Γράφουν ο Γιώργος Τσέκας και ο Νίκος Καρδάκος
Όταν πέρασα φοιτητής στο Πολυτεχνείο ήμουν ένας νέος άντρας στο άνθος την ηλικίας του και είχα πολλά να περιμένω ακόμα. Δέκα χρόνια μετά ήμουν ένα ακόμα μικρό και ασήμαντο γρανάζι του συστήματος. Σαν τον ομηρικό συνονόματο Οδυσσέα που κι αν κυρίευσε την Τροία με το τέχνασμα του βρισκόταν εξουθενωμένος και αποκαμωμένος στις ακτές της Ασίας μακριά από το σπίτι του. Το όνομα μου «Οδυσσεύς», μάλλον προέρχεται από το ρήμα «οδύσσομαι» που είναι συνώνυμο του οργίζομαι και του μισώ κάποιον, οπότε μάλλον σημαίνει εξοργισμένος, αλλά στο σχολείο μου είχαν πει πως είναι ο μισούμενος από τους θεούς, αυτός που έδωσε αφορμές δυσαρέσκειας. Ποια αφορμή έδωσα, αλήθεια θέλω να μάθω. Ας τους χαρίσω την κατάρα μου τότε για να υπάρχει λόγος που τους δυσαρέστησα υπαρκτός.
Ο δε Όμηρος δίνει άλλη ερμηνεία, πως τάχα το όνομα σημαίνει «γιος της πέτρας». Μπορεί επίσης να προέρχεται από το ρήμα «οδυνάω» που σημαίνει «προκαλώ πόνο» με την έννοια «αυτός που προκαλεί και αισθάνεται πόνο». Αυτό το επιβεβαιώνω, αφού αισθάνομαι έναν διαρκή πόνο πνευματικό και σωματικό και φοβάμαι πως την ίδια ώρα προκαλώ πόνο και σε όποιον βρίσκεται δίπλα μου. Τα χρόνια πέρασαν, άλλες φορές δύσκολα, άλλες φορές με λιακάδα. Δουλειές του ποδαριού, και ένας ολόκληρος κόσμος να ανακαλύψω. Εκείνα τα χρόνια την γνώρισα και πέρασα μαζί της όσο έντονα δεν είχα φανταστεί ποτέ. Στιγμές που ξεθωριάζουν μακριά της όσο περνάει ο καιρός. Σα να ήταν δανεικές και τώρα να τις πληρώνω με δυστυχία υψηλού επιτοκίου. Λίγο πριν τα σαράντα σχεδόν ξοφλημένος κοιτάζω μόνο απλήρωτους λογαριασμούς, σβησμένος και άδειος σαν να μου έχει ρουφήξει κάποιος το μεδούλι από τα κόκαλα. Η μια δουλειά να διαδέχεται την άλλη, η πρόσληψη να γίνεται απόλυση πριν υπογράψω μια σύμβαση αορίστου χρόνου, ο ΟΑΕΔ να έχει γίνει το εξοχικό μου και ακόμα χαμένο στοίχημα, άλλη μια αποτυχία να στεριώσω κάπου να αποτελεί μέρος της καθημερινής μου ρουτίνας. Ανασφάλιστος, κακοπληρωμένος αν όχι απλήρωτος, με ξεχειλωμένο ωράριο, χωρίς μέτρα προστασίας, χωρίς ρεπό, άδειες και δώρα που υπέγραφες ότι τα έλαβες αλλά τα επέστρεψες στο λογιστήριο αν δεν ήθελες να τις φας από τους μπράβους του εργοδότη-ευεργέτη και με αβέβαιο μέλλον. Πρόσβαλες το αφεντικό και η ύβρις θα επιφέρει τη νέμεσις και μια δεκάχρονη περιπλάνηση σου σε κάθε λογής δουλειά που θα στη βαφτίσουν δουλίτσα, για να δικαιολογηθεί και ο κουτσουρεμένος μισθός που μοιάζει χαρτζιλίκι. Οι περιπλανήσεις σε άγνωστα επαγγέλματα και τέχνες στην χώρα των Κικόνων, στη χώρα των Λωτοφάγων και στην συνέχεια στη χώρα των Κυκλώπων, δεν έφεραν στον δρόμο μου κανεναν Πολύφημο, αλλά χρειάστηκε να βουλώσω κάποια μάτια ρουφιάνων πριν με διώξουν κλωτσηδόν από εκεί. Και ήλπιζα τουλάχιστον οι προλετάριοι να δείχνουν αλληλεγγύη μεταξύ τους, όχι να σε ρουφιανεύουν με την πρώτη ευκαιρία στο αφεντικό μπας και πάρουν την εύνοιά του πατώντας επί πτωμάτων. Πέρασα λίγους μήνες σε ένα βιβλιοπωλείο στην οδό Αιόλου, μου χάρισαν άπειρη γνώση και μύρια «έναντι» και τον περίφημο ασκό του που περιείχε όλους τους ανέμους εκτός από τους ευνοϊκούς και τον άνοιξα με όρεξη για καταστροφή, αντί για όρεξη για δουλειά, βλέπετε τα αφεντικά το γονάτισμα το λένε όρεξη και το χαμαλίκι δουλειά. Εγώ όμως υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μη γονατίζω πια. Μεγαλώνοντας έτσι κ’αλλιώς δυσκολεύομαι όλο και περισσότερο. Έτσι κατέληξα να καταστρέφω καράβια στον Σκαραμαγκά σαν Λαιστρυγόνας. Από εκεί με ξέβρασε το κύμα σε μια μικρή ναυτιλιακή, και εκεί είδα συντρόφους μου και συναδέλφους να μεταμορφώνονται σε γουρούνια και να συνεργάζονται με τους μπάτσους και να μας δίνουν στεγνά μετά από μια απεργία. Ένα χρόνο άντεξα και αφού ένιωσα την ψυχή μου να έχει κατέβει στον Άδη, πέρασα από το στενό των Σειρήνων, το στενό της Σκύλας και της Χάρυβδης δουλεύοντας πότε σαν παρακαδόρος και πότε σαν λαντζέρης σε μπουζούκια στην Ιερά Οδό, έφτασα ράκος στο επόμενο που έμοιαζε λαμπερό και φανταχτερό σαν το νησί του Θεού Ήλιου. Μια «σοβαρή» επιχείριση με προσέλαβε σαν πωλητή των αναψυκτικών και ενεργειακών ποτών της, και τα λευκά πουκάμισα, το αυτοκίνητο που μου χρέωσαν και το κινητό που μου έδωσαν για να με παρακολουθούν ανά πάσα στιγμή δεν έφερναν τα νούμερα που ζητούσε ο διευθυντής. Έτσι δεν μπόρεσα να στεριώσω ούτε εκεί μα η ανάγκη και το χτίσιμο οικογένειας με έκαναν να υπομένω και να περιμένω, (αλήθεια τι;), στο νησί της Καλυψώς. Τα 7 χρόνια μου θυμίζουν χρόνια φαγούρας, αλλά άργησα να το καταλάβω και να βγω από τον γύψο, πριν πάω για ένα καλοκαίρι στο νησί των Φαιάκων σαν σερβιτόρος. Η πανδημία και το κλείσιμο του τουρισμού με έδιωξαν από την Κέρκυρα, αλλά δεν έχω βρει ακόμα καταφύγιο στην Αυλή του βασιλιά Αλκίνοου. Μέρα με τη μέρα η παρανομία γίνεται όλο και πιο ελκυστική στο μυαλό μου. Λες και όσοι τα έχουν όλα, δεν τα απέκτησαν από τον ιδρώτα μας. Γίναμε οι νόμιμοι σκλάβοι, οι αναλώσιμοι. Το κρέας στα κανόνια τους. Και τώρα πια, κοιτώντας πίσω, θα προτιμούσα να είχα μείνει μπροστά στα τείχη της Τροίας που πίσω τους έκρυβαν το μυστήριο. Την ελπίδα για κάτι όμορφο. Την αιώνια θέση μας στα βιβλία της ιστορίας για κάτι ακατόρθωτο. Την ολική ανατροπή της δυστοπίας μας ίσως; Ένα μεσημέρι του Νοέμβρη, βρισκόμουν στο ξέφωτο που χάνομαι στον Υμηττό για να διαβάζω βιβλία. Στα χέρια μου η Θεία Κωμωδία του Δάντη, είχα μπεί μόλις στο καθαρτήριο. Και ξάφνου, μια υποσημείωση μου έδειξε αυτό που τόσο ήθελα να μάθω. Το τέλος της Οδύσσειάς μου. Στη πένα του Δάντη, ο Οδυσσέας δεν έφτασε ποτέ στην Ιθάκη αλλά συνέχισε το ταξίδι του με εκείνους τους λίγους συντρόφους του περνώντας εν τέλει τα σύνορα του γνωστού τότε κόσμου, τις Ηράκλειες στήλες. Η Οδύσσειά του τελείωσε, όταν ξεβράστηκε στις ακτές του βουνού του Καθαρτηρίου. Για να γίνω πιο ξεκάθαρος, στον θάνατό του. Δεν προβλεπόταν ποτέ ένα χαρούμενο τέλος λοιπόν, έτσι; Όταν δεν ζεις σε φούσκες, δεν έχεις αυταπάτες για ένα γαλήνιο τελευταίο στάδιο στην Οδύσσειά σου. Στο Γολγοθά σου. Χαμογέλασα. Τουλάχιστον θα περάσω τις στήλες με αυτούς τους λίγους συντρόφους. Που μαζί τους οι κρύες νύχτες εκπέμπουν θερμότητα, και οι φόβοι εξανεμίζονται. Ας είναι. Μέχρι τότε ξέρω πως πρέπει να συνεχίσουμε να δημιουργούμε ρωγμές ανυπακοής. Όλο αυτό το ταξίδι μου έμαθε πως το να είσαι ένα γρανάζι στη κανονικότητα τους είναι μια καλοστημένη παράσταση. Τέλος καλό όλα καλά μόνο για τα αφεντικά και την εξουσία. Τα νησιά που ξεβράστηκα, ήταν εκεί για να μου μάθουν τη σαπίλα αυτού του κόσμου. Και την ανάγκη για αντίσταση...
Γιώργος Τσέκας
Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...
Γιώργος Τσέκας
Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...
Γιώργος Τσέκας
Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...