γράφει ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΖΗΒΑΣ
Στην είσοδο του Νταχάου, του πρώτου ναζιστικού στρατοπέδου εξόντωσης, οι κρατούμενοι που διάβαιναν την αψιδωτή πύλη διάβαζαν στην κορυφή της: «Arbeit macht frei» (Η εργασία απελευθερώνει).
Το Νταχάου δημιουργήθηκε το 1933 από τους Ναζί ως στρατόπεδο συγκέντρωσης πολιτικών κρατουμένων. Στο στρατόπεδο αυτό συγκέντρωναν και βασάνιζαν αρχικά τους αντιστασιακούς Γερμανούς κομμουνιστές, σοσιαλιστές αλλά και φιλελεύθερους που ήταν αντίθετοι στο ναζισμό, και αργότερα αιχμαλώτους κάθε ηλικίας, εθνικότητας και φυλής, με κυριότερα θύματα τους Εβραίους και τους Ρομά, όπως και διάφορες άλλες πληθυσμιακές ομάδες (ομοφυλόφιλους) ή μειονότητες από τις χώρες που καταλάμβαναν.
Πριν από μερικές ημέρες ο ακροδεξιός (δηλαδή ο φασίστας, για να είμαστε πολιτικά ορθοί με τις λέξεις) νέος καγκελάριος της Αυστρίας Σεμπάστιαν Κουρτς ζήτησε με πρότασή του, τόσο για τη χώρα του όσο και για την Ε.Ε., την αύξηση των ωρών εργασίας από οκτώ που είναι σήμερα σε δώδεκα. Η πρότασή του χαροποίησε τόσο τα συντηρητικά δεξιά ευρωπαϊκά κόμματα (όπως η δική μας Ν.Δ.) όσο και τα ναζιστικά (όπως η επίσης δική μας Χρυσή Αυγή), την οποία υπερψήφισαν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Στη χώρα μας βέβαια, το οκτάωρο στα χρόνια της χολέρας (δηλαδή της οικονομικής επίθεσης που έχει δεχτεί ο λαός της) μοιάζει σαν χαριτωμένο ανέκδοτο μιας περασμένης εποχής.
Όταν η ιστορία διδάσκει. Η άνοδος της ακροδεξιάς στην Ευρώπη του Μεσοπολέμου
Η άνοδος του φασισμού και του ναζισμού στην Ευρώπη κατά το Μεσοπόλεμο δεν ήταν ένα τυχαίο γεγονός, αλλά η ύστατη επένδυση του οικονομικού κεφαλαίου, το οποίο είχε καταρρακωθεί από την τότε οικονομική κρίση, προκειμένου να αντιμετωπίσει τα ανερχόμενα κομμουνιστικά και αναρχικά κινήματα.
Την περίοδο του Μεσοπολέμου, ο εδραιωμένος εθνικισμός συναλλασσόταν με ευρύτερα πολιτικά-οικονομικά συμφέροντα και σκοπιμότητες. Τα ακροδεξιά κινήματα που εμφορούνταν από φανατικό αντικομμουνισμό και ακραίο εθνικισμό, προωθούσαν τη βίαιη καταστολή και τον μιλιταρισμό. Διαδήλωναν την ακλόνητη πίστη τους στις παραδοσιακές αξίες της θρησκείας, της έννομης τάξης και της οικογένειας. Ευαγγελίζονταν τη διάλυση των συνδικάτων και την επιβολή εργασιακής πειθαρχίας για να μετατραπούν τελικά σε κινήματα εξουσίας με την ευρύτερη στήριξη και αποδοχή των μικροαστικών και μεσοαστικών στρωμάτων, των βιομηχάνων και της εκκλησίας.
Μέσα στο πλαίσιο εμφυλίων πολέμων και των εργατικών εξεγέρσεων, οι οποίες συγκλόνισαν μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής ηπείρου ανάμεσα στο 1918 και το 1923,ο φασισμός θα προσλάβει τυπικά τη μορφή ενός αντεπαναστατικού, αντιδημοκρατικού και αντεργατικού φαινομένου. Ταυτόχρονα, θα επιβάλλει ένα είδος νέων ηγετών που δεν προέρχονται από παλιές ελίτ αλλά από τα κοινωνικά απόβλητα ενός ξεχαρβαλωμένου κόσμου. Ήταν εθνικιστές δημαγωγοί που είχαν απαρνηθεί την αριστερά όπως ο Μουσολίνι, ή πληβείοι όπως ο Χίτλερ, οι οποίοι ανακάλυψαν το ταλέντο τους ως «καθοδηγητές του όχλου».
Ο Μουσολίνι εκμεταλλεύθηκε το μίσος των εθνικιστών που ζητούσαν την προσάρτηση της Δαλματίας ( κάτι αντίστοιχο δηλαδή με την σημερινή εθνικιστική παράνοια που επικρατεί στην Ελλάδα και στα Σκόπια γύρω από το όνομα της Μακεδονίας). Με τη χρηματοδότηση τραπεζιτών, βιομηχάνων και μεγαλοκτηματιών, εκμεταλλεύθηκε την ηθική υποστήριξη των μικροαστών –που του παρείχαν τα στελέχη του τυχοδιωκτικού στρατού του (μελανοχιτώνες)– και, έχοντας στη διάθεσή του έφεδρους αξιωματικούς, κατόρθωσε να οργανώσει διάφορες εξορμήσεις, όπως για παράδειγμα στη βόρεια Ιταλία όπου οι υποστηρικτές του πυρπόλησαν λαϊκές κατοικίες, εργατικά κέντρα και θανάτωσαν χιλιάδες ανθρώπους με την ανοχή της αστυνομίας και της δικαιοσύνης. Το 1921 δημιούργησε φασιστικά συνδικάτα στρατολογώντας κυρίως ανέργους, τους οποίους οι φασίστες χρησιμοποιούσαν ως απεργοσπάστες.
Ο Χίτλερ, ο οποίος εμπνεύσθηκε από τον φασισμό, ξεπέρασε το πρότυπό του, τον Μουσολίνι. Αρχικά προέβαλε ουτοπικές αξιώσεις σε βάρος του μεγάλου εισοδήματος, της μεγάλης ιδιοκτησίας και των διεθνών τραστ. Αξιώσεις που ήταν κατάλληλες για να παρασύρουν τη μικροαστική τάξη. Με την εδραίωσή του, το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα κατάφερε να εκμεταλλευθεί τη γενική δυσαρέσκεια που είχε δημιουργήσει η οικονομική και πολιτική κρίση της δεκαετίας του ’30. Όταν όμως δέχθηκε την υποστήριξη των μεγάλων βιομηχάνων, ο φύρερ περιορίσθηκε τελικά στην πάλη ενάντια στον μαρξισμό, ο οποίος που κατά τη γνώμη του γεννούσε τις κοινωνικές συγκρούσεις, ενάντια στους Εβραίους «εκμεταλλευτές του γερμανικού λαού» και ενάντια στον κοινοβουλευτισμό ως «πηγή αδυναμίας». Ζωτική σημασία για την εικόνα και τη δημοτικότητα του ναζιστικού καθεστώτος είχε ο ισχυρισμός ότι υπερασπιζόταν την έννομη τάξη ενάντια στις δυνάμεις της αναρχίας. Κάπως έτσι δημιουργήθηκαν και τα πρώτα «Νταχάου».
Απασχόληση και ανεργία στα χρόνια του φόβου
«Όποιος δουλεύει, δεν έχει χρόνο να βγάλει λεφτά. Σίγουρα πάντως, τα πλούτη δεν γίνονται με τη δουλειά».
(Λουίς Μπαριονουέβο. Πρώην συνδικαλιστής και μετέπειτα πολιτικός και ιδιοκτήτης ποδοσφαιρικής ομάδας της Α΄ κατηγορίας στην Αργεντινή. Τα παραπάνω λόγια τα είπε στη διάρκεια ενός δείπνου με τραπεζίτες και μεγαλοεπιχειρηματίες στις 28 Νοεμβρίου 1990 στο Μπουένος Άιρες.)
Τα σημερινά «Νταχάου» δεν χρειάζονται ηλεκτροφόρα σύρματα, φρουρούς και τοίχους. Αρκεί μια συμφωνία υπογεγραμμένη σε ένα επίσημο κρατικό χαρτί για να κουρελιαστούν δικαιώματα που έχουν κατακτηθεί με αγώνες και αίμα από τα τέλη του 19ου αιώνα, προκειμένου οι άνθρωποι να μπορούν να αντικρίζουν το φως της ημέρας όταν φεύγουν από την δουλειά τους. Σήμερα το ίδιο είδος, το ανθρώπινο, έχει ξεχάσει και πως να αγωνίζεται και πως να αντιστέκεται μπροστά στις επιβολές και τις αποφάσεις ναζιστικού τύπου. Πρόκειται για την νίκη της λήθης ενάντια στη μνήμη. Για την νίκη της αγοράς ενάντια στην ζωή. Για την νίκη της εργασίας ενάντια στην απόλαυση.
Για την νίκη της εκμετάλλευσης ενάντια στην ελευθερία και την διαχείριση του χρόνου καθενός που θέλει να ζει και όχι απλά να επιβιώνει. Δεν φταίνε οι σημερινοί ναζί που το φάντασμα ξαναβγαίνει από τον τάφο του. Φταίνε εκείνοι που με την αδιαφορία τους και τον παρτακισμό τους, έχουν σηκώσει την πλάκα που έκλεινε αυτό τον τάφο.
Γυρνώντας τον χρόνο αντίστροφα
Η ληστεία δεν παύει να είναι ληστεία επειδή γίνεται στο όνομα του νόμου ή στο όνομα της αυτοκρατορίας. Η σκιά του φόβου καταδιώκει τον κόσμο, ο φόβος της απώλειας: Απώλεια της δουλειάς, απώλεια χρημάτων, απώλεια του επιούσιου, απώλεια… Δεν υπάρχει ξόρκι που να μπορεί να σε προστατέψει από την ξαφνική κατάρα της απώλειας. Ακόμη και ο πιο «πετυχημένος» άνθρωπος μπορεί να τα χάσει όλα από τη μια στιγμή στην άλλη και να γίνει ένας «αποτυχημένος», που δεν του αξίζει ούτε συγχώρηση ούτε συμπόνια.
Δεν επιτρέπουν οι αγορές την «αποτυχία». Δεν «ευθύνεται» κανείς για αυτήν, παρά μόνο ο «αποτυχημένος».
Ο πανικός της απώλειας είναι πανανθρώπινος: «Αγαπητέ συνεργάτη, βρισκόμαστε στη δυσάρεστη θέση να σας ανακοινώσουμε ότι οι υπηρεσίες σας δεν μας είναι πλέον απαραίτητες, λόγω της νέας πολιτικής μας για τις δαπάνες η οποία, λόγω της οικονομικής κατάστασης, μας αναγκάζει σε μια επιτακτική αναδιοργάνωση της επιχείρησής μας».
Πάντα τα ίδια λόγια, αυτά που μπορούν να κάνουν τον καθένα να καταρρεύσει από τη μία στιγμή στην άλλη και να γίνει ξαφνικά στα σαράντα του χρόνια ένας «γέρος», ένας «άχρηστος», ένας «αποτυχημένος».
Και ποιος δε ζει με το φόβο της ανεργίας; «Να μην είσαι αχάριστος», λένε. Ο υπάλληλος ή ο εργάτης που έχει δουλειά οφείλει να ευγνωμονεί την επιχείρηση που του κάνει τη χάρη να του βγάζει καθημερινά την ψυχή και να τον κάνει βορά της ρουτίνας: Δουλειά-σπίτι-τηλεόραση. Το να βρει κανείς δουλειά σήμερα, στα χρόνια του φόβου, ή να διατηρήσει αυτή που ήδη έχει, ακόμη και χωρίς εορταστικά δώρα, επιδόματα, διακοπές, χωρίς να πάρει ποτέ σύνταξη, έναντι μισθού πείνας ακόμη και σε αραιά διαστήματα, πανηγυρίζεται σαν να πρόκειται για θρησκευτικό θαύμα.
Το εργατικό δίκαιο ανάγεται στο να σε πληρώνουν όσα θέλουν, να σου επιβάλλουν όποιες συνθήκες θέλουν, να δουλεύεις όσο θέλουν, και να ευχαριστείς, να ευχαριστείς, κοιτώντας τα παπούτσια σου για την τύχη σου. Αν σου αρέσει! «Ούτως ή άλλως στην ουρά περιμένουν πολλοί».
Μαθήματα κατά των βλαβερών συνηθειών
Η ιστορία κάνει ένα άλμα δύο αιώνων, αλλά προς τα πίσω. Ο φόβος της ανεργίας επιτρέπει να καταργούνται ατιμωρητί τα έως τώρα γνωστά δικαιώματα των εργαζομένων. Οι συνεισφορές των εργοδοτών στα δώρα των Χριστουγέννων, του Πάσχα, τα επιδόματα αδείας, τα οικογενειακά επιδόματα, οι αποζημιώσεις λόγω απόλυσης, το ίδιο το εργασιακό ωράριο, αποτελούν πλέον ανεκτίμητα εκθέματα στα αρχαιολογικά μουσεία που δοξάζουν το παρελθόν.
Ίσως να μην το θυμάσαι, αλλά εγώ θα στο θυμίσω. Τα δικαιώματα των εργαζομένων που ίσχυαν μέχρι πριν λίγο καιρό, ήταν καρπός ενός άλλου φόβου μιας άλλης εποχής: του φόβου της οικονομικής εξουσίας απέναντι στους εργάτες της. Ήταν καρπός του φόβου των απεργιών, του φόβου της κοινωνικής επανάστασης που έμοιαζε να καιροφυλακτεί. Εκείνη όμως η φοβισμένη εξουσία, η εξουσία του χθες, είναι η ίδια που στις μέρες μας τρομοκρατεί τους εργαζομένους ώστε να υποτάσσονται σε αυτήν.
Έτσι γίνεται με τις κληρονομιές – τα πρόσωπα μπορεί να αλλάζουν αλλά δεν οι τίτλοι ιδιοκτησίας και τα χρυσόβουλα με τη διαχρονική σφραγίδα της αυτοκρατορίας παραμένουν τα ίδια.
Για δες όμως στις άκρες της νύχτας τις σκιές που έρχονται προς το μέρος μας. Μπορεί να μη τις βλέπουμε όλοι, αλλά αυτές είναι εκεί. Ξέρεις σε ποιους ανήκουν; Ανήκουν σ’ Εκείνους που πέθαναν στις διαδηλώσεις χτυπημένοι από τις σφαίρες, ζητώντας να μπορούν να βλέπουν το φως της μέρας όταν σχολούν από τη δουλειά τους. Σ’ εκείνους που κρεμάστηκαν με τη γροθιά υψωμένη διεκδικώντας το δικαίωμα στη ζωή και όχι στη σκλαβιά της πείνας ενός εργασιακού στρατοπέδου συγκέντρωσης, αμειβόμενοι με ένα πιάτο χυλό. Έρχονται προς το μέρος μας από τα βάθη του παρελθόντος όχι για να μας στοιχειώσουν αλλά για να μας θυμίσουν ότι όπως ακριβώς η αυτοκρατορία του χρήματος κληροδοτείται στους απογόνους της, έτσι ακριβώς εμείς κληρονομούμε τον καρπό του φόβου της. Αυτόν τον καρπό που αν τον φυτέψεις στο χώμα της ζωής, ζητά ολοένα και περισσότερο το λίπασμα της αξιοπρέπειας και που όσο ψηλώνει πάνω από το χώμα διεκδικεί όλο και περισσότερο το γαλάζιο του ουρανού ανάμεσα στο γκρίζο του τσιμέντου, τεντώνοντας ολοένα και περισσότερο τα κλαδιά του προς τις ζωοδότρες ακτίνες της ελευθερίας.
Μην το ξεχάσεις πότε σου: Τα μάτια φτιάχτηκαν για να κοιτούν την ομορφιά και την απόλαυση και όχι για να αντανακλούν τον κόσμο των αντικειμένων. Δίχως όνειρα και δίχως πραγματικότητα είμαστε καταδικασμένοι στον κόσμο των εικόνων. Όποιος δεν είναι γεμάτος από τις δικές του επιθυμίες, δεν μπορεί να δώσει τίποτα. Όποιος βαδίζει στο δρόμο του «δούναι και λαβείν», προχωρά σιγά σιγά προς την ανία, την κούραση και το θάνατο.
Το να πίνουμε με ακόρεστη δίψα από το ποτήρι της ζωής είναι η καλύτερη εγγύηση ότι αυτό το ποτήρι δε θα στερέψει ποτέ.
Ο αγώνας ενάντια στους δυνάστες μας μας είναι αγώνας ενάντια στην απόλυτη εξημέρωση του κοπαδιού που κατευθύνεται προς την πόρτα του σφαγείου.
ΓΙΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΖΗΒΑ ΕΔΩ (facebook)