Κείμενο: Γιάννης Καστανάρας
Εικονογράφηση: Conan Nanco
Έχω το μπονγκ ανάμεσα στα πόδια μου και ρουφάω άπληστα οδηγώντας στη λεωφόρο Μαραθώνος. Στην αριστερή λωρίδα. Με τριάντα χιλιόμετρα, αλλά νομίζω πως τρέχω με χίλια. Έχω μισανοίξει το παράθυρο του συνοδηγού να φεύγουν τα ντουμάνια και ακούω στο τέρμα το «Empress Rising» των Monolord. Ξανά και ξανά. Στο τέρμα, λέμε. Το μαυράκι που μου είχε πασάρει πριν φύγω ο Μπεν, εκείνο το συμπαθέστατο εβραιόπουλο που είχε έρθει διακοπές στην Ελλάδα για δέκα μέρες κι έκτοτε έχουν περάσει δέκα χρόνια, είναι πυραυλικό – «πάρε, και θα με θυμηθείς». Και πράγματι, δε λέω να τον ξεχάσω. Έχω ξεκινήσει πολύ πρωί για την Αθήνα. Στο πρώτο χιλιόμετρο σταμάτησα σ’ ένα υπαίθριο μανάβικο «δικής μας παραγωγής» να ψωνίσω ντομάτες κι ο Πακιστάνος που το διαχειρίζεται δεν είχε ρέστα και μου τις χάρισε – θα περάσω στο γυρισμό να τον πληρώσω.
Φρεσκότατα Μαραθωνοντόματα...
Έτσι λοιπόν, τρέχω με τριάντα στην αριστερή, όταν αισθάνομαι κάτι να ενοχλεί το μάτι μου. Ο καθρέφτης είναι σένιος, τον έχω προσαρμόσει κατάλληλα για το ύψος μου και ο παππούς με την παμπάλαια Μερσέντες πίσω μου αναβοσβήνει τα φώτα σαν τρελός. Μαλάκας είναι, γιατί άνετα μπορεί να προσπεράσει από δεξιά, δεν κυκλοφορεί ψυχή στο δρόμο, αλλά είναι από τους τύπους εκείνους που θένε σώνει και ντε να σπάνε αρχίδια, δηλώνοντας νομιμότητα και κλέβοντας στο ζύγι. Τι ζωντόβολο… Τον χαζεύω από τον καθρέφτη, είναι μπουρινιασμένος, η φάτσα του μοιάζει κόκκινη σαν παντζάρι – αλλά μπορεί και να το φαντάζομαι. Άλλη μια γερή ρουφηξιά, σηκώνω το χέρι του στυλ, «τι θες;» κι εκείνος κάνει κάτι νοήματα παλαβά. Βάζω τα γέλια, πατάω λίγο γκάζι, ξανακόβω, τίποτα. Ο παππούς ξοπίσω μου, θαρρείς και με κυνηγάει στον πιο αργό αγώνα ταχύτητας της ιστορίας. Αριστερά και δεξιά μας όλα καμένα. Κοντά στη διασταύρωση για Ραφήνα παίρνει τη μεγάλη απόφαση, μπαίνει από δεξιά, επιταχύνει, επιταχύνω κι εγώ, το κάρο μου είναι καλύτερο απ’ το δικό του, ο τύπος τρελαίνεται, κορνάρει παρ’ όλο που βρίσκεται σχεδόν πλάι μου – του δείχνω το μεσαίο δάχτυλο, κάτι λέει, ναι, είναι κόκκινος σαν παντζάρι. Απομακρύνεται και χάνεται τρέχοντας σαν τρελός προς το Πικέρμι.
Ηey, pops...
Είμαι σκασμένος στα γέλια, πρώτο κόκκινο φανάρι, ώωωπ, δεύτερο κόκκινο φανάρι, ώωωπ, τρίτο κόκκινο φανάρι ώωωπ - ο ποδηλάτης έχει σταματήσει στη μέση του δρόμου, τον βλέπω απ’ το καθρεφτάκι το δεξί να μου κάνει χειρονομίες. Εγώ… αλητεία. Άστα λα βίστα, μπέιμπι, και τέτοια. Κουνάω το χέρι σε κάτι πυροσβέστες που φυλάνε τα καμένα κι εκείνοι ανταποδίδουν το χαιρετισμό, ο ένας στρατιωτικά. Λίγο πιο κάτω, περιπολικό – σκέψου να τους πιάσουν τα ντουμάνια και να ’χουμε τίποτε ιστορίες. Μπα, τα ξύνουν κανονικά, δεν αποκλείεται να κάνουν κι αυτοί κάνα γαράκι, είναι πιτσιρικάδες, από εκείνα τα μαλακιστήρια που μόλις έβγαλαν τη σχολή. Στο φανάρι που επιτέλους αποφασίζω να σταματήσω, έχει μια στάση και μισή ντουζίνα πιτσιρίκες τιτιβίζουν περιμένοντας το λεωφορείο φορτωμένες με τα θαλασσινά τους συμπράγκαλα. Η μια γυρίζει, με κοιτάει και βγάζει ξετσίπωτα τη γλώσσα. Βάζω τα γέλια και της στέλνω ένα φιλί, όπως σ’ εκείνη την παλιά διαφήμιση.
Αθήνα, ωραιότατο νεκροταφείο...
Στουμπώνω το λίγο μαυράκι που μου έχει απομείνει στο πιπάκι και ανάβω πάλι το μπονγκ μ’ έναν αναπτήρα της κακιάς ώρας. Δεν εμπιστεύομαι του αυτοκινήτου. Το μπόνγκ τ’ αγόρασα ακριβούτσικα από ένα απατεωνίσκο γιατί ήθελα σώνει και καλά ένα χόμειντ πράμα καθόσον πολύ μ’ αρέσει να ενισχύω την οικιακή οικονομία. Αλλά… απάτη ο τύπος. Ρουφάω σαν να μην υπάρχει αύριο, πνίγομαι, με πιάνει καταραμένος βήχας, είμαι και λιγουλάκι κρυωμένος, χθες βράδυ με γαργάλαγε ο λαιμός μου. Κοιτάζω από τον καθρέφτη, ερημιά στο δρόμο, μα πού στο διάολο πήγαν όλοι τους, είπαμε, διακοπές, αλλά αυτοί το ξεσκίσαν. Κρίση και παπαριές.
Καριολιτσα, Μισελ...
Η Αθήνα ένα πανέμορφο νεκροταφείο. Σκέφτομαι πως αν ήταν να ψηφίσω ποτέ μου θα ψήφιζα τον τύπο που θα απαγόρευε την είσοδο των εξωδούχων του Αυγούστου στην Αθήνα. Παρκάρω την κουρσάρα μου ακριβώς απέναντι από το σπίτι μου. Στο δρόμο δεν υπάρχει άλλο αμάξι ούτε για δείγμα. Μόνο η Μαρία, η γειτόνισσα απέναντι, είναι εδώ, από το ανοιχτό της παράθυρο ακούω πρωινάδικο. Χάχανα και χαριτωμενιές. Μπαίνω στο σπίτι. Η γάτα μου είναι ανεβασμένη όπως πάντα πάνω στο γραφείο, μπροστά από τον υπολογιστή. Με το που με βλέπει ξερνάει ένα εκνευρισμένο νιαούρισμα. «Το ξέρω πως μ’ αγαπάς», της λέω και τη χαϊδεύω στο κεφάλι, το μόνο σημείο που επιτρέπει χάδια εδώ και δεκατέσσερα χρόνια. Για μια στιγμή με ανέχεται και αμέσως μετά μου πατάει μια δαγκωνιά σαν να με τρυπάνε καρφίτσες. «Καριολίτσα», ψιθυρίζω και σκέφτομαι ότι στο σπίτι δεν υπάρχει σταφ ούτε για δείγμα. Βγάζω το κινητό και τηλεφωνώ στον Μπεν. Το αρχίδι το έχει κλειστό…
Διαβάστε σχετικά: Το πρώτο μου τσιγάρο… (Στο Σημείο Ζήτα δεν πατάει ποτέ ψυχή)
Γιάννης Καστάναρας
Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξιν και κατ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
Γιάννης Καστάναρας
Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
Γιάννης Καστάναρας
Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
Conan Nanco
O Conan Nanco, γεννήθηκε κάποια στιγμή, σε κάποιο σημείο της Αιτωλοακαρνανίας.
Κάποιες φορές είναι καλά και κάποιες άλλες προσπαθεί να είναι.
Γενικότερα, σχεδιάζει, πίνει και ακούει ροκ εντ ρολ.
Κάποιες φορές παίζει κιόλας.
Conan Nanco
O Conan Nanco, γεννήθηκε κάποια στιγμή, σε κάποιο σημείο της Αιτωλοακαρνανίας.
Κάποιες φορές είναι καλά και κάποιες άλλες προσπαθεί να είναι.
Γενικότερα, σχεδιάζει, πίνει και ακούει ροκ εντ ρολ.
Κάποιες φορές παίζει κιόλας.
Conan Nanco
O Conan Nanco, γεννήθηκε κάποια στιγμή, σε κάποιο σημείο της Αιτωλοακαρνανίας.
Κάποιες φορές είναι καλά και κάποιες άλλες προσπαθεί να είναι.
Γενικότερα, σχεδιάζει, πίνει και ακούει ροκ εντ ρολ.
Κάποιες φορές παίζει κιόλας.