Γράφει ο Γιάννης Καστανάρας
Φωτογραφίες της εποχής: Γιώργος Νικολαΐδης
Θυμάμαι τον Γιώργο Νικολαΐδη πανταχού παρόντα. Σε διαδηλώσεις και συγκρούσεις να τρέχει αριστερά δεξιά, να χώνεται παντού απαθανατίζοντας μοναδικές σκηνές δράσης με τη φωτογραφική του μηχανή, φορώντας το χειμώνα μια ανθρακί καμπαρντίνα και με το μαλλί να ανεμίζει… Οι φωτογραφίες του από τις «νύχτες του Χημείου» περιγράφουν ολοζώντανα τα γεγονότα που συγκλόνισαν την Αθήνα για πέντε μερόνυχτα.
Το Χημείο υπήρξε σημείο καμπής για όλους όσους το έζησαν και σηματοδοτεί μια από τις σημαντικότερες στιγμές στην ιστορία του μεταπολιτευτικού αντιεξουσιαστικού κινήματος. Το πογκρόμ που εξαπέλυσε το κράτος με αφορμή μια συγκέντρωση στην πλατεία Εξαρχείων στις 9 Μαΐου 1985 και γενικά το ανελέητο κυνηγητό των μπάτσων σε βάρος εκατοντάδων ατόμων( οι περιβόητες «επιχειρήσεις Αρετής»), οδήγησε αρκετούς να καταλάβουν το κτήριο της Ναυαρίνου, με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν βίαιες συγκρούσεις έξω από τη Σχολή, όσο και σε πολλά σημεία του κέντρου της Αθήνας, από κόσμο που εξέφραζε την αλληλεγγύη του. Η ιστορία είναι γνωστή. Η προσωπική μου εμπειρία; Χμμμ… Για γέλια και για κλάματα…
11 Μαΐου, απογευματάκι και η Νομική τελεί υπό κατάληψη, κυκλωμένη από ΜΑΤατζήδες. Επιτρέπεται να βγεις αλλά απαγορεύεται να μπεις. Οι απέξω συγκεντρωνόμαστε στο παρκάκι δίπλα από τη Σχολή, πάνω κάτω καμιά τρακοσαριά άτομα. Φωνάζουμε συνθήματα, υπάρχει μικροένταση αλλά τίποτε σοβαρό. Στη γωνία Σόλωνος και Μασσαλίας οι μπάτσοι είναι κολλημένοι στον τοίχο της σχολής με πλήρη εξάρτηση, έτοιμοι δια παν ενδεχόμενο. Κάποια στιγμή γίνεται ένα ψιλοντού, μας απωθούν με κλομπ και ασπίδες – αλλά ως εκεί. Ούτε δακρυγόνα από τη μεριά τους, ούτε πέτρες ή μπουκάλια από τη μεριά μας. Σπρωξίματα ένθεν κακείθεν, επιστροφή στη γνωστή συνθηματολογία.
Δίπλα μου στέκεται ένας παλικάρι, ψηλότερο από μένα, καλή του ώρα. Δεν τον γνώριζα αλλά τον θυμάμαι ακόμα: αδύνατος, με μαλλί αφάνα, μελαχρινός. Μασουλάει μια τυρόπιτα κι εκεί που την έχει μισομασαμπουκιάσει, η ένταση ανεβαίνει. Κάνουμε μια απειλητική κίνηση προς τα εμπρός και ο τύπος, πάνω στην κάψα της στιγμής, κραυγάζει «κωλόμπατσοι γαμιέστε!» και αμολάει την υπόλοιπη τυρόπιτα προς το μέρος των μπάτσων. Το μισοφαγωμένο σνακ διαγράφει ψιλοκρεμαστή πορεία και σκάει ως πιτοειδής χειροβομβίδα ανάμεσα στα κεφάλια δυο ΜΑΤατζήδων. Ο ένας από αυτούς σηκώνει το χέρι και δείχνει προς το μέρος μας…
Το πρωί της επόμενη μέρας παίρνω το λεωφορείο Ιπποκράτους-Βοτανικός και κατεβαίνω στη στάση Ιπποκράτους και Διδότου. Είμαι εφοδιασμένος με ένα μπουκάλι μελάνι σκοπεύοντας, αν τα καταφέρω, να το περάσω στους καταληψίες προκειμένου να το χρησιμοποιήσουν για τον πολύγραφο. Μπάτσοι παντού, απαγορεύουν την κάθοδο προς το Χημείο. Διαπιστώνω ότι δεν με παίρνει με τίποτα και αποφασίζω να κάνω ένα μεγάλο κύκλο μπας και βρω άλλη πρόσβαση. Κατηφορίζω την Ιπποκράτους, αλλά πριν κάνω δέκα βήματα αισθάνομαι χέρια να με αρπάζουν από πίσω και ακούω μια φωνή να λέει, «Ανάρχα σε τσακώσαμε, τώρα θα πληρώσεις για την πέτρα που μας πέταξες χθες». Άμα δε σε θέλει… Ήταν οι ίδιοι μπάτσοι που χθες είχαν γλιτώσει στο τσακ από την απειλητική τροχιά της τυρόπιτας του συντρόφου και που, μολονότι προφανώς είχαν ξενυχτίσει γύρω από την εμπόλεμη ζώνη, με θυμήθηκαν και αποφάσισαν ότι είχαν πετύχει λαβράκι.
Προσπάθησα να διαμαρτυρηθώ αλλά προφανώς η αϋπνία είχε οξύνει την όρασή τους και έδειχναν απολύτως σίγουροι ότι το άτομο που είχε εκσφενδονίσει εναντίον τους την τυρόπιτα (και είμαι απολύτως βέβαιος ότι ήξεραν πως επρόκειτο για τυρόπιτα) αντί να τους την προσφέρει ευγενικά, ήμουν εγώ. Στην όμορφη παρέα μας προστίθενται μερικοί ακόμη συνάδελφοί τους και όλοι μαζί με οδηγούν με τα χέρια πίσω από την πλάτη στην είσοδο του γκαράζ που βρίσκεται ανάμεσα στην Ιπποκράτους και την Ασκληπιού, επί της οδού Σκουφά. Με κολλάνε με την πλάτη πάνω στην κλειστή γκαραζόπορτα, μου ρίχνουν δυο τρεις (ομολογουμένως) ψιλές, βρίζοντας χυδαιότατα εμένα και τους συντρόφους μου. Εγώ σκέφτομαι τί δικαιολογία να προβάλλω για το μπουκάλι με το μελάνι που έχω στην τσέπη του ανοιξιάτικου μπουφάν αλλά, όλως παραδόξως, δεν με ψάχνουν. Εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται ένας συνταγματάρχης της χωροφυλακής, μουστακαλής, κλασικός επαρχιώτης χωροφύλακας της παλιάς σχολής (ήταν η εποχή που δεν είχε ολοκληρωθεί ακόμα η συγχώνευση των δυο σωμάτων ασφαλείας) και ρωτάει τί συμβαίνει. Αρχίζω να διαμαρτύρομαι ότι είμαι φοιτητής και ότι οι μπάτσοι έκαναν λάθος, δείχνω και τη φοιτητική ταυτότητα που είχα πάνω μου. Ο αξιωματικός ζητάει από τους ΜΑΤατζήδες να με αφήσουν ελεύθερο αλλά εκείνοι τον γράφουν στα παλαιά τους υποδήματα. «Όχι, το κωλόπαιδο μας πετούσε πέτρες χθες, θα τον πάμε στην Ασφάλεια».
Με φορτώνουν στο πίσω κάθισμα ενός περιπολικού φορώντας μου χειροπέδες, αλλά με τα χέρια δεμένα μπροστά. Ο ένας από τους τυροπιτόπληκτους που με συνοδεύει, κάθετε στο μπροστινό κάθισμα. Ψαχουλεύω όπως όπως την τσέπη του μπουφάν με τα δυο χέρια, ενώ οι μπάτσοι κουβεντιάζουν μεταξύ τους. Βρίσκω το μπουκαλάκι με το μελάνι, το πετάω στο δάπεδο του περιπολικού και το σπρώχνω με το πόδι κάτω από το κάθισμα. Φτάνουμε στην Ασφάλεια (τότε ήταν ακόμα στη Μεσογείων), με οδηγούν σε κάποιον όροφο, με βάζουν σε ένα γραφείο και με αφήνουν μόνο για κάνα μισάωρο. Σε λίγο εμφανίζετε ένας ασφαλίτης κρατώντας ένα φάκελο. Κάθεται απέναντί μου, τον ξεφυλλίζει και μου λέει μισοαστεία μισοσοβαρά, «Τι θα γίνει, Καστανάρα, κάθε λίγο και λιγάκι εδώ θα σε έχουμε;» (προφανώς διαβάζοντας για την προηγούμενη σύλληψη και παραπομπή μου, λίγους μήνες πριν, κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Γάλλου ακροδεξιού Λεπέν). Με όλο το θράσος της νιότης απαντώ κάτι του στυλ «Αρκεί να μη γίνεται συχνότερα».
Διανυκτέρευσα σε ένα κελί παρέα με άλλους συντρόφους που είχαν συλληφθεί προηγουμένως και διάφορους άλλους «ποινικούς». Τα κελιά ήταν ανοιχτά και μπορούσαμε να κυκλοφορούμε ελεύθερα στο χώρο. Θυμάμαι μάλιστα έναν Αιγύπτιο κρατούμενο που μου είπε πως βρισκόταν εκεί δυο μήνες επειδή δεν είχε χαρτιά.
Την επόμενη μέρα τα γνωστά: με τις συνήθεις κατηγορίες και με δικηγόρο την Κατερίνα Ιατροπούλου πέρασα σήμανση, εισαγγελέα και ανακριτή και τελικά με άφησαν ελεύθερο, ορίζοντας τακτική δικάσιμο. Μετά το πέρας των διαδικασιών, η Κατερίνα με ενημέρωσε ότι έπρεπε να πάω στα γραφεία της ΕΔΑ (τότε στην Ακαδημίας, πάνω από τον κινηματογράφο Έλλη) γιατί με ζητούσαν εκεί. Με περίμεναν ο μακαρίτης Χρήστος Κωνσταντινίδης και η μακαρίτισσα Σύλβια Παπαδοπούλου, μαζί με τον Μανώλη Γλέζο. Ο Χρήστος με ενημέρωσε ότι οι καταληψίες του Χημείου είχαν πληροφορηθεί τη σύλληψή μου και είχαν ζητήσει την απελευθέρωσή μου, καθώς και όλων των άλλων συλληφθέντων, ως έναν από τους όρους, αν θυμάμαι καλά, για να αποχωρήσουν από το Χημείο. Συν τοις άλλοις, υπήρχε ένας σοβαρά τραυματισμένος μέσα στη σχολή, αλλά επειδή οι καταληψίες δεν εμπιστεύονταν τους μπάτσους ώστε να τον παραλάβει κάποιο ασθενοφόρο από εκεί, είχαν ζητήσει να με συνοδεύσει κάποιος βουλευτής ως το Χημείο για να παραλάβουμε τον τραυματία.
Με συνόδευσε ο Γλέζος. Διασχίσαμε την Χ. Τρικούπη, περάσαμε ανάμεσα από δυο αλυσίδες βλοσυρών ΜΑΤατζήδων και φτάσαμε στο Χημείο. Παραλάβαμε τον τραυματία και, υποβασταζόμενο, τον οδηγήσαμε στα γραφεία της ΕΔΑ όπου περίμενε το ασθενοφόρο.
Το ίδιο βράδυ η κατάληψη του Χημείου έληξε και ένα πλήθος πέντε χιλιάδων ατόμων, παρέλαβε τους καταληψίες και μαζί τους όργωσε… θριαμβευτικά το κέντρο της προεκλογικής Αθήνας…
(το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο φωτογραφικό βιβλίο "Είμαστε Τρελοί κι ευτυχισμένοι"... του Γιώργου Νικολαΐδη (Εκδόσεις Στο Περιθώριο, Αθήνα 2017)
Γιάννης Καστάναρας
Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξιν και κατ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
Γιάννης Καστάναρας
Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
Γιάννης Καστάναρας
Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.