Φλοράλ...

Γράφει ο Αχιλλέας ΙΙΙ

Φωτό: George Fiorakis (inExarchia)


«Ραντεβού έξω από το Φλοράλ», του είχε πει εκείνη. Όχι έξω από το παλιό Φλοράλ, αλλά απλώς έξω από το Φλοράλ, το γωνιακό μπαρ-καφέ-βιβλιοπωλείο στο ισόγειο της Μπλε πολυκατοικίας, το οποίο τρία χρόνια μετά το κλείσιμο του είχε παραμείνει σφραγισμένο και, αντί για κόσμο, μάζευε πλέον μόνο σκόνη, ασυνάρτητα συνθήματα με σπρέι, και αφίσες κάθε είδους στις τζαμαρίες του. Περιμένοντας τη φίλη του να φανεί κόλλησε το πρόσωπό του στη τζαμαρία και, φτιάχνοντας δυο παρωπίδες με τις παλάμες του για να βλέπει καλύτερα στο σκοτάδι, κοίταξε μέσα στο κλειστό μαγαζί.

Η εικόνα που αντίκρισε τον αναστάτωσε ελαφρώς, αλλά συνέχισε να κοιτάζει. Το παλιό μπαρ ήταν ξηλωμένο αποκαλύπτοντας κομμένα σίδερα, γυμνά καλώδια και αιωρούμενες απολήξεις σωλήνων που θύμιζαν προεξέχουσες αρτηρίες. Ούτε ίχνος από τις καρέκλες, τα τραπεζάκια και εκείνα τα ψηλά σκαμπό που ποτέ δεν τον βόλευαν. Μόνο σκουπίδια, κάποια τσαλακωμένα χαρτιά και μερικά κομματάκια υλικού απροσδιόριστης προέλευσης που είχαν μείνει παρατημένα στη μέση του κενού χώρου πάνω στο ξύλινο πάτωμα, το οποίο από σκούρο καφέ ήταν πια γκρίζο από τη σκόνη. Η σκόνη! Η σκόνη είχε οικειοποιηθεί τα πάντα και ήταν εκείνη που έκανε πιο αισθητή από οτιδήποτε άλλο την παρουσίας της εκεί μέσα. Η σκόνη που, έτσι όταν συναντάται σε παχύ στρώμα, μοιάζει να αποτελεί το ίζημα του χρόνου, το αποτέλεσμα της τριβής των δευτερολέπτων και των διαδοχικών συμβάντων που αιωρείται για λίγο στο παρόν, για να σχηματίζει κάποια στιγμή μια λεπτή στιβάδα από παρελθόν το οποίο στη συνέχεια κατακάθεται και σκεπάζει διακριτικά την πραγματικότητα. Ένα κατακάθι που δεν είναι τόσο ευδιάκριτο σε ανοιχτούς χώρους, σε χώρους όπου υπάρχει ζωή και κίνηση, αέρας και βροχή, αλλά το οποίο όταν απλώνεται σε χώρους προστατευμένους από τις εξωτερικές συνθήκες, σε χώρους απροσπέλαστους και νεκρούς, καλύπτει κάθε επιφάνεια. στερεοποιείται σταδιακά και δεν επιτρέπει σε τίποτα απ’ ό,τι καλύπτει να αναπνεύσει κάτω από το βάρος του. Εκείνο που αντίκριζε μέσα στο κλειστό μαγαζί ήταν η ασήκωτη σκόνη του χρόνου.

 

Σε εκείνο το σημείο, αν δεν είχε σταματήσει –σχεδόν μια δεκαετία πριν– να καπνίζει, θα έβαζε το χέρι του στην εσωτερική τσέπη του πανωφοριού του και θα ανέσυρε το σακούλι με τον καπνό του, τον σύντροφο όλων εκείνων των στιγμών του παρελθόντος κατά τις οποίες ένιωθε έντονη την ανάγκη να αποστασιοποιηθεί από την πραγματικότητα και να μείνει απολύτως μόνος με τις σκέψεις του. Κάιρο είχε να του έρθει στο μυαλό το κάπνισμα, αλλά μπορεί να έφταιγε που εκείνη τη στιγμή θα ήθελε να σταματήσουν τα πάντα γύρω του, και το κάπνισμα ανέκαθεν λειτουργούσε για τον ίδιο ως σφήνα στη ροή των εξελίξεων, και του προσέφερε περισσότερη ευχαρίστηση με αυτόν τον τρόπο, παρά με τη γεύση του καπνού στο στόμα του, με τη νικοτίνη του ή με την πλήρωση των πνευμόνων του με ένα γκρίζο σύννεφο που, κανονικά, δεν είχε καμιά δουλειά εκεί. Αυτό του έλειπε και τώρα: η δυνατότητα να κάθεται σε ένα σημείο και να μην κάνει τίποτα χρήσιμο ή προφανές• να είναι ταυτόχρονα παρών και απών, όσο το λεπτό κυλινδρικό αντικείμενο θα καίγεται αθόρυβα και άσκοπα στην άκρη του χεριού του ή θα πυρακτώνεται κοντά στα χείλη του και θα τον ζεσταίνει.

Ξανακόλλησε το πρόσωπο του στο τζάμι, αχόρταγα, με μαζοχιστική σχεδόν λαχτάρα, καθώς ήταν προφανές ότι το θέαμα τον ενοχλούσε. Ενώ το βλέμμα του αναζητούσε οικεία στοιχεία, διατρέχοντας τις βρόμικες επιφάνειες, τους τοίχους, τις διάφορες γωνίες, τις κοιλότητες και τις σκάλες που κατηφόριζαν στο ακόμη πιο πυκνό σκοτάδι, στο μυαλό του σαν να έτρεχαν σε γρήγορη ταχύτητα οι συζητήσεις που είχε κάνει με κάποιον φίλο εντός των ορίων του Φλοράλ πίνοντας ποτά, οι σελίδες των βιβλίων που είχε διαβάσει με τη συνοδεία καφέ και οι σημειώσεις που είχε πρόχειρα κρατήσει σε κάποιο μπλoκάκι με μαύρο εξώφυλλο από εκείνα που πάντοτε κουβαλούσε μαζί του και τον βοηθούσαν όχι μόνο να θυμάται κάποια καλή ιδέα, αλλά και να περνάει την ώρα του όσο περίμενε κάποιον που είχε αργήσει στο ραντεβού τους. Πρόχειρα μονταρισμένα πλάνα και ακατάληπτα αποσπάσματα από κουβέντες και σκηνές του παρελθόντος οι οποίες είχαν τυλιχτεί πρόχειρα σε ένα γεμάτο κόμπους κουβάρι που είχε κρυφτεί κάτω από το κρεβάτι του και, χρόνια τώρα, μάζευε σκόνη και χνούδια• ένα κουβάρι που βούλιαζε αθέατο στη θάλασσα του υποσυνείδητού του, αλλά μερικές φορές ανέβαινε στην επιφάνεια, άφηνε κάποια πλευρά του να φανεί για λίγες στιγμές και μετά ξαναβυθιζόταν στη λήθη, μερικά εκατοστά κάτω από το στρώμα και το μαξιλάρι του.
Ξαφνικά, χαμηλά στο βάθος, εκεί όπου βρίσκονταν οι τουαλέτες με τον τετράγωνο νιπτήρα, που άλλοτε του θύμιζε βρύσες παιδικού σταθμού και άλλοτε ποτίστρα για ζώα, είδε να βγαίνει φως. Ανοιγόκλεισε και μετά γούρλωσε τα μάτια του για να βεβαιωθεί ότι αυτό που του είχε τραβήξει την προσοχή δεν ήταν παραίσθηση. Ξανακοίταξε. Πράγματι, ήταν φως που έβγαινε από την ανοιχτή πόρτα της τουαλέτας• ένα φως κιτρινωπό και θολό που τρεμόπαιξε για μια στιγμή, καθώς κάποιος βγήκε από μέσα και, προχωρώντας με σταθερό βήμα, πέρασε δίπλα από την εσοχή με τις άδειες προθήκες –εκεί όπου κάποτε στεγαζόταν το μικρό βιβλιοπωλείο του μαγαζιού– και, συνεχίζοντας, άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες. Όταν έφτασε στο ύψος του εξαφανισμένου μπαρ, σταμάτησε και έβγαλε κάτι από την εσωτερική τσέπη του παλτού του. Αμέσως μετά, με τους αγκώνες λυγισμένους και το κεφάλι σκυμμένο μπροστά έκανε κάποιες λεπτές κινήσεις που έμοιαζαν ανεξήγητες ώσπου ίσιωσε το κορμί του, έβαλε στο στόμα το τσιγάρο που είχε μόλις στρίψει και άναψε έναν αναπτήρα κοντά στο πρόσωπό του.


Στα δυο δευτερόλεπτα που έμεινε αναμμένη η φλόγα, με το πρόσωπο κολλημένο πάντα στην εξωτερική πλευρά της τζαμαρίας, συνειδητοποίησε ότι ο άνδρας απέναντι, ο οποίος τώρα φυσούσε τον καπνό από το στόμα του, του έμοιαζε τόσο πολύ που δεν θα μπορούσε παρά να είναι εκείνος ο ίδιος. Κάνοντας ένα βήμα πίσω είδε την αντανάκλαση του διάφανη σχεδόν πάνω στη βρόμικη τζαμαρία. Τα μάτια του ήταν τεράστια από την έκπληξη και το στόμα του μισάνοιχτο σε μια έκφραση που δεν τον κολάκευε καθόλου. Ένας νεαρός με ένα κουτάκι μπίρας στο χέρι πέρασε από δίπλα του και του έριξε ένα βλέμμα γεμάτο προβαρισμένη μαγκιά. Εκείνος δεν του έδωσε σημασία, και πλησίασε ξανά στο τζάμι ψάχνοντας να βρει τον άνδρα στο μισοσκόταδο. Τον είδε να κάθεται σε ένα σκονισμένο σκαλί από τις κερκίδες που βρίσκονταν στα αριστερά και να καπνίζει το τσιγάρο του με τα μάτια καρφωμένα απέναντι, στην ταπετσαρία με τα γκρίζα ανοιχτά τριαντάφυλλα ψηλά στον τοίχο, πάνω από εκεί που κάποτε υπήρχε η μπάρα. Ο καπνός που έβγαινε νωχελικά από το στόμα του μυστηριώδη σωσία διαλυόταν αργά στον αέρα γύρω του, ενώ τα τριαντάφυλλα στον τοίχο, χωρίς καμία προειδοποίηση, ξεκίνησαν να ξεκολλούν και, αφού ελευθερώθηκαν εντελώς, αιωρήθηκαν τεμπέλικα και κατευθύνθηκαν προς το μέρος του. Όταν έφτασαν πάνω από το κεφάλι του σταμάτησαν να κινούνται και έμειναν εκεί να επιπλέουν σαν χάρτινα σύννεφα για μερικά δευτερόλεπτα• έπειτα άρχισαν να αποσυντίθενται και να μετατρέπονται σε γκρίζο κομφετί που, αντί να πέσει στο πάτωμα, έμεινε ψηλά να χορεύει μέσα στον καπνό, όπως το ψεύτικο χιόνι στις κρυστάλλινες διακοσμητικές μπάλες.
Ολόκληρο το Φλοράλ είχε μετατραπεί σε μια κρυστάλλινη μπάλα, με εκείνον να βρίσκεται τόσο έξω από αυτήν όσο και μέσα της. Κοιτάζοντας τον εγκλωβισμένο εαυτό του αισθάνθηκε μια ζαλάδα, ενώ στο στόμα του απλώθηκε πικρή γεύση καπνού. Τα πάντα γύρω του άρχισαν να στροβιλίζονται• το εγκαταλειμμένο εσωτερικό του κλειστού καφέ-μπαρ, τα γέλια μιας παρέας νεαρών που άραζαν στα σκαλιά της διπλανής εισόδου, τα εναλλασσόμενα στιγμιότυπα από τις φρεσκοαναβιωμένες του αναμνήσεις, οι ευθυτενείς φανοστάτες της πλατείας οι οποίοι έριχναν κοροϊδευτικά το κίτρινο φως τους πάνω του, οι περαστικοί που δεν του έδιναν ιδιαίτερη σημασία καθώς παραπατούσε, οι τρεις υπερυψωμένοι γυμνοί νεαροί έρωτες στο κέντρο της πλατείας Εξαρχείων, η άσχημη μυρωδιά που ερχόταν και έφευγε από κάποιους ανοιχτούς κάδους στην οδό Αραχώβης, απέναντι από το ΒΟΞ. Έκλεισε τα μάτια για μερικά δευτερόλεπτα και κατάφερε να ξαναβρεί την ισορροπία του. Όταν τα ξανάνοιξε είδε έναν νεαρό να στέκεται μπροστά του και να ανοιγοκλείνει το στόμα του, λέγοντας κάτι που εκείνος δεν μπορούσε να ακούσει. Ο ήχος έφτασε τελικά καθυστερημένα, τη στιγμή που ο νεαρός τον ρώτησε (για δεύτερη ή τρίτη φορά, ποιος ξέρει...)
«Φίλε έχεις φωτιά;»
«Όχι, δεν καπνίζω.»
«Με δουλεύεις; Αυτό στο χέρι σου τσιγάρο δεν είναι;»
Κοίταξε. Ήταν.
Στο χέρι του αναμμένο τσιγάρο. Στην τσέπη του ένα πακέτο γεμάτο με καπνό. Στα παπούτσια του σκόνη. Πλησίασε ξανά στη τζαμαρία, ίσα ίσα για να προλάβει να δει μια σκιά στο βάθος να περνάει την είσοδο της τουαλέτας και να εξαφανίζεται. Αμέσως μετά το φως που έβγαινε μέχρι τότε από εκεί έσβησε. Όλα ήταν και πάλι ήσυχα εκεί μέσα. Όλα ήταν γκρίζα, ακίνητα και νεκρά. Τα τριαντάφυλλα φαινόντουσαν καλά στερεωμένα στον τοίχο.

Κάθισε σε ένα παγκάκι και κάπνισε το υπόλοιπο τσιγάρο. Δεν ήταν σίγουρος ποια ήταν εκείνη που περίμενε, αλλά είχε αργήσει υπερβολικά. «Ραντεβού έξω από το Φλοράλ», του είχε πει. Έξω...

 Διαβάστε σχετικά στο Merlin's: {Επιστροφή στην} Πλατεία Εξαρχείων... (του Αχιλλέα ΙΙΙ)


image

Αχιλλέας ΙΙΙ

Ο Αχιλλέας ΙΙΙ (κατά κόσµον Αχιλλέας ΙΙΙ) γεννήθηκε στην Καβάλα, στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα το 1979, το 1998 και το 2002, αντίστοιχα. Απολαµβάνει να ανοίγει τρύπες στην πραγµατικότητα, να αφαιρεί το γκρίζο υλικό της και να συµπληρώνει τα κενά µε παραδοξολογίες, προκαλώντας τον εκνευρισµό εκείνων που λατρεύουν το µονότονο γκρίζο, επειδή χάρη σε αυτό τονίζονται τα άδεια τους µάτια. Επίσης, αποφεύγει τα λιβάνια, τα δερµάτινα ντιβάνια και τα θερµαινόµενα καζάνια, χορεύει εξαιρετικά σπάνια σε γάµους, βιβλιοπαρουσιάσεις και λοιπές εκδηλώσεις –µε τη δικαιολογία ότι τον πονάει πότε το ένα του πόδι και πότε το άλλο–, ενώ τα τελευταία δώδεκα χρόνια είναι µέλος του container rock συγκροτήµατος Bog art.
 
 
 
image

Αχιλλέας ΙΙΙ

Ο Αχιλλέας ΙΙΙ (κατά κόσµον Αχιλλέας ΙΙΙ) γεννήθηκε στην Καβάλα, στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα το 1979, το 1998 και το 2002, αντίστοιχα. Απολαµβάνει να ανοίγει τρύπες στην πραγµατικότητα, να αφαιρεί το γκρίζο υλικό της και να συµπληρώνει τα κενά µε παραδοξολογίες, προκαλώντας τον εκνευρισµό εκείνων που λατρεύουν το µονότονο γκρίζο, επειδή χάρη σε αυτό τονίζονται τα άδεια τους µάτια. Επίσης, αποφεύγει τα λιβάνια, τα δερµάτινα ντιβάνια και τα θερµαινόµενα καζάνια, χορεύει εξαιρετικά σπάνια σε γάµους, βιβλιοπαρουσιάσεις και λοιπές εκδηλώσεις –µε τη δικαιολογία ότι τον πονάει πότε το ένα του πόδι και πότε το άλλο–, ενώ τα τελευταία δώδεκα χρόνια είναι µέλος του container rock συγκροτήµατος Bog art.
 
 
 
image

Αχιλλέας ΙΙΙ

Ο Αχιλλέας ΙΙΙ (κατά κόσµον Αχιλλέας ΙΙΙ) γεννήθηκε στην Καβάλα, στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα το 1979, το 1998 και το 2002, αντίστοιχα. Απολαµβάνει να ανοίγει τρύπες στην πραγµατικότητα, να αφαιρεί το γκρίζο υλικό της και να συµπληρώνει τα κενά µε παραδοξολογίες, προκαλώντας τον εκνευρισµό εκείνων που λατρεύουν το µονότονο γκρίζο, επειδή χάρη σε αυτό τονίζονται τα άδεια τους µάτια. Επίσης, αποφεύγει τα λιβάνια, τα δερµάτινα ντιβάνια και τα θερµαινόµενα καζάνια, χορεύει εξαιρετικά σπάνια σε γάµους, βιβλιοπαρουσιάσεις και λοιπές εκδηλώσεις –µε τη δικαιολογία ότι τον πονάει πότε το ένα του πόδι και πότε το άλλο–, ενώ τα τελευταία δώδεκα χρόνια είναι µέλος του container rock συγκροτήµατος Bog art.
 
 
 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1