Μετάφραση: Αλέξης Καλοφωλιάς
Τις προάλλες μιλούσα στο τηλέφωνο με μια φίλη που κυκλοφορεί πολύ στη σκηνή του CBGB’s. Με διασκέδαζε εξιστορώντας μου όσα απολαμβάνουν οι γυναίκες στον υπόγειο σιδηρόδρομο της Νέας Υόρκης: «…οπότε to τραίνο φρενάρει απότομα και εγώ πέφτω φαρδιά πλατιά στο πάτωμα, και όχι μόνο δεν έσκυψε κανείς να με βοηθήσει, αλλά όλοι αυτοί οι χιμπατζήδες απλώς κάθονταν και με κοιτούσαν γελώντας».
«Οι χιμπατζήδες;» είπα. «Ποιοι χιμπατζήδες;»
«Ξέρεις», είπε. «Οι μαύροι».
«Γιατί τους λες έτσι;»
«Δεν ξέρω. Επειδή είναι από τη ζούγκλα, μάλλον».
Δεν είπα τίποτα.
«Άκου, ξέρω ότι δεν ακούγεται ωραία», είπε τελικά. «Όμως ούτε το να είσαι γυναίκα σε αυτή την πόλη είναι ωραίο. Όπου σταθείς κι όπου βρεθείς, υπάρχουν ένα σωρό αλάνια που στην πέφτουν, και μερικοί πάνε να σου πουλήσουν νταβατζιλίκι. Πολλοί απ’ αυτούς που στην πέφτουν είναι μαύροι, αλλά αυτοί που πάνε να σου πουλήσουν νταβατζιλίκι είναι πάντα μαύροι. Και κάποια στιγμή αντιδράς, είναι αναπόφευκτο».
Μερικές φορές νομίζω ότι τίποτε δεν είναι απλό, παρά μόνο η αίσθηση του πόνου.
Όταν μου ζήτησαν αρχικά να γράψω αυτό το άρθρο, είπα ναι, βεβαίως, γιατί ο ρατσισμός (για να μη μιλήσω για τον σεξισμό, που είναι ακόμα πιο διαδεδομένος) στην αμερικανική νιου γουέιβ σκηνή ήταν κάτι που με ενοχλούσε πολύ καιρό. Μόλις είπα στα παιδιά της μπάντας μου ότι το έγραφα, έβαλαν τα γέλια. «Φαντάζομαι ότι θα πάρεις καλά φράγκα», είπε ένας. «Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι ο ρατσισμός στο πανκ είναι κάτι τόσο ξεχωριστό από τον ρατσισμό στην υπόλοιπη κοινωνία;» ρώτησε ένας άλλος.
«Επειδή η υπόλοιπη κοινωνία δεν διατυμπανίζει ότι ο ρατσισμός είναι μόδα και μαγκιά», απάντησα τσιτωμένος.
«Ναι, ε;» είπε σαρκαστικά. «Για τράβα σε κανένα εργοστάσιο. Ή σε καμιά φυλακή».
Η "μαρκιζα" του CBGB στη Νέα Υόρκη
Εντάξει. Εδώ μιλάμε για εξουσία, την αίσθηση ότι δεν διαθέτεις καθόλου απ’ αυτή, ή πόση δήθεν εξουσία μπορείς να ξεσκίσεις από το τομάρι ενός φουκαρά. Λειτουργεί παντού με τον ίδιο τρόπο, βεβαίως, αλλά ένα από τα πράγματα που κάνει τη στάση του πανκ μοναδική είναι ότι φαίνεται να προσλαμβάνει ουσία ή τουλάχιστον στυλ από την αποποίηση κάθε εξουσίας. Κοιτάξτε με! Είμαι ένας λεχρίτης κρετίνος! Και είμαι περήφανος γι’ αυτό! Πολλοί απ’ αυτούς που ανήκουν στο περιβάλλον της σκηνής του CBGB’s και του Max’s Cansas City έμοιαζαν εξαρχής ακρωτηριασμένοι συναισθηματικά αν όχι σωματικά– βλέπεις πάνω τους προβλήματα εκφοράς λόγου, καμπούρες, χωλότητες, ένα άθλιο εκπαιδευτικό σύστημα και πάνω από όλα μια ισοπεδωτική πνευματική ατονία. Προσθέστε σε αυτά τη γονική αδιαφορία και μια κοινωνία δίχως αξίες εκτός από την υστερική έμφαση στην σωματική τελειότητα, και θα καταλήξετε με αυτά τα μπασμένα: Η μοναδική εξέγερση που μας βρίσκεται, όπως έγραψε κάποτε το Life για τους μπίτνικ. Ο Richard Hell μας έδωσε το σλόγκαν «Blank Generation» - Κενή Γενιά-, παρόλο που επιμένει πως δεν αναφερόταν σε ένα πλήθος με τον δυναμισμό μιας άδειας τηλεοπτικής οθόνης, αλλά μάλλον σε μια ομάδα ανθρώπων που επωφελήθηκαν από την κατάρρευση όλων των αξιών για να απελευθερωθούν και να επινοήσουν εκ νέου τους εαυτούς τους, μετουσιώνοντας ολόκληρη τη ζωή τους σε μια καλλιτεχνική δήλωση. Δυστυχώς, ένα τόσο σπουδαίο ουτοπικό όνειρο, το οποίο σίγουρα δεν κάνει για πρώτη φορά την εμφάνισή του, παραμένει αυτό ακριβώς, ένα όνειρο, γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι προτιμούν απλώς να είναι οπαδοί. Και αυτό που απομένει, πέρα από το επιχείρημα ότι η φάση είναι καλύτερη από τα μπαρ για εργένηδες, είναι η συμπόνια. Όταν οι Ramones σηκώνουν επί σκηνής το πλακάτ που γράφει «GABBA GABBA HEY», αυτό που θέλουν να πουν είναι «Σε αποδεχόμαστε». Μόλις ξεπεράσεις την πανοπλία από περιλαίμια σκύλου, μαύρα δερμάτινα και εξεζητημένα σαδομαζοχιστικά αξεσουάρ, συναντάς μερικούς από τους πιο ευγενικούς, ή τουλάχιστον πιο ακίνδυνους ανθρώπους του κόσμου: Αν αφήσεις κατά μέρος τους θρύλους γύρω με τον Sid Vicious, σχεδόν όλη η βία του πανκ στρέφεται κατά του εαυτού.
Ramones
Αν λοιπόν οι πάνκηδες είναι ένα κοπάδι από μικρά, λευκά πρόβατα, γιατί ορισμένοι απ’ αυτούς τα έχουν βάλει με τα μικρά μαύρα πρόβατα; Ο Richard Pinkston, ένας μαύρος φίλος με τον οποίο γνωριζόμαστε από την εποχή του Ντιτρόιτ, μου είπε, «Όταν πάω στο CBGB’s νιώθω λες και βρίσκομαι στο Ανατολικό Βερολίνο. Δεν με πειράζουν οι ενοχές των προοδευτικών όταν με βοηθάνε να μπω σε ένα εστιατόριο, ακόμα κι όταν ξέρω ότι ο τύπος στην πόρτα κατά βάθος με μισεί. Όμως νομίζω ότι στο CBGB’s βάζουν τα δυνατά τους να γίνονται προσβλητικοί με κάθε ευκαιρία, έτσι το όλο πράγμα είναι πιο έντονο και οι τύποι έχουν λιγότερες αναστολές. Μιλάμε σχεδόν για νοοτροπία όχλου».
Οι Richard Hell and the Voidoids είναι ένα από τα ελάχιστα διαφυλετικά συγκροτήματα της σκηνής (“διαφυλετικά” – τι ηλίθια λέξη). Άκουσα πως όταν πρωτόφτιαξε το συγκρότημα, ο Ρίτσαρντ δέχτηκε επικρίσεις από συγκεκριμένους κύκλους για τον Ivan Julian, τον μαύρο κιθαρίστα τους από την Ουάσινγκτον, ο οποίος κάποτε ήταν μέλος των Foundation που είχαν κυκλοφορήσει το «Build me Up Buttercup». Νομίζω ότι λέει πολλά για το τι είδους άνθρωπος είναι ο Richard το γεγονός ότι τότε είπε σε όλους εκείνους τους τύπους να πάνε να γαμηθούνε και σήμερα δεν θέλει να μιλάει γι’ αυτό. «Δεν θυμάμαι κάτι ιδιαίτερο. Πιστεύω απλώς ότι οι περισσότεροι απ’ όσους λένε τέτοια πράγματα είναι τόσο άχρηστοι που τα λόγια τους δεν έχουν σοβαρή επίδραση. Ανάμεσα στους μουσικούς υπάρχει περισσότερο επαγγελματική αντιζηλία, παρά φυλετική. Συμβαίνουν ένα σωρό πισώπλατα μαχαιρώματα σε κάθε σκηνή∙ είναι σαν τα κορίτσια που “θάβουν” η μία το ντύσιμο της άλλης. Έτσι κι αλλιώς, οι μουσικοί είναι τέτοια ρεμάλια που περιμένεις πάντα απ’ αυτούς να πουν για σένα τη χειρότερη μαλακία, οπότε δεν έχει καμία σημασία».
O Richard Hell και οι Voidoids (Ivan Julian, Robert Quine, Richard Hell και Marc Bell)
Τηλεφώνησα στον Ivan, τον τύπο που είχε προβλήματα στο μπαρ με τους ηλίθιους αρχικά. «Άκου, αυτό που με τράβηξε σε αυτή τη σκηνή ήταν απλά το γεγονός ότι υπήρχαν πολλοί άνθρωποι με λίγο πολύ κοινές μουσικές και κοινωνικές στάσεις. Κανείς δεν μου έχει πει ποτέ κάτι στα μούτρα, αλλά το αυτί μου έχει πιάσει ένα σωρό παπαριές. Πολλοί είναι απλώς μισαλλόδοξοι κόπανοι. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει περισσότερος ρατσισμός στο CBGΒ’s όπου πήγαινα σχεδόν κάθε βράδυ την πρώτη χρονιά που έζησα εδώ, απ’ ότι σε οποιοδήποτε άλλο μέρος της Νέας Υόρκης. Ίσως κάπως λιγότερος, επειδή βρίσκω τη Νέα Υόρκη εκατό φορές πιο ρατσιστική απ’ ότι την Ουάσινγκτον, το Μέριλαντ και τη Βιρτζίνια όπου μεγάλωσα. Εκεί υπάρχει φανερός ρατσισμός, γίνονται εγκλήματα απροκάλυπτα, όμως εδώ είναι πολύ πιο ύπουλος. Έχεις τέσσερα ή πέντε διαφορετικά άκρα, πολλές κουλτούρες που δεν αντέχουν η μία την άλλη. Μου θυμίζει τότε που κάναμε περιοδεία στην Ευρώπη∙ έπαθα την πλάκα μου με τη μισαλλοδοξία που υπήρχε ανάμεσα σε ανθρώπους από διαφορετικά μέρη της ίδιας χώρας. Εμένα με αποδέχονταν, αλλά μεταξύ τους έβλεπαν ο ένας τον άλλον σαν αράπη. Κάπως έτσι είναι μερικές φορές και το CBGB’s. Ακόμα και οι μεταλλαγμένοι μπορούν να μάθουν να μισούν ο ένας τον άλλον και να έχουν προκαταλήψεις. Όπως είπε ο Mingus στο Χειρότερα κι από Σκυλιά,(1) πριν από σαράντα ή πενήντα χρόνια, στο γκέτο, όσο πιο ανοιχτόχρωμος ήσουν τόσο καλύτερα την έβγαζες. Όμως μπορεί να έστριβες σε μια γωνία και αν ήσουν κάπως ανοιχτόχρωμος σαν τον Mingus, εμφανιζόταν μια παρέα από τύπους που σου φώναζαν, “Γαμημένε σκυλάραπα” και στην έπεφταν για να σε σφάξουν. Θέλω να πω ότι ανεξάρτητα από το πόσα κοινά μπορούν να έχουν οι άνθρωποι, εξακολουθούν να απωθούν ο ένας τον άλλον. Υπάρχουν συγκεκριμένα άτομα στη σκηνή, όπως για παράδειγμα ένα κορίτσι από κάποιο συγκρότημα που δεν είναι παρά μια φωνακλού, ρατσίστρια σκύλα – είναι προφανές ότι δεν θέλουμε καμία σχέση ο ένας με τον άλλον, έτσι την αποφεύγω, κι εκείνη το ίδιο.
Ο Ivan Julian των Voidoids
«Ένα πράγμα θα σου πω: Οι μπίζνεσμαν, οι τύποι των δισκογραφικών, είναι πολύ χειρότεροι. Άτομα σαν τον Richard Gottehrer, ο οποίος έκανε την παραγωγή στο άλμπουμ μας, τον Seymour Stein και πολλούς άλλους στη Sire Records. Ήταν εντελώς συγκαταβατικοί, μου μιλούσαν διαφορετικά, λες και ήμουν παιδάκι. Άκουσα ένα σωρό κλισέ, μόνο που δεν με ρώτησαν πότε ξεκινάει το μάζεμα του βαμβακιού».
Θυμήθηκα αμέσως τη μέρα που βρισκόμουν στο γραφείο μιας λευκής γυναίκας με ευφυΐα, καλλιέργεια και επιρροή στην μουσική βιομηχανία, και στη συζήτησή μας προέκυψε το ζήτημα της φυλής. «Ω», είπε, «Μου άρεσαν πολύ περισσότερο όταν ήταν απλά Νέγροι. Όταν έγιναν μαύροι…» Σούφρωσε τη μύτη της εκνευρισμένη.
«Φυλετικό μίσος;» λέει ο Bob Quine, ο πρώτος κιθαρίστας των Voidoids. «Ωραία, αυτό δίνει σε μένα και τον Ivan κάτι να κάνουμε πάνω στη σκηνή. Οι Αποκλίνοντες».
Όμως η άνεση και η διορατικότητα των Voidoids αποτελούν εξαίρεση στη σκηνή της Νέας Υόρκης. Η συγκεκριμένη σκηνή και γενικότερα η πανκ στάση συνήθως ξεχειλίζουν από αυτοκαταστροφικό μίσος, και κάθε φορά που καταλήγεις στο συμπέρασμα ότι η ζωή είναι για τα σκουπίδια και η ανθρώπινη φυλή ουσιαστικά ισοδυναμεί με ένα κουβά σκατά, έχεις το τέλειο έδαφος για την ανάπτυξη του φασισμού. Μάλιστα, πολλοί «απέξω» πιστεύουν ότι το πανκ είναι φασιστικό, αλλά αυτό συμβαίνει επειδή δεν μπορούν να δουν αυτό που κρύβεται πίσω από συγκεκριμένες ατάκες, σύμβολα και αξεσουάρ που (εγώ πιστεύω ότι) δεν είναι και τόσο σημαντικά: Ο Ron Asheton των Stooges συνήθιζε να φοράει επί σκηνής σβάστικες, σιδερένιους σταυρούς και ψηλές στρατιωτικές μπότες, αλλά δεν θυμάμαι δεξιόστροφες μπουρδολογίες να εμφανίζονται στη μουσική που έκανε μαζί με τον Iggy ή με το μεταγενέστερο συγκρότημά του, για το οποίο πολλοί άνθρωποι δεν χάρηκαν καθόλου όταν έμαθαν ότι ονομαζόταν New Order (Νέα Τάξη).
O Ron Asheton και ο Iggy Pop των Stooges
Τα τρία τελευταία χρόνια η ενδυματολογική κληρονομιά του Ron μας έχει δώσει μία παγκόσμια υποκουλτούρα τα μέλη της οποίας θα μπορούσε εύκολα να περάσει κάποιος για μικρούς φαιοχίτωνες. Όμως δεν είναι - στην πλειοψηφία τους. Μόνο κάποιος τόσο βλάκας όσο κατηγορούνται πως είναι οι Ramones θα μπορούσε να προσβληθεί ακούγοντάς τους να τραγουδούν «Είμαι ένας ναζί αγαπούλης» ή να μας λένε ότι ο πρώτος κανόνας είναι να υπακούμε στους νόμους της Γερμανίας και να ακολουθεί η προτροπή «Τρώγε σαλάμι για Εβραίους». Έχω κάνει πολύ παρέα με τους Ramones, και φέρονται με τον ίδιο τρόπο σε οποιονδήποτε άνθρωπο οποιασδήποτε φυλής ή φύλου– αυτοί που τους γυρίζουν τα άντερα δεν είναι ούτε οι Εβραίοι, ούτε οι μαύροι, ούτε οι γκέι, αλλά μόνο κάτι κάλπικοι καραγκιόζηδες που έχουν μάθει απέξω τις ατάκες του Rocky Horror Show και προσποιούνται τους πρεζωμένους τρεκλίζοντας γύρω από το Max’s, ενώ βάζουν τα δυνατά τους να δείχνουν όσο πιο «ντεκαντάνς» μπορούν.
Ενώ, για να είσαι ρατσιστής δεν χρειάζεται να προσπαθήσεις καθόλου. Ο ρατσισμός είναι ένας πηχτός θρόμβος από δηλητήριο που ελλοχεύει μέσα σε όλους μας, λευκούς και μαύρους, Εβραίους και μη Εβραίους, έτοιμος να χτυπήσει όταν νιώθουμε πολιορκημένοι, μειωμένοι ή κακοποιημένοι. Και γι’ αυτό πρέπει να τεθεί υπό διαρκή παρακολούθηση, να γίνει ταμπού και να περιοριστεί, από την κοινωνία και το άτομο. Όμως υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα σε αυτό το μίσος και το παλιό epater de bourgeoisie(2)– τη ροχάλα προς την εξουσία: Οι σβάστικες στο πανκ είναι βασικά ένας άλλος τρόπος εξέγερσης των παιδιών απέναντι στους γονείς τους και ίσως τις εφημερίδες, που και οι δύο αξίζουν τον εκνευρισμό τους. Αυτά τα μικρά πανκιά γνώριζαν για την αρχική σημασία του συμβόλου μόνο όσα χρειάζονταν για να σοκάρουν. «Είναι μία στάση», όπως λέει ο Ivan, «Ένας πολύ ανώριμος τρόπος να γίνεις επικίνδυνος».
Πιθανόν. Μόνο που αυτός ο αστόχαστος, ακόμα και ειρωνικός τρόπος εναγκαλισμού των τοτέμ της μισαλλοδοξίας μετασχηματίζεται σε αληθινό δηλητήριο. Γύρω στα 1970 υπήρχε ένας ντενεκές ονόματι Wayne McGuire ο οποίος δημοσίευε στο περιοδικό Fusion αποσπάσματα από κάτι που αποκαλούσε «Ημερολόγιο του Υδροχόου», στο οποίο ανάμεσα σε αναμασήματα από τον Νίτσε και μισερές αναφορές στον Σελίν πρότεινε ότι οι Velvet Underground αντιπροσώπευαν ένα είδος μυστικού ορόσημου για το πεπρωμένο της Άριας Φυλής, μάλιστα μέχρι που προσπάθησε να συνδέσει τη μουσική τους με τις ιδέες του Mel Lyman, ο οποίος ήταν ένας από τα μοντέλα της πρόσφατης σοδειάς από βαρετούς καλτ πατερούληδες.
Σε ένα άλλο επίπεδο, είχαμε απροσδόκητες σποραδικές εξάρσεις όπως οι κραυγές του Iggy (“Το επόμενο κομμάτι μας απόψε είναι αφιερωμένο σε όλες εσάς τις Εβραίες κυρίες στο ακροατήριο και έχει τίτλο «Πλούσια Σκύλα»” στο ηχογραφημένο live μπούτλεγκ του 1974 με τίτλο Metallic K.O.), και η παλιά μου έδρα, το περιοδικό Creem, όπου περίπου την ίδια εποχή ήμουν μάλλον περήφανος για τον εαυτό μου επειδή έγραφα πράγματα όπως (σε ένα άρθρο για τη “σόουλ” φάση του David Bowie): «Λοιπόν, όπως όλοι ξέρουμε, οι λευκοί χίπηδες και οι μπίτνικ πριν από αυτούς δεν θα είχαν υπάρξει αν δεν είχε προηγηθεί μία ολόκληρη γενεακή υποκουλτούρα που τα μέλη της διακατέχονταν την ακατάβλητη επιθυμία να είναι απλώς λεροί, “κακοί” αράπηδες… Τον τελευταίο χρόνο όλοι φωνάζουν ότι τον κόσμο τον κυβερνάνε οι αδερφές, ενώ στην πραγματικότητα αυτοί που ελέγχουν και κατευθύνουν τα πάντα είναι οι αράπηδες, όπως ήταν ανέκαθεν και όπως θα έπρεπε να είναι».
Φανταζόμουν ότι όλα αυτά συμβάδιζαν με το πνεύμα του Lenny Bruce, (ας εξαπολύσουμε ύβρεις για να τις “αφοπλίσουμε”). Στο Ντιτρόιτ δεν το είχα σε τίποτα να συχνάζω σε πάρτι με ανθρώπους σαν τον David Ruffin και τον Bobby Womack στα οποία μεθούσα, πείραζα τις γυναίκες και αυτοσχεδίαζα σε μπλουζ τραγούδια με στίχους όπως «Αχ και να ‘μουν αραπίκος / με καβλί δυο μέτρα μήκος», και βεβαίως όλοι γελάγανε. Χρειάστηκε να περάσουν χρόνια για να συνειδητοποιήσω πόσο μαλάκας ήμουν, για να μην πω πόσο τυχερός που έφευγα από εκεί μέσα με το τομάρι μου άθικτο.
O Lenny Bruce (1925-1066), ένας από τους σημαντικότερους Αμερικανούς stand-up κωμικούς από τα μέσα της δεκαετίας του '50 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '60 που προκάλεσε με τα εύστοχα, αιρετικά αλλά και χυδαία σατιρικά του σχόλια γύρω από τη θρησκεία, το σεξ, την πολιτική
Είμαι σίγουρος ότι πολλοί από εκείνους τους τύπους χαίρονταν που έβλεπαν το λευκό αγοράκι να μεθάει και να γίνεται χειρότερο ρεντίκολο κι από τηλεοπτική περσόνα, αλλά μέχρι σήμερα αναρωτιέμαι πόσοι απ’ αυτούς ένιωθαν εκείνες τις στιγμές πραγματικό μίσος για μένα. Γιατί ο Lenny Bruce είχε άδικο – ίσως σε έναν κόσμο καλύτερο από τον σημερινό τέτοια λεκτικά παιχνίδια του σαλονιού να ισοδυναμούσαν με εκτονωτικές αποφορτίσεις, και μάλιστα μεταξύ φίλων οι οποίοι θα είχαν καθιερώσει έναν γερό δεσμό αμοιβαίας εμπιστοσύνης, οι καλοπροαίρετες ανταλλαγές ρατσιστικών χαρακτηρισμών θα μπορούσαν να αποτελούν μέρος ενός λεξιλογίου αμοιβαία εκλαμβανόμενης στοργής. Όμως πέρα απ’ αυτό ξεκινάνε τα προβλήματα – όταν αποτυγχάνεις να συνειδητοποιήσεις πως όσο ανώδυνες κι αν είναι οι προθέσεις σου, δεν υπάρχει λόγος να νομίζεις πως όποια μαλακία βγαίνει από το στόμα σου θα πρέπει να γίνεται κατανοητή ή δεκτή με χαρά. Μου πήρε πολύ καιρό να το συνειδητοποιήσω, φίλε, αλλά αυτές οι λέξεις είναι θανάσιμες και δεν θα έπρεπε να τις εκτοξεύεις από δω κι από κει για να κάνεις εφέ. Κάτι τέτοιο ίσως ακούγεται πολύ απλό και προφανές, αλλά ίσως είναι καλό να βλέπεις πού και πού κάποιον να δηλώνει το απλό και το προφανές, ειδικά σε αυτό το οχυρό δημοσιογραφικής υπερδιανόησης. Αν είσαι μαύρος ή Εβραίος, λατίνος ή γκέι, αυτοί οι δήθεν καθημερινοί, δημώδεις χαρακτηρισμοί γίνονται σφαίρες που σου γαζώνουν τα σωθικά και έπειτα μένουν εκεί, κακοφορμίζουν και σε καίνε, γίνονται ένα μπαράζ από αντιαεροπορικά πυρά που σε ακολουθεί παντού. Ο Ivan Julian μου είπε ότι κάθε φορά που ακούει τη λέξη «αράπης», άσχετα με το ποιος την λέει, μαύρος ή άσπρος, θέλει να κάνει φόνο. Κάποια φορά που ήμουν μεθυσμένος είπα στον Hell ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο υπήρξαν οι χίπηδες ήταν εξαιτίας των αράπηδων, και όταν ανέφερα στον Ivan ότι έκανα αυτό το άρθρο, πρόσθεσα «Ίσως δεν θα θυμάσαι καν…» «Ω, ναι, και βέβαια θυμάμαι», με έκοψε. Και αναφερόμαστε σε ένα γεγονός που είχε συμβεί δύο χρόνια πριν, ένα φαινομενικά άκακο γλωσσικό ολίσθημα. Φαντάσου μια ολόκληρη ζωή γεμάτη τέτοια περιστατικά, και έχεις το έδαφος και το κίνητρο για να προσπαθήσεις με κάθε δυνατό τρόπο, ακόμα και πείθοντας ένα άτομο τη φορά, να εξαλείψεις αυτές τις λέξεις από προσώπου γης. Όπως τον Χίτλερ και τον Ίντι Αμίν Νταντά και όλους τους άλλους εχθρούς του ανθρώπινου γένους.
Άλλος ένας λόγος για να απαλλαγείς από όλες αυτές τις μικρές επώδυνες μπηχτές είναι πως όποια πρόθεση και να έχεις γι’ αυτές, δεν μπορείς να τις πεις χωρίς να ρισκάρεις την παρερμηνεία από κάποιο άλλο μισαλλόδοξο αρχίδι∙ η ειρωνεία σου μπορεί να είναι αυτό που θα πυροδοτήσει το μίσος μέσα του. Γεγονότα όπως τα άρθρα στο Creem και η επιδειξιμανία στα πάρτι αντιπροσώπευαν μία αντίδραση ενάντια στην υποκουλτούρα των χίπις και αυτό που πολλοί από μας θεωρούσαν ως ευσεβή καθωσπρεπισμό γύρω από ζητήματα φυλετικής και σεξουαλικής ταυτότητας, ζητήματα που εμείς είμαστε καλά προετοιμασμένοι να ισοπεδώσουμε με τις μπουλντόζες μας. Πιστεύαμε ότι τίποτε δεν θα μπορούσε να είναι χειρότερο, πιο υποκριτικό και κάλπικο από τους χίπηδες και τον φιλελεύθερο μαζοχισμό στην καρότσα του οποίου ταξίδευαν λιώμα απ’ τη μαστούρα, έτσι αγκαλιάσαμε μία αδιάκριτη, μισο-αστεία και μισο-εχθρική αστοχασιά που έμοιαζε να αντιπροσωπεύει -όπως υπογράμμισε ο Mark Jacobson σε ένα άρθρο του στη Voice για τον Legs McNeil-, ένα νέο είδος cool. «Δεν κάνω διακρίσεις», έλεγα γελώντας, «είμαι προκατειλημμένος απέναντι σε όλους!» Νόμιζα ότι αυτό ισοδυναμούσε με μία ωραία, χαρισματική μίξη της εριστικής ελευθεροστομίας του Lenny Bruce με τη μισανθρωπία του W.C. Fields (3), παραβλέποντας με πολύ βολικό τρόπο την παραληρηματική, σχεδόν ψυχοπαθολογική ανικανότητα του Lenny να επιλύσει την αντίφαση ανάμεσα στον ιδεαλισμό του και τη νηπιακή, σκατολογική επιδειξιμανία του, όπως και το γεγονός ότι ο ρατσισμός του W.C. Fields ήταν τόσο πραγματικός και ελεεινός όσο οποιουδήποτε άλλου –ίσως και περισσότερο. Όμως όταν έφτασα στη Νέα Υόρκη το 1976, διαπίστωσα ότι πολλοί άνθρωποι είχαν περάσει μια διαχωριστική γραμμή∙ άνθρωποι που νόμιζα συντρόφους μου σε αυτή την αναδυόμενη γενιά της Απελευθέρωσης των Κρετίνων.
Ήταν πράγματα τα οποία ακόμα κι εγώ ήμουν υποχρεωμένος να αναγνωρίσω ως απολύτως αποκρουστικά. Το πρόσεξα την πρώτη φορά που έκανα πάρτι. Ήρθε σύσσωμη η συντακτική ομάδα του περιοδικού Punk, όπως και μέλη μερικών από τα πιο «καυτά» συγκροτήματα του CBGB’s, και όταν έκανα αυτό που κάναμε πάντα στα πάρτι στο Ντιτρόιτ –έβαλα σόουλ δισκάκια ώστε να μπορέσουν όλοι να χορέψουν– άρχισα να ακούω διάφορα: «Τι είναι αυτές οι ντίσκο παπαριές για αράπηδες που βάζεις, ρε Λέστερ;»
«Δεν είναι ντίσκο παπαριές για αράπηδες», γρύλισα απειλητικά, «Είναι Otis Redding, παλιομαλάκες!» Όμως δεν ήθελαν να ακούσουν λέξη, και τώρα αναρωτιέμαι μήπως με κάποιο τρόπο τότε έσκαψα τον ίδιο μου τον λάκκο, ή τουλάχιστον συνέβαλλα στην ασχήμια τους και στη δημιουργία ενός νέου σχίσματος ανάμεσά μας. Ο αρχισυντάκτης μουσικών θεμάτων του συγκεκριμένου περιοδικού υποστηρίζει τη θεωρία ότι ένα από τα πιο σπουδαία πράγματα γύρω από το νιου γουέιβ είναι το ότι σε μεγάλο βαθμό αποτελεί καθαρά λευκή μουσική, και πόσο μεγάλη αποστασιοποίηση αποτελεί αυτό από το σχεδόν απόλυτα “μπλουζογενές” ροκ του παρελθόντος. Κάτι τέτοιο δεν με βρίσκει απαραιτήτως σύμφωνο –αγνοεί την επιρροή της ρέγκε που διατρέχει τη μουσική συγκροτημάτων τόσο διαφορετικών μεταξύ τους όπως οι Clash, οι Pere Ubu, οι Public Image Ltd και οι Police, για να μην αναφέρω τα ριφ του Chuck Berry που ενυπάρχουν στον πυρήνα της ηχητικής επίθεσης του Steve Jones. Όμως υπάρχει εδώ ένα ψήγμα αλήθειας– αν εξαιρέσεις τις σπαστικές κινήσεις των Contortions που θυμίζουν James Brown/Albert Ayler, τα περισσότερα από τα συγκροτήματα του ΣόΧο είναι τόσο λευκά όσο ο John Cage και υπάρχει ένα εξελικτικό ρεύμα ήχου, ρυθμού και στάσης που ξεκινάει από τους Velvets και περνώντας από τους Stooges καταλήγει στους Ramones και τα παιδιά τους , το οποίο μας απομακρύνει ολοένα και περισσότερο από τις πόζες μαύρου επιβήτορα τις οποίες υιοθετούν ο Mick Jagger, ο Lou Reed και ο Iggy, αλλά ο Joey Ramone σε καμία περίπτωση δεν λαμβάνει υπόψη του. Σέβομαι τον Joey γι’ αυτό, επειδή είχε το κουράγιο να είναι ο εαυτός του, έστω κι αν έτσι θυσίασε ένα ολόκληρο πλήθος από ανδροπρεπείς αμυντικές οχυρώσεις. Ο Joey είναι ένα παιδί της λευκής Αμερικής από το Φόρεστ Χιλς, και οι πολιτιστικές του προσλαμβάνουσες ήταν ανάλογες, από τους «Jetsons» μέχρι τον Alice Cooper. Όμως τίποτε από όλα αυτά δεν ακυρώνει το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος της μουσικής που έχει παράγει η Αμερική έχει υπάρξει, αν όχι εντελώς μαύρη, σίγουρα προϊόν επιμειξίας. «Δεν μπορείς να εκτιμήσεις το ροκ εν ρολ αν δεν εκτιμήσεις τις ρίζες του», όπως το έθεσε ο Pinkston.
Τα μουσικά ζητήματα, ωστόσο, θα μπορούσαν να παραμεριστούν ως ζητήματα γούστου. Όμως κάτι πιο δύσκολο να παραμεριστεί εμφανίστηκε στον αέρα το 1977, όταν άρχισα να πέφτω πάνω σε διάφορα μικρά φλασάκια: Μια μέρα άνοιξα ένα πανκ φανζίν της Φλόριντα που λεγόταν New Order και διάβασα ένα άρθρο γραμμένο από τη Miriam Linna – πρώην μέλος των Cramps, των Nervous Rex, και τώρα των Zantees. «Μου αρέσουν οι Ramones [επειδή] είναι μια ζητωκραυγή για καθετί αμερικανικό – καθετί εφηβικό, υπέροχο, λευκό και αστικό…» Θα μπορούσες να εκλάβεις αυτό το «λευκό» που ξεπηδάει από την πρόταση σαν μια πολιτιστική δήλωση ανάλογη με το This is Our Music του Ornette Coleman, μόνο που στο ίδιο τεύχος υπήρχε μία ολοσέλιδη φωτογραφία της Miriam και ενός φιλαράκου της που πόζαραν περήφανοι με τα πέτσινα, τα μαύρα γυαλιά τους και ένα πιστόλι μπροστά από τα γραφεία του United White People’s Party, κάτω από μία ταμπέλα με τρεις σημαίες. «Θεός» (σταυρός), «Πατρίδα» (αστερόεσσα), «Φυλή» (σβάστικα).
Συγνώμη ρε Μίριαμ, δεν αντέχω άλλο επιτηδευμένο αντανακλαστικό κρετινισμό προτού ξεράσω. Θυμάμαι τον τύπο από το Αμερικανικό Ναζιστικό Κόμμα να αντιμετωπίζει την ερώτηση «Τι έχετε να πείτε για τα έξι εκατομμύρια;» στο ντοκιμαντέρ California Reich του PBS(4), και να απαντάει, «Λοιπόν, όπως το άκουσα εγώ τα εκατομμύρια ήταν μονάχα τεσσεράμισι, αλλά μακάρι να ήταν έξι» και φαντάζομαι ότι το βρήκες κι εσύ ξεκαρδιστικό. Ίσως κι εγώ, κάποια άλλη εποχή. Αν το ότι τώρα δεν μου φαίνεται καθόλου για γέλια με κάνει λαπά, ωραία, κανένα πρόβλημα, αλλά σημαίνει επίσης πως εσύ και όποιος άλλος γουστάρει να τη βρίσκει που και που μέσα από την ταύτιση με την Λευκή Δύναμη, μπορείτε να πάτε να γαμηθείτε.
Πιο πρόσφατα, άκουσα σκόρπιες ιστορίες όπως αυτή για κάποιο μέλος των Teenage Jesus and the Jerks που φώναξε, «Έι, γαμημένοι αράπηδες», σε ένα ακροατήριο από μαύρα παιδιά μπροστά στο Χουρά ένα βράδυ και δεν λυπάμαι καθόλου που είμαι σε θέση να αναφέρω ότι τον έκαναν ασήκωτο από το ξύλο γι’ αυτό. Όταν το είπα αυτό στον Richard Hell, το αντιπαρήλθε. «Νομίζει ότι ανήκει κάπου όταν λέει κάτι τέτοιο – ότι προσχωρεί σε μια λέσχη όπου θα τον υποδεχθούν με ανοιχτές αγκάλες, γιατί προσπαθεί να γίνει αποδεκτός. Δεν είναι αυθεντικό. Ίσως είμαι αφελής, αλλά νομίζω ότι αυτό ακριβώς είναι ο ρατσισμός – ότι δεν κατευθύνεται προς τον στόχο του, αλλά ότι είναι σχεδιασμένος να εντυπωσιάσει κάποιον άλλον ηλίθιο».
Teenage Jesus and The Jerks
Μπορεί να έχει δίκιο, αλλά και τι έγινε; Ο James Chance των Contortions παλιότερα πλησίαζε τον Bob Quine και τον παρακαλούσε να του βάλει να ακούσει τους δίσκους του Charlie Parker που είχε. Τώρα, σε μια συνέντευξη στο New York Rocker, o James απορρίπτει τις μαγικές ιδιότητες της μαύρης μουσικής σαν «ένα μάτσο σκουπίδια για αράπηδες». Γιατί; Επειδή ο James θέλει να γίνει διάσημος, και το να ξεσκίζει στην αντιγραφή τον Albert Ayler δεν του αρκεί. Θεέ μου, δεν είναι εξωφρενικός; (“Κάνει τα γνωστά κόλπα ”, είπε ο Danny Fields πνίγοντας ένα χασμουρητό, όταν είδε τον James στο εξώφυλλο του Soho Weekly News). Και συγχαρητήρια στον Andy Shernoff των Dictators, οι οποίοι τα πήγαν τόσο καλά που τώρα λέγονται Τhe Rhythm Dukes, για το πρώτο βραβείο του στον διαγωνισμό Πιωμένου Μαλάκα του περιοδικού Punk με την περιγραφή του «Camp Runamuck»(5) ως «το μέρος όπου φυλάνε τους Πορτορικάνους μέχρι να μάθουν πώς να είναι άνθρωποι».
Έχετε υπόψη σας ότι κι εμένα μου αρέσει να γελάω σε βάρος κάποιου άλλου, όπως αρέσει σε όλους. Έτσι, γέλασα πολύ με τη Nico, η οποία διασκεύασε το «Deutschland Uber Alles» στο CBGB’s τον περασμένο μήνα και ήταν αρκετά αφελής ώστε να εξηγήσει στην Mary Harron, σε μια πρόσφατη συνέντευξή της στο New Wave Rock, για ποιο λόγο την έδιωξαν με τις κλωτσιές από την Island Records. «Έκανα ένα λάθος. Είπα σε έναν δημοσιογράφο από το Melody Maker ότι δεν γουστάρω τους αράπηδες. Αυτό είναι όλο. Το πήραν πολύ προσωπικά… παρόλο που είναι μια εντελώς διαφορετική φυλή. Θέλω να πω, ο Bob Marley δεν μοιάζει με νέγρο, έτσι δεν είναι;… Είναι ο αρχετυπικός Τζαμαϊκανός... Όμως με χαρακτηριστικά λευκού. Δεν μου αρέσουν τα χαρακτηριστικά τους. Θυμίζουν πολύ ζώα… είναι κανίβαλοι, σωστά;»
Χαρ χαρ χαρ, δεν τα λατρεύεις αυτά τα χαζά γερμανικά μουνιά; Και μια που μιλάμε για ηλιθιότητα και ξινολάχανα, ο παλιός μου φίλος ο Legs McNeil μανατζάρει ένα συγκρότημα που το λέει Shrapnel, τα μέλη του οποίου καταπιάνονται με το να αναπαριστούν επί σκηνής τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο φορώντας μεταλλικές ταυτότητες και φανταρίστικες στολές από μαγαζιά στρατιωτικών ειδών με κράνη που τους πέφτουν στο μέτωπο ενώ τραγουδούν άσματα με τίτλους όπως «Combat Love». Προσωπικά δεν βρίσκω προσβλητικό αλλά αστείο το γεγονός ότι είναι πολύ νέοι για να θυμούνται το Βιετνάμ (εντάξει, ας πούμε ότι το βρίσκω όσο ενοχλητικό όσο τους “Ήρωες του Hogan”[6])–. Ολόκληρο το σόου θυμίζει καρτούν (δεν είναι τυχαίο ότι ανοίγουν τις εμφανίσεις τους με το μουσικό θέμα της σειράς Underdog [7]) και μάλιστα πολύ καλό. Από μουσική άποψη «το έχουν» επίσης – σφιχτές, αλήτικες κιθάρες που κάποια μέρα θα μπορούσαν να τους βάλουν στο βάθρο δίπλα στους MC5, σε συνδυασμό με μία σκηνική παρουσία που θα μπορούσε να τους κάνει τόσο δημοφιλείς όσο οι Kiss. Το μόνο πρόβλημα, το οποίο μου έχει προκαλέσει τόσο μπερδεμένα αισθήματα που δεν ξέρω τι να τους πω, είναι ότι οι στίχοι από μερικά τραγούδια τους είναι απλώς ρατσιστικά σκουπίδια. Τις προάλλες καθόμουν στην πρώτη σειρά του CBGB’s και τους έβλεπα να παίζουν ένα από τα πιο δυναμικά σετ που έχω δει από οποιοδήποτε συγκρότημα φέτος, ενώ ένα παιδί στο διπλανό μου κάθισμα ζητούσε επίμονα να παίξουν το «Hey, Little Gook!». Φώναζε για «Hey, Little Gook! Hey, Little Gook!»(8) όλη την ώρα. Ο Christgau, ο οποίος τους θεωρεί «πρωτο-φασίστες» και τους μισεί, μου είπε ότι είχαν επίσης στίχους όπως «Στείλτε όλους τους βρωμολατίνους πίσω στην Κούβα». Το ανέφερα αυτό στον Legs και έδειξε να ταράζεται ειλικρινά: «Όχι», ορκίστηκε, «λέει στείλτε όλους τους κατασκόπους πίσω στην Κούβα».
Οι Shrapnel με τον David Wyndorf (φωνή) και τον Phil Caivano (κιθάρα), μελλοντικά μέλη των Monster Magnet
«Εντάξει», είπα (Ο Christgau εξακολουθεί να μην τους πιστεύει), «τι έχεις να πεις για το “Hey Little Gook”»;
«Ω, έλα τώρα», είπε. «Είναι όπως στις ταινίες για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο όπου λένε τους Γερμανούς “ούννους”, τους Γιαπωνέζους “κιτρινιάρηδες” και τέτοια πράγματα».
Του είπα ότι υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στο να χρησιμοποιείς λέξεις σε δραματουργικά συμφραζόμενα και το να τις χρησιμοποιείς σαν ένα φτηνό κόλπο για να προκαλέσεις γέλιο σε ένα τραγούδι. Όμως η αλήθεια είναι ότι πλέον ένιωθα πιο μπερδεμένος παρά ποτέ. Το μόνο που καταλάβαινα ήταν πως αν τα έβαζες όλα αυτά μαζί, συνειδητοποιούσες ότι μερικοί άνθρωποι που νομίζαμε ότι τους ξέραμε, ακόμη και τους πιστεύαμε, είχαν περάσει μια διαχωριστική γραμμή, την ώρα που εμείς κοιτούσαμε αλλού. Είτε αυτό, είτε βρίσκονταν πάντα πέρα απ’ αυτή τη γραμμή και εμείς ποτέ δεν μπήκαμε στον κόπο να κοιτάξουμε προς τα εκεί, μέχρι που σκοντάψαμε πάνω της. Και μερικές φορές συνειδητοποιείς πως ακόμα κι εσύ ο ίδιος έχεις ξεστρατίσει και έχεις περάσει αυτή τη γραμμή. Τις προάλλες ήμουν στο δισκάδικο του Bleecker Bob πιωμένος και μαστουρωμένος, όταν στο μαγαζί μπήκε ένα μαύρο ζευγάρι. Ζήτησαν ένα ντίσκο κομμάτι, ο Μπομπ όπως ήταν φυσικό δεν το είχε, λίγα λεπτά πέρασαν και αναπολώντας μέσα στην παραζάλη μου τις μέρες μου στο Ντιτρόιτ, είπα κάτι για κάποιο συγκρότημα ή μουσική που είχε να κάνει με «αράπηδες». Πέρασαν ακόμη λίγα λεπτά. Τότε ο Μπομπ είπε: «Ξέρεις κάτι, Λέστερ; Όταν το είπες αυτό, εκείνοι οι δύο άνθρωποι στέκονταν ακριβώς πίσω σου».
Κοίταξα γύρω μου και τους είδα έξω στο πεζοδρόμιο, να χαζεύουν την μπροστινή βιτρίνα. Ταραγμένος, όρμησα έξω και άρχισα να ψελλίζω: «Ακούστε… κάποιος μου είπε τι ακριβώς είπα εκεί μέσα… και ξέρω ότι δεν σημαίνει τίποτα για σας, δεν ζητάω άφεση αμαρτιών, αλλά απλώς θέλω να ξέρετε ότι… έχω κάποια ιδέα… πόσο μα πόσο τρομερό ήταν…»
Τους κοιτούσα απελπισμένος. Ο τύπος απλώς μου έριξε ένα βλέμμα μαζί με ένα χαμόγελο που ξεχείλιζε από περιφρόνηση: «Εντάξει ρε φίλε, δεν πειράζει… φταίει το μυαλό σου…» « Έχω πέσει πάνω σε ένα εκατομμύριο μαλάκες σαν και σένα, και θα συναντήσω άλλο ένα εκατομμύριο μετά από σένα, οπότε σπουδαία τα λάχανα».
Γύριζα στο μαγαζί τρεκλίζοντας. Ένιωθα σαν ανθρώπινη κουράδα, σαν τελειωμένος υποκριτής που είχε ξαφνικά δει τον εαυτό του να ενσαρκώνει όλα αυτά που ισχυριζόταν ότι μισούσε. Ο Μπομπ είπε, «Άκου, Λέστερ, μην σε παίρνει από κάτω, συμβαίνει σε όλους», και -το επισφράγισμα της ειρωνείας- μου πούλησε ένα ρέγκε άλμπουμ το οποίο αναρωτιόμου πώς θα το άκουγα.
O Lester Bangs επί σκηνής
Μπορεί η μισαλλοδοξία είναι το πιο δηλητηριώδες πράγμα του κόσμου, αλλά δεν υπάρχει τίποτε πιο αξιολύπητο από την ενοχή του προοδευτικού. Νιώθω σαν μαλάκας και μόνο που διηγούμαι την ιστορία εδώ, λες και περιμένω κάποια εξιλέωση για κάτι που δεν μπορεί να ξεγίνει, ή λες και μια τέτοια ιστορία ήταν κάτι καινούργιο για οποιονδήποτε. Από μία άποψη, ο Μπομπ είχε δίκιο. Είχα προσθέσει άλλον ένα σβώλο πόνου στον κόσμο, αυτό ήταν κι έγινε. Υπάρχει σίγουρα κάτι εμετικά συμφεροντολογικό στο να αραδιάζεις τέτοιες εξομολογήσεις στις σελίδες μιας εφημερίδας όπως η Voice – είναι ανάμεσα στα πράγματα που πυροδότησαν την αρχική αντίδραση του πανκ. Όμως απεικονίζει ένα πρωταρχικής σπουδαιότητας γεγονός: Πόσο εύκολα και ξαφνικά μπορείς να βρεθείς να ασφυκτιάς φυλακισμένος από την ίδια την απελευθέρωσή σου από τα κλισέ, τα δόγματα και την υποκρισία που νόμιζες ότι είχες ξεπεράσει. Ότι μερικές φορές –συνήθως; – θα ανακαλύψεις ότι δεν ξέρεις πού να τραβήξεις τη γραμμή μέχρι που την έχεις αφήσει χιλιόμετρα πίσω σου και βρίσκεσαι χαμένος σε ένα ναρκοπέδιο. Όπως όταν σου φαίνεται πολύ ταιριαστό που η υπόθεση βίαιης αταξίας που υπήρξαν οι Sex Pistols έκλεισε με την ιστορία του Sid και της Nancy, αλλά την επόμενη μέρα να συνειδητοποιείς ότι ακόμα θέλεις σαν τρελός να ακούσεις τον Σιντ να τραγουδάει το «Something Else» και να δεις το Great Rock n Roll Swindle, όχι μόνο επειδή θέλεις να καταλάβεις ολόκληρο αυτό το επεισόδιο καλύτερα, αλλά απλά για να γουστάρεις. Υπάρχουν αντιφάσεις που αρνούνται να λυθούν, και ίσως τελικά ισοδυναμούν με το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας.
Όμως αυτό μας επαναφέρει στο αρχικό ζήτημα. Οι περισσότεροι άνθρωποι, υποθέτω, δεν σκέφτονται καν να τραβήξουν διαχωριστικές γραμμές: Απλώς μοιάζουν να ζουν τη ζωή τους στην τύχη, σαν τον ταξιτζή που μου είπε ότι η είδηση που ακούγαμε στο ραδιόφωνο για το Θρι Μάιλς Άιλαντ(9) ήταν απλώς ένα κάρο μπούρδες που είχαν βγάλει από την κοιλιά τους οι δημοσιογράφοι για να πουλήσουν εφημερίδες ή να μας κρατήσουν συντονισμένους στη συχνότητά τους. Και ίσως αν συνεχίσεις έτσι (υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι δεν θα γίνουμε όλοι ζελέ από τη ραδιενέργεια) ίσως η βόμβα δεν σκάσει ποτέ στα μούτρα σου. Όμως, μπορεί να καταλήξεις στην εσωτερική κατάρρευση. Πολλοί άνθρωποι στο περιβάλλον της σκηνής του CBGB’s είναι ήδη έξαλλοι μαζί μου γι’ αυτό το άρθρο, και τα επιχειρήματά τους είναι πάνω κάτω «Γιατί το κάνεις αυτό, αφού εδώ κάτω δεν υπάρχει στ’ αλήθεια τόσος πολύς ρατσισμός και το μόνο που θα καταφέρεις είναι να δημιουργήσεις περισσότερα προβλήματα για την σκηνή μας ακριβώς τη στιγμή που έχει σκάσει αυτή η ιστορία με τον Sid Vicious;» Ανέφερα την περίπτωση του Pinkston και μου είπαν ότι ήταν παρανοϊκός. Όπως οι άνθρωποι στο Χέρισμπεργκ(10) που δεν ήθελαν να παρατήσουν τις δουλειές τους και πίστευαν ότι θα ήταν ασφαλείς παραμένοντας στον τόπο τους αφού τα γυναικόπαιδα είχαν απομακρυνθεί, έτσι κι αυτά τα παιδιά δεν πρόκειται να πιστέψουν ότι τέτοια πράγματα υπάρχουν, μέχρι να τους συμβούν. Διάολε, πολλοί απ’ αυτούς είναι Εβραίοι και δεν το πιστεύουν ούτε αυτοί, παρόλο που ξέρουν ότι υπάρχουν γειτονιές στις οποίες δεν μπορούν να πάνε οι γονείς τους.
Όταν άρχισα να γράφω αυτό το άρθρο, ανησυχούσα μήπως πυροδοτήσει περιστατικά ξυλοδαρμών πάνκηδων από συμμορίες μαύρων. Τώρα συνειδητοποιώ ότι κανείς δεν δίνει δεκάρα. Οι περισσότερο λευκοί βρίσκουν το όλο ζήτημα του ρατσισμού βαρετό, και όποιος ψάχνει κάποιον να δείρει, θα τον βρει, άσχετα με τα άρθρα των περιοδικών. Γιατί τίποτε δεν μπορεί να κάνει την οργή των χαμηλότερων τάξεων μεγαλύτερη απ’ όσο είναι ήδη, και τίποτε λιγότερο από μια υδρογονοβόμβα που θα πέσει στο κεφάλι τους ή ένα ξαφνικό, βάναυσο χαστούκι μισαλλοδοξίας πρόκειται να κάνει τον οποιονδήποτε να σκεφτεί τα προβλήματα κάποιου άλλου. Και σε αυτό το σημείο περνάς τη διαχωριστική γραμμή. Τουλάχιστον όταν επιτρέπεις στο δηλητήριο μέσα σου να ξεσπάσει, πιστεύοντας ότι μπορείς να το διαχειριστείς∙ ίσως το μεγαλύτερο κακό εμφανίζεται όταν αρνείσαι να αναγνωρίσεις ότι το δηλητήριο υπάρχει καν. Με άλλα λόγια, όταν συναινείς σε αυτό, από παθητικότητα ή αδιαφορία. Διάβολε, οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν πέρα από αυτή τη διαχωριστική γραμμή.
Υπάρχει στην Αγγλία κάτι που λέγεται Ροκ Ενάντια στον Ρατσισμό (και τώρα Ροκ Ενάντια στον Σεξισμό), μια προσπάθεια για απλή αξιοπρέπεια από πολλούς ανθρώπους τους οποίους θα νόμιζες πολύ νέους και αφελείς για να εκτιμήσουν τις αντιφάσεις. Αν εξαιρέσεις τις μπαρούφες των γίπις, κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να γίνει ποτέ στη Νέα Υόρκη, πράγμα βαθύτατα απογοητευτικό, όχι επειδή θέλεις να πιστεύεις ότι το ροκ εν ρολ μπορεί να σώσει τον κόσμο, αλλά επειδή από τη στιγμή που το ροκ εν ρολ είναι γραφτό να μείνει στη ζωή σου ελπίζεις να το δεις να φτάνει σε ένα σημείο όπου δεν θα συμβάλλει στην σκληρότητα και την εκμετάλλευση που υπάρχουν ήδη σε αυτό τον κόσμο. Σε ένα μέρος όπου οι άνθρωποι είναι τόσο αποκλεισμένοι μεταξύ τους όσο τώρα στην Αμερική, το μόνο που μπορείς να κάνει κάποιος είναι να δημιουργήσει ένα είδος απλής, ταπεινής και τελικά προσωπικής αφετηρίας. Νιώθεις ότι πράγματα σαν κι αυτά δεν θα έπρεπε να χρειάζεται να ειπωθούν, άρθρα σαν κι αυτό ίσως δεν θα έπρεπε να έχουν λόγο ύπαρξης. Μπορεί να σκεφτείτε, όπως κάνω εγώ για τον σεξισμό στους στίχους των Stranglers και των Dead Boys, ότι οι άνθρωποι και τα πράγματα για τα οποία έχω μιλήσει εδώ είναι τόσο ηλίθια που βρίσκονται πέραν κάθε σοβαρής κριτικής. Όμως θα λέγατε το ίδιο στον μαύρο καλλιτέχνη της ντίσκο στον οποίο αρνήθηκαν την είσοδο στο Studio 54 παρόλο που είχε ένα κροσόβερ χιτ στα δέκα πρώτα, το οποίο πιθανόν να έπαιζε μέσα στο γαμημένο το μαγαζί εκείνη την ώρα, που ο πορτιέρης/μπράβος εξηγούσε σε έναν λευκό φίλο του καλλιτέχνη, «Δεν τον αφήνω να μπει, γιατί μου μοιάζει σαν άλλος ένας αράπης του δρόμου»; Ή μήπως προτιμάτε να υποστηρίξετε τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στο ρατσιστικό chic και το ρατσιστικό cool; Αν το αποφασίσετε, φροντίστε να το κάνετε στο πιο κοντινό εργοστάσιο. Ή στην πλησιέστερη φυλακή.
Village Voice, 30 Απριλίου 1979
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ο ελληνικός τίτλος της αυτοβιογραφίας του Charles Mingus, Beneath the Underdog (εκδ. Εξάντας).
2. Γαλ. για το σοκ των αστών, η φράση που χαρακτήρισε το κίνημα των «παρακμιακών» λογοτεχνών του 19ου αιώνα.
3. Αμερικανός κωμικός ηθοποιός (1880-1956), εξαιρετικά δημοφιλής στο ρόλο του κυνικού μισάνθρωπου.
4. Ντοκιμαντέρ του 1975 σε σκηνοθεσία των Keith Critchlow και Walter F. Parkes με θέμα τις νεοναζιστικές οργανώσεις της Καλιφόρνιας εκείνη την περίοδο. Έλαβε το Όσκαρ καλύτερου ντοκιμαντέρ το 1976.
5. Κωμική εφηβική σειρά της αμερικανικής τηλεόρασης που διαδραματίζεται σε μία κατασκήνωση.
6. Κωμική σειρά της αμερικανικής τηλεόρασης που εκτυλίσσεται σε ένα γερμανικό στρατόπεδο αιχμαλώτων του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου.
7. Σειρά κινουμένων σχεδίων με πρωταγωνιστή ένα σκυλάκι-υπερήρωα.
8. Gook: υποτιμητική προσφώνηση για τους Κορεάτες.
9. Αναφορά στο πυρηνικό ατύχημα που είχε συμβεί στις 28 Μαρτίου 1979 στον πυρηνικό αντιδραστήρα του Θρι Μάιλς Άιλαντ, στην κομητεία Ντόφιν της Πενσιλβένια.
10. Πόλη της Πενσιλβένια κοντά στο Θρι Μάιλς Άιλαντ.