Γράφει ο Γιάννης Σιδεράκης
Πάω να γράψω πέντε γραμμές, με φωνάζει η γυναίκα μου να την βοηθήσω με το πλυντήριο που δεν ανοίγει... Πάω να πιάσω την κιθάρα, με φωνάζει η κόρη μου να της εξηγήσω, τι σημαίνει το "νοθεύτηκε"... Ξεκινάω για πρόβα, κλαίει ο μικρός, χτύπησε το πόδι του, πάει η πρόβα. Περνάω καλά με τους φίλους, πίνουμε μπύρες και ακούμε μουσικές, φεύγω, έχω να ανοίξω πρωί, πρωί το μαγαζί.... Η δική μου καθημερινότητα!
Τι σημαίνει και πως είναι τελικά να είσαι ροκάς; Πως και ποιος είναι αυτός ο περίφημος, ρόκ τρόπος ζωής, που όλοι μας κατά καιρούς έχουμε χρησιμοποιήσει σαν όρο, για να εξηγήσουμε σε τρίτους, αυτή μας την καψούρα με την σκληρή μουσική; Είναι τελικά, να είσαι free as a bird; Να ζεις έξω από στερεότυπα και νόρμες που η κοινωνία επιβάλει; Να καβαλάς την μηχανή, να βάζεις την εξάχορδη στην πλάτη και όπου σε βγάλει; Να πίνεις μέχρι θανάτου και να ξημερώνεις κάθε πρωί σε άλλο κρεβάτι; Ή μήπως είναι κι αυτά στερεότυπα που έχει αναπτύξει η κοινωνία, για εσένα, που δεν μπορεί να σε καταλάβει; Μήπως είναι κι αυτό μια φαντασίωση, δική μας, εμπνευσμένη, από μύθους, θρύλους και Αμερικάνικες B movie των 70s; Μπορεί ένας άνθρωπος, να ζει σαν τους άλλους και ταυτόχρονα, να είναι διαφορετικός; Μπορεί το όνειρο να κρατηθεί ζωντανό και να ζήσεις συμβιβασμένος, ασυμβίβαστα; Αν με ρωτάτε, ναι μπορεί, δύσκολα; Ναι δύσκολα, αλλά γίνεται, συμβαίνει και δεν είναι μάλιστα και τόσο σπάνιο. Προσωπικά με έχει σώσει και όχι μόνο μια φορά, μιας και είμαστε πολλοί, αλλά σκόρπιοι, Ναι, η ροκ, μου έχει σώσει την ζωή, αρκετές φορές και μπορεί να ακούγεται δραματικό, αλλά πάντα πίσω από δραματικά γεγονότα με ομαλή έκβαση, κρύβεται και μια ωραία ιστορία. Θα σας πω την πιο πρόσφατη, μόλις λίγες ημέρες πριν...
Είμαι στο νοσοκομείο, τα έχω χαμένα, δεν ξέρω που να σταθώ, δεν ξέρω σε ποιόν να απευθυνθώ, όλοι μοιάζουν απόμακροι, κάνουν απλός την δουλειά τους και την κάνουν καλά, όπως την κάνουν όμως κάθε μέρα, εγώ από την άλλη, έχω το χάλι μου. Περνούν από μπροστά μου και φεύγουν, τους κοιτάζω, σαν χαμένος. Τι να πω και σε ποιόν, ψάχνω για ένα στήριγμα... Ξαφνικά, εμφανίζεται μπροστά μου ένας τύπος, που έχει πιασμένα τα μαλλιά του κότσο, φοράει μαύρα αθλητικά παπούτσια και κολλητό παντελόνι. Η άσπρη ποδιά και τα ακουστικά, μαρτυρούν, πως είναι γιατρός, αλλά το μαύρο μπλουζάκι, με την πολύχρωμη, εμβληματική στάμπα, μαρτυράει μια άλλη του ιδιότητα. Πλησιάζω και τον καλημερίζω, σηκώνει τα μάτια και με κοιτάζει, με κοιτάζει από πάνω μέχρι κάτω, καταλαβαίνει, το ύφος του αλλάζει αμέσως. Με τον τρόπο μου, του ζητάω βοήθεια, με τον τρόπο του, μου λέει "μη φοβάσαι αδερφέ, εγώ είμαι εδώ" και όλα έγιναν πολύ πιο απλά, πολύ καλύτερα. Βρήκα ένα αποκούμπι, ένα στήριγμα, σε έναν άνθρωπο, που δεν τον ήξερα, που δεν είχαμε ξαναβρεθεί, αλλά ο κοινός μας δρόμος, εκείνη την στιγμή ενώθηκε και για λίγο συμπορευτήκαμε, έκανε το λίγο παραπάνω, σα να είχε εκεί έναν δικό του, έναν παλιό φίλο... Αυτός ο άνθρωπος, σπούδασε, έκανε οικογένεια, ξυπνάει κάθε πρωί και πηγαίνει στην δουλειά του, σε μια πολύ απαιτητική δουλειά, αλλά ποτέ, δεν ξέχασε αυτό που πραγματικά είναι, δεν ξεπούλησε το όνειρό του και όλα αυτά για τα οποία αγωνίστηκε, μπήκε στο σύστημα, αλλά δεν αλλοιώθηκε. Δεν δέχτηκε να γίνει αυτό που πολεμούσε, αυτό που κορόιδευε, δεν μπήκε στην διαδικασία, να φορέσει μάσκα, αν και μια μάσκα είμαι σίγουρος, ότι θα διευκόλυνε πολύ την πορεία του, θα την έκανε ομαλότερη, με λιγότερες ερωτήσεις και χωρίς περίεργα βλέμματα.... Κάποτε σε μια συνέντευξη, ο Alex K, είχε πει και το λέω από μνήμης, όπως το θυμάμαι, ότι το να είσαι ροκ τελικά σημαίνει, ότι μπορείς να συμβιβάσεις τα ασυμβίβαστα... Θεωρώ ότι ευνοούσε, αυτό ακριβώς που αναλύω παραπάνω! Ο καθένας, μπορεί να ζήσει το ροκ όνειρό του, όπως αυτός θέλει, χωρίς να υπάρχει σωστό και λάθος. Δεν υπάρχει μάνιουαλ γι' αυτό και αν υπήρχε, θα ήταν λάθος, θα δημιουργούσε καρικατούρες και όχι ελεύθερους ανθρώπους. Άλλος θέλει να ζήσει ρέμπελα και άλλος νοικοκυρεμένα, άλλος θέλει να έχει μαλλούρα και να φοράει τα μαύρα του ρούχα, μέχρι τα βαθιά γεράματα και άλλος να κουρευτεί και να βάλει καζάκα. Άλλος θέλει να πηγαίνει σε ρόκ κλαμπ και να τα σπάει και άλλος να αράζει στην βεράντα του και να ακούει μουσική.... Το σημαντικότερο όμως, είναι να μην ξεχνάμε και κόντρα στην κόντρα να κρατάμε την ανθρωπιά μας, να μην παρατάμε τις αρχές μας, αυτές που μας δίδαξε η σκληρή μουσική. Μια μουσική, που περισσότερο από όλες έχει αγωνιστεί, έχει κυνηγηθεί και έχει ματώσει για τον άνθρωπο, για τα ανθρώπινα δικαιώματα, για την ελευθερία έκφρασης, για την ισότητα, για την αγάπη και την ειρήνη...
Όταν μπορείς να συμβιβάσεις τα ασυμβίβαστα και μέσα από αυτό, να γίνεις καλύτερος άνθρωπος, τότε ο ρόκερ μέσα σου, δεν θα πεθάνει ποτέ και ο ροκ τρόπος ζωής, αυτός που επέλεξες ως δια μαγείας, κάποια άγνωστή στιγμή στην εφηβεία σου, θα σε ακολουθεί, θα σε προστατεύει και θα ζεί για πάντα.... Η σκληρή μουσική όλα αυτά; Θα σκεφτείτε... Ναι η ροκ μουσική.... Αν δεν συμφωνείτε, τότε μάλλον την ακούσατε, μόνο με τα αυτιά και όχι με την ψυχή σας, όχι με την καρδιά σας...
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ...
Τα παιδιά του ήλιου (με αφορμή την "έξοδο" του Νίκου Σπυρόπουλου)...
Μια νύχτα στη βιομηχανική ζώνη...
Γιάννης Σιδεράκης
Γεννήθηκα το 1972 στην Αθήνα και μεγάλωσα στην Άρτα. Από μικρή ηλικία, όταν ανακάλυψα το ρόκ ν ρόλ, μέσα από αντιγραμμένες κασέτες και δανεικά βινύλια, ήξερα αμέσως τι ήθελα να κάνω... Την πρώτη μου μπάντα την έστησα στα 15 και από τότε, δεν έχω σταματήσει ποτέ να παίζω, όπως και όπου μπορώ. Οι καλύτερες μου προσπάθειες ήταν, την δεκαετία του 90, 94 με 99, με τους «ΕΡΗΜΗΝ». Ταξιδέψαμε όμορφα, έχοντας γράψει δώδεκα τραγούδια σε δύο ντέμο και πολλά live, περισσότερο εδώ, στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου. Το 2012, ξεκίνησε μια νέα περιπέτεια με τους Ghostance The Band που παρά τις δυσκολίες των καιρών συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Παρά τις στραβοτιμονιές και τα ναυάγια, παραμένω ενεργός και αφοσιωμένος στην μεγάλη αγάπη της ζωής μου, την σκληρή μουσική. Τον υπόλοιπο καιρό, είμαι βιβλιοπώλης και ρεμβάζω προσπαθώντας ταυτόχρονα να βγάλω και τα προς το ζην, στην «Πολυθρόνα του Νίτσε». Διαβάζω, ακούω-παίζω μουσική και γράφω διηγήματα, σχεδόν ταυτόχρονα. Τόσο ταυτόχρονα, που καμιά φορά, το ένα μπαίνει μέσα στο άλλο και γίνονται ένα. Το μεγαλύτερο κατόρθωμα της ζωής μου είναι πάντως, ότι είμαι μπαμπάς της Φαίης και του Παύλου…
Γιάννης Σιδεράκης
Γεννήθηκα το 1972 στην Αθήνα και μεγάλωσα στην Άρτα. Από μικρή ηλικία, όταν ανακάλυψα το ρόκ ν ρόλ, μέσα από αντιγραμμένες κασέτες και δανεικά βινύλια, ήξερα αμέσως τι ήθελα να κάνω... Την πρώτη μου μπάντα την έστησα στα 15 και από τότε, δεν έχω σταματήσει ποτέ να παίζω, όπως και όπου μπορώ. Οι καλύτερες μου προσπάθειες ήταν, την δεκαετία του 90, 94 με 99, με τους «ΕΡΗΜΗΝ». Ταξιδέψαμε όμορφα, έχοντας γράψει δώδεκα τραγούδια σε δύο ντέμο και πολλά live, περισσότερο εδώ, στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου. Το 2012, ξεκίνησε μια νέα περιπέτεια με τους Ghostance The Band που παρά τις δυσκολίες των καιρών συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Παρά τις στραβοτιμονιές και τα ναυάγια, παραμένω ενεργός και αφοσιωμένος στην μεγάλη αγάπη της ζωής μου, την σκληρή μουσική. Τον υπόλοιπο καιρό, είμαι βιβλιοπώλης και ρεμβάζω προσπαθώντας ταυτόχρονα να βγάλω και τα προς το ζην, στην «Πολυθρόνα του Νίτσε». Διαβάζω, ακούω-παίζω μουσική και γράφω διηγήματα, σχεδόν ταυτόχρονα. Τόσο ταυτόχρονα, που καμιά φορά, το ένα μπαίνει μέσα στο άλλο και γίνονται ένα. Το μεγαλύτερο κατόρθωμα της ζωής μου είναι πάντως, ότι είμαι μπαμπάς της Φαίης και του Παύλου…
Γιάννης Σιδεράκης
Γεννήθηκα το 1972 στην Αθήνα και μεγάλωσα στην Άρτα. Από μικρή ηλικία, όταν ανακάλυψα το ρόκ ν ρόλ, μέσα από αντιγραμμένες κασέτες και δανεικά βινύλια, ήξερα αμέσως τι ήθελα να κάνω... Την πρώτη μου μπάντα την έστησα στα 15 και από τότε, δεν έχω σταματήσει ποτέ να παίζω, όπως και όπου μπορώ. Οι καλύτερες μου προσπάθειες ήταν, την δεκαετία του 90, 94 με 99, με τους «ΕΡΗΜΗΝ». Ταξιδέψαμε όμορφα, έχοντας γράψει δώδεκα τραγούδια σε δύο ντέμο και πολλά live, περισσότερο εδώ, στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου. Το 2012, ξεκίνησε μια νέα περιπέτεια με τους Ghostance The Band που παρά τις δυσκολίες των καιρών συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Παρά τις στραβοτιμονιές και τα ναυάγια, παραμένω ενεργός και αφοσιωμένος στην μεγάλη αγάπη της ζωής μου, την σκληρή μουσική. Τον υπόλοιπο καιρό, είμαι βιβλιοπώλης και ρεμβάζω προσπαθώντας ταυτόχρονα να βγάλω και τα προς το ζην, στην «Πολυθρόνα του Νίτσε». Διαβάζω, ακούω-παίζω μουσική και γράφω διηγήματα, σχεδόν ταυτόχρονα. Τόσο ταυτόχρονα, που καμιά φορά, το ένα μπαίνει μέσα στο άλλο και γίνονται ένα. Το μεγαλύτερο κατόρθωμα της ζωής μου είναι πάντως, ότι είμαι μπαμπάς της Φαίης και του Παύλου…