"Η jazz δεν πέθανε. Απλώς μυρίζει παράξενα"... FZ
Γράφει ο Γιάννης Καστανάρας
Λοιπόν, το ψητό είναι εδώ και σερβίρεται με μια αλλόκοτη συνταγή. Στο γυμνάσιο, εκεί γύρω στα δεκάξι-δεκαεπτά γνώρισα τον Φραγκογιάννη. Ο Φραγκογιάννης ήταν ένας παράξενος τύπος, μ’ ένα μόνιμο χαμόγελο χαραγμένο στα χείλη, μέτριο ύψος – είχε κάτι το ανατολίτικο η φάτσα του με έντονη τριχοφυΐα για την ηλικία του. Δεν μπορώ να πω ότι κάναμε ιδιαίτερη παρέα αλλά τύχαινε να βρεθούμε σε κάποια πάρτι ή σε κάποιους μαθητικούς χορούς και μιλούσαμε λίγο για μουσική. Ο Φραγκογιάννης, που λέτε, είχε μια σεβαστή δισκοθήκη για τα μέσα προς τέλη της δεκαετίας του ’70 και όπως ήταν φυσικό ήταν ο πρώτος που καλούσαν στα πάρτι για να φέρνει δίσκους. Ίσαμε δω καλά. Έλα όμως που ο Φραγκογιάννης στα πάρτι έσκαγε μόνο με ένα δίσκο, ένα δίσκο που την πρώτη φορά που είδα το εξώφυλλό του ένιωσα μια ανατριχίλα, σαν από φόβο, σαν από δέος. Εκείνη η εικόνα της κοπελιάς που έμοιαζε έτοιμη να ξεμπουκάρει από τον τάφο (στην πραγματικότητα ήταν μια άδεια πισίνα) σίγουρα ήταν εντυπωσιακή. Ο δίσκος αυτός ήταν το Hot Rats, το δεύτερο σόλο άλμπουμ του Frank Zappa και για μένα, έναν άνθρωπο το πολιτιστικό επίπεδο του οποίου ακόμα και σήμερα, σαράντα χρόνια μετά, έχει ελάχιστη σχέση με την τζαζ, κατέληξε με τα χρόνια να γίνει το σημαντικότερο άκουσμα της μέχρι τούδε ζωής μου. Ακόμα αναρωτιέμαι γιατί…
Στα πάρτι, λοιπόν, ο Φραγκογιάννης έπαιζε (ή προσπαθούσε να παίξει, αφού συνήθως τον διέκοπταν βιαίως) το Hot Rats, και μπορεί κανείς να φανταστεί τη δυσαρέσκεια ημιάγριων εφήβων που περίμεναν ν’ ακούσουν το “Smoke On The Water”, το “Paranoid”, το «Vicious» και τις άλλες συναφείς κλασικοροκιές της εποχής για να παραστήσουν χορεύοντας ότι ήξεραν να παίζουν air-guitar εκτός από το πουλί τους προσπαθώντας, συνήθως μάταια, να τραβήξουν τα βλέμματα των κοριτσιών. Έτσι, το Hot Rats του Φραγκογιάννη σπανίως ξεπερνούσε το δεύτερο κομμάτι (μολονότι καταλαβαίναμε ότι το “Willie The Pimp” ήταν το μόνο τραγούδι του δίσκου που συνδεόταν με τη ροκ “κουλτούρα” μας, η φωνή του Beefheart, όσο κι αν μας γοήτευε, άλλο τόσο μας απωθούσε). Ο Φραγκογιάννης, στα 16 του χρόνια, ζούσε έτη φωτός μπροστά μας. Οπωσδήποτε δεν ήταν η ευκολότερη μουσική συντροφιά, αλλά η περιέργεια έμεινε – τουλάχιστον σε μένα.
Λίγους μήνες αργότερα, καλοκαίρι πια, ο γείτονάς μου, ο συγχωρεμένος Βασίλης Παπασωκράτης, ένα ευφυέστατο παιδί που στα πάρτι της γειτονιάς πρωτοστατούσε έχοντας κατασκευάσει από τα δεκατρία του έναν λαμπάτο ενισχυτή χωρίς καπάκι που τον κοτσάραμε στο κασετόφωνο, με κάλεσε στο σπίτι του να ακούσω το νέο ηχοσύστημα Yamaha που είχε αγοράσει. (Για την ιστορία, ο Βασίλης συμμετείχε μαζί με τον αδελφό του τον Τίμο, στους Scraptown, το αρκετά αξιόλογο συγκρότημα του Μιχάλη Ρακιντζή πριν ο τελευταίος αρχίσει να γράφει για κοπέλες που μοιάζουν με κουνέλι, για τον λούτρινο Πουφ και, αλί και τρισαλί, εκείνο το ανεκδιήγητο “S.A.G.A.P.O.”). Για μένα που τη βόλευα με ένα πικαπάκι ενσωματωμένο σε ένα ραδιοέπιπλο Philips το σύστημα του Βασίλη ήταν… διαστημικό. Λαμπάκια που αναβόσβηναν, παράξενα κουμπιά – δεν είχα ξαναδεί τέτοιο πράγμα στη ζωή μου. Και η επίδειξη έγινε με το Fillmore East – June 1971 του Frank Zappa και των Mothers. Τρελάθηκα. Προσπαθούσα να βγάλω άκρη με τα τσάτρα πάτρα αγγλικά μου τους διαλόγους, βοηθούσε λίγο κι ο φίλος μου, δεν καταλάβαινα ακριβώς την «πρόστυχη» παράμετρο, αλλά καταλάβαινα από τα γέλια του κοινού ότι έπρεπε να λέγονται πολύ σημαντικά και αστεία πράγματα. Και ο ήχος που έβγαινε από τα ηχεία, η στερεοφωνία, τα μπάσα, ο παλμός των γούφερ… όλα σκέτη μαγεία!
Φθινόπωρο, ίδια χρονιά, μάλλον το 1978. Σε μια κάθετο της Κηφισίας στους Αμπελόκηπους, κοντά στο ξενοδοχείο President, υπήρχε ένα συνοικιακό δισκάδικο που λεγόταν Fuga (ή Φούγκα, στα ελληνικά;) και καμιά φορά πεταγόμουν ως εκεί κι αγόραζα κάποιο βινύλιο. Συνήθως δεν είχε πολλά πράγματα που με ενδιέφεραν αλλά πήγαινα για βόλτα και χάζι. Εκείνο το βραδάκι με είχε καβαλήσει ο διάολος, είχα και λεφτά, κι ήθελα σώνει και καλά ν’ ακούσω κάτι «καινούργιο». Έτσι πήρα την Αλεξάνδρας, χώθηκα στα οικεία στενά των Αμπελοκήπων και έφτασα στη Fuga. Έψαξα τα λιγοστά ράφια και τα μόνα άλμπουμ που κίνησαν το ενδιαφέρον μου ήταν ένας δίσκος των Black Oak Arkansas και το Fillmore που είχα ακούσει στον Βασίλη. Τους πρώτους δεν τους ήξερα αλλά είδα κάτι αγριομαλλιάδες στο οπισθόφυλλο και η πλάστιγγα άρχισε να γέρνει προς τα κει. Το εξώφυλλο-οπισθόφυλλο των Mothers ήταν λευκό με μαύρα γράμματα, ακατάστατα γραμμένα στο χέρι και, καθώς το είχα ακούσει στο σπίτι του Βασίλη πριν λίγους μήνες χωρίς να «πιάσω το νόημα», έμεινα να σκέφτομαι κρατώντας τους δίσκους στα χέρια και κοιτάζοντας πότε τον ένα και πότε τον άλλο. Αγόρασα τελικά τους B.O.A., άφησα το Fillmore μόνο κι έρημο να βολοδέρνει ανάμεσα σε Πάριους και Νταλάρες και γύρισα σπίτι με λεωφορείο για να ακροαστώ ASAP το νέο μου πολύτιμο απόκτημα. Αμ δε! Με το που βάζω τον δίσκο στο ρημαδοπικάπ μου ακούω κάτι που δεν μου άρεσε καθόλου. Καθόλου μα καθόλου. Ήξερα τους Allmans, ήξερα τους Skynyrd για να έχω μια ιδέα από southern, αλλά αυτό που άκουγα στα αυτιά μου ήταν ξένο και εντελώς «βλάχικο». Στο καπάκι, μαζεύω τον δίσκο με προσοχή, κοιτάζω την ώρα, ανοιχτά για λίγο ακόμα τα μαγαζιά, και γυρίζω σχεδόν τρεχάλα στο μαγαζί. Η καλή κυρία στο ταμείο (και προφανώς το αφεντικό) είχε την καλοσύνη να δεχτεί την επιστροφή – με είδε κι όπως με είδε ιδρωμένο και αγριεμένο κι ίσως τρόμαξε.
Έτσι γύρισα σπίτι, αυτή τη φορά αγκαλιά με το Fillmore. Το άκουσα, το ξανάκουσα, το ματαξανάκουσα και νομίζω ότι το επόμενο διάστημα, με το που έπιανα λίγα φράγκα στα χέρια μου ξεκίνησα την επίπονη προσπάθεια να βρω όλους τους δίσκους που είχαν κυκλοφορήσει μέχρι τότε με τη σφραγίδα του FZ. Απέκτησα αρκετούς (κυρίως αμερικάνικης εισαγωγής) δίσκους, ενώ ο Dan, ο Αμερικανός άντρας της ξαδέλφης μου, μου έκανε δώρο το Absolutely Free σε αυθεντική πρώτη κόπια της Verve, παρακαλώ. Ακόμα το έχω. Κάπως έτσι ξεκίνησε η επαφή μου μ’ εκείνον τον τύπο με το παράξενο μουσάκι και με τη μουσική του, μια τρυφερή αλλά ενίοτε αμφίρροπη σχέση που διαρκεί μέχρι σήμερα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ
Μέχρι σήμερα οι γνώμες για το Hot Rats είναι διχασμένες. Κάποιοι λένε ότι ήταν το πρώτο «εμπορικό» λάθος του Zappa (λες και ο ίδιος απέβλεπε ποτέ στην εμπορική επιτυχία), κάποιοι άλλοι ότι είναι το καλύτερο άλμπουμ του και άλλοι ότι είναι το μοναδικό καλό άλμπουμ του. Ωστόσο, υπάρχει και μια τέταρτη άποψη σύμφωνα με την οποία το Hot Rats είναι ένα από τα σημαντικότερα άλμπουμ που κυκλοφόρησαν από εμφάνισης γραμμοφώνου. Και με αυτό τείνει να συμφωνεί απόλυτα και να επαυξάνει ο υποφαινόμενος ο οποίος, όπως προανέφερα, ουδόλως μπορεί να χαρακτηριστεί φίλος της jazz.
Η ουσία είναι ότι ο 28χρονος, τότε, Zappa, ήδη ένας καλλιτέχνης-χαμαιλέοντας, ικανός να εκμεταλλεύεται και να προσαρμόζεται σε κάθε μουσικό και ηχητικό τοπίο, χρειαζόταν κάμποσο χρόνο μακριά από τους Mothers of Invention («Δεν θα έλεγα ότι έχουμε διαλυθεί, απλά δεν δίνουμε συναυλίες» – FZ, 1969. Ίσως, πάλι,) Δεν αποκλείεται μάλιστα να ήθελε να αποστασιοποιηθεί από το ρόλο του ως ένας ευφυής σατυρικός καλλιτέχνης και να παρουσιάσει τη «σοβαρή» μουσική πλευρά του. Έτσι συγκέντρωσε γύρω του μια ομάδα τρόπον τινά ανόμοιων μουσικών για να δημιουργήσει αυτό που κάποιοι χαρακτηρίζουν σαν το πρώτο αυθεντικό jazz fusion άλμπουμ, καθώς προηγήθηκε κατά ένα χρόνο του Bitches Brew, του δίσκου με το οποίο ο Miles Davis δημιούργησε ένα φουρτουνιασμένο ηχητικό υποχθόνιο πέλαγος. Στο Hot Rats ο συνδυασμός της jazz με το rock και την κλασική μουσική αγγίζει τα όρια της τελειότητας, αλλά το σίγουρο είναι ο Frank δεν τα κατάφερε μόνος του. Τουλάχιστον, όχι τελείως μόνος του.
H 16καναλη κονσόλα που χρησιμοποιήθηκε για την ηχογράφηση του Hot Rats
To Hot Rats είναι το δεύτερο σόλο άλμπουμ του Zappa – είχε προηγηθεί το μουσικό κολάζ του Lumpy Gravy που είχε ηχογραφήσει το 1967 με session μουσικούς και με την Abnuceals Emuukha Electric Symphony Orchestra, ενώ η «επίσημη» μπάντα του είχε μπει στην κατάψυξη («Δεν θα έλεγα ότι έχουμε διαλυθεί, απλά δεν δίνουμε συναυλίες» – FZ, 1969). Το Hot Rats ηχογραφήθηκε ανάμεσα στις 18 Ιουλίου και τις 30 Αυγούστου 1969 και ο Zappa χρησιμοποίησε στουντιακό εξοπλισμό προηγμένης τεχνολογίας δημιουργώντας ένα μουσικό έργο εντυπωσιακής τεχνικής και μουσικής ποιότητας. Η κονσόλα ήταν 16καναλη και είχε κατασκευαστεί στα τέλη του 1968 από τεχνικούς στα TTG Studios του Χόλιγουντ με βάση το σχεδιασμό της Ampex που ήταν εγκατεστημένη στα στούντιο της CBS στη Νέα Υόρκη. Είχε ανοίξει ένας καινούργιος κόσμος που θα χωρούσε όλα τα πνευστά και τα keyboards του Ian Underwood, ενώ ο Zappa ήταν από τους πρώτους που ηχογράφησε τύμπανα σε πολλαπλά κανάλια με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός στερεοφωνικού ήχου για τα ντραμς. Καθόλου άσχημα για έναν καλλιτέχνη που θα εκδήλωνε επανειλημμένα την απέχθειά του για τη δουλειά στο στούντιο.
Το μόνο μέλος των Mothers που συμμετείχε (καταλυτικά) στο άλμπουμ ήταν ο Ian Underwood, ένας μουσικός κλάσης από μόνος του και χωρίς την παρουσία του ίσως το Hot Rats να μην διαμορφωνόταν όπως το ξέρουμε. Ο Frank σίγουρα είχε αυτή την επίγνωση, καθώς ο 30χρονος (τότε) Νεοϋορκέζος απόφοιτος του Yale με μπάτσελορ και μάστερ στη σύνθεση από το Πανεπιστήμιο του Berkeley, ήταν πραγματικό λαχείο, ένας μουσικός που υπέμενε αγόγγυστα τις «παραξενιές» του αφεντικού του τονώνοντας επί σειρά ετών τις μουσικές φαντασιώσεις του Zappa.
Ιan Underwood
Ωστόσο ούτε οι υπόλοιποι μουσικοί που πλαισίωσαν το Hot Rats λειτουργώντας σαν καλολαδωμένη μηχανή ήταν τυχαίοι. Ο μπασίστας Max Bennett είχε παίξει με τον Quincy Jones και ήταν επαγγελματίας των στούντιο. O ντράμερ Paul Humphrey ήταν τζαζίστας και είχε δουλέψει με ονόματα όπως ο Wes Montgomery και ο Lee Konitz. Ο Γάλλος βιολιστής Jean-Luc Ponty είχε άριστη κλασική παιδεία και στην Ευρώπη είχε συνεργαστεί με μεγαθήρια όπως ο Stephane Grappelli και ο Svend Asmussen, ενώ ήδη είχε κυκλοφορήσει μερικά σόλο άλμπουμ. Στο μέλλον θα συνεργαζόταν κι άλλες φορές με τον FZ, ενώ το 1970 θα κυκλοφορούσε το άλμπουμ King Kong: Jean-Luc Ponty Plays The Music Of Frank Zappa. O Don «Sugar Cane» Harris, ο έτερος βιολιστής, είχε ήδη συνεργαστεί σε άλμπουμ των Mothers και στη δεκαετία του ’70 θα κυκλοφορούσε μια σειρά από σόλο δημιουργίες. Ο ντράμερ John Guerin είχε ένα χαρακτηριστικό jazz-rock παίξιμο και εκτός από τον Zappa είχε συνεργαστεί (ή θα συνεργαζόταν στο μέλλον) με τον Frank Sinatra, την Ella Fitzgerald, την Linda Ronstadt, τον Thelonious Monk, τους Animals, την Joni Mitchell, τον George Harrison κ.α. O ντράμερ Ron Selico είχε ήδη παίξει για κάνα δυο χρονάκια με τον James Brown. O ελληνικής καταγωγής Shuggie Otis (Johnny Alexander Veliotes Jr., γιος του Johnny Otis, ενός καλλιτέχνη που θαύμαζε ο Zappa) έπαιξε μπάσο στο «Peaches En Regalia» ενώ ήταν μόλις 16 χρονών και έμελλε να διαπρέψει σαν session μουσικός αλλά και σαν αυτόνομη οντότητα. Ο Lowell George μάλλον παίζει κιθάρα στο «Gumbo Variations» αλλά για κάποιο λόγο δεν αναφέρεται πουθενά στο δίσκο (θα αντικαθιστούσε τον Roy Estrada στους Mothers και στη δεκαετία του ’70 θα δοξαζόταν με τους Little Feet – ο ίδιος ο FZ του είχε πει πως ένας τόσο καλός μουσικός ήταν κρίμα να κρύβεται στη σκιά του). Όσο για τον Captain Beefheart, τον παιδικό και άσπονδο φίλο του Zappa που τραγούδησε στο «Willie The Pimp», το μοναδικό μη ορχηστρικό κομμάτι του Hot Rats…
Το Hot Rats ήταν η απόδειξη ότι δεν χρειάζονται πολλά φωνητικά για να δημιουργηθεί ένας δίσκος ασύλληπτης πνευματικής και συνθετικής διαύγειας. Πρόκειται για ένα ταξίδι μέσα στη μουσική γεμάτο πολύπλοκες ενορχηστρώσεις, αυτοσχεδιασμούς και παράφορα σόλο. Ήταν ένα άλμπουμ που την εποχή εκείνη σίγουρα δεν απευθυνόταν στο μέσο ακροατή του Zappa αλλά στόχευε κυρίως στους φίλους της jazz (με κάθε ενδεχόμενη επιφύλαξη…). Κι ίσως αυτή να ήταν η πρόθεση του δημιουργού καθώς τα rock σόλα της κιθάρας του χτίζονται πάνω στα ακλόνητα jazz θεμέλια που κρύβονται πίσω από το κάθε κομμάτι.
Σύμφωνα με τον Underwood: «Ήταν μια μεγάλη αλλαγή κατεύθυνσης για τον Frank. Αυτό που με τράβηξε στην μπάντα όταν μπήκα ήταν το μείγμα από όλα όσα μου άρεσαν, ένας συνδυασμός από Stockhausen, Ornette Coleman, χοντρά αστεία, blues, Stravinsky κλπ. Aυτό μου άρεσε: πολύπλοκη μουσική με αλλόκοτο χιούμορ. Όταν πια φτάσαμε στο Hot Rats, ο Frank δεν ήθελε να είναι πλέον το στερεότυπο ενός κωμικού rock καλλιτέχνη κι έτσι «πέταξε» τους αστείους στίχους και το πειραματικό ύφος για αυτό το κυρίως οργανικό άλμπουμ. Αλλά αυτή είναι μόνο η μισή αλήθεια. Νομίζω ότι σκόπευε να ηχογραφήσει ένα άλμπουμ με instrumental κομμάτια και ήθελε να συνεργαστεί με έμπειρους μουσικούς που μπορούσαν να παίξουν ό,τι έβαζε μπροστά τους».
Από την πλευρά του ο Zappa θα περιέγραφε το όλο έργο σαν μια «κινηματογραφική ταινία για τα αυτιά σας». Η εκτίμησή του δεν είναι υπερβολική. Παίζοντας με το overdubbing και την ταχύτητα της μαγνητοταινίας, το έκανε να ακούγεται θαρρείς και οι ακροατές βρίσκονταν μαζί του στο στούντιο.
Το άλμπουμ ανοίγει με το «Peaches En Regalia», ένα από τα δημοφιλέστερα, πιο «ραδιοφωνικά» και πιο γκρουβάτα (χμ…) τραγούδια του Zappa. Μουσική ενός ακαθόριστου είδους, όπως διάβασα κάπου, ένα πρώιμο παράδειγμα jazz-fusion χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις από τον ακροατή. Το απολαμβάνουν ακόμα κι εκείνοι που δεν έχουν το κατάλληλο στομάχι για να χωνέψουν και να αφομοιώσουν τη μουσική του καλλιτέχνη από τη Βαλτιμόρη. Μπορούν να αράξουν στην πολυθρόνα τους, έτοιμοι να διασκεδάσουν αλλά και να προβληματιστούν. Το κομμάτι βασίζεται στα πλήκτρα και στα πνευστά αλλά ο προσεκτικός ακροατής θα ξεχωρίσει τα χαρωπά φλάουτα, σαξόφωνα και κλαρινέτα στα καλοδουλεμένα μοντάζ του Underwood. Πρόκειται για ένα ηχητικό κομψοτέχνημα ελεύθερων αυτοσχεδιασμών με ένα αέρινο σόλο του δημιουργού και με στιβαρές παρουσίες του Ron Selico στα τύμπανα και του Shuggie Otis στο funky μπάσο, οι οποίοι προσδίδουν στο «Peaches» έναν «latin» ρυθμό. Είναι ένα κλασικό κομμάτι που συνδυάζει τη εκκεντρική συνθετική προσέγγιση του Zappa με την ιδιότροπη χρήση των οργάνων και μια σύνθετη ενορχήστρωση.
Επόμενο στη σειρά το «Willie The Pimp», η πιο «rock» σύνθεση του άλμπουμ. Εδώ ό,τι και να πει κανείς είναι λίγο – ο Zappa καταστρέφει κάθε έννοια όσον αφορά την ανέμελη pop. Είναι το μοναδικό κομμάτι με φωνητικά, τα οποία ερμηνεύει με τον μοναδικό τρόπο του ο Don Van Vliet/Captain Beefheart που είχε ήδη κυκλοφορήσει το θρυλικό Trout Mask Replica, το τρίτο άλμπουμ των Magic Band με παραγωγό τον Zappa. Το «Willie» είναι ένα τραγούδι που ουσιαστικά αποδομεί κάθε έννοια ελαφριάς pop ανοίγοντας και κλείνοντας με το ανατριχιαστικό ηλεκτρικό βιολί του Harris. Ο Beefheart τραγουδάει φτύνοντας τις λέξεις θαρρείς και δεν υπάρχει αύριο, με μια φωνή α λα Howlin’ Wolf, «ξεπετώντας» τους στίχους για τον «μικρό νταβατζή» που διευθύνει την «επιχείρησή» του από το μπουρδελοξενοδοχείο Lido του Κόνεϊ Άιλαντ. Το βιολί τον ακολουθεί σαν μεθυσμένο και λίγο πριν σβήσει η τραχιά και παραληρηματική φωνή του, αρχίζει το αφηνιασμένο funky/blues και ενίοτε ψυχεδελικό σόλο του FZ που καταλαμβάνει οργιαστικά το μεγαλύτερο μέρος από το 9λεπτο κομμάτι. Ο Bennett (ενίοτε ακούγεται σαν να παίζει ντουέτο με τον Zappa – τόσο καλός είναι!) και ο Guerin προσπαθούν να τον συναγωνιστούν σε ένα free-jazz πανηγύρι της rhythm section και πραγματικά τα δίνουν όλα. Κάπου μετά τη μέση του κομματιού τα τύμπανα αρχίζουν να ακολουθούν ακατάστατα το σόλο της κιθάρας και ο πανικός κορυφώνεται λίγο πριν το τέλος, όταν ο ρυθμός επιταχύνεται. Α, ο κρουστός, ρυθμικός ήχος που ακούγεται σαν μεταλλικό κομπολόι είναι ένα μηχανικό κλειδί με καστάνιες που χειρίζεται ο Zappa…
FZ και Captain Beefheart
Το κομμάτι που κλείνει την πρώτη πλευρά, το «Son of Mr. Green Genes», ουσιαστικά είναι μια παρατεταμένη και κάπως ταχύτερη instrumental παραλλαγή/επανεκτέλεση του «Mr. Green Genes», ενός τραγουδιού από το Uncle Meat, το πέμπτο άλμπουμ των Mothers. Θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται κυρίως για μια θαυμάσια ενορχήστρωση παρά «σύνθεση», όπου ο Paul Humphrey ξετυλίγει το ταλέντο του και είναι πράγματι φανταστικός ρολάροντας και τονίζοντας με τα τύμπανα τα διαφορετικά τμήματα του κομματιού. Ο Underwood είναι εξίσου επινοητικός και ευέλικτος παίζοντας σαξόφωνο και κλαρινέτο διανθισμένα με ονειρικά πλήκτρα που καταλήγουν σε ένα συγκλονιστικό κρεσέντο. Η κιθάρα του Zappa ακολουθεί μια σειρά από εύθυμες βινιέτες που δένουν άψογα με το όλο ορχηστρικό πλαίσιο και μερικοί «κιθαρολόγοι» έχουν κατά καιρούς υποστηρίξει ότι πρόκειται για ένα από τα πιο ολοκληρωμένα κιθαριστικά σόλο που ηχογραφήθηκαν ποτέ. Το κομμάτι ολοκληρώνεται στα εννέα λεπτά με ένα επιβλητικό, σχεδόν επικό φινάλε, ένας φόρος τιμής στον Μπετόβεν – αν και εύκολα θα μπορούσε να επενδύει μουσικά το φινάλε μιας ταινιούλας κινουμένων σχεδίων του Ντίσνεϊ.
To «Little Umbrellas» που ανοίγει τη δεύτερη πλευρά του αρχικού βινυλίου είναι και το συντομότερο στο άλμπουμ (κάτι παραπάνω από τρία λεπτά). Ένα σχεδόν κινηματογραφικό θεματάκι, λιγάκι «πονηρούτσικο», που κυκλοφόρησε σαν b-side του «Peaches En Regalia» το 1970. Ο βασικός πρωταγωνιστής εδώ είναι ο Underwood που παίζει όλα τα πλήκτρα, τα κλαρινέτα και τα σαξόφωνα, με τον Zappa στην κιθάρα, τα κρουστά και το οχτάχορδο μπάσο, τον John Guerin στα τύμπανα, τον Max Bennett στο κοντραμπάσο και (ίσως) τον Lowell George στη ρυθμική κιθάρα. Είναι ένα σχεδόν πένθιμο κομμάτι που κλείνει το μάτι στο «Πένθιμο Εμβατήριο» του Σοπέν, ένα τζαζάκι με όμορφη ενορχήστρωση. Ο Zappa δεν το παρουσίασε ποτέ «ζωντανά», το «έθαψε» αμέσως αφού το συμπεριέλαβε στο Hot Rats, και θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι και η πιο «αδύναμη» στιγμή του δίσκου. Σήμερα πάντως είναι ένα δημοφιλές «σκετσάκι» για tribute μπάντες και με τον καιρό έχει «ωριμάσει».
Jean Luc Ponty
Το προτελευταίο κομμάτι του άλμπουμ, το σχεδόν 13λεπτο «The Gumbo Variations», είναι στην ουσία ένα ορχηστρικό τζαμάρισμα με βάση την κιθάρα, ένα έπος αυτοσχεδιασμού ανάμεσα στους μουσικούς που ο ιδρώτας τους φαίνεται να στάζει από τα ηχεία. Το «free jazz» σαξόφωνο του Underwood έχει πάρει φωτιά, στριγγλίζει, μοιάζει με σκουριασμένο πριόνι που διαμαρτύρεται, καθώς προσπαθεί να κόψει ό,τι έχει απομείνει από ένα υγρό κούτσουρο, ενώ αμέσως μετά τη σκυτάλη παραλαμβάνει το βιολί του Sugar Cane Harris, ατίθασο και ξεχαρβαλωμένο, μια ακουστική έφοδος σε ό,τι πιο avant-garde είχε ακουστεί μέχρι εκείνη την εποχή. Ο μπασίστας Max Bennett και ο ντράμερ Paul Humphrey ακολουθούν κατά πόδας και μεγαλουργούν δημιουργώντας το απαιτούμενο ηχητικό φράγμα για το στήσιμο της όλης επιχείρησης, ενώ γύρω στο ένατο λεπτό ο Zappa επεμβαίνει με ένα σύντομο μονόλεπτο καταιγιστικό σόλο για να εξυψώσει το κομμάτι σε όλη τη funky δόξα του, έχοντας αφήσει στην ουσία τους μουσικούς να ξεσαλώσουν με την ησυχία τους.
Και για το τέλος, το «It Must Be A Camel». Το πεντάλεπτο θαυμάσιο και απόκοσμο φινάλε έπειτα από σχεδόν 35 καταιγιστικά λεπτά. Ένα κομμάτι jazz «δωματίου» με μελωδικά «σκιρτήματα», μια πολύπλοκη και άψογη ενορχήστρωση, μια θαυμάσια συνεργασία ανάμεσα στον Underwood, τον Jean Luc Ponty, τον John Guerin, τον Max Bennett και τον FZ. Μια όαση νηνεμίας μετά το παρατεταμένο και εξαντλητικό «Gumbo», ένα χαλαρωτικό και ταυτόχρονα ιδιαίτερα πειραματικό συνονθύλευμα από σαξόφωνα, φλάουτα, ξυλόφωνα, πλήκτρα, ρολαρίσματα των ντραμς, αλλόκοτες μπασογραμμές, με τον χαρακτηριστικό ήχο της κιθάρας να ανακατεύει τον κιμά. Α… Κάπου ακούγεται και ο ήχος μιας σκληρής πλαστικής χτένας που σούρνεται και ακούγεται σαν νευρικό καμπανάκι… Ο Zappa συνθέτει ένα κομμάτι που θα έλεγε κανείς ότι δεν είχε χωρέσει στο Uncle Meat (το άλμπουμ των Mothers που κυκλοφόρησε την άνοιξη του 1969, λίγο πριν αρχίσει τις ηχογραφήσεις για το Hot Rats) – θαρρείς και ο Edgar Varese δημιουργεί ένα διεστραμμένο jazz κομμάτι χωρίς να το πολυσκεφτεί, μόνο και μόνο για να κάνει το κέφι του. Στη διάρκεια της ζωής του ο Zappa δεν παρουσίασε ποτέ το τραγούδι σε συναυλία.
Don "Sugar Cane" Harris
Το Hot Rats κυκλοφόρησε στις 10 Οκτωβρίου 1969 από την Bizarre, την εταιρεία που είχε ιδρύσει τον προηγούμενο χρόνο ο Zappa με τον συνέταιρο και μάνατζέρ του Herb Cohen επειδή ήθελε να έχει τον απόλυτο έλεγχο πάνω στη δουλειά του. Η εμπορική επιτυχία την εποχή της κυκλοφορίας του ήταν απογοητευτική καθώς σκάλωσε στο Νο 173 του Billboard, τη στιγμή που το Uncle Meat των Mothers που είχε προηγηθεί είχε φτάσει ως το Νο 43. Η όλη παραγωγή, η ενορχήστρωση κλπ. ήταν, ασφαλώς, του Zappa. Το 1973 η Reprise επανακυκλοφόρησε το άλμπουμ αλλά η έκδοση αυτή καταργήθηκε το 1981, όταν έληξε το συμβόλαιο του Zappa με την Warner Bros.
Το χαρακτηριστικό και ιστορικό πλέον διπλό εξώφυλλο ήταν σχεδιασμένο από τον Cal Schenkel, έναν κομίστα και γραφίστα, ο οποίος είχε ήδη συνεργαστεί (και θα συνέχιζε να συνεργάζεται) για εξώφυλλα δίσκων τόσο του Zappa όσο και των Mothers. Η υπέρυθρη φωτογραφία στο εξώφυλλο και στο οπισθόφυλλο (όπως και στο εσωτερικό του gatefold - ένα κολάζ από φωτογραφίες, πολλές από τις οποίες είχαν τραβηχτεί στη διάρκεια της ηχογράφησης) ήταν της Andee Nathanson και η γυναίκα που διακρίνεται να αναδύεται σαν ζόμπι μέσα από τον τάφο/πισίνα ήταν η Christine Frka (γνωστή ως Miss Christine). Η Frka ήταν μέλος των διαβόητων GTOs (Girls Together Outrageously), ενός γυναικείου συγκροτήματος από το Σάνσετ Στριπ του Λος Άντζελες με επικεφαλής τη θρυλική groupie Miss Pamela (Pamela Ann Miller/Pamela Des Barres). Η Miss Christine αρχικά είχε προσληφθεί από τον Zappa σαν νταντά των παιδιών του. Πέθανε τον Νοέμβριο του 1972 από υπερβολική δόση βαρβιτουρικών.
Στις αρχές του 1970 ο Zappa έκανε μια σύντομη περιοδεία για να παρουσιάσει ζωντανά το άλμπουμ μαζί με τους Underwood, Bennett, Sugar Cane Harris και τον ντράμερ Aynsley Dunbar. Η «περιοδεία» ουσιαστικά ήταν δυο εμφανίσεις, μια στο Σαν Ντιέγκο (3/3/70) και άλλη μια στο Λος Άντζελες (7/3/70). Δυο κομμάτια από την τελευταία ημερομηνία περιλαμβάνονται στο 4πλό CD bootleg με τίτλο Apocrypha της ιταλικής Great Dane Records (1994).
Το 1987 ο Zappa ρεμιξάρισε το άλμπουμ για να επανεκδοθεί σε CD. Στο «Willie The Pimp» η εισαγωγή και το σόλο της κιθάρας έχουν «πειραχτεί», ενώ το πιάνο και το φλάουτο που στην αρχική μίξη του «Little Umbrellas» ήταν θαμμένα, στη νέα έκδοση ξεχωρίζουν.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΣΤΟ MERLIN'S MUSIC BOX: Λόγια ανθρώπων επιφανών: Frank Zappa