Γράφει ο Γιώργος Τσέκας
Το επάγγελμα που ακολουθείς και βιοπορίζεσαι δεν είναι απαραίτητα και αυτό που σου ταιριάζει ή αυτό που αναδεικνύει τα προσόντα σου, ή αντανακλά την προσωπικότητα σου και σου βγάζει τον καλύτερο σου εαυτό. Δεν είναι κάτι που σώνει και καλά αγαπάς και σίγουρα δεν απαιτείται για να την κάνεις, να σου ξεδιπλώνει αρετές και χαρίσματα ή να σε γεμίζει και σαν άνθρωπο. Όχι πάντα και χωρίς να συνυπολογιστεί μια μεγάλη παράμετρος, όπως είναι η αμοιβή που σου χαρίζει ή η κοινωνική θέση. Τέλος πάντων αυτά τα είχε κατά νου ο Λάζαρος που πήρε το μαγαζί του πατέρα του σχεδόν με το που ξεμπέρδεψε από τον Στρατό. Όλους και όλους τρεις γάμους και ένα πανηγύρι πρόλαβε να βιντεοσκοπήσει ως βοηθός του κυρ Γιάννη, πριν αυτός αποδημήσει σε άλλους κόσμους.
Ο κυρ Γιάννης ήταν καλλιτεχνική φύση, ο Λάζαρος πάλι πιο ωμός και πραγματιστής, όχι τόσο ώστε να τον πεις πεζό ή μονοκόμματο, που λένε σαν έκφραση ντοπιολαλιάς οι συγχωριανοί του, αλλά καθόλου καλλιτεχνική φύση είναι αλήθεια. Αυτό δεν τον εμπόδιζε όμως να είναι καλός φωτογράφος. Θα προτιμούσε όμως να είναι φωτογράφος-ρεπόρτερ. Μέσα στην φωτιά, μέσα στα γεγονότα, μέσα στη ζωή. Ήθελε πολύ τσαγανό, πολλά κάκκαλα όμως για αυτό. Που δεν τα είχε. Ξεχνούσε όμως πως το συγκεκριμένο επάγγελμα, ήθελε και ήθος. Που ούτε από αυτό διέθετε.
Εκείνο το ηλιόλουστο Σάββατο έπρεπε να κλείσει λίγο νωρίτερα το μαγαζί, καθώς έπρεπε ξεμπερδέψει γρήγορα με το ΚΤΕΟ, μιας και το απόγευμα είχε ένα γάμο στην εκκλησία του Αγίου Νεκταρίου. Καθώς χάζευε ένα παλιό φύλλο της εφημερίδας Πρώτο Θέμα που είχε ένα ωραίο ρεπορτάζ, με ένα κόμμα που τα μέλη του, «πυρήνα» τους έλεγε ο δημοσιογράφος, υπερασπιζόντουσαν γριούλες και τις βοηθούσαν να βγάλουν λεφτά από ΑΤΜ για να μην τις κλέψουν μετανάστες και κακοποιοί που είχε γεμίσει από δαύτους η Αθήνα, δεν κατάλαβε ποσό γρήγορα πέρασε η ώρα. Έριξε ακόμη μια ματιά στο εξώφυλλο με την γιαγιά στο ΑΤΜ και σκέφτηκε πώς να βρέθηκε ο μπαγάσας ο φωτογράφος εκεί. Σχεδόν είχε τελειώσει ο έλεγχος του πάντα καθαρού citroen του, όταν ο υπάλληλος που ερχόταν για να παραδώσει τα χαρτιά με τις υπογραφές του στον Λάζαρο, και αυτός με την σειρά του να τα πάει στο ταμείο να πληρώσει, τον κάλεσε να κατέβουν στο συνεργείο να του δείξει κάτι. Έκπληκτος ο Λάζαρος κατευθύνθηκε προς τον χώρο ελέγχου και ακολουθώντας που έδειχνε το δάκτυλο του υπαλλήλου του ΚΤΕΟ, κοίταξε στην μηχανή του αυτοκινήτου του ένα αβγό, που ήταν σφηνωμένο ανάμεσα στο ψυγείο και την μπαταρία. Γέλασε με απορία και έκπληξη και αφού το πήρε και το πέταξε στο καλάθι των αχρήστων έφυγε προς το λογιστήριο για να τελειώσει τις εκκρεμότητες του. Δεν είχε χρόνο για χαζά κουίζ και αναζητήσεις από που προερχόταν αυτό το αβγό όπως είχανε οι μηχανικοί στο ΚΤΕΟ. Τέλος πάντων είχε αλλά στο μυαλό του που αφορούσαν τον γάμο που είχε μπροστά του και όχι το αβγό. Που βρέθηκε το αναθεματισμένο όμως ε; Και ήταν μεγάλο για να ήταν κότας και να το πήγε καμία γάτα εκεί. Και που το βρήκε η γάτα στην πόλη μέσα όμως; Ή είχε πάει στο χωριό του πρόσφατα και δεν θυμόταν; Όχι μωρέ δεν το πήγε πουθενά το αυτοκίνητο, ποια κότα και ποια χήνα; Σαν πολύ δεν το σκέφτομαι όμως αναρωτήθηκε και θα χάσω καμία στροφή ή θα κοπανήσω πουθενά και θα γελάμε σκέφτηκε. Το βράδυ πέρασε δουλεύοντας μέχρι αργά και την Κυριακή αφού δεν είχε κάποια βάπτιση ξύπνησε λίγο αργότερα το πρωί. Τι πρωί μεσημέρι έφτασε και αυτός ήταν ακόμα στο κρεβάτι. Η μέρα κύλισε καρμπόν με όλες τις Κυριακές του που δεν δούλευε και το βράδυ ενώ έπαιζε στην τηλεόραση το «Πολύ Σκληρός Για Να Πεθάνει» το δυο, ο γιος του άρχισε να μιλά για τα βοθροκάναλα και τους άπλυτους τους μετανάστες που μας τους βάζουν μέσα στο σπίτι μας με το έτσι θέλω και δεν επιτρέπεται να είμαστε απαθέστατοι σαν έθνος και έμοιαζε μια οχλαγωγία στην οποία να μιλάνε ταυτόχρονα δέκα άτομα μαζί και μετέτρεπε το σαλόνι σε σαλούν. Και πριν προλάβει να πει μια κουβέντα, πέρα από τα νεύματα ικανοποίησης και συγκατάβασης προς το βλαστάρι του, βλέπει στο μαξιλάρι του καναπέ το αβγό. Βασικά ένα ολόιδιο με αυτό που βρήκε ο μηχανικός στο αυτοκίνητο την προηγούμενη μέρα, αβγό. Αλλά ποιος του εγγυόταν πως δεν ήταν το ίδιο; Τι στο διάβολο συνέβαινε;
Δεν πέρασαν λίγες μέρες η δουλειά τον χειμώνα ήταν πεσμένη από γάμους ούτως ή άλλως και στο σπίτι η είδηση του θανάτου ενός Πακιστανού ή Αφρικανού δεν θυμόταν ακριβώς από μαχαίρι στα Πετράλωνα θα περνούσε απαρατήρητη ανάμεσα στα τόσα που είχε στο δελτίο στον Αντένα αλλά το συνδύασε η μνήμη του με την εμφάνιση του αβγού για ακόμα μια φορά στο σαλόνι. Το αβγό μάλιστα ήταν κάπως μεγαλύτερο και είχε πάνω του κάποιες ακανόνιστες κόκκινες γραμμές που φαινόταν σαν φλέβες και αγγεία και του θύμιζαν ένα Πάσχα που είχε βάψει τα αβγά με κλωστές η γυναίκα του η Σούλα. Άσε που έμοιαζε σαν να υπήρχε κάτι μέσα στο αβγό ρε πούστη μου, σαν ήταν κάτι έτοιμο να πεταχτεί από μέσα. Το πρωί που ξύπνησε η Σούλα να του φτιάξει καφέ πριν πάει στο φωτογραφείο τον μάλωσε που λέρωσε τον καναπέ και μάτια της εξηγούσε πως δεν μάτωσε η μύτη του στον ύπνο του και πως υπήρχε ένα αβγό εκεί με φλέβες… δεν άντεχε άλλο να ακούει πως ήταν ονειροπαρμένος ούτε πως αυτά τον φάγανε οι Καζαμίας και τα παραδόσεις. Βλέπετε ο κακομοίρης είχε μια αγάπη τι αγάπη λατρεία να διαβάζει όνειρο κριτές να προβλέπει τον καιρό με τα μερομήνια και να διηγείται ιστορίες των παλιών όπως έλεγε. Χαιρόταν να προηγείται των μετεωρολόγων και προβλέπει το ύψος του χιονιού που πρώτος έλεγε ότι θα πέσει στο ακριβώς ίδιο ύψος που είχε δει να περπατάνε προς τα πάνω τα μυρμήγκια. Λίγο πως κάθε φορά τα έλεγε λίγο πιο διαφορετικά την άλλη δεν θυμόταν αν το άκουσε από σοφό γέροντα ή την γιαγιά του ή από την παρατηρητικότητα του και την εμπειρία του που κόμπαζε προκαλώντας θυμηδία στους γύρω του, λίγο η αποτυχία των προβλέψεων, παρά το δεδομένο των ενδείξεων, είχαν κάνει τα λόγια του ανόητα και την φιγούρα του γραφική. Δεν ήταν μια αλλά πολλές φορές που έβλεπε το αβγό μέσα στο μαγαζί στην βεράντα στο δρόμο. Έκανε πια πως δεν το έβλεπε και ας ήταν κάθε φορά πιο κόκκινες οι φλέβες που έβλεπε πιο μεγάλο το μέγεθος του και κυρίως πιο ζωντανό αυτό που πάλλονταν μέσα του. Το καλοκαίρι πέρασε και ο Σεπτέμβρης ήταν γλυκός με τον γιο να περνάει στο ΤΕΙ Αθήνας και τον Λάζαρο να κατεβαίνει από Κυριακή να βρει σπίτι στον κανακάρη του. Είχε τέσσερις μέρες στην πρωτεύουσα και είχε ήδη βαρεθεί, δεν ήταν για τσιμέντα το κορμάκι του ούτε τα μέσα του για καυσαέριο και φασαρία. Την άλλη μέρα θα έφευγαν, αφού το σπίτι το είχαν γλείψει με την Σούλα και ακόμα είχαν πάρει και (φτηνά) κάποια έπιπλα και μια μεγάλη τηλεόραση να βλέπει το παιδί, όταν ξεκουράζεται μετά το διάβασμα. Όλα τα είχαν κάνει σαν καλοί γονείς, είχαν χαλάσει τόσα–όσα για να αποδείξουν την αγάπη τους στο παιδί τους. Η αλήθεια είναι πως ο καναπές έμοιαζε λίγο μικρός και πολύ κοντά στην τηλεόραση, αν και πάλι η τηλεόραση ήταν από μόνη της μεγάλη και το δυαράκι μια σταλιά δυο επί τρία. Αλλά σήμερα δεν πειράζει θα έβλεπε την Ολυμπιακάρα στο σπίτι και ο Σπύρος θα έβγαινε με κάτι συμφοιτητές του να το δει έξω και ενώ του απαγόρευσε να πάει στο γήπεδο «μην γίνουν τίποτα φασαρίες» είχε στο πίσω μέρος του μυαλού του μήπως πάει τελικά. Χαλάλι η πλούσια Παρί σεν Ζερμέν ερχόταν με τα πετροδολάρια δεν ερχόταν η Λιβαδειά, στο Καραϊσκάκη. Είχε μια δροσούλα εκείνο το βράδυ και σηκώθηκε να κλείσει το παράθυρο, λίγο πριν την σέντρα του ματς, μιας και η κυρία Σούλα ήδη κοιμόταν μέσα στο δωμάτιο του παιδιού και ούτε καν απάντησε όταν την φώναξε να το κλείσει. Με το που έκλεισε την μπαλκονόπορτα, στο ολοκαίνουργιο καναπέ που μύριζε πλαστικούρα είδε το γαμημένο αβγό. Μόνο που δεν ήταν απλά κόκκινο και απλά μεγαλύτερο από κάθε άλλη φορά. Αυτή τη φορά του μίλησε. Ναι του μίλησε! «Ντύσουν άπλυτε και ακολούθησε με. Άκουσες βλάχο;» του είπε. Ναι το αβγό. «Ντύσου ρε, βιάσου». «Το αβγό ρε παιδιά μίλησε, μου μίλησε τι κάνω ρε παιδιά τρελάθηκα», ψέλλισε πριν το αβγό του επιτεθεί και του δώσει μια στο κούτελο με ορμή. Χωρίς να σπάσει ή έστω μια ρωγμή στο κέλυφός του, συνέχισε να τον χτυπάει με μίσος και δύναμη στο κεφάλι, σαν ένα αόρατο χέρι να το κρατά και να το κοπανάει στην κεφάλα του, ανοίγοντας του πληγές και να του προκαλεί πόνο και μώλωπες. «Ντύσου ρε μαλάκα, σκουπίδι ντύσου, πάμε, αργήσαμε» είπε με φωνή αγριεμένη σαν από καραβανά που προστάζει κάποιον νεοφερμένο φαντάρο για αγγαρεία.
Το αβγό μπροστά και ο Λάζαρος από πίσω έτρεχαν σαν δαιμονισμένοι, μέσα σε μια ξένη πόλη, μια άγνωστη πόρνη που καταπίνει νιάτα, όνειρα και επαρχιώτες που ονειρεύονται μια καλύτερη ζωή και κυνηγάνε μετανάστες που έρχονται χωρίς ελπίδα και Plan B, σε μια άλλη ήπειρο, συχνά περνώντας χίλια μύρια κύματα και κακουχίες, για να φτάσουν εδώ, δεν πήραν το ΚΤΕΛ και κατέβηκαν από το χωριό τους για να γίνουν σερβιτόροι και μπαργούμαν στην πρωτεύουσα σαν τους ιθαγενείς. Που τα σκέφτηκε όλα αυτά τούτη την ώρα; Εδώ καλά–καλά δεν του πέρασε από το μυαλό να μην ακολουθήσει το αλλόκοτο αβγό σε αυτή την κούρσα χωρίς λογική ή ούτε νοήθηκε να βάλει τα χέρια του να προστατευθεί από τα χτυπήματα του στο κεφάλι… ένας θεός ξέρει πως…Τώρα είχε δυο ώρες σίγουρα στον δρόμο και η καρδιά του θα έσπαγε από την ένταση. Ο ιδρώτας κυλούσε σαν ποτάμι πάνω του τον έλουζε κάνοντας τον να μοιάζει σαν βρεγμένη γάτα. Το πουκάμισο είχε κολλήσει πάνω του, ενώ το αίμα στο κεφάλι του δεν έλεγα να στεγνώσει και κυλούσε στο πρόσωπό του. Είχε φτάσει στην Νίκαια μετά από τόσο ποδαρόδρομο και τρεχαλητό, κάπου μέσα σε κάτι βρώμικα στενά. Πρώτη φορά πατούσε το πόδι του εκεί, ούτε ήξερε πως βρέθηκε, με την καρδιά του πραγματικά έτοιμη να σπάσει και το λαχάνιασμα να του κόβει την ανάσα. Πολύς κόσμος έξω στους δρόμους, πολύ αστυνομία, ομάδα Δ.Ι.Α.Σ. και ένα τσούρμο από τύπους με ξυρισμένα κεφάλια και μαύρες μπλούζες. Ο θρήνος μιας κοπέλας επισκίαζε τα πάντα. Είχε στην αγκαλιά της ένα παλικάρι, σήκωνε τις πελώριες πλάτες του για να κρατήσει το κεφάλι του όρθιο σε ένα σώμα ακίνητο και νεκρό. Το κλάμα της θλιμμένο και εκκωφαντικό, κάλυπτε τον ήχο της κάμερας και των φλας του φωτογράφου (συνάδελφος σκέφτηκε αμέσως, και τι γενναίος, πόσο τον ζήλευε αλήθεια, θα έπαιρνε και χοντρά φράγκα για την φωτογραφία αυτή) που απαθανάτιζε την στιγμή, που στην ψυχή της θα φώλιαζε αιώνες, και σε ένα ανίερο σαρκασμό της στιγμής μια τρεμάμενη φωνή απήγγειλε τον Επιτάφιο του Ρίτσου. Ανάμεσα σε τόσο πλήθος είδε τον γιο του τον Σπυράκο ανάμεσα σε αυτούς με τις μαύρες μπλούζες. Ήταν μια χαρά και γελούσε δόξα τω Κύριω! Το γέλιο του γιου του και η ηδονική χαρά που πρόδιδαν οι εκφράσεις του προσώπου του, όμως τον προβλημάτισαν, μα σταμάτησε στην απορία δεν είχε το σθένος και την ανθρωπιά για να τον κάνουν να αηδιάσει. Την ίδια στιγμή κανείς από το συγκεντρωμένο πλήθος δεν κοιτούσε το ανθρωπάκι, τον Λάζαρο, που το αβγό άρχιζε ξανά να τον χτυπάει με μίσος στο κεφάλι. Με ακόμα μεγαλύτερο μίσος από πριν και του άνοιγε την κούτρα του στα δυο –πριν σπάσει και αυτό με την σειρά του– και γεμίσει τον κόσμο εμετό και αίμα– πριν τον αφήσει αναίσθητο. Για ώρα ήταν λιπόθυμος και κανένας δεν του έδινε την παραμικρή σημασία. Ακόμα και σε αυτή την άβολη και χωρίς επικοινωνία κατάσταση στα αυτιά του έφτανε η φωνή του εκφωνητή του ΣΚΑΪ. Έκτακτο δελτίο. Ανάμεσα σε πάμπολλες αυτοαναιρούμενες ανοησίες κεκαλυμμένες με ένα πέπλο σοβαροφάνειας και δήθεν ηρεμίας άκουσε «Τον σκότωσαν για το ποδόσφαιρο». Ξαφνικά βρήκε την δύναμη και άνοιξε τα μάτια του. Βρισκόταν στο σαλόνι του διαμερίσματος του παιδιού του. Το στόμα του είχε κολλήσει και τα ρούχα του ήταν βρεγμένα από τον ιδρώτα. Η Σούλα κοιμόταν μέσα και ο άλλος ακόμα να γυρίσει. Έκλεισε την τηλεόραση και πήγε προς το ψυγείο να πει ένα κρύο νερό. Γύρισε στον καναπέ του και τη ηρεμία του. Άλλαξε κανάλι και έψαξε να βρει τις φάσεις και τα γκολ του αγώνα. Πόσο να ήρθε, σκέφτηκε, και άραξε αναπαυτικά στην ησυχία του…
(Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Metal Invader τον Μάιο του 2019)
Γιώργος Τσέκας
Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...
Γιώργος Τσέκας
Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...
Γιώργος Τσέκας
Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...