Το σφαγείο στην πόλη...

Γράφει ο Γιώργος Τσέκας

Υπάρχει μόνο μια ιστορία που ξέρω να λέω και αυτή είναι η ιστορία της ζωής μου που σαν ένα κακό ανέκδοτο σε σταντ-απ κωμωδία που φέρνει αμηχανία κυρίως σε αυτόν που το λέει πάνω στην σκηνή και λιγότερο σε αυτόν που το ακούει κάτω από αυτή, έτσι και η ιστορία της ζωή μου, μου φέρνει την ίδια αμηχανία όταν διαπιστώνω να γκρεμίζονται τα όνειρα και η ίδια η πραγματικότητα μου, αφού ανεξάρτητα από το διαφορετικό σκηνικό ή τα δευτερεύοντα, όπως πρόσωπα, καταστάσεις ή την ιδιαίτερη φάση που είμαι, ουσιαστικά αφηγούμαι άλλη μια αποτυχία ή μια λάθος απόφαση και ανεξάρτητα πως στριφογυρίζω μάταια γύρω από αυτή, νιώθω την ανάγκη να την πω ξανά και ξανά. Όλοι με φωνάζουν Τζο. Γιατί το «Γιώργος» τους φαίνεται κοινότυπο και το επίθετο πολύ μεγάλο και με πολλά «τζ». Που πας με το Τζωτζωρμπαρτζάκης... Και σεις μπορείτε να με αποκαλείτε έτσι. Είμαι σαράντα χρόνων, χωρισμένος με μια κόρη. Δούλευα μέχρι πριν τέσσερις ώρες στα δημοτικά σφαγεία, στην επαρχιακή πόλη όπου με έσυρε η πρώην γυναίκα μου μιας και κατάγεται από εκεί.

Από την τρίτη-τέταρτη μέρα, αλλά και κάθε μετέπειτα χάραμα που έπιανα δουλειά στα σφαγεία, με το που περνούσα την κεντρική πύλη για κάποιο περίεργο λόγο μου ερχόταν η μυρωδιά της εκκλησίας, αυτή η χαρακτηριστική μίξη κλεισούρας, λουστραρισμενου ξύλου, σκόνης από τη μοκέτα, εσάνς υγρασίας και μούχλας που αναβλύζουν οι τοίχοι, φθηνού απορρυπαντικού από φρεσκοσφουγγαρισμένο δάπεδο, κεριού και λιβανιού, μαζί με διάχυτη παππουδίλα-γιαγιαδίλα. Μην κάνετε ανόητες σκέψεις ότι συσχετίζω το σφαγείο ζώων με ενα υποτιθέμενο σφαγείο ανθρώπινων ψυχών ή της λογικής σε ένα ακόμα πιο κλισαρισμένα συσχετισμό χριστιανικού ποιμνίου και έτοιμοθανάτων ζώων. Δεν ξέρω τι συνειρμούς έκανε το μυαλό μου και ποιες χημικές διεργασίες ενεργοποιούνται στα νευρικά κυκλώματα του νου, αλλά το θυμικό μου με ταξίδευε στα παιδικά χρόνια και το μάθημα κατηχητικού κάθε Τετάρτη μεσημέρι στο ιερό ναό Αγίου Νικολάου της ενορίας που ανήκε η γειτονιά μου. Σε ένα από τα πολλά μαθήματα και πιο συγκεκριμένα σε αυτό όπου ο πάτερ Αστέριος μας διηγούνται πώς οι εργάτες στα εργοστάσια αρωμάτων μετά από ένα σημείο και μετά δεν μύριζαν το προϊόν που παρήγαγαν μιας και ο άνθρωπος έχει την τάση να αποκτά ανοσία σε καθετί που εκτίθεται συστηματικά, είτε αυτό είναι βακτήριο, ιός ή ουσία ή γεύση ή ακόμα και συνήθεια. Έτσι εξηγείται η ανοσία των αμαρτωλών στις πράξεις τους, μιας και έπαυαν να νιώθουν πως κάνουν κάτι κακό ή δεν τους ενοχλούσε πια αυτό, ενίοτε μάλιστα τους κυρίευε και ο εθισμός σε αυτές. Μάλλον ένας αμυντικός μηχανισμός λειτουργούσε σε όλο αυτό αποτρεπτικά για να μην ξεράσω από την πρώτη στιγμή, αφού η θανατίλα από τα σκοτωμένα ζώα και το αίμα που βούλωνε κάθε ρουθούνι και στούπωνε τα πνευμόνια μου δεν έφτανε στην μύτη μου. Όχι πως είχε περάσει πολύς καιρός, καλά καλά ούτε μήνας, που διάβηκα τη γαμημένη πόρτα αυτού του γαμημένου μέρους. Όχι, δεν το παίζω βίγκαν, οικολόγος, βετζετέριαν, ούτε στρέιτ-ετζ, αρνητής του κρέατος, ούτε κάνω προσεγμένη διατροφή και βαφτίζω αυτή την τρώγλη σαν γαμημένο μέρος. Οι άθλιες συνθήκες εργασίας, οι εχθρικοί συνάδελφοι, οι χρυσαυγίτες και οι Αλβανοί που έκαναν κουμάντα στο σωματείο της κακιάς ώρας, τα εξαντλητικά ωράρια, η μη τήρηση των κανόνων υγιεινής και το αίμα, αυτό το γαμημένο το αίμα, που πλημμύριζε το χώρο, έκανε το όλο σκηνικό ένα κόκκινο κολαστήριο πρωτεΐνης και ένα υγρό μνημείο στολισμένο με γιρλάντες από εντόσθια βιασμού κάθε εργασιακού δικαιώματος. Ούτε καλημέρα δεν μου είπαν την πρώτη εβδομάδα. Ούτε ένας. Είχε προηγηθεί το μαντάτο ότι δεν ήμουν δικός τους. Ούτε μαύρος, ούτε καν δεξιός. Και το αξιοσημείωτο ήταν πως την δουλειά τη βρήκα εντελώς τυχαία. Μετά από ακόμα μια απόλυση, αυτή την φορά από γραμματέας σε ένα δικαστικό επιμελητή (μια δουλειά που μου είχε βρει ο χασοδίκης στο διαζύγιο με τη γυναίκα μου, μάλλον για να βρω τρόπο να τον πληρώσω, αφού έτσι πως τα κατάφερε η πρώην γυναίκα μου δεν μου άφησε ούτε σεντ), όπου οι τύψεις βλέποντας τόσες βρώμικες δοσοληψίες ανάμεσα σε μεγαλοοφειλέτες και τράπεζες, αλλά και τόσους φουκαριάρηδες να ξαναδανείζονται για να σώσουν το καλύβι τους από την τράπεζα που έκανε τα στραβά μάτια στους ισχυρούς πατώντας επί πτωμάτων, με έκαναν να σπάσω στο ξύλο τον εργοδότη μου και τον διευθυντή της τράπεζας που είχε έρθει αργά το βράδυ -όταν τα υπόλοιπα γραφεία στο κτήριο ήταν κλειστά- με τη φόρμα για να παραλάβει έναν φάκελο. Την ώρα που έβγαινα τον άκουσα να μου λέει: «Άσε το κλειδί πριν φύγεις και μην κλείσεις δυνατά την πόρτα». Αφού δεν άκουσα κάποιο «σε παρακαλώ», γύρισα και του πέταξα την καρέκλα στο κεφάλι, ενώ ο διευθυντής της τράπεζας ψέλλισε ένα «σταματά φονιά» ή κάτι τέτοιο και άφησα το κλειδί στο γραφείο. Καθώς έκλεινα ήρεμα την πόρτα άκουσα να λέει ο ένας στον άλλον, «Τελείωσε αυτός ο μαλάκας, ο Αθηναίος, τελείωσε...».

Απτόητος, το άλλο πρωί πήγα και γράφτηκα στα μητρώα ανέργων του ΟΑΕΔ , πήρα την κάρτα ανεργίας μου και την επομένη κιόλας με έβαλαν σε ένα σεμινάριο που θα μου απέφερε 200 ευρώ, αρκεί να παρακολουθούσα μόλις οχτώ ώρες ενός επιμορφωτικού προγράμματος για να ενημερωθώ για το πως ο ρατσισμός έχει κάνει αισθητή την εμφάνιση του στην αγορά εργασίας. Και τους τρόπους για την εξάλειψη του φαινομένου. Εκεί, στο δεύτερο δίωρο μάθημα και ενώ είχαμε χωριστεί σε ομάδες των τεσσάρων ατόμων, ένας από την κάθε ομάδα έπρεπε να υποδυθεί τον εκπρόσωπο μιας κοινωνικής ομάδας που βιώνει τον ρατσισμό, να μιλήσει στις υπόλοιπες ομάδες που αντιμετώπιζαν παρεμφερή προβλήματα και να τους δώσει να καταλάβουν πώς και με ποιόν τρόπο βιώνουν τα μέλη της ομάδας του την απόρριψη, την αδικία, το μπούλινγκ, ακόμα και τον χλευασμό. Σε ένα εμετικό κρεσέντο ρατσισμού όπου δεν πίστευα τι άκουγα από τους υπόλοιπους εκεί μέσα και ενώ η ομάδα μου ήταν οι ανάπηροι και είχαμε ήδη ακούσει τον εκπρόσωπο των τσιγγάνων, των ναρκομανών, των μεταναστών και των πρώην φυλακισμένων, αλλά και τα άθλια σχόλια και ειρωνείες, γεμάτα στερεότυπα και μίσος των υπολοίπων που υποτίθεται επίσης ανήκαν σε κάποια ευπαθή ή μειονοτική ομάδα, όταν έφτασε η ώρα των ομοφυλοφίλων δεν άντεξα και πριν ξεράσω πάνω σε όλους εκεί μέσα και τους αρχίσω στα μπουκέτα και τις Παναγίες, βρήκα την ψυχραιμία και παρέθεσα κάποια επιχειρήματα, όπου αν είχαν λίγη τσίπα όσοι βρισκόντουσαν εκεί μέσα, θα πηδούσαν από τον τρίτο όροφο του Εργατικού Κέντρου όπου γινόντουσαν τα σεμινάρια. Η αλήθεια είναι πως με εξέπληξε και μένα εκείνη η ομιλία μου, αλλά περισσότερο άρεσε σε μια κυρία που όπως αποδείχθηκε ο γιος της ήταν ομοφυλόφιλος και ένιωσε ότι απευθυνόμουν σε αυτή και στο «πρόβλημα» της. Ο άντρας της τύχαινε να είναι πρόεδρος του τοπικού γραφείου του ΟΑΕΔ και μόλις ολοκληρώθηκε το μάθημα, το οποίο έληξε εσπευσμένα με το τέλος της τοποθέτησής μου υπό το φόβο ενδεχόμενης φασαρίας, με πλησίασε και μου έδωσε το τηλέφωνο του συζύγου της με την βεβαίωση ότι θα μου έβρισκε άμεσα δουλειά αν το ήθελα. Βέβαια, δεν είχα όνειρο να γίνω εκδορέας, αλλά αν χρωστάς τρία νοίκια και τη διατροφή στην Ρένα, την πρώην γυναίκα μου που σας έλεγα παραπάνω, και θέλεις να δεις την Σοφία -την κόρη μου- μετά από δυο μήνες, πας ακόμα και σε γκαζάδικο. Φυσικά, οι υπόλοιποι συνάδελφοι στα Σφαγεία δεν χρειάστηκε να μάθουν τόσες λεπτομέρειες. Ούτε θα φαινόμουν λιγότερο «βύσμα» στα μάτια τους ούτε θα κέρδιζα κάτι από αυτό, όποτε καλύτερα, σκέφτηκα. Δεν χρειάζονται πολλά πολλά. Ασφαλώς, αυτό θα είχε επιπτώσεις στο συνεχές τεταμένο κλίμα στην δουλειά, ειδικά για το ποιος θα σφάξει και πόσα κομμάτια στο οχτάωρο, που γινόταν δωδεκάωρο, με τα χέρια να μην ορίζονται από την κούραση, με την αίσθηση μουδιάσματος να έρχεται καθημερινά στα άνω άκρα, και τα πόδια να πρήζονται από την ορθοστασία. Το πείσμα να μην δείξω ποτέ κουρασμένος ήταν μάταιο και ανώφελο. Στο τέλος της πρώτης εβδομάδας, τέσσερα καλόπαιδα από άλλο πόστο, μιας και δεν δουλεύαμε όλοι στον ίδιο χώρο, ούτε είχαμε ίδιες αρμοδιότητες (αυτοί οι καργιόληδες μάλλον δούλευαν στο τμήμα με τα πουλερικά, γιατί όταν τους προκάλεσα-αποκάλεσα «ελάτε ένας ένας, ρε κότες» κάπου ανάμεσα στα μπουκέτα και τα χτυπήματα που δεχόμουνα εκείνοι μου απάντησαν: «Θα σου μάθουμε εμείς τα πάντα για τις κότες, παλιόπουστα». Οπότε μάλλον έπεσα μέσα, με στρίμωξαν στο πάρκινγκ και με τουλουμιάσαν στο ξύλο χτυπώντας με κάτι παλούκια σαν ρόπαλα του μπέιζμπολ. Με άφησαν αιμόφυρτο και ζαλισμένο εκεί, να προσπαθώ να μην ουρλιάξω από πόνο και θυμό. Πήγε να με σηκώσει ο κοκαλιάρης επιστάτης, αλλά αρνήθηκα την βοήθεια του με νευρικές κινήσεις και με ένα αυτάρεσκο χαμόγελο στα σκισμένα χείλη μου.

Το να ζεις μόνος σου σου εξασφαλίζει πως δεν δίνεις κάπου λογαριασμό όταν έχεις μπλέξει, ενώ δεν στενοχωρείς κανέναν με τα ματωμένα μούτρα σου. Βέβαια, δεν έχεις κάπου να τα πεις, να βρεις παρηγοριά ή να ξεσπάσεις τον θυμό σου, όποτε αυτός δεν καταλαγιάζει, ούτε ξεθυμαίνει, απλά φωλιάζει μέσα σου υπομονετικά για να ανατιναχτεί κάποια στιγμή, ενίοτε αναίτια ή την λάθος στιγμή. Θα μου ήταν σίγουρα πιο ευχάριστο να με περιμένει μια ζεστή, υπομονετική αγκαλιά που να με παρηγορήσει. Θα ήταν πιο ενδιαφέρον το σενάριο αν γυρνούσα και έπινα ένα μπουκάλι βότκα και κάπνιζα ένα πακέτο τσιγάρα, πριν μου χυμήξει μια ξανθιά χορεύτρια και κάνουμε έρωτα όλο το βράδυ χαϊδεύοντας τις πληγές μου, αλλά δεν βρισκόμαστε σε κάποιο σκοτεινό διαμέρισμα στο Λος Άντζελες, ούτε με λένε Σαμ Σπέιντ, ούτε καν Χένρι Τσινάσκι ώστε να με μαζέψει η Τζαν, μολονότι παραπαίω σε έναν κόσμο παρόμοιο με τον δικό του και με την ίδια έλλειψη ηθικής, ρομαντισμού και σταθερής δουλειάς. Στα καλά νέα, δεν είχα σπάσει κάτι. Αυτό μόνο καλό είναι, αν και μόλις κοιτάχτηκα στον ραγισμένο καθρέφτη του σπιτιού μου το επόμενο πρωί, είδα πόσο χάλια φαινόμουν, μαζεμένος, κατσιασμένος και μελανιασμένος, μοιάζοντας σαν εκείνα τα άθλια τατουάζ που χτυπάνε στις φυλακές.

«Καλημέρα κομμούνι», έτσι με καλωσόριζαν όλοι από το πρωί εκείνης της Δευτέρας και μετά με ένα χαιρέκακο χαμόγελο.

«Άντε γαμηθείτε αλάνια», απαντούσα με αυταρέσκεια και αυτοπεποίθηση από τότε δυνατά και όλοι αυτοί γυρεύανε την ευκαιρία να με στριμώξουν ξανά κάποια στιγμή, αφού σίγουρα δεν γούσταραν όλη αυτή μου την αυθάδεια. Αν και τα δυο κεφάλια εκεί μέσα, ο φαλακρός χοντρός αλβανικής καταγωγής με το όνομα Ρόμπερτ που από τότε που γράφτηκε στην νεοναζιστική οργάνωση Χρυσή Αυγή για κάποιο λόγο όλοι τον φώναζαν Θανάση, και ο κυρ Κώστας που όλοι τον φώναζαν fuks, δηλαδή ρουφιάνο στα αλβανικά, μάλλον εκτίμησαν την ειλικρίνεια του αγενούς χαιρετισμού μου, μπορεί και να με λυπήθηκαν λιγάκι από το ξύλο που είχα αρπάξει και το άφησαν να περάσει έτσι. Μέχρι νεωτέρας, πάντα...

Πέρασε σχεδόν ένας μήνας από τότε, και δεν υπήρχε στιγμή που να μην έψαχνα την ευκαιρία να απαντήσω και εκείνοι να με τελειώσουν. Δεν ξέρω αν η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο. Γιατί αν είναι έτσι, τότε η εκδίκηση είναι αρνί στη σούβλα. Γιατί το σουβλισμένο αρνί τρώγεται και παγωμένο με την ίδια ευχαρίστηση από αυτούς που αγαπάνε τη γεύση του. Αλλά δεν σκόπευα να περιμένω πολύ για να το μάθω, ούτε για να δράσω. Είχα ήδη βρει μια άκρη για να φύγω από την κωλοπόλη, όπου είχα πάει για λίγο καιρό μετά τον γάμο μου για να καταλήξω δέκα χρόνια μακριά από την Αθήνα, με μια λιγότερο σκληρή δουλειά, με περισσότερα λεφτά, αλλά ακόμα κι αν εμένα στον άσο και τα σχέδια μου έμεναν στα όνειρα, δεν είχα σκοπό να παρατείνω την παρουσία μου στο κολαστήριο αυτό, ειδικά τώρα που κινδύνευα ανά πάσα στιγμή. Άλλωστε, δίχως χρήματα θα έκανα καιρό για να ξαναδώ τη Σοφία. Άσε που είχα κουραστεί από τα συνεχόμενα στραπάτσα και τις εργασιακές περιπέτειες. Θυσίαζα την κόρη μου για την ψυχική μου υγεία. Μεγάλη η χάρη μου, το ξέρω, αλλά μια ζωή κοιτούσα τον κώλο μου. Και μια ζωή έτρωγα τα μούτρα μου. Σε ένα φανταστικό τεστ με πολλαπλή επιλογή, το στυλό μου πάντα θα μουτζούρωνε το λάθος κουτάκι. Άσε που μπορεί να της έκανε καλό αν έφευγα και την άφηνα ήσυχη, αυτή και τη μάνα της. Μια καινούργια εβδομάδα ξεκινούσε σε λίγες ώρες και το κυριακάτικο βράδυ ήταν πολύ δροσερό για να το σπαταλήσω με έναν σύντομο ύπνο μόνο και μόνο για να σταματήσω τις θλιβερές σκέψεις. Οπότε, άνοιξα ένα μπουκάλι κρασί και περίμενα να ξημερώσει...

Η νύχτα έριξε περίεργη ζαριά, η αυγή χρεώθηκε τα σπασμένα και τα πράγματα θα βγαίναν εντελώς εκτός ελέγχου. Το άρθρο της προηγούμενης ημέρας με τίτλο «Συνθήκες Υγιεινής στα Σφαγεία» με υπότιτλο «Θα μπορούσε να είναι το πιο σύντομο ανέκδοτο» της κυριακάτικης έκδοσης της εφημερίδας «Σημερινή», έβαζε μπουρλότο στην δουλειά και ειδικά στην πρώτη βάρδια, μιας και το υγειονομικό θα πλάκωνε στις εννέα το πρωί και αργότερα, κατά τις δώδεκα, ο ίδιος ο περιφερειάρχης μαζί με πλήθος από κάμερες και ανθρωπάκια που το παίζουν δημοσιογράφοι, αλλά λειτουργούν σαν κωλογλείφτες, αβανταδόροι και χειροκροτητές-κλακαδόροι που θα πλημμύριζαν την τρώγλη-σφαγείο μας. Η «Σημερινή» δεν έλεγε ψέματα, αλλά και αυτή λειτουργούσε εκβιαστικά και σχεδόν μαφιόζικα, μιας και ενεργούσε όχι με κίνητρο την ενημέρωση του κοινού, αλλά στη βάση σχεδίου του ιδιοκτήτη και επιχειρηματία, ο οποίος είχε επενδύσει σε βιομηχανικές μονάδες-σφαγεία. Είχαμε λιγότερο από μια ώρα μπροστά μας για υποδεχτούμε τον περιφερειάρχη, αφού η πρωινή έφοδος της υγειονομικής υπηρεσίας παρουσία των ανώτερων κλιμακίων της, ήταν ένα χάδι χάρη στο «λάδωμα» κι έτσι οι αναφορές που είχαν συνταχθεί ήταν καλογραμμένες και σχετικά καλές για εμάς και τους κανόνες λειτουργίας της μονάδας. Πουθενά αναφορά για τις ελλείψεις ή την ακαταλληλότητα του χώρου ή για τις ελληνοποιήσεις των ζώων, γενικότητες και αερολογίες για τις υπόλοιπες προδιαγραφές, όπως για τους στάβλους των ζώων ή την απολύμανση, τους κλιβάνους, ενώ ούτε λόγος για βιολογικό καθαρισμό. Φυσικά, τόνιζαν πως είχαν γίνει κανονικά και πρωτύτερα έλεγχοι πριν το άρθρο, αν και στην πραγματικότητα ήταν ελλιπέστατοι έως ανύπαρκτοι. Ούτε κουβέντα ότι η σφαγή γινόταν σχεδόν πάντα χωρίς την παρουσία κτηνιάτρου, ότι ο ένας και μοναδικός αποτεφρωτικός κλίβανος δεν μπορούσε να λειτουργεί επί 24ώρου και ότι ακόμα και αν μπορούσε να γίνει αυτό, πάλι δεν θα ήταν αρκετό για να αποτεφρώσει τόνους από άχρηστα υπολείμματα ζώων.

Εμείς, από τις πέντε τα χαράματα, καθαρίζαμε και πλέναμε τους χώρους. Όλα έμοιαζαν αρκετά διαφορετικά από πριν, αλλά η δυσωδία δεν ήταν εύκολο να νικηθεί. Δεν ξέρω αν τα τόσα μπουκάλια χλωρίνης και η σαπουνάδα από το καθαριστικό πιάτων που χρησιμοποιούσαμε για να σφουγγαρίσουμε το δάπεδο έκανε τα πράγματα ακόμα πιο άσχημα και την ατμόσφαιρα πιο αποπνικτική πό πριν. Φυσικά, δεν δουλεύουν όλοι στο ίδιο πόστο, ούτε έχουν τις ίδιες αρμοδιότητες και φυσικά δεν είναι όλοι οι εργάτες πάντα στον «κλοιό θανάτου». Υπάρχουν διαφορετικά μέρη των εγκαταστάσεων με την επισήμανση πως κάθε ένα από αυτά είναι το ίδιο αφόρητα απαίσιο. Δηλαδή, μπορεί να μη σκοτώνεις κάθε ζώο, αλλά τα στέλνεις στο θάνατό τους ή λίγο μετά χειρίζεσαι το κουφάρι τους. Εγώ ήμουν στο τμήμα των χοίρων, το τρίτο κατά σειρά μετά των βοοειδών και των αιγοπροβάτων που προηγούνταν, ενώ μετά από εμάς ακολουθούσε το τμήμα των πουλερικών. Εκεί ήταν τα βύσματα και τα καθίκια που με σάπισαν στο ξύλο. Ξέρω αρκετούς βίγκαν και την ιδέα που έχουν για τους εργάτες των σφαγείων –ότι είναι όλοι αιμοσταγή τέρατα, ψυχικά διαταραγμένοι, πως το λένε να δεις, α, ναι, πειραγμένοι στα μυαλά, ακόμα και ψυχοπαθείς – αλλά δεν είναι έτσι. Πάντως, ό,τι και αν είσαι πριν διασχίζεις την πύλη, αλλάζει δραματικά μόλις την περάσεις. Για να φας οποιοδήποτε ζωικό προϊόν, ένα ζώο πρέπει να πεθάνει. Μπορεί να μην πατάς εσύ τη σκανδάλη, αλλά μη γελιέσαι, είσαι υπεύθυνος για το θάνατό του. Και δεν το λέω για να σε γεμίσω ενοχές. Παμφάγο και με σαρκοβόρα ένστικτα είναι ο άνθρωπος – δεν μπορεί να αψηφήσει τη φύση του. Δεν υπάρχει λόγος θα έλεγα. Και πριν αρχίσετε τις κλάψες, σκεφτείτε το εξής, κυρίως όταν μετά το εκ του ασφαλούς κήρυγμα πέφτετε με τα μούτρα στο γεμάτο κρεατικά πιάτο σας: Δεν ακούσατε τις βασανισμένες κραυγές αυτών των ζώων. Δεν τα είδατε να πολεμούν με κάθε ίχνος της δύναμής τους για να παραμείνουν ζωντανά. Δεν καθαρίσατε το αίμα τους από το δάπεδο... Βία, αίμα και φόβος, έχουν βρει το ιδανικό μέρος με τις κραυγές των ζώων σαν ένα ασταμάτητο και ανατριχιαστικό σάουντρακ. Η δε γαμημένη οσμή του αίματος δεν λέει να ξεκολλήσει από τα ρουθούνια σου, ενώ η μυρωδιά του φόβου είναι διάχυτη. Ο φόβος, βλέπετε, έχει τη δική του, αρρωστημένη μυρωδιά. Δεν είναι κάτι που περιγράφεται εύκολα, αλλά αν την αισθανθείς μια φορά αρκεί για την αναγνωρίζεις παντού και πάντα όταν την ξανάσυναντήσεις. Φόβος και μάταιος αγώνας για επιβίωση. Αυτά τα ζώα ξέρουν τι τους μέλλει και, πιστέψτε με, παλεύουν ενάντια στο θάνατο με κάθε ίνα της ύπαρξής τους. Δεν έχουν πιθανότητες να νικήσουν, αλλά δίνουν μια ενστικτώδη και ηρωική μάχη που δεν θα κερδίσουν ποτέ.

Για κάποιο λόγο οι άνθρωποι πιστεύουν πως η ζωή, όταν τους τα φέρνει ανάποδα από ό,τι σχεδιάζουν, τι ανάποδα, κοινώς σκατά, το κάνει για να τους ταρακουνήσει τόσο δυνατά «ώστε να κάνει τα δόντια τους να τρίζουν ανεξέλεγκτα», όπως έγραφαν οι Times για ένα βιβλίο του Μπουκόβσκι. Με λίγα λόγια, η σφαλιάρα έρχεται στη βάση κάποιου αγνώστου άγραφου κανόνα και λειτουργεί διδακτικά προς γνώση και συμμόρφωση. Είναι τόσο κουμπωμένο όλο αυτό, που η σφαλιάρα έρχεται με σφοδρότητα, όση ακριβώς χρειάζεται για να ξυπνήσεις. Μόνο που το ταρακούνημα μπορεί να είναι πραγματικό, αλλά αυτό συχνά δεν αρκεί για να αντιδράσεις ώστε να αρπάξεις και συ σαν απάντηση τη ζωή από τα μαλλιά. Γιατί τα χτυπήματα είναι πιο δυνατά από όσο μπορείς να αντέξεις και πιο συχνά από όσο περιμένεις, τόσο δυνατά που δεν υπάρχουν δόντια να τρίξουν αφού έχεις φτύσει την οδοντοστοιχία σου, (αυτή, τη γεμάτη στραβά δόντια, που σχηματίζει ένα κιτρινισμένο πλέγμα από τσιγάρα και καφέ εγκλωβίζοντας στο στόμα τις λέξεις που θες να πεις), στο μαξιλάρι σου, όταν σκέφτεσαι τη νύχτα πριν σε πάρει ο ύπνος ότι κάθε μέρα που περνάει γίνεσαι όλο και πιο εύκολη λεία για όλους και όλο και περισσότερο αυτό που φοβόσουν ότι θα καταντήσεις – ότι συμβιβάστηκες στην ιδέα ότι καθημερινά αποτυγχάνεις να αποφύγεις να γίνεις ίδιος με τους φόβους σου. Τα χειρότερα που ήθελες να αποφύγεις είναι η αντανάκλαση της καλύτερης εκδοχής του εαυτού σου και αυτό σε κάνει να προσπαθείς να εκλογικεύσεις την ήττα σου, να δώσεις στον εαυτούλη σου άλλη μια δικαιολογία ότι είναι νομοτελειακό να αποτύχεις οικτρά και την επόμενη μέρα. Δεν έχεις καν το ένστικτο της επιβίωσης που έχει το ζώο που θα σφάξεις αύριο και πιθανόν να καταβροχθίσεις λίγες μέρες αργότερα στη μίζερη κουζίνα σου.

Είχα ελάχιστο χρόνο πλέον για να αποδείξω στον εαυτό μου ότι δεν θα γινόμουν έρμαιο των ορέξεων κανενός εκεί μέσα, ούτε θα είχα την μοίρα των ζωντανών που πάλευαν μάταια να σωθούν. Ήξερα πως την επόμενη φορα το ξύλο που θα έτρωγα θα ήταν αρκετό να με κάνει είτε να παραιτηθώ είτε να γίνω το γιουσουφάκι τους. Ένα ανόητο σχέδιο κόλλησε στο μυαλό μου. Ενώ όλοι ασχολούνταν με την επίσκεψη του Περιφερειάρχη, εγώ να επιτεθώ στον κυρ Κώστα ή τον Ρόμπερτ και φυσικά να τους στείλω, αν γινόταν, στο νοσοκομείο από τα χτυπήματα για να δουν τι σημαίνει να μπλέκεις με τον λάθος άνθρωπο. Ή απλά θα επιβεβαίωνα τον κανόνα αυτό εις βάρος μου. Δεν θυμάμαι να υπάρχει γραμμένο σε κάποιο λεξικό οποιαδήποτε γλώσσας ή έστω να θεωρείται ή να χρησιμοποιείται κάπου στον κόσμο η λέξη «σχέδιο» σαν συνώνυμο της λέξης «επιθυμία». Αλλά εγώ πριν μίλησα για σχέδιο που είχα. Ενώ ήταν απλά και ξεκάθαρα η επιθυμία μου. Αλλά ήλπιζα να μην έμενε τέτοια.

Κατευθυνόμουν προς το τμήμα των αιγοπροβάτων όταν άκουσα ότι με ψάχνουν για καθαριότητες. Δεν σταμάτησα και συνέχισα προς το τμήμα των πουλερικών, όπου ήξερα ότι φίδιαζαν τα «μεγάλα κεφάλια». Λίγο πριν φτάσω στην πόρτα, άκουσα από τα μεγάφωνα ότι όλοι έπρεπε να συνεχίσουν να καθαρίζουν μέχρι νεοτέρας. Και όταν λέμε όλοι, εννοούμε όλοι, τόνισε η φωνή της ιδιαιτέρας του διευθυντή. Μάλιστα, καθώς έπιανα τα χερούλια της διπλής μεταλλικής πόρτας που χώριζε τα τμήματα, ο ίδιος ο διευθυντής με ύφος χεσμένου δημοσίου υπαλλήλου που τον κατσαδιάσε ο προϊστάμενος του και που ψάχνει να ρίξει το μπαλάκι και τις ευθύνες του κάπου άλλου και καβλωμένου στρατιωτικού με μηδαμινή ερωτική ζωή πέρα από επισκέψεις σε οίκους ανοχής με γερασμένες πόρνες απαίτησε:
«Όλοι ρε, όλοι με σκούπα ακόμα και οι δικοί μου ακούσατε;»

Μπαίνω στον χώρο και τους βλέπω όλους αλαφιασμένους να τρέχουν να βρουν από μια σκούπα ή σφουγγαρίστρα και καθαρές ποδιές. Ο κυρ Κώστας ήταν μόνος του και έτοιμος να εκραγεί: «Τι γυρεύεις εσύ εδώ ρε μαλάκα τέτοια ώρα;» με ρώτησε.

«Θες να την κάνουμε από δω σε δέκα λεπτά και να μην χάσουμε το μεροκάματο ή θες να σου φέρω μια μάπα να καθαρίσεις σαν Φιλιππινέζα;» του απάντησα με χαρακτηριστική άνεση.

«Τι λες μωρέ; Χάζεψες;» προσπάθησε να με συνεφέρει, αλλά και να καταλάβει τι ήθελα από αυτόν.

«Λοιπόν κυρ Κώστα, επειδή δεν χρειάζεται να μας ακούσουν άλλοι, πάμε στις τουαλέτες, πάρε ένα κοπίδι ή ένα καλοακονισμένο μαχαίρι και πάμε. Θα με κόψεις στο χέρι και θα πούμε πως έγινε ατύχημα. Θα προσφερθείς να με πας εσύ σαν μάρτυρας του συμβάντος ή απλά επειδή τέλος πάντων έτυχε να είσαι παρών την ώρα που έγινε και γυρνάμε κατά τις τρεις με χαρτί από το νοσοκομείο και είμαστε κομπλέ». Του ξεδίπλωσα το λιτό και σύντομο σχέδιο μου.

«Αλήθεια, χάζεψες ε;» με ρώτησε γελώντας με απορία φανερώνοντας με την αντίδραση του ότι η ιδέα μου του άρεσε. Στη ζωή όλα είναι θέμα τάιμινγκ. Μπορεί να πηγαίνεις σε συνέντευξη για δουλειά και να τρακάρεις μισή ώρα πριν το ραντεβού με αυτόν που θα αποφασίσει αν κάνεις για την θέση. Μπορεί να είσαι σε μπαρ και να πέσουν πυροβολισμοί και να ξεκοιλιάσουν καμία ντουζίνα άτομα μέσα στο μαγαζί και συ να είσαι την στιγμή εκείνη στην τουαλέτα με κόψιμο, όσο πρέπει ασφαλής και την ίδια στιγμή πιο ανάλαφρος με τη λήξη του περιστατικού. Ειδικά, αν σου έχουν τύχει και τα δυο, ξέρεις ότι η τύχη είναι μια κυρία που δεν νοιάζεται για λεφτά και όχι μόνο φλερτάρει, αλλά χαρίζει ότι αυτή θελήσει απλόχερα όποτε θέλει σε όποιον και όσες φορές θέλει. Εσύ βέβαια τη φαντάζεσαι σαν πόρνη που πάει με όλους εκτός από σένα, γιατί είσαι ανόητος και ηττοπαθής, μα και μοιρολάτρης, που αντιλαμβάνεσαι και συ τώρα ποσό χαζό και οξύμωρο ακούγεται αυτό...

«Λοιπόν μου άρεσε η βλακεία σου. Μάλιστα σκέφτηκα ότι θα ήταν πιο έξυπνο να κοπώ εγώ λίγο στο χέρι γιατί έτσι θα φανεί κάπως ότι με βοήθησες μετά τις άδικες κατηγορίες σου ότι εγώ ήμουν πίσω από το πείραγμα που σου έκαναν στο πάρκινγκ πριν κάνα μήνα. Ένα φατούρο σου έριξαν, δηλαδή, αλλά πήρε διαστάσεις χωρίς λόγο. Τι λες, δεν τα λέω καλά;» Ο κουτοπόνηρος κυρ Κώστας έτεινε χείρα φιλίας και μου έλεγε σαν κουτσαβακης ότι δεν τρέχει τίποτα, όλα μέλι-γάλα και περασμένα-ξεχασμένα.

«Ξέρεις, Τζο, υπάρχουν δυο κατηγορίες ανθρώπων» συνέχισε. «Αυτοί που δημιουργούν προβλήματα και αυτοί που λύνουν προβλήματα. Νομίζω ότι έπεσα έξω με σένα μιας και αποδεικνύεται ότι είσαι πολύ έξυπνος για ανήκεις στη πρώτη κατηγορία. Τα λέω καλά, ρε;» Μου απεύθυνε το λόγο καθαρά για επιβεβαίωση και δεν ήθελα να του πω ότι όντως υπάρχουν δυο κατηγορίες ανθρώπων αλλά όχι αυτές που νόμιζε εκείνος: υπάρχουν αυτοί που πιστεύουν ότι υπάρχουν δυο κατηγορίες ανθρώπων και εμείς οι υπόλοιποι που κατανοούμε ότι οι άνθρωποι είναι πολύ πιο πολύπλοκα όντα και οργανισμοί από τις αμοιβάδες που εκπροσωπούσε ο κυρ Κώστας και δεν κατηγοριοποιούνται τόσο εύκολα και αβίαστα.

Πήγαμε στις τουαλέτες της Γ´ πτέρυγας και εκεί, ενώ ξεκούμπωνε το μανίκι της λευκής ποδιάς του και εγώ ετοιμαζόμουν να τον κόψω λίγο στο χέρι, του είπα: «Μιας και πριν μου είπες την ιστορία με τις δυο κατηγορίες ανθρώπων που διάβασες στον Ρόμπινς, να σου πω και γω με την σειρά μου πώς είχα στο μυαλό μου στο μυαλό μου ένα άλλο βιβλίο, ένα θεατρικό».

«Άκου Τζο, ειλικρινά δεν ξέρω τι μου λες τώρα. Ο Ρόμπινς είναι αυτός ο μαύρος που πήρε ο Ολυμπιακός στο μπάσκετ; Δεν ξέρω τι έχεις πάθει σήμερα. Για τι βιβλία και τι θεωρίες μου λες; Κάτσε εκεί να με κόψεις λίγο, μη σου σπάσω το κεφάλι, και άσε τα θολοκουλτουριάρικα τα αριστερά τα δικά σου», με μάλωσε ενώ ξεκίνησε λίγο με έκπληξη λίγο με ύφος πατρικό για να καταλήξει στο κατσάδιασμα υπενθυμίζοντας που βρισκόμουνα και ποιοι με περιτριγύριζαν. Εκεί λογικά έπρεπε να συνέλθω, αλλά η έξαψη και ο ενθουσιασμός με είχαν συνεπάρει και συνέχισα.

«Έτσι πως είμαστε μόνοι μας στις τουαλέτες, μου θυμίζει την φάση στο Κεκλεισμένων των Θυρών του Σαρτρ. Εκεί βέβαια είναι τρία τα πρόσωπα και νεκροί ενώ εμείς είμαστε μια χαρά και δυο. Αλλά υπάρχει μια ομοιότητα στο μικρό μυαλό μου. Όπως αυτοί, έτσι και εμείς ερχόμαστε από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις και κατά κάποιο τρόπο συμβιώνουμε αναγκαστικά σε ένα δωμάτιο με το φως μονίμως αναμμένο όπως τα λευκά φώτα του Σφαγείου, και είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε αιώνια εδώ κεκλεισμένων των θυρών. Ό,τι γίνεται εδώ μέσα μένει εδώ μέσα και καμία «Σημερινή» δεν μπορεί να μας κάνει να ξεφύγουμε. Ο ένας ορίζει τον άλλον και έτσι όπως με βλέπεις εσύ και όπως σε βλέπω εγώ και οι άλλοι συνάδελφοι και τα τσιράκια σου, νομίζουμε ότι ορίζουμε ο ένας τον άλλον, ενώ ποτέ και κανείς δεν μπορεί να δει τον πραγματικό εαυτό του άλλου και πώς είναι πραγματικά. Δημιουργούμε ένα συνεχές βασανιστήριο που είναι χτισμένο με ψευδαισθήσεις, έχοντας συνεχώς το βλέμμα των άλλων καρφωμένο πάνω μας να μας κρίνει και να μας δικάζει φτιάχνοντας την προσωπική κόλαση του καθενός. Δεν υπάρχουν δήμιοι για εμάς, εμείς είμαστε μονάχα δήμιοι των ζώων, να μην το ξεχνάμε αυτό».

«Καλά, κόψε με τώρα στην παλάμη, όχι πολύ, αλλά αρκετά ώστε να κάνω ράμματα να κάτσω καμία δεκαριά μέρες, γιατί αυτή η μαλακία δεν θα τελειώσει εύκολα με τα κοράκια τους ρουφιάνους τους δημοσιογράφους και τα κανάλια της Αθήνας, να το ξέρεις μαλάκα», μου είπε σαν να μην είχε ακούσει καθόλου ό,τι του ξεφούρνιζα προ δευτερολέπτων. Η δουλειά όμως έπρεπε να γίνει άμεσα και με την χαρακτηριστική κίνηση του δεξιού χεριού του μου έκανε ένα νεύμα «τελείωνε», όποτε σήκωσα το μπαλταδάκι του ελαφρά και με μια απότομη κίνηση του έκοψα το κωλόχερο από τον καρπό. Ειλικρινά, ήθελα να του κόψω μόνο ένα δάκτυλο. Μπορεί να λέω και ψέμματα και να ήθελα να του κόψω και τα δυο τα χέρια. Από τον ώμο. Πάντως, το αριστερό του χέρι ήταν από τον καρπό και πάνω ή και κάτω, δεν ξέρω, κομμένο και μια μούντζα, ένα φάσκελο μια παλάμη τέλος πάντων, ήταν πεσμένη στο δάπεδο της τουαλέτας. Εδώ είναι που λες, «Τι έκανα ο μαλακας; Είμαι νεκρός». Ο κυρ Κώστας όμως, ο fuks, αποδείχθηκε ψυχούλα ευαίσθητη και παρά τους τόνους αίμα που είχε δει και περπατήσει πάνω του με τις λαστιχένιες γαλότσες του, στη θέα του κομμένου χεριού του και του σιντριβανιού από αίμα που πεταγόταν θυμίζοντας βεγγαλικά σε πρωτοχρονιάτικη φιέστα στην πλατεία Συντάγματος, τον έκανε να χάσει τις αισθήσεις του. Λιπόθυμος, λοιπόν, ο σκληρός Κώτσιος, κι εκεί που λες δεν υπάρχει κάτι που μπορώ να κάνω για να γλιτώσω ή να κάνω τα πράγματα χειρότερα από όσο είναι, διαψεύδω τον εαυτό μου. Μαζεύω το κομμένο μέλος από χάμω και χωρίς την παραμικρή προσπάθεια να το κρύψω, το κουβαλάω σε κοινή θέα από τις τουαλέτες της Γ´ πτέρυγας στο τμήμα μου, διασχίζοντας σχεδόν όλα τα υπόλοιπα τμήματα και όλες τις ενδιάμεσες πτέρυγες του κτηρίου και το ακουμπάω πάνω σε ένα ξύλινο πάγκο όπου τεμαχίζουμε τα μοσχάρια.

Η ώρα είχε περάσει και σε λιγότερο από σαράντα λεπτά θα ερχόταν ο περιφερειάρχης σύμφωνα με το πρόγραμμα της επίσκεψης. Η αιφνιδιαστική είσοδός του μισή ώρα νωρίτερα έκανε τους πανικόβλητους προϊσταμένους και διευθυντάδες να μαζέψουν γρήγορα το χέρι, πριν το δουν οι δημοσιογράφοι και ο προϊστάμενός τους με την κουστωδία του. Έτσι, το ποιος το ακούμπησε εκεί και σε ποιον ανήκε, πέρασε σε δεύτερη και τρίτη μοίρα. Άσε που κανείς δεν με πρόσεξε μέσα στη φούρια του ελέγχου και τις πατσαβούρες που σφουγγάριζαν σαν τρελές από τα χαράματα. Έτσι, είχα κερδίσει λίγο χρόνο που βέβαια δεν ήξερα πως να τον αξιοποιήσω. Αλλά κυρίως είχα κερδίσει αυτοσεβασμό και μια καλή θέση σε κάποια χωματερή. Κόβω το χέρι μου για αυτό. Αλλά τέτοια ώρα, τα κρύα αστεία δεν βοηθούν την κατάσταση. Μάλιστα, δεν μου έρχεται και τίποτα που να την βοηθάει. Ανάθεμα, πρώτη φορά είμαι τόσο αποφασισμένος και ταυτόχρονα τόσο χαρούμενος, τώρα που ο δρόμος μοιάζει υπερβολικά στενός και είναι μονής κατεύθυνσης προς την καταστροφή και λίγο πριν το σίγουρο τέλος μου Ή μήπως και αυτό αργήσει να έρθει τελικά;


image

Γιώργος Τσέκας

Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...
 
 
 
image

Γιώργος Τσέκας

Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...
 
 
 
image

Γιώργος Τσέκας

Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...
 
 
 

 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1