Γράφει ο Γιάννης Σιδεράκης
Ήταν Οκτώβριος του 1990 όταν έπαιρνα τις τελευταίες τζούρες ελευθερίας πριν παρουσιαστώ στον ελληνικό στρατό τον Νοέμβριο, στις 19, για να κάνω το καθήκον μου και να γίνω άντρας… Σκάρτα δεκαοχτώ χρονών… Παιδάκι… Κατέβηκα στην Αθήνα, να βρω τον κολλητό μου, να κάνω, όσες αλητείες μπορούσα, να προφτάσω… Όσο προλάβαινα. Ο Αντρέας… Κλασικό φρικιό! Ποτέ λεφτά στην τσέπη, όλα αμάκα, μονίμως, να βρούμε κάτι να πιούμε και «δάγκωμα», όπου και σε όποιον μπορούσε… Εγώ τον αγαπούσα, με είχε μυήσει σε μια ζωή μακρινή από την δική μου, τη ζωή ενός παιδιού μιας μικρής επαρχιακής πόλης. Με είχε περπατήσει, μου είχε δείξει, με είχε ξεβγάλει…Έτσι και τώρα, όλη την μέρα μαζί, γύρω γύρω στα Εξάρχεια, στο κέντρο, να γυρνάμε, να ζούμε, να αναπνέουμε… Σταματάμε στο περίπτερο να πάρουμε τσιγάρα και βλέπω αφίσα… «Παύλος Σιδηρόπουλος, live στο Αν»… Με πήγε λίγο πίσω, με πήγε αλλού…
Στην Άρτα που μεγάλωσα, την δεκαετία του 80 μουσική μαθαίναμε δύσκολα. Από σκόρπιες πληροφορίες, από περιοδικά, από φίλους που έρχονταν από μακριά, από φοιτητές, από μεγαλύτερους και, το σημαντικότερο, από τους μύθους που κουβαλούσαν μαζί τους… Τον Σιδηρόπουλο τον γνώρισα από ένα δίσκο σε μια pub, σε ένα ροκάδικο της εποχής (έτσι τα λέγαμε τότε, για να καταλαβαίνουν και οι μικρότεροι), από έναν μισοδιαλυμένο, πολυπαιγμένο δίσκο. Ήταν το Φλου και μου είχε κάνει εντύπωση, με είχε σημαδέψει και τον έπαιζα συχνά στα αυτοσχέδια dj set, συνήθως τα πρωινά ή νωρίς το απόγευμα, και δεχόμουν το γιουχάρισμα των φίλων... Τον είχα αγαπήσει σε μια εποχή που το να ακούς ροκεντρόλ με ελληνικό στίχο ήταν σχεδόν ντροπιαστικό, δεν υπήρχε στον χάρτη, στον underground χάρτη… Αυτός ήταν για μένα, μια φωνή σε έναν δίσκο, μια ασπρόμαυρη φωτογραφία σε ένα εξώφυλλο και το γλυκόπικρο συναίσθημα που μου δημιουργούσε. Τίποτε άλλο, καμία άλλη πληροφορία, αλλά τον γούσταρα, με «έκαιγε» μέσα μου… Ήταν για μένα ένα μυθολογικό ροκ «Πλάσμα» που κινούνταν εκεί που εγώ ονειρευόμουν, που έκανε πράγματα που ποθούσα, που έπαιζε μουσική, σκληρή μουσική και ήταν Έλληνας. Ήταν προσιτός, μπορεί κάποια στιγμή και να τον έβλεπα από κοντά, να μοιραζόμουν ίσως το ίδιο stage μαζί, όπως είχα την τύχη να το μοιραστώ με τους Last Drive λίγους μήνες πριν… Δικός μας άνθρωπος! Πώς να το πω! Δεν ζούσε στο L.A, ξέρω ‘γω…
Μόλις βλέπω την αφίσα, λέω στον Ανδρέα: «Το βράδυ, θα πάμε να τον δούμε, τέλος!»… «Δεν έχω λεφτά!», μου απαντάει εκείνος κλασικά… «Θα στα βάλω εγώ, ρε! Πάμε, σε παρακαλώ, πρέπει να τον δω οπωσδήποτε!» συνεχίζω εγώ... Ο Αντρέας, πάντα ετοιμόλογος, απαντάει: «Σιγά μωρέ! Ο Σιδηρόπουλος κάθε τρεις και μία κάπου εδώ παίζει! Όταν θα πάρεις άδεια θα πάμε να τον δούμε! Τι φοβάσαι, μην τον χάσεις; Πάμε να μπεκρουλιάσουμε απόψε, κράτα τα λεφτά, έχει και καλό πάρτι φίλος στην Πετρούπολη και πρέπει να πάμε»… Τελικά με έψησε…
Στην πρώτη άδεια, από τον στρατό, στην άδεια ορκωμοσίας, μετά από ένα γερό μεθύσι που προηγήθηκε με τα κολλητάρια στο στέκι μας, βρέθηκα να ανοίγω τα μάτια με το ζόρι στο πατρικό μου σπίτι… Ντύθηκα βιαστικά και ξεκίνησα για να πιω ένα φραπέ να ανοίξει το μάτι, να δω τους φίλους, να ρίξω μια ματιά στην ζωή μου, στην πραγματικότητά μου που την ένοιωθα ήδη να απομακρύνεται… Σταμάτησα στο περίπτερο να πάρω τσιγάρα και… έμεινα κόκκαλο… Στην πρώτη σελίδα των εφημερίδων, με μεγάλα μαύρα γράμματα, έγραφε: «Πέθανε ο Παύλος Σιδηρόπουλος»... Ήταν πρωί, στις 6 Δεκεμβρίου… Κάτι έσπασε μέσα μου…
Ενάμιση χρόνο αργότερα, φρέσκος πολίτης πια, όλα είχαν αλλάξει… Τα στέκια, είχαν κατακλυσθεί από άγνωστες φάτσες, εγώ δεν ήμουν πλέον μαθητής αλλά «μεγάλος» και η μουσική… Είχε αλλάξει και η μουσική… Πλέον η ελληνόφωνη ροκ ήταν παντού, ήταν μόδα, ήταν must. Οι Τρύπες που τους είχα ακούσει από μια κασέτα στο Lada ενός φίλου καθώς ανηφορίζαμε στου Ζωγράφου και καυχιόταν για την ανακάλυψή του, ήταν ήδη ροκ σταρ και δεκάδες συγκροτήματα ξεπετάγονταν από παντού… Στη μέση, στην αρχή, στο τέλος κάθε συζήτησης στο επίκεντρο ήταν ο Σιδηρόπουλος που πλέον τον ήξεραν όλοι, τον υμνούσαν παίζοντας παντού τα τραγούδια του, γνώριζαν λεπτομέρειες για την ζωή του. Στο τοπικό δισκάδικο υπήρχαν τουλάχιστον πενήντα αντίτυπα του Φλου σε περίοπτη θέση. Ένας δίσκος που σχεδόν δυο χρόνια πριν δεν μπορούσα να βρω πουθενά και με τίποτα… Όλα είχαν αλλάξει και μια ολόκληρη βιομηχανία είχε στηθεί, πάνω στο πτώμα του…
Εταιρείες που μέχρι πρότινος δεν θα έδιναν την ευκαιρία σε κανέναν πιτσιρικά που έπαιζε τέτοια μουσική και μάλιστα με ελληνικό μάλιστα στίχο, τώρα έκαναν «κρα» για νέο αίμα, πλήρωναν όσο όσο, έπεφταν οι υπογραφές εύκολα… Κανάλια με διαφημίσεις και αφιερώματα, περιοδικά, εφημερίδες, ραδιοφωνικοί σταθμοί, μαγαζιά, συναυλίες, πολλές και μεγάλες συναυλίες, συνεργάτες που τον είχαν χεσμένο, «φίλοι» και γνωστοί, θαμώνες στα ίδια στέκια, όσοι του είχαν κλείσει την πόρτα στα μούτρα και όσοι τον είχαν αποπάρει, τώρα έτρωγαν με χρυσά κουτάλια και πουλούσαν ακριβά την κληρονομιά, την παρακαταθήκη του…
Όταν έχεις βρεθεί στο σημείο «μηδέν», ξέρεις… Κι εγώ ήμουν εκεί, μικρός για να υποχωρήσω, για να το περάσω στο ντούκου, αλλά και αρκετά μεγάλος για να καταλάβω… Ο θάνατος του Παύλου Σιδηρόπουλου ήταν το έναυσμα για μια έκρηξη που, όπως όλες οι εκρήξεις, ήταν δυνατή, έκανε πολύ θόρυβο, πολύ σαματά, αλλά κράτησε λίγο, όπως κρατάνε λίγο όσα γίνονται βιαστικά, με προχειρότητα και με μόνο σκοπό το κέρδος. Ο θάνατος αυτού του ανθρώπου, που έφυγε μόνος με ελάχιστους φίλους γύρω του, χωρίς fun club, που έπαιζε μέχρι τελευταία στιγμή σε άδεια μαγαζιά, ξεχασμένος, πυροδότησε τη δημιουργία μιας βιομηχανίας «ονείρων». Πελατάκια, όσοι έπαιζαν, όσοι άκουγαν, όσοι πίστευαν σε κάτι δυνατότερο, ανώτερο, ομορφότερο, ανόθευτο, και αφεντικά, όλοι οι άσχετοι ποντικομούρηδες που εκμεταλλεύτηκαν τη χρονική συγκυρία και την μορφή αυτού του ροκ ήρωα που τόσο πολύ χρειαζόμασταν όλοι, για να γεμίσουν τις τσέπες τους, για να πηδήξουν, για να χορτάσουν την ακόρεστη πείνα τους… Όταν πια δεν είχε «ψωμί», όταν το στέγνωσαν και το έστυψαν καλά καλά, επέστρεψαν σε αυτό που ήξεραν καλά: στα σκλυλοπόπ, στα κλαψοέντεχνα και σε όλες τις δηθενιές που ανέκαθεν σε αυτή την χώρα γέμιζαν τον ντορβά και τους συντηρούσαν πλουσιοπάροχα…
Στο μαζικό υποσυνείδητο των Ελλήνων ρόκερ, η έξοδος του Παύλου Σιδηρόπουλου ήταν ο πρώτος καταγεγραμμένος θάνατος ενός ροκ σταρ από ναρκωτικά στην Ελλάδα. Κάτι που έδωσε σε όλους την αίσθηση του δράματος, του μεγαλείου, μια στιγμή αίγλης, όπως τη φανταζόμασταν από τους θανάτους των μεγάλων μας ηρώων, εκεί στην δεκαετία του εξήντα στο Αμέρικα… «Leave fast, die young», φάση... Ήταν ο πρώτος ήρωας, ο πρώτος δικός μας ήρωας που χάσαμε και έγινε πρωτοσέλιδο… Ήταν ο δικός μας άνθρωπος που έφυγε και το πρώτο θύμα του κατσικότοπου και του κουτσουρεμένου βλαχομπαρόκ σταρ σίστεμ… Αγιοποιήθηκε από τους χλευαστές του, στήθηκε ανδριάντας ξύλινος για όσο βόλευε…
Βέβαια, αν με ρωτάτε, δεν ήταν άνευ λόγου και αιτίας όλο αυτό, επειδή ακόμη και μέσα από τον τάφο φρόντισε να πάει, έστω και για λίγο, η αγαπημένη του μουσική εκεί που της άξιζε. Σκεφτείτε πόσες μπάντες δεν θα είχαμε γνωρίσει ποτέ, που χάρη σε αυτό το «μπαμ», υπέγραψαν σε μια εταιρεία και μάθαμε την δουλειά τους, πόσα live θα είχαμε χάσει, πόσους ανθρώπους δεν θα είχαμε γνωρίσει, πόσα όνειρα δεν θα κάναμε, πόσα βράδια, θα ήμασταν μόνοι… Χωρίς την παρακαταθήκη του, χωρίς την μουσική, την σκληρή μουσική με ελληνικά λόγια… Τη μουσική του!
Πολλά χρόνια αργότερα συνεχίζει να υπάρχει… Όχι όπως τότε, όχι σε κάθε σπίτι, όχι παντού, αλλά στο μυαλό και, το σημαντικότερο, στην καρδιά πολλών ανθρώπων που κάτι τους είπε πραγματικά, κάτι τους άφησε. Αν με ρωτάτε, πιστεύω ότι θα μείνει για πάντα αθάνατος και η μουσική του θα περνάει από γενιά σε γενιά και πάντα θα βρίσκει αποδέκτες, θα βρίσκει γόνιμο έδαφος και ένα ζευγάρι αυτιά για να τα μαγέψει, μια ψυχή για να τη μαλακώσει, να την αγριέψει, να την αλλάξει και, τελικά, να της μιλήσει… Θα βρει…
Τον γιο μου τον βάφτισα Παύλο και όχι τυχαία… Τον νανούρισα και τον ξύπνησα με κάποια τραγούδια του. Είναι μικρός ακόμη, δεν καταλαβαίνει, αλλά όταν μεγαλώσει, θα έχω να του διηγηθώ μια ενδιαφέρουσα ιστορία, μια δυνατή ιστορία…
Γιάννης Σιδεράκης
Γεννήθηκα το 1972 στην Αθήνα και μεγάλωσα στην Άρτα. Από μικρή ηλικία, όταν ανακάλυψα το ρόκ ν ρόλ, μέσα από αντιγραμμένες κασέτες και δανεικά βινύλια, ήξερα αμέσως τι ήθελα να κάνω... Την πρώτη μου μπάντα την έστησα στα 15 και από τότε, δεν έχω σταματήσει ποτέ να παίζω, όπως και όπου μπορώ. Οι καλύτερες μου προσπάθειες ήταν, την δεκαετία του 90, 94 με 99, με τους «ΕΡΗΜΗΝ». Ταξιδέψαμε όμορφα, έχοντας γράψει δώδεκα τραγούδια σε δύο ντέμο και πολλά live, περισσότερο εδώ, στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου. Το 2012, ξεκίνησε μια νέα περιπέτεια με τους Ghostance The Band που παρά τις δυσκολίες των καιρών συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Παρά τις στραβοτιμονιές και τα ναυάγια, παραμένω ενεργός και αφοσιωμένος στην μεγάλη αγάπη της ζωής μου, την σκληρή μουσική. Τον υπόλοιπο καιρό, είμαι βιβλιοπώλης και ρεμβάζω προσπαθώντας ταυτόχρονα να βγάλω και τα προς το ζην, στην «Πολυθρόνα του Νίτσε». Διαβάζω, ακούω-παίζω μουσική και γράφω διηγήματα, σχεδόν ταυτόχρονα. Τόσο ταυτόχρονα, που καμιά φορά, το ένα μπαίνει μέσα στο άλλο και γίνονται ένα. Το μεγαλύτερο κατόρθωμα της ζωής μου είναι πάντως, ότι είμαι μπαμπάς της Φαίης και του Παύλου…
Γιάννης Σιδεράκης
Γεννήθηκα το 1972 στην Αθήνα και μεγάλωσα στην Άρτα. Από μικρή ηλικία, όταν ανακάλυψα το ρόκ ν ρόλ, μέσα από αντιγραμμένες κασέτες και δανεικά βινύλια, ήξερα αμέσως τι ήθελα να κάνω... Την πρώτη μου μπάντα την έστησα στα 15 και από τότε, δεν έχω σταματήσει ποτέ να παίζω, όπως και όπου μπορώ. Οι καλύτερες μου προσπάθειες ήταν, την δεκαετία του 90, 94 με 99, με τους «ΕΡΗΜΗΝ». Ταξιδέψαμε όμορφα, έχοντας γράψει δώδεκα τραγούδια σε δύο ντέμο και πολλά live, περισσότερο εδώ, στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου. Το 2012, ξεκίνησε μια νέα περιπέτεια με τους Ghostance The Band που παρά τις δυσκολίες των καιρών συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Παρά τις στραβοτιμονιές και τα ναυάγια, παραμένω ενεργός και αφοσιωμένος στην μεγάλη αγάπη της ζωής μου, την σκληρή μουσική. Τον υπόλοιπο καιρό, είμαι βιβλιοπώλης και ρεμβάζω προσπαθώντας ταυτόχρονα να βγάλω και τα προς το ζην, στην «Πολυθρόνα του Νίτσε». Διαβάζω, ακούω-παίζω μουσική και γράφω διηγήματα, σχεδόν ταυτόχρονα. Τόσο ταυτόχρονα, που καμιά φορά, το ένα μπαίνει μέσα στο άλλο και γίνονται ένα. Το μεγαλύτερο κατόρθωμα της ζωής μου είναι πάντως, ότι είμαι μπαμπάς της Φαίης και του Παύλου…
Γιάννης Σιδεράκης
Γεννήθηκα το 1972 στην Αθήνα και μεγάλωσα στην Άρτα. Από μικρή ηλικία, όταν ανακάλυψα το ρόκ ν ρόλ, μέσα από αντιγραμμένες κασέτες και δανεικά βινύλια, ήξερα αμέσως τι ήθελα να κάνω... Την πρώτη μου μπάντα την έστησα στα 15 και από τότε, δεν έχω σταματήσει ποτέ να παίζω, όπως και όπου μπορώ. Οι καλύτερες μου προσπάθειες ήταν, την δεκαετία του 90, 94 με 99, με τους «ΕΡΗΜΗΝ». Ταξιδέψαμε όμορφα, έχοντας γράψει δώδεκα τραγούδια σε δύο ντέμο και πολλά live, περισσότερο εδώ, στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου. Το 2012, ξεκίνησε μια νέα περιπέτεια με τους Ghostance The Band που παρά τις δυσκολίες των καιρών συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Παρά τις στραβοτιμονιές και τα ναυάγια, παραμένω ενεργός και αφοσιωμένος στην μεγάλη αγάπη της ζωής μου, την σκληρή μουσική. Τον υπόλοιπο καιρό, είμαι βιβλιοπώλης και ρεμβάζω προσπαθώντας ταυτόχρονα να βγάλω και τα προς το ζην, στην «Πολυθρόνα του Νίτσε». Διαβάζω, ακούω-παίζω μουσική και γράφω διηγήματα, σχεδόν ταυτόχρονα. Τόσο ταυτόχρονα, που καμιά φορά, το ένα μπαίνει μέσα στο άλλο και γίνονται ένα. Το μεγαλύτερο κατόρθωμα της ζωής μου είναι πάντως, ότι είμαι μπαμπάς της Φαίης και του Παύλου…