Γράφει ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΣΤΑΝΑΡΑΣ
«"Η μουσική έχει να κάνει με την ένταση. Όλα τα άλλα είναι απλώς θόρυβος... Οι συνθέσεις μας μοιάζουν με μινιμαλιστικά κινηματογραφικά σενάρια. Μπορούμε πάντα να τις τροποποιούμε το απόγευμα ή στη διάρκεια του soundcheck, μπορούμε να τις αλλάζουμε ή να αυτοσχεδιάζουμε πάνω σ’ αυτές. Στήνουμε όλους τους ήχους μας από αυθεντικές ηχητικές πηγές κι έτσι όλα έχουν να κάνουν με συχνότητες, φίλτρα και παραμέτρους. Το μόνο πράγμα που είναι προσχεδιασμένο είναι η ενορχήστρωση» - Ralf Hütter
Αυτό που πάνω απ’ όλα φαντάζονταν οι Kraftwerk, τουλάχιστον όταν ξεκινούσαν την καριέρα τους, ήταν να γίνουν οι ίδιοι μηχανές. Συχνά, οι δυο βασικοί δημιουργοί του γερμανικού συγκροτήματος Ralf Hütter και Florian Schneider, αναφέρονταν στους Kraftwerk σαν να επρόκειτο για κάποια συσκευή που παρήγαγε μουσική με το άγγιγμα ενός πλήκτρου. Το κατά πόσον οι δηλώσεις αυτές γίνονταν για λόγους εντυπωσιασμού ή κατά πόσον ήταν μέρος μιας γνήσιας φιλοσοφίας είναι ένα θέμα ανοιχτό προς συζήτηση. Ωστόσο, αυτό που κανείς, δεν μπορεί να αμφισβητήσει, είναι ότι οι δυο μουσικοί δημιούργησαν ένα άψογο pop συγκρότημα που δημιούργησε ένα αρχέτυπο διαρκείας συνδυάζοντας με τον πλέον κατάλληλο τρόπο τη σκηνική παρουσία του, τα θέματά του και τον ήχο του.
Οι Hütter και Schneider θα προτιμούσαν να τους σκέφτονται σαν κάποιους που εμφανίστηκαν το 1974 σαν ένα πλήρως σχηματισμένο καινοτόμο συγκρότημα ηλεκτρονικής pop. Η αλήθεια όμως είναι ότι γνωρίστηκαν στο Ωδείο του Ντίσελντορφ στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Κατάγονταν από μεσοαστικές οικογένειες και «κόλλησαν» μαζί λόγω του κοινού τους ενδιαφέροντος για την ηλεκτρονική πρωτοποριακή μουσική. Έλεγαν, μάλιστα, ότι είχαν παρακολουθήσει ένα κονσέρτο του Karlheinz Stockhausen τριπάροντας με LSD. Το 1968 σχημάτισαν το συγκρότημα Organisation αυτοσχεδιάζοντας με όργανο, φλάουτο και ηλεκτρονικά σε διάφορες γκαλερί και εικαστικά δρώμενα. Σε μια από τις εμφανίσεις τους γνωρίστηκαν με τον Conny Plank, ένα τζαζίστα και ηχολήπτη, ο οποίος είχε αρχίσει την καριέρα του συνεργαζόμενος με την Marlene Dietrich και τον Duke Ellington. Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 είχε εντυπωσιαστεί από τους Velvet Underground, τον Jimi Hendrix και τον Τζαμαϊκανό παραγωγό Lee “Scratch” Perry και του άρεσε η ιδέα της συνεργασίας με ένα rock συγκρότημα με χαρακτηριστικό ευρωπαϊκό ήχο και ταυτότητα.
«Έπρεπε να επαναπροσδιορίσουμε τη μουσική μας κουλτούρα. Όμως, όχι μόνο τη μουσική μας κουλτούρα: στα τέλη της δεκαετίας του ’60 όλοι οι Γερμανοί καλλιτέχνες είχαν τα ίδια προβλήματα. Συγγραφείς, σκηνοθέτες, ζωγράφοι… όλοι τους έπρεπε να επινοήσουν μια καινούργια γλώσσα». - Florian Schneider
Το 1970 ο Plank ηχογράφησε το Tone Float, το πρώτο άλμπουμ των Organisation, σε ένα στούντιο που είχε στηθεί σε ένα πρώην ελαιουργείο. Το κυκλοφόρησε στη δική του γερμανική εταιρεία Rainbow και εξασφάλισε ένα συμβόλαιο με την RCA στην Αγγλία, αλλά οι παρατραβηγμένοι ηλεκτρονικοί ήχοι ήταν σκέτη αποτυχία. Έτσι, οι Hütter και Schneider αποφάσισαν να αναδιοργανωθούν. Έχοντας επηρεαστεί από τους Can έστησαν δικό τους στούντιο νοικιάζοντας μια σοφίτα στο κέντρο του Ντίσελντορφ. Ήθελαν ένα όνομα που να παραπέμπει σε βιομηχανικές εικόνες προκειμένου να παρουσιάσουν μια νέα βιομηχανική αιχμή με τη μουσική τους και έτσι επέλεξαν τη γερμανική λέξη για το εργοστάσιο ηλεκτρικής ισχύος. Με παραγωγό τον Plank και με τη συμβολή δυο ντράμερ, του Klaus Dinger και του Andreas Hohman, ηχογράφησαν το ομώνυμο Kraftwerk, ένα άλμπουμ περισσότερο μονοκόμματο και ρυθμικό από τον δίσκο των Οrganisation. Οι κριτικές ήταν ευνοϊκές, αλλά σύντομα η πορεία του συγκροτήματος διακόπηκε από μια σειρά αλλαγών. Σε κάποια φάση ο Hütter εγκατέλειψε τους Kraftwerk. Ο Schneider, μαζί με τον Dinger και τον κιθαρίστα Michael Rother ηχογράφησαν τριάντα πέντε λεπτά μουσικής στο στούντιο του Plank, συμπεριλαμβανομένου ενός ενδεκάλεπτου κομματιού με τίτλο “Truckstop Gondolero”. Πριν την κυκλοφορία του, ο Hütter επέστρεψε, ενώ ο Dinger και o Rother αποχώρησαν για να σχηματίσουν τους Neu! Τα δυο αυθεντικά μέλη ηχογράφησαν γρήγορα και κυκλοφόρησαν το Kraftwerk 2. Η επιρροή τους από την αισθητική των Μοντερνιστών της εποχής του Bauhaus ήταν έντονη.
«Όταν ξεκινήσαμε πάθαμε σοκ. Δεν είχαμε πατρικές φιγούρες, ούτε κάποια συνεχόμενη παράδοση στη διασκέδαση. Σε όλη της διάρκεια των δεκαετιών του ’50 και του ’60 τα πάντα είχαν να κάνουν με την Αμερική, με μια καταναλωτική συμπεριφορά. Έτσι, ήμασταν κομμάτι του κινήματος του ΄68, όπου ξαφνικά εμφανίστηκαν πολλές δυνατότητες. Εμείς θελήσαμε να παράγουμε ένα βιομηχανικό γερμανικό ήχο. Ακούγαμε στο ραδιόφωνο τη μουσική του Stockhausen και καταλαβαίναμε ότι κάτι καινούργιο συνέβαινε με τους ηλεκτρονικούς ήχους και τις μπομπίνες. Ήμαστε όμως μια νέα γενιά και ακολουθήσαμε διαφορετικές δομές» - Rolf Hütter
Το δεύτερο άλμπουμ του συγκροτήματος μοιάζει σε εντυπωσιακό βαθμό με το πρώτο. Ακόμα και το εξώφυλλο είναι σχεδόν ίδιο με αποτέλεσμα πολλοί ακροατές να πιστέψουν ότι επρόκειτο για επανακυκλοφορία. Το 1973 οι δυο συνεργάτες κυκλοφόρησαν το Ralf and Florian με μια αρκετά διαφορετική μουσική και οπτική προσέγγιση. Το εξώφυλλο παρουσιάζει το ντουέτο εν μέσω μια μεγάλης συλλογής από ηλεκτρονική όργανα στο στούντιό τους, το οποίο είχαν βαφτίσει Kling Klang από τη βασική ενδεκάλεπτη σύνθεση που υπήρχε στο Κraftwerk 2. Ο ήχος είναι πιο καθαρός και πιο συγκροτημένος σε μελωδικά κομμάτια όπως τα “Elektrisches Roulette” και “Tanzmusik”, ενώ για πρώτη φορά οι Kraftwerk εκδηλώνουν μια χιουμοριστική διάθεση με το “Ananas Symphonie”, ένα χαζοχαρούμενο τραγούδι που κλείνει το άλμπουμ. Σε μελλοντικές συνεντεύξεις, οι Hütter και Schneider θα απέρριπταν αυτές τις πρώτες απόπειρες και με το ζόρι έδωσαν τελικά τη συγκατάθεσή τους προκειμένου να κυκλοφορήσουν σε CD.
Το 1974 το ντουέτο απομακρύνθηκε από τον απομονωμένο χώρο της avant-garde και έκανε μια υπολογισμένη προσπάθεια να περάσει στην pop. Στο πρόσωπο του εικαστικού Emil Schult, ενός μαθητή του μεγάλου Γερμανού δασκάλου των εικαστικών τεχνών Joseph Beuys, βρήκαν ένα γκουρού με ταλέντο να αντιλαμβάνεται τη μουσική τους και να παρουσιάζει μια ενοποιημένη εικόνα πολυμέσων. Στο νέο Mini-Moog συνθεσάιζερ βρήκαν ένα ηλεκτρονικό όργανο που ταίριαζε άψογα στο rock and roll. Η σύλληψη του Autobahn έμοιαζε με μια ακουστική εκδοχή της οδήγησης σε μια από τις ατέλειωτες γερμανικές υπέρ-λεωφόρους. Μπορεί το 1971 οι Neu! να είχαν δημιουργήσει μουσική που παρέπεμπε σε μια παρόμοια εμπειρία, αλλά οι Hütter και Schneider την έκαναν περισσότερο προφανή (προσθέτοντας στίχους για πρώτη φορά) και τα κατάφεραν χρησιμοποιώντας αποκλειστικά ηλεκτρονικά όργανα. Το κομμάτι του τίτλου αρχίζει με τη μηχανή ενός αυτοκινήτου που παίρνει μπροστά και, στη συνέχεια, το ρυθμικό κρουστό μπαίνει σαν ταχύτητα. Το τραγούδι κινείται πάνω σε ένα riff που επαναλαμβάνεται σαν βουητό στις πλούσιες αρμονικές του Moog. Τα μονότονα φωνητικά απηχούν το κύριο riff και δεν είναι ξεκάθαρο αν ο Hütter τραγουδάει στα γερμανικά ή στα αγγλικά. Σύμφωνα με τον Karl Hyde του ηλεκτρονικού χορευτικού ντουέτου των Underworld, «Το Autobahn ακουγόταν τόσο έξω από το κυρίαρχο ρεύμα που, σαν δίσκος, ήταν καθαρή καινοτομία. Ήρθε από το πουθενά, δεν υπήρχε κάποιο σημείο αναφοράς».
«Οι Kraftwerk δεν είναι συγκρότημα, είναι μια έννοια. Την αποκαλούμε “ανθρώπινη μηχανή”. Δεν είμαστε συγκρότημα. Εγώ είμαι εγώ και ο Ralf είναι ο Ralf. Kαι οι Kraftwerk είναι ένα όχημα για τις ιδέες μας» - Florian Schneider
Στη Γερμανία τo ενδιαφέρον για το άλμπουμ υπήρξε σχετικά χλιαρό, ωστόσο γνώρισε μεγάλη επιτυχία στην Αμερική, σκαρφαλώνοντας μέχρι το Νο5 του Billboard. Ο παραγωγός Robin McBride επεξεργάστηκε το κομμάτι του τίτλου σε ένα σινγκλ τρεισήμισι λεπτών και από το ραδιόφωνο του Σικάγο το έκανε γνωστό σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες. Πριν τη δημιουργία του Autobahn, οι Hütter και Schneider πρόσθεσαν στο συγκρότημα τον περκασιονίστα Wolfgang Flür και τον βιολιστή Klaus Roeder, ο οποίος σύντομα αντικαταστάθηκε από ένα δεύτερο περκασιονίστα, τον Karl Bartos. Οι μουσικοί αυτοί στην ουσία ήταν βοηθητικοί ωστόσο ενίσχυσαν την εικόνα των Kraftwerk ως ένα νέο είδος ηλεκτρονικής μπάντας.
Μετά το Autobahn, οι δρόμοι των Kraftwerk και του Plank χώρισαν. Ο Plank συνεργάστηκε με ονόματα όπως ο Brian Eno, οι Killing Joke και οι Devo και τελικά πέθανε από καρκίνο το 1987. Το επόμενο βήμα των Kraftwerk ήταν το άλμπουμ Radio-Activity στη δική τους Kling Klang. Για το εξώφυλλο, οι Scult και Hütter ταξίδεψαν σε ολόκληρη τη Γερμανία ψάχνοντας το κατάλληλο ραδιόφωνο για να καταλήξουν σε ένα μοντέλο βραχέων κυμάτων που είχε χρησιμοποιηθεί στη διάρκεια του πολέμου για τη ναζιστική προπαγάνδα (φυσικά, η σβάστικα ανάμεσα στα κουμπιά αφαιρέθηκε). Αν και μόνο το κομμάτι του τίτλου είχε έντονη μελωδία, το άλμπουμ κέρδιζε συνεχώς φίλους, όπως ο σκηνοθέτης Rainer Werner Fassbinder, ο οποίος συμπεριέλαβε αποσπάσματα για το σάουντρακ των ταινιών Chinesiches Roulett και Berlin Alexanderplatz. Η κινηματογραφική φύση της μουσικής των Kraftwerk γινόταν όλο και πιο εμφανής. Η ικανότητα της μπάντας να δημιουργεί ταινίες για το μυαλό την κράτησε μέσα στην ψυχεδελική παράδοση, μολονότι οι μουσικοί υιοθέτησαν τον τρόπο ζωής των βουδιστών μοναχών. «Είχαμε συγκεκριμένους κανόνες, όπως να μην μεθάμε στα πάρτι ή πάνω στη σκηνή. Είναι πολύ δύσκολο να χρησιμοποιείς τα πλήκτρα του συνθεσάιζερ όταν είσαι μεθυσμένος ή μαστουρωμένος». Αυτοχαρακτηρίζονταν «εργάτες» και ακολουθούσαν ανάλογη ρουτίνα. «Ξυπνώ το πρωί, βουρτσίζω τα δόντια μου, πηγαίνω στο στούντιο, εργάζομαι, γυρίζω σπίτι, τρώω και κοιμάμαι», δήλωνε ο Hütter, περιγράφοντας το καθημερινό τελετουργικό των Kraftwerk.
To Τrans-Europe Express κυκλοφόρησε το 1977 και ήταν ο φυσικός διάδοχος του Autobahn. Εδώ το ταξίδι γίνεται με σιδηρόδρομο. Οι Kraftwerk εκμεταλλεύονται την τελευταία λέξη της τεχνολογίας και το κομμάτι του τίτλου θυμίζει κάτι ανάμεσα σε Iggy Pop και David Bowie. (Ο τελευταίος ήλπιζε να συνεργαστεί με τους Hütter και Schneider αλλά τελικά τους αφιέρωσε το κομμάτι “V2 Schneider” στο άλμπουμ Heroes).
Το 1978 το μουσικό τοπίο έχει αλλάξει. Mε την άφιξη του punk και του new wave, οι Kraftwerk αναγνωρίζονται ως μια σημαντική επιρροή, καθώς οι δυο βασικοί δημιουργοί είχαν ήδη διατρανώσει την αξία της λιτότητας. «Η μουσική μας είναι μάλλον μινιμαλιστική. Αν μπορούμε να επικοινωνήσουμε μια ιδέα με μια ή δυο νότες το προτιμάμε από το να το κάνουμε με εκατό. Όλη η δεξιοτεχνία που χρειαζόμαστε βρίσκεται στα μηχανήματά μας». Με τη σειρά τους, οι Hütter και Schneider άντλησαν έμπνευση από τις νέες μπάντες για να παράγουν το μινιμαλιστικό τους αριστούργημα. Το The Man-Machine είναι δομημένο πάνω σε μια στρωτή ακρίβεια από απλές επαναλαμβανόμενες μελωδίες. Το “The Robots” είναι ένα εγκώμιο στο νέα alter ego της μπάντας, ενώ το “The Model” κυκλοφόρησε μερικά χρόνια αργότερα (1981) σαν δεύτερη πλευρά του σινγκλ “Computer Love” και έγινε η μεγαλύτερη επιτυχία των Kraftwerk.
«Για μένα, η μουσική είναι άυλη: είναι ήχοι και εικόνες. Έχουμε περάσει από διάφορα στάδια, από το βινύλιο μέχρι τις κασέτες και από τα CD μέχρι το downloading. Και, φυσικά, υπάρχουν και τα live των Kraftwerk. Για μένα, η μουσική έχει πνευματική υπόσταση και νομίζω ότι ζωντανεύει όταν την παρουσιάζουμε σε συναυλίες». Rolf Hütter
Οι Kraftwerk κατείχαν το πνεύμα μιας εποχής που δεν είχε φτάσει ακόμα. Ήταν «ύβρις» για τις συμβατικές δομές του rock της δεκαετίας του ΄70, οι οποίες απαιτούσαν πάθος, ξεκούμπωτα πουκάμισα, σόλο, μακριά μαλλιά, αντριλίκι, και μια λουδίτικη δυσπιστία απέναντι στην τεχνολογία, πέρα από την ηλεκτρική κιθάρα. Οι Kraftwerk ήταν ακριβώς το αντίθετο από όλα αυτά. Τα φωνητικά του Hütter ήταν ανέκφραστα και απόκοσμα. Φορούσαν κοστούμια και γραβάτες και ήταν κοντοκουρεμένοι. Στο εξώφυλλο του The Man-Machine φορούν κραγιόν και εξυμνούν τον οικειοθελή τους «απανθρωπισμό». Και όλα αυτά σε μια εποχή νέων τρόπων αυτοματοποίησης και της πρώιμης τεχνολογίας των μικροτσίπ, σε μια εποχή που οι εργαζόμενοι είχαν αρχίσει να ζουν με το φόβο της αντικατάστασής τους από μηχανές. Ακόμα και καλλιτέχνες της synthpop, όπως ο Gary Numan, εξέφραζαν την αγωνία τους για ένα ψυχρό, αυτοματοποιημένο μέλλον. Όχι όμως οι Kraftwerk.
Μετά το The Man-Machine, οι Kraftwerk κλείστηκαν για τρία χρόνια στο Kling Klang ετοιμάζοντας τη νέα τους δουλειά, το άλμπουμ Computer World, μια απόδειξη ότι στο νέο κόσμο της τεχνολογίας η γερμανική μπάντα είχε ακόμα πολλά να πει. Σύμφωνα με τον Hütter: «Ο δίσκος κυκλοφόρησε το 1981 και καθώς δεν είχαμε ακόμα υπολογιστές ήταν ένα μάλλον ουτοπικό εγχείρημα. Αποκτήσαμε ένα μικρό PC όταν περιοδεύαμε για την προώθηση του άλμπουμ, ενώ στη σκηνή χρησιμοποιούσαμε ένα που απλώς έγραφε γράμματα. Μιλάμε για κανονική δακτυλογράφηση, είχαμε ένα τύπο που τα πληκτρολογούσε ώστε να προβάλλονται στην οθόνη».
Σε μια εποχή που οι οικιακοί υπολογιστές και η ηλεκτρονική τεχνολογία βρίσκονταν ακόμα σε βρεφικό στάδιο, το Computer World εισήγαγε τον κόσμο σε έννοιες πολύ μπροστά από την εποχή τους. Στο άλμπουμ ξεχώριζε το “Pocket Calculator” και το ομώνυμο κομμάτι που κατά καιρούς έχει χρησιμοποιηθεί σαν χαλί σε τηλεοπτικές εκπομπές όπως το Tomorrow’s World του BBC.
«Νομίζω ότι βρισκόμαστε σε μια νέα εποχή για τη μουσική. Βρισκόμαστε στο μέσον μιας επανάστασης και μόνο μια φάση της έχει ήδη ολοκληρωθεί. Η σμίκρυνση είναι συνεχόμενη. Το Trans-Europe Express είχε ηχογραφηθεί με τεράστια μηχανήματα και όλες αυτές οι μικρότερες ηλεκτρονικές συσκευές όπως οι φορητοί υπολογιστές, θα είναι σπουδαίες. Κουβαλάμε πολύ βάρος από πόλη σε πόλη. Ονειρευόμαστε τη μέρα που θα κουβαλάμε μόνο μια βαλίτσα που θα περιέχει ένα λάπτοπ με τα σάμπλερ μας» - Florian Hütter
Πολλά χρόνια αργότερα, όταν ο Hütter ρωτήθηκε αν του έλειπαν τα αναλογικά συνθεσάιζερ, η απάντησή του ήταν πολύ σαφής: «Τα χρησιμοποιούμε ακόμα! Έχουμε όλα τα όργανα των Kraftwerk και τα δουλεύουμε σε διαφορετικούς χώρους του στούντιο, επομένως είναι σαν ένα μικρό ιστορικό των Kraftwerk. Είναι λειτουργικά και χρησιμοποιούμε όποιον ήχο μας βολεύει σε δημιουργικό επίπεδο. Παράγουμε τους ήχους του ποδηλάτου, της ανθρώπινης καρδιάς, της ανθρώπινης αναπνοής – με ό,τι έχουμε στη διάθεσή μας».
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 πάντως, οι Hutter και Schneider έδειχναν να ενδιαφέρονται περισσότερο για την ποδηλασία παρά για τη δημιουργία νέας μουσικής, κάτι που αποκρυσταλλώνεται στο σινγκλ “Tour De France” (1983), ένα ρυθμικό κομμάτι βασισμένο στη βαριά ανάσα ενός ποδηλάτη. Ωστόσο, η επιρροή τους στο χώρο της μουσικής συνεχιζόταν. Η μεγάλη επιτυχία του Afrika Bambaataa “Planet Rock” (1982) ήταν χτισμένη γύρω από το Trans-Europe Express – για πολλούς είναι η στιγμή που το rap γίνεται hip hop. Οι Αφροαμερικανοί μουσικοί δεν είχαν χρόνο για τη νοσταλγία των λευκών συναδέλφων τους – δεν είχαν κανένα λόγο να αισθάνονται νοσταλγία. Έτσι αγκάλιασαν το φουτουρισμό των Γερμανών στο Ντιτρόιτ, στη Νέα Υόρκη, σε κλαμπ και σε στούντιο. Το hip hop, η techno και το house ακολούθησαν τα χνάρια των Kraftwerk, ενώ στη Μεγάλη Βρετανία οι ρυθμοί τους κυριάρχησαν σε πειρατικούς ραδιοσταθμούς στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και στη δεκαετία του ’90 για να κατακτήσουν σήμερα στάδια μέσω της χορευτικής μουσικής των David Guetta, Swedish House Mafia και Deanmau5. Το 1983 οι New Order σάμπλαραν τους Kraftwerk στη χορευτική επιτυχία τους “Blue Monday”.
«Συνθέτω παντού, πάνω στο ποδήλατό μου, στο σπίτι, στο αυτοκίνητο. Δεν γράφω τις συνθέσεις μου σε χαρτί. Συνθέτω με το μυαλό μου και χρησιμοποιώ τη μνήμη μου, αλλά συνθέτουμε και τυχαία στο στούντιο. Επομένως, όλα είναι πιθανά». – Ralf Hütter
Το 1986 έρχεται το Electric Cafe και το σινγκλ “Technopop” και όλα δείχνουν ότι οι Kraftwerk παραδίδουν τη σκυτάλη σε μια νέα γενιά μουσικών, oι οποίοι θα αναδείξουν σε παγκόσμιο επίπεδο τη house και την techno μουσική. Οι Hütter και Schneider επιστρέφουν εκεί που είχαν ξεκινήσει, χτίζοντας ατμοσφαιρικά κομμάτια και αφήνοντας κατά μέρος τα συμβατικά τραγούδια. Οι ζωντανές εμφανίσεις των Kraftwerk είναι πλέον πολύ σπάνιες. Καθώς το techno γίνεται η κυρίαρχη χορευτική μουσική φόρμα στη δεκαετία του ΄90, η επιρροή των Kraftwerk φαίνεται να υποχωρεί, αν και πολλοί καλλιτέχνες εξακολουθούν να τους σαμπλάρουν, από τη Madonna και τους Chemical Brothers μέχρι τον Jay-Z και τους Coldplay. Για την επόμενη πενταετία οι Hütter και Schneider επεξεργάζονται το The Mix, ανασκευάζοντας και ρεμιξάροντας το παλιό τους υλικό με τη χρήση της νέας ψηφιακής τεχνολογίας. Οι Bartos, Flur και Schult είχαν σπαταλήσει τέσσερα χρόνια της καριέρας τους για το 25λεπτο Electric Café, και το The Mix ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Ο ένας μετά τον άλλο εγκατέλειψαν το συγκρότημα, αφήνοντας τα δυο αυθεντικά μέλη να περιοδεύουν οργανώνοντας εντυπωσιακές οπτικοακουστικές συναυλίες χωρίς ωστόσο να εμπλέκονται σε στουντιακές διεργασίες, εκτός από το άλμπουμ Tour De France Soundtracks που κυκλοφόρησε με αφορμή την εκατοστή επέτειο του Ποδηλατικού Γύρου της Γαλλίας.
Είχαν περάσει 17 χρόνια από την κυκλοφορία του τελευταίου στούντιο άλμπουμ τους. Όλα έδειχναν ότι οι Κraftwerk είχαν ολοκληρώσει την αποστολή τους, ίσως γι’ αυτό και μετά το Electric Cafe στην ουσία δεν έχουν κυκλοφορήσει νέο υλικό. Συγκέντρωσαν την προσοχή τους στις εμφανίσεις τους, βελτιώνοντας και διευρύνοντας συνεχώς το οπτικοακουστικό τους πεδίο. Φαίνεται ειρωνικό ότι σήμερα ο κόσμος ανυπομονεί όσο ποτέ να τους παρακολουθήσει στη σκηνή, ενώ πολλοί είναι εκείνοι που θέλουν να πιστεύουν ότι δεν έχουν πει την τελευταία τους λέξη.
Στα τέλη του 2008 ο Schneider αποχώρησε από το συγκρότημα αλλά ο Hütter εξακολουθεί να περιοδεύει προσλαμβάνοντας διάφορους μουσικούς. Οι Kraftwerk υπήρξαν η γέφυρα από το παρελθόν προς το μέλλον και όλα δείχνουν ότι σήμερα ζούμε στον δικό τους κόσμο.
ΔΕΙΤΕ: Kraftwerk and the Electronic Revolution (2008)
ΔΙΑΒΑΣΤΕ: Kraftwerk: Publikation KAI Kraftwerk: I Was A Robot