την τελευταία στιγμή. Ο Fred πάντως είχε την ευκαιρία να δει για πρώτη φορά τους νεοϋορκέζους punks και εντυπωσιάστηκε σε σημείο που άρχισε να γράφει διαφορετικά πράγματα, πιο σπιντάτα και πιο δυνατά, δημιουργώντας έναν πόλο για τον μελλοντικό ήχο των Dead Moon.
Για τα ναρκωτικά: «Δοκίμασα λίγο από τις πρώτες original παρτίδες acid που έφτασαν στο Σαν Φρανσίσκο. Μου έδωσε κάποιος από τους Big Brother & The Holding Company, το γκρουπ που συνόδευε την Janis Joplin στο τέλος κάποιων συναυλιών που δώσαμε μαζί τους όταν έπαιζα στους Lollipop Shoppe. Ποτέ δεν κόλλησα μια βελόνα στο χέρι και μπορώ να πω πως γενικά είμαι ενάντια στα ναρκωτικά. Η ηρωίνη καντάντησε να είναι το ασφαλέστερο πράγμα, τη στιγμή που η κόκα και το κρακ είναι πιο εθιστικά […] Προτιμώ τα καθαρά λικέρ» (Fred Cole, αποκλειστική συνέντευξη στον Filth Simpson, Merlin’s Music Box No 15, Δεκέμβριος 1992).
Για χρήμα: Δεν τους απασχολεί ιδιαίτερα και δεν έχουν ασφάλεια ζωής ή υγείας. Ελπίζουν ότι τα ενοίκια από ένα παντοπωλείο και ένα σαντουϊτσάδικο που κατέχουν στο Clackamas, σε ένα οίκημα που έχουν χτίσει στην πόλη, θα επαρκέσουν για να τους εξασφαλίσουν αξιοπρεπή γεράματα.
Για τις πολυεθνικές: «Ακόμα και όταν είχα σοβαρές προτάσεις να συνεργαστώ με πολυεθνικές, κάτι με κρατούσε μακριά. Μπορεί να θεωρηθώ ηλίθιος ή ρομαντικός αλλά, πίστεψέ το, δεν ανησυχώ καθόλου γι’ αυτό. Όλες οι μπάντες που υπογράφουν σήμερα σε μεγάλα label, όσο κι αν υποστηρίζουν πως διατηρούν την ελευθερία τους, δεν είναι τίποτε άλλο παρά υποκριτές. Ακόμα κι όταν λένε ψέματα δυνατά για να τους ακούσει ο εαυτός τους. Ανεξάρτητος σημαίνει να είσαι ανεξάρτητος. Να κάνεις αυτό που εσύ θέλεις» (Fred Cole, αποκλειστική συνέντευξη στο Merlin’s Music Box No21, Ιούνιος 1994).
Κομμάτια που διασκεύασαν οι Dead Moon: “Time Has Come Today” (The Chambers Brothers), “Hey Joe” (Booby Roberts), “Can’t Help Falling In Love” (Elvis Presley), “Signed D.C.” (Love), “Communication Breakdown” (Led Zeppelin), “Folsom Prison” (Johnny Cash), “Play With Fire” (The Rolling Stones), “Times They Are A-Changin” (Bob Dylan), “Milk Cow Blues” (trad.), “Parchment Farm” (Mose Allison), “It’s A Long Way To The Top” (AC/DC).
Καλλιτέχνες που έχουν διασκευάσει κομμάτια των Dead Moon: The Fuzztones, Pearl Jam, The Droogs, The Nomads, The Mono Men, Link Wray, Jolly Jumpers, Antietam, Cat Power, The Spoons, Minusi, Baby Woodrose, The Birdmen of Alcatraz, The Philisteins, Angel In Heavy Syrup, Mensen, Dicky B. Hardy, Powdermonkeys, The Cynics, A Place To Bury Strangers και κάμποσοι άλλοι. Ένα συγκρότημα από την Ολλανδία, οι Dagger Moon, έπαιζε για ένα και πλέον χρόνο αποκλειστικά κομμάτια των Dead Moon πριν διαλυθεί.
Ποιοι έγραψαν κομμάτι για τους Dead Moon: Οι Richmond Fontaine, το συγκρότημα του συγγραφέα Willy Vlautin από το Πόρτλαντ, έχουν γράψει το “A Song for Dead Moon” που συμπεριλαμβάνεται στο άλμπουμ τους Obliteration By Time (2005).
Τόπος διαμονής: Το ζεύγος ζει έξω από το Clackamas, σαράντα χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Πόρτλαντ, σε ένα σπίτι που έχει χτίσει μόνος του ο Fred σε μια έκταση εννέα εκταρίων. Η οικοδόμηση άρχισε στα τέλη της δεκαετίας του '70, κράτησε πολλούς μήνες και όλο αυτό το διάστημα ο Ted και η Toody μεγάλωναν τα τρία παιδιά τους (δυο αγόρια και ένα κορίτσι) ζώντας σε σκηνές, μαγειρεύοντας στην ύπαιθρο και κάνοντας την ανάγκη τους στους θάμνους. Κάποια στιγμή, η κομητεία απείλησε να γκρεμίσει το σπίτι κι έτσι ο Ted πήρε μια καραμπίνα και στήθηκε περιμένοντας στην είσοδο της ιδιοκτησίας του. Οι αρχές δεν εμφανίστηκαν ποτέ…
Ένα ειδύλλιο που βαστάει πενήντα χρόνια: Για τον Fred και την Toody που είναι μαζί 24 ώρες το 24ωρο, το κλειδί για κάθε πετυχημένη σχέση είναι να συναντάς το σωστό άνθρωπο την κατάλληλη στιγμή. Στην ουσία έχουν μεγαλώσει μαζί. Η μουσική ήταν ανέκαθεν κομμάτι της σχέσης τους και εξακολουθούν να την απολαμβάνουν ταυτόχρονα με την οικογενειακή τους ζωή που συμπεριλαμβάνει τα τρία παιδιά τους και τα εγγόνια τους. Όπως συμβουλεύει ο Cole: «Να κάνετε τα πάντα μαζί! Να δουλεύετε μαζί, να παίζετε μαζί! Αν δεν μπορείς να ανεχθείς κάποιον για 24 ώρες το 24ωρο, τότε έχεις βρει λάθος άτομο».
Εν κατακλείδι: «Θα είμαι το ίδιο ευτυχισμένος και μετά από δέκα χρόνια, ακόμα κι αν η δημοτικότητά μας δεν αυξηθεί στο ελάχιστο από σήμερα. Θα ξέρω ότι έκανα αυτό που γούσταρα και ότι το έκανα με το δικό μου τρόπο. Ακόμα κι αν χρειαστεί ν’ ανεβαίνω στη σκηνή με καροτσάκι». (Fred Cole, αποκλειστική συνέντευξη στο Merlin’s Music Box, τεύχος 21, Ιούνιος 1994).
https://www.facebook.com/Dead-Moon-25782857426/
https://www.facebook.com/groups/562275310573712/
ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ
https://www.discogs.com/artist/347084-Dead-Moon
Γιάννης Καστάναρας
Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξιν και κατ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
Γιάννης Καστάναρας
Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
Γιάννης Καστάναρας
Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.