The Ruts: Τα τρία ακόρντα που έβαλαν φωτιά στην Βαβυλώνα...

Γράφει ο Μιχάλης Πούγουνας

(το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο έντυπο φανζίν Planet of Songs)

Όταν ήμουν μικρός είχα μια συγκεκριμένη κοσμοπολίτικη εικόνα για την Αγγλία της δεκαετίας του ‘60, μέσα από τηλεοπτικές σειρές του τύπου «Αντίζηλοι» και «Εκδικητές», με όλους εκείνους τους λόρδους και τα καπέλα bowler στις ταινίες που διαδραματίζονταν στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.
Στην ελληνική αργκό, η λέξη «μέγκλα» υπονοούσε την εγγύηση για την υψηλή ποιότητα ενός προϊόντος και προερχόταν από τις λέξεις “Made in England” (εκ του MEngla).
- Καλό το σουβλάκι?
- Μέγκλα...

Στην Ελλάδα δεν χρησιμοποιούσαμε βέβαια τον όρο “Swinging London”, αλλά μέσα από τις ελληνικές ταινίες εκείνης της δεκαετίας καταλαβαίναμε πολύ καλά ότι είχε να κάνει με τη μόδα και την μουσική του Λονδίνου, με τους «γιεγιέδες», με τους Beatles, αλλά για να λέμε την αλήθεια μερικές φορές μπερδεύαμε κάποιους Αμερικάνους με τους Άγγλους επειδή σαν λαός δεν ήμασταν και υποχρεωμένοι να ξεχωρίζουμε την προφορά...
Κάποια παιδιά οικογενειών με οικονομική ευχέρεια έφευγαν στην Αγγλία για σπουδές, ενώ αν είχες κάποιο σοβαρό πρόβλημα υγείας και τα χρήματα για να καλύψεις τα έξοδα, πήγαινες εκεί για να σε περιθάλψουν.
Μάλιστα, πάνω στον τομέα της υγείας στήθηκαν ολόκληρες επιχειρήσεις από Έλληνες και Κυπρίους, κυρίως στο Δυτικό Λονδίνο, όπου ακόμα και σήμερα αν δεν γνωρίζεις την γλώσσα, οι ίδιοι  άνθρωποι που σου νοικιάζουν ένα διαμέρισμα στο μικρό τους ξενοδοχείο, γίνονται οι οδηγοί που σε πηγαινοφέρνουν στον γιατρό, αλλά και οι διερμηνείς σου για όσα σου λέει ο γιατρός – φυσικά, έναντι κάποιας αμοιβής...
Πολύ έξυπνο και εξυπηρετικό, είναι η αλήθεια. 

Ποια ήταν λοιπόν η εικόνα που είχαμε για μια χώρα που στις αρχές του εικοστού αιώνα κατείχε τα 2/5 του πλανήτη και είχε βγει νικήτρια από δύο παγκόσμιους πολέμους (το τι έκανε στην Ελλάδα και την Κύπρο είναι άλλη κουβέντα...) Η εικόνα, λοιπόν, ήταν πως στο νησί υπήρχαν λεφτά με το τσουβάλι, ο κόσμος διασκέδαζε, χόρευε, οδηγούσε κουρσάρες, είχε το καλύτερο εκπαιδευτικό σύστημα και ένα από τα καλύτερα συστήματα νοσοκομειακής περίθαλψης στον κόσμο...

Εικόνα από το βομβαρδισμένο Λονδίνο, 1940

Στην αυτοβιογραφία του με τίτλο Anger Is An Energy: My Life Uncensored , o John Lydon περιγράφει το Βόρειο Λονδίνο της δεκαετίας του ’60. Η ιρλανδικής καταγωγής πενταμελής οικογένειά του ζούσε σε ένα σπίτι που μοιραζόταν κοινή αυλή και τουαλέτα μαζί με κάμποσα άλλα (όπως κάποτε κι εμείς στην Ελλάδα). Τα παιδιά έπαιζαν μέσα σε κρατήρες από βόμβες που είχαν πέσει κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και σε κτήρια που ήταν ετοιμόρροπα από τους βομβαρδισμούς του 1940, καθώς το κράτος δεν είχε ή δεν ήθελε να διαθέσει χρήματα για να τα κατεδαφίσει. Συμμορίες παιδιών σκαρφάλωναν στα διερχόμενα φορτηγά για να λεηλατήσουν το φορτίο τους και αμέσως μετά πηδούσαν από το κινούμενο όχημα πριν αυτό προλάβει να απομακρυνθεί πολύ από την γειτονιά. Οι κοινωνικές διακρίσεις στην Αγγλία ήταν πάντα πολύ έντονες και στην πλειοψηφία τους οι Άγγλοι είναι ένας φτωχός λαός που μπορεί να ζει σε μια πλούσια χώρα αλλά δεν έχει καμία σχέση με λόρδους, λιμουζίνες, Βασιλική Φρουρά κλπ.Το 1938, δέκα χιλιάδες άντρες και γυναίκες από τη βρετανική αποικία της Τζαμάϊκα (Δυτικές Ινδίες, τότε) κατατάχθηκαν εθελοντικά στον αγγλικό στρατό για τις ανάγκες του επικείμενου πολέμου, εξοργισμένοι από την περιγραφή του Χίτλερ στο Mein Kampf ότι «οι μαύροι και οι Εβραίοι είναι υποανάπτυκτα ανθρωποειδή...» Τρία χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, στις 21 Ιουνίου του 1948, το πρώτο κύμα Τζαμαϊκανών έφτασε στην Αγγλία. Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους αυτούς δεν είχαν δουλειά και στέγη κι έτσι η αγγλική κυβέρνηση τους παραχώρησε ένα αντιαεροπορικό καταφύγιο κάτω από το Clapham Common στο Νότιο Λονδίνο μέχρι να βρουν δουλειά, οπότε θα έπρεπε να εγκαταλείψουν το καταφύγιο.

Μετανάστες από την Τζαμάικα φτάνουν στο Λονδίνο στα τέλη της δεκαετίας του '40

Καθώς η χώρα είχε χάσει μισό εκατομμύριο εργάτες στον πόλεμο, η εύρεση εργασίας ήταν σχετικά εύκολη και όποιος έψαχνε για εργάτες συνήθως πήγαινε στο Brixton για να τους βρει.
Το πρώτο μέρος στο οποίο συγκεντρώνονταν για να περάσει κάποιος που έψαχνε εργάτες, ήταν το Brixton. Κάπως έτσι ήρθαν σε πολιτιστική επαφή φτωχοί λευκοί Άγγλοι και φτωχοί μαύροι Τζαμαϊκανοί, που είχαν φέρει από την πατρίδα τους την κουλτούρα, τις παραδόσεις και την μουσική τους.
Στο σημείο αυτό και για να μπαίνουμε σιγα-σιγά στο μουσικό θέμα του κειμένου, να αναφέρω την καταλυτική επιρροή που άσκησε στο punk rock o Don Letts, ο ντι-τζέι του Roxy, ένα κλαμπ που βρισκόταν στην οδό Neal, στο Covent Garden του Λονδίνου. Τον Δεκέμβριο του 1976 οι Andrew Czezowski, Susan Carrington και Barry Jones άρχισαν να οργανώνουν εκεί ζωντανές βραδιές με punk rock συγκροτήματα. Ο Czezowski προσέλαβε τον 20άχρονο, τότε, Letts ως ντι-τζέι για να παίζει δίσκους πριν και μετά τις συναυλίες.

Ο Don Letts

Τα πρώτα ονόματα που εμφανίστηκαν στο Roxy ήταν οι Generation X, οι Heartbreakers, οι Siouxsie & Τhe Banshees, οι Clash και, μιας και δεν είχαν κυκλοφορήσει ακόμα punk rock δίσκοι μέχρι τότε εκτός από τον πρώτο των Damned, ο Don Letts έπαιζε και ξανάπαιζε τους reggae δίσκους των γονιών του, οι οποίοι είχαν φτάσει στην Αγγλία με εκείνο το πρώτο κύμα των Τζαμαϊκανών μεταναστών. Ο Letts άρχισε να κάνει παρέα με τους περισσότερους από τους punk μουσικούς του πρώτου κύματος της αγγλικής σκηνής, συνέβαλε στην ανακάλυψη της reggae από τους Clash, και το 1984 δημιούργησε τους Big Audio Dynamite με τον Mick Jones. Το σημαντικότερο: επειδή βρέθηκε στα χέρια του μια φτηνή κινηματογραφική μηχανή, κατέγραψε σε φιλμ πολύτιμο υλικό, το οποίο κυκλοφόρησε το 2005 στη μορφή ενός ντοκιμαντέρ με τίτλο Punk: Attitude – ένα “must” για όσους αγαπούν το punk rock και το rock and roll γενικότερα.

Στην δεκαετία του ’70, η οικονομική κρίση είχε πλήξει την Αγγλία, όπως άλλωστε και όλο τον πλανήτη. Οι πολιτικοί επινοούσαν τους διάφορες λύσεις, όπως οι «εβδομάδες των τριών ημερών» που η αγγλική κυβέρνηση εφάρμοσε από την 1 Ιανουαρίου έως τις 7 Μαρτίου 1974. Σύμφωνα με αυτό το μέτρο της τότε συντηρητικής κυβέρνησης, οι Άγγλοι μπορούσαν να χρησιμοποιούν το ηλεκτρικό ρεύμα μόνο για τρεις μέρες την εβδομάδα εξαιτίας των απεργιών των ανθρακωρύχων. Ακόμα και οι τηλεοπτικοί σταθμοί, αυτό το μεγάλο και “χρήσιμο” ναρκωτικό, διέκοπταν τις μεταδόσεις τους στις 10.30 το βράδυ συμβάλλοντας μ αυτό τον τρόπο στην εξοικονόμηση ρεύματος.

Την εποχή που ξεσπούσε η καταιγίδα του punk, τα σκουπίδια σχημάτιζαν ολόκληρα βουνά στους αγγλικούς δρόμους εξαιτίας λόγω των απεργιακών κινητοποιήσεων στους τομείς της καθαριότητας, με τους αρουραίους να ξεφαντώνουν, ενώ απεργούσαν ακόμα και οι νεκροθάφτες και δεν έθαβαν κόσμο.

Με την ανεργία να αυξάνεται με γοργούς ρυθμούς και μέσα σε αυτό το κοινωνικό κλίμα, τα δύο νεοναζιστικά κόμματα Εθνικό Μέτωπο και Βρετανικό Κίνημα άρχισαν να κερδίζουν έδαφος σε μια μερίδα της νεολαίας, όπως συμβαίνει συνήθως σε ανάλογες περιπτώσεις. Όλα αυτά πάντως δεν δίνουν και την καλύτερη εικόνα μιας υπερδύναμης, έτσι δεν είναι;

Λίγο-πολύ όλα αυτά είναι γνωστά, αλλά για εμάς που ζούμε μακριά ή ίσως γεννηθήκαμε αργότερα, καθορίζουν το πλαίσιο μέσα από το οποίο ξεφύτρωσε μια ολόκληρη γενιά μουσικών, συγκροτημάτων ή, απλά, νέων παιδιών που φώναζε και πίστευε ότι «δεν είχε μέλλον», μόνο που όπως τελικά διαπιστώθηκε είχε και παραείχε: ήταν το πρώτο κύμα του βρετανικού punk και καλά θα κάνετε να αναζητήσετε ένα καταπληκτικό τρίωρο ντοκιμαντέρ του BBC με τίτλο Punk Britannia.

O λόγος που έκανα όλη αυτή την εισαγωγή, ήταν επειδή τούτον εδώ τον Φεβρουάριο του 2019, οι Ruts DC οργάνωσαν περιοδεία 15 εμφανίσεων για τα 40 χρόνια από την κυκλοφορία του The Crack, του πρώτου άλμπουμ τους. Ως special guests εμφανίστηκαν οι Professionals του Paul Cook των Sex Pistols.
Στην αρχή, όταν το έμαθα, τρόμαξα λίγο, είναι η αλήθεια. Είπα «40 χρόνια; από τότε που κυκλοφόρησε; Οι Ruts είναι ένα συγκρότημα με το οποίο είμαι στενά συνδεδεμένος μιας και το πρώτο 7” σιγκλάκι που αγόρασα στην ζωή μου ήταν το δικό τους, κάπου το 1979.
Το “In A Rut” με flip side το “H-Eyes” ήταν ένα δισκάκι με απλό άσπρο «βρακάκι» που σου επέτρεπε να δεις το κόκκινο αστέρι της ετικέτας – σήμα κατατεθέν της reggae εταιρίας People Unite που είχε φτιάξει η τζαμαϊκάνικη μουσική κολεκτίβα Misty In Roots. Είχα πορωθεί με τα δύο αυτά τραγούδια και τα έπαιζα συνέχεια σε ενα πικαπ Phillips του 1958 που είχαν οι δικοί μου από τότε που οι νέοι έπαιρναν τα πικαπ όπου πήγαιναν για να στήσουν πρόχειρα πάρτι. Το καπάκι είχε το ηχείο και κούμπωνε πάνω από το πλατώ του πικάπ, μετατρέποντάς το σε βαλιτσάκι με χειρολαβή που το έπαιρνες μαζί σου.

Τhe Ruts

Ο Paul Fox ήταν ένας καταπληκτικός κιθαρίστας, πανέξυπνος και εφευρετικός. Πιστεύω μάλιστα πως ακόμα και οι καλύτεροι κιθαρίστες του κόσμου θα κουνούσαν το κεφάλι τους σήμερα ακουγοντάς τον να παίζει και θα μονολογούσαν, «βρε τον άτιμο, που το σκέφτηκε αυτό;» Έχω έναν φίλο, τον Shaun, που μου έχει μιλήσει για τις ατέλειωτες ώρες που περνούσε στην pub μιλώντας με τον Fox και τον ζηλεύω.
Οι Ruts δημιουργήθηκαν στα τελη του 1977 απο τις στάχτες πολλών άλλων συγκροτημάτων του Δυτικού Λονδίνου. Ο Paul Fox ήταν φίλος με τον τραγουδιστή Malcolm Owen από την περιοχή Hayes/Southall και σύντομα στην παρέα προστέθηκε ο ντράμερ Dave Ruffy και ο μπασίστας Vince Sags. Έπιασαν ένα δωμάτιο σε μια κατάληψη στο New Cross Road και άρχισαν να προβάρουν τρίλεπτα τραγούδια. Η φιλία της μπάντας με την reggae κολεκτίβα των Misty Roots (επίσης από την περιοχή του Southall) επηρέασε τους Ruts που άρχισαν να γράφουν κάποια reggae τραγούδια ή να προσθέτουν reggae στοιχεία στα τραγούδια τους.
Χάρη σε αυτή τη σχέση, και βλέποντας τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι νεαροί Τζαμαϊκανοί, οι Ruts αποφάσισαν να παίζουν σε συναυλίες της αντιφασιστικής οργάνωσης Rock Against Racism που οργάνωνε συναυλίες ως αντίδραση στις ρατσιστικές επιθέσεις μελών του νεοναζιστικού Εθνικού Μετώπου. Οι Ruts μάλιστα είχαν τζαμάρει στο βαν που τους πήγαινε στο Victoria Park στις 30 Απριλίου του 1978, για να παίξουν στο φέστιβαλ Rock Against Racism που όλοι γνωρίζουμε από τις γνωστές σκηνές με τους Clash.

Ο Malcolm Owen και ξάπλα ο Vince Sags

To ντεμπούτο σινγκλ των Ruts,“In A Rut”, κυκλοφόρησε με την ετικέτα της εταιρίας των Misty Roots τον Γενάρη του 1979 και τράβηξε την προσοχή του John Peel που άρχισε να το παίζει επανειλημμένα στην εκπομπή του προκαλώντας το ενδιαφέρον της δισκογραφικής Virgin. Οι Ruts υπέγραψαν με την εταιρία και τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς το “Babylon’s Burning”, το δεύτερο σινγκλ τους, βρέθηκε στην έβδομη θέση των Αγγλικών τσαρτ. Τρεις μήνες αργότερα, κυκλοφόρησε και πρώτο τους άλμπουμ με τίτλο The Crack. Και τότε, τα πράγματα άρχισαν να στραβώνουν…
Έπειτα από μια περιοδεία 40 ημερών με τους Damned, οι Ruts κυκλοφόρησαν το σινγκλ “Staring Αt Τhe Rude Boys” και τότε άρχισε να κορυφώνεται το πρόβλημα εθισμού του Owen στην ηρωίνη που πραγματεύεται στους στίχους του τραγουδιού “Love in Vein”. Κατάντησε μάλιστα τόσο αναξιόπιστος που το συγκρότημα, του ζήτησε να πάει για αποτοξίνωση πράγμα που όντως έκανε. Όταν επέστρεψε τα μέλη της μπάντας συζήτησαν την κατάσταση και του είπαν ότι θα περίμεναν μέχρι να «καθαρίσει» για τα καλά, μετά την ηχογράφηση του “West One”, του τελευταίου, όπως αποδείχθηκε, σινγκλ, των Ruts. Ο Owen έφυγε και δεν ξαναγύρισε ποτέ. Τον Ιούλιο του 1980 βρέθηκε νεκρός από υπερβολική δόση ηρωίνης στην μπανιέρα του σπιτιού των γονιών του.

Το συγκρότημα άλλαξε το όνομά του σε Ruts DC αλλά αν συνεχίσω να γράφω, νομίζω ότι θα ξεφύγω απότον αρχικό μου σκοπό, ο οποίος ήταν η περιοδεία των Ruts/Ruts DC για τα 40 χρόνια από την κυκλοφορία του πρώτου τους άλμπουμ The Crack.

Ο Paul Fox

Ο Paul Fox διαγνώστηκε σε τελικό στάδιο καρκίνου και στις 16 Ιουλίου του 2007 οργανώθηκε στο Λονδίνο μια καταπληκτική συναυλία με σκοπό να συγκεντρωθούν χρήματα για την οικογένεια του. Headliners ήταν οι Ruts, με τον Henry Rollins στη θέση του Malcolm Owen και με τον Fox να παίζει για τελευταία φορά στην ζωή του κιθάρα, αφού μερικούς μήνες αργότερα νικήθηκε από τον καρκίνο.
Είχα την τύχη να παρακολουθήσω αυτό το καταπληκτικό φεστιβάλ από ένα διπλό DVD που έφτασε στα χέρια μου μέσω του Dave Ruffy, του ντράμερ τους, ο οποίος είχε επισκεφθεί την χώρα μας με την μπάντα του Marc Almond για να παίξουν στο Gagarin. Το φεστιβάλ για τον Fox παρουσίαζε ο John Robb, ο μπασίστας και τραγουδιστής των Membranes, αλλά και ιθύνων νους του Louder Than War, ο οποίος στο δεύτερο DVD παίρνει συνέντευξη από τον Fox.
Οι Damned που βρίσκονταν σε περιοδεία εκείνη τη μέρα έκαναν μια παράκαμψη για να συμμετάσχουν μαζί με τους UK Subs, τον TV Smith, τον Tom Robinson, τους Steel Pulse, τους Misty Roots, τον John Otway και άλλους.
Αν τα αγγλικά σας είναι καλά, σας υπόσχομαι πως θα περάσετε πολύ καλά με ένα 40άλεπτο stand up του Henry Rollins, όπου αφηγείται με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο πώς οι Ruts επικοινώνησαν μαζί του, πως ένιωσε όταν πρωτοσυναντήθηκαν, και διάφορες άλλες όμορφες λεπτομέρειες.


image

Μιχάλης Πούγουνας

Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
 
 
 
image

Μιχάλης Πούγουνας

Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
 
 
 
image

Μιχάλης Πούγουνας

Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
 
 
 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1