Ο Lemmy στα τέλη της δεκαετίας του '60: Απόσπασμα από την αυτοβιογραφία ενός θρύλου του rock and roll...

Απόδοση*: Γιάννης Καστανάρας

"Ήξερα, λοιπόν, από πρώτο χέρι ότι δεν υπήρχε χειρότερο ναρκωτικό για να μπλέξεις από την ηρωίνη, δίχως αυτό να σημαίνει ότι δεν βίωσα κάμποσες φριχτές εμπειρίες ψάχνοντας μια ουσία που να μου ταιριάζει..."

Εκείνη η περίοδος, τα τέλη της δεκαετίας του εξήντα, ήταν λαμπρή για το ροκ εντ ρολ στη Βρετανία. Από τότε, ουδέποτε υπήρξαν τόσα πολλά ταλέντα. Οι Beatles, οι Stones, οι Hollies, oι Who, οι Downliners Sect, οι Yardbirds, όλοι αυτοί είχαν εμφανιστεί μέσα σε μια περίοδο τριών χρόνων. Η «Βρετανική Εισβολή» είχε αλλάξει για πάντα το πρόσωπο του ροκ εντ ρολ κι έτσι στο Λονδίνο βρισκόμασταν στην κορυφή του κόσμου.

Και τα μπλουζ όμως ήταν στα πάνω τους: οι Savoy Brown (πιο γνωστοί στην Αμερική παρά στην Αγγλία) και οι Foghat ξεκίνησαν σαν μπλουζ συγκροτήματα, ενώ λίγο αργότερα ήρθε και το τζαζ-μπλουζ. Υπήρχαν άνθρωποι όπως ο Graham Bond που είχε στην μπάντα του τον Jack Bruce και τον Ginger Baker, δυο μελλοντικά μέλη των Cream. Οι Beatles μόλις είχαν κυκλοφορήσει το Sergeant Pepper κι έτσι ήταν τα πρόσωπα της ημέρας! Δυο από αυτούς είχαν ήδη συλληφθεί, οπότε τους έβλεπαν σαν θεούς – ο John Lennon σύμβολο και οσιομάρτυρας και η Yoko μοιάζοντας βιασμένη στο πλάι του.
Όπου γυρνούσες το βλέμμα εμφανίζονταν καλά συγκροτήματα. Σήμερα είναι αποκαρδιωτικό επειδή πρέπει να σκάψεις πολύ για να βρεις μια πραγματικά καλή μπάντα, ενώ φαίνεται να υπάρχουν χιλιάδες απαίσιες. Και τότε υπήρχαν χιλιάδες μπάντες, αλλά τουλάχιστον οι μισές ήταν σπουδαίες. Για να δώσω ένα παράδειγμα, δούλεψα για τον Hendrix στη δεύτερη βρετανική περιοδεία του που κράτησε από τις 14 Νοεμβρίου μέχρι τις 5 Δεκεμβρίου του 1967. Μαζί του έπαιζαν σαν πρώτα ονόματα οι Move που μόλις είχαν δυο Νο 1 στη σειρά, οι Pink Floyd (με τον Syd Barrett στην τελευταία του περιοδεία), οι Amen Corner που ήταν στο Νο 2, οι Nice με τον νεαρό κημπορντίστα Keith Emerson και οι Eire Apparent, οι οποίοι θα άλλαζαν όνομα σε Grease Band για να συνοδεύουν τον Joe Cocker. Κι όλοι αυτοί με είσοδο 7 σελίνια και έξι πένες – μια λογική τιμή για την εποχή.

Ο Lemmy (αριστερά) προσπαθεί να συγκρατήσει έναν... μαινόμενο Hendrix

Δεν φαντάζομαι να πιστεύετε θα μιλούσα για το Λονδίνο των σίξτις χωρίς να αναφερθώ στα ναρκωτικά, έτσι δεν είναι; Όχι, όχι εγώ πάντως. Στη διάρκεια της περιοδείας, όλοι στο προσωπικό τρίπαραν με LSD. Και όλοι κάναμε μια χαρά τη δουλειά μας. Με την ευκαιρία, οι οργασμοί με LSD είναι απίθανοι, πραγματικά απίστευτοι, κι έτσι τρίπαρα κι εγώ με μπόλικο από δαύτο. Εδώ που τα λέμε, τότε το LSD ήταν ακόμα νόμιμο. Δεν υπήρχε απαγορευτική νομοθεσία μέχρι τα τέλη του 1967. Κι όσο για τη μαριχουάνα – εντάξει, περνούσες δίπλα από τον απλό μπάτσο σε περιπολία καπνίζοντας τσιγαριλίκι και δεν είχε ιδέα τι ήταν αυτό. Στην πραγματικότητα, κάποτε ένας φίλος είπε σε έναν μπάτσο ότι το τσιγάρο ήταν φυτικό κι ο τύπος το έχαψε. Εκείνη την εποχή θα έλεγες ότι όλο το Λονδίνο ήταν τριπαρισμένο. Φτιαχνόμασταν, πηγαίναμε στο πάρκο και λογομαχούσαμε με τα δέντρα – και κάπου κάπου τα δέντρα κέρδιζαν στη λογομαχία.
Μας είχαν πει ότι η επήρεια του LSD δεν κρατούσε για δυο συνεχόμενες μέρες, αλλά όπως διαπιστώσαμε αυτό γινόταν αν διπλασίαζες τη δόση! Υπήρχαν μερικά σπουδαία κλαμπ στο Λονδίνο, όπως το Electric Garden και το Middle Earth. Πήγαινες εκεί κι όλοι ήταν τριπαρισμένοι. Στην είσοδο του Middle Earth, δίπλα στο ταμείο, στεκόταν συνήθως μια γκομενίτσα που μοίραζε τριπάκια. Έδινε δωρεάν από ένα στον καθένα που έμπαινε. Αυτό που συνήθως παίρναμε ήταν LSD σε κρυσταλλική μορφή που περιείχε εκατό τριπάκια και αφού το διαλύαμε σε εκατό σταγόνες αποσταγμένου νερού μέσα σε ένα μπουκάλι, παίρναμε το σταγονόμετρο και απλώναμε το μείγμα σε σειρές πάνω σε ένα φύλλο εφημερίδας. Όταν είχε στεγνώσει, βάζαμε ξανά το φύλλο στην εφημερίδα, βγαίναμε στο δρόμο πιάνοντας τις γωνίες και πουλούσαμε τα τριπάκια στον κόσμο για μια λίρα. Μερικές φορές, αν ήσουν τυχερός, πετύχαινες ένα κομμάτι της εφημερίδας που περιείχε δυο τριπάκια. Άλλοτε πάλι, σκέτο υγρό χαρτί!


Εκείνες τις μέρες, το πραγματικό τριπάρισμα δεν ήταν μια ευχάριστη, χαλαρωτική εμπειρία. Το πρώτο μου τριπάρισμα διήρκεσε δεκαοκτώ ώρες και δεν μπορούσα να δω κανονικά. Το μόνο που έβλεπα ήταν οράματα και όχι ό,τι υπήρχε πραγματικά γύρω μου. Τα πάντα, ο κάθε ήχος – χτυπούσες τα δάχτυλά σου και θα ήταν σαν καλειδοσκόπιο – μπούμ! Τα μάτια σου στρέφονταν προς τον ήχο σαν έγχρωμα στοβοσκόπια. Όλη την ώρα ένιωθες στο μυαλό σου σαν να βρίσκεσαι σε τρενάκι του λούνα παρκ που μερικές φορές πλησίαζε την κορυφή επιβραδύνοντας και αμέσως μετά – φσίιιιιτ! Αισθανόσουν τα δόντια σου να τσιτσιρίζουν και όταν έβαζες τα γέλια δεν μπορούσες να σταματήσεις με τίποτα. Εμένα πάντως μου άρεσαν τα τριπάκια. Όμως το LSD είναι ένα επικίνδυνο ναρκωτικό – έπρεπε να έχεις το νου σου γιατί μπορεί να σου έκαιγε το μυαλό. Αν δεν τα είχες βρει με τον εαυτό σου, είτε θα σε κατέκλυζε είτε θα έχανες την μπάλα – θα σου έπαιρναν τη γραβάτα, τη ζώνη και τα κορδόνια και θα σε έκλειναν σε ένα δωμάτιο δίχως παράθυρα, γεμάτο μαξιλάρια στους τοίχους. Πολλοί γνωστοί μου που τρίπαραν κατέληξαν στο τρελάδικο.


Όλοι έπαιρναν και χάπια. Αμφεταμίνες όπως τα Μπλου, τα Μπλακ Μπιούτι, και η Δεξεδρίνη. Εγώ κατάπινα μόνο χάπια – για πολλά χρόνια δεν έπινα ποτέ σκόνες. Η αλήθεια είναι πως όταν παίζεις σε ένα συγκρότημα, ιδίως αν είσαι τεχνικός, τα αναθεματισμένα σου χρειάζονται ειδάλλως είναι αδύνατον να συμβαδίσεις με τους ρυθμούς. Δεν τα βγάζεις πέρα σε μια τρίμηνη περιοδεία χωρίς να παίρνεις κάτι. Δεκάρα δεν δίνω για αυτά που λένε – κρατήσου σε φόρμα, τρώγε λαχανικά, πίνε χυμούς – ρε δεν μου γαμιέστε! Δεν είναι αλήθεια! Σκοτούρα μου αν τρώτε διακόσιες αγκινάρες – δεν πρόκειται να βγάλετε μια τρίμηνη περιοδεία δίνοντας μια συναυλία την ημέρα. Επίσης, όλοι παίρναμε ηρεμιστικά. Παίρναμε Μάντραξ. Κάποτε αγοράσαμε ένα κουτί με χίλια Μάντραξ, αλλά όταν το ανοίξαμε είχαν λιώσει, κάπως είχαν πιάσει υγρασία. Στο βάθος του κουτιού υπήρχε κάτι σαν πουρές. Έτσι, το ανοίξαμε σαν φύλλο με έναν πλάστη πάνω στην τάβλα που κόβαμε το ψωμί, το βάλαμε στο φούρνο και καταλήξαμε μ’ ένα λευκό φύλλο από Μάντραξ, κόψαμε μια γωνία και τη φάγαμε. Άλλοτε τρως μόνο κιμωλία (την επικάλυψη) και άλλοτε τρία Μάντραξ μαζεμένα – κάτι σαν ρώσικη ρουλέτα με όπιο! Είχα μια συνταγή για δεξεδρίνη και Μάντραξ. Τότε υπήρχαν πολλοί γιατροί που τους πλήρωνες και συνταγογραφούσαν ό,τι ήθελες. Το έκαναν οι γιατροί της οδού Χάρλεϊ. Έτσι πήγα στο γιατρό για να μου ξεγράψει τα Μάντραξ επειδή είχε ψηφιστεί ένας απαγορευτικός νόμος και να μου γράψει Τούινολ. Σκέτη φρίκη. Τα γαμημένα τα Τούινολ ήταν επτά ή οκτώ φορές χειρότερα από τα Μάντραξ. Σε σύγκριση με τα Τούινολ, τα Μάντραξ είναι… μωρά! Μια μαλακία και μισή. Ως συνήθως.
Ας γυρίσουμε όμως στο ροκ εντ ρολ κομμάτι της ιστορίας μου, σε αντιδιαστολή με το κομμάτι μου για τα ναρκωτικά (ή το σεξ). Τελικά, άρχισα να παίζω σε μερικές μπάντες γύρω από το Λονδίνο. Στην αρχή έπιασα δουλειά παίζοντας κιθάρα για την P.P. Arnold. Ήταν μια από τις Ikettes και είχε μερικές επιτυχίες στην Αγγλία. Ήμουν στην μπάντα της για περίπου δυο εβδομάδες μέχρι που ανακάλυψε ότι δεν μπορούσα να σολάρω. Έτσι με απέλυσε. Έπειτα, το ’68, κατέληξα να τραγουδάω για τον Sam Gopal. Αυτός ήταν μισός Βιρμανός και μισός Νεπαλέζος ή κάτι τέτοιο – δεν θυμάμαι. Αλλά έπαιζε τάμπλας που δεν παίρνουν ενίσχυση με τίποτα. Ακούγονταν, βλέπετε, υπόκωφα – τουλάχιστον με τον εξοπλισμό της εποχής. Προηγουμένως είχε ένα συγκρότημα, τους Sam Gopal Dream, που τον Δεκέμβριο του ’67 είχαν εμφανιστεί σε μια χριστουγεννιάτικη εκπομπή με τον Hendrix. Μερικοί πιστεύουν ότι έπαιξα κι εγώ σ’ εκείνη τη συναυλία, αλλά δεν έπαιξα.


Την εποχή που γνώρισα τον Sam, είχε ξεφορτωθεί το «Dream» και εμφανιζόταν σαν Sam Gopal, με τον δέοντα σεμνό τρόπο! Στον Sam με σύστησε ένας φίλος, ο Roger D’Elia. Έπαιζε κιθάρα και πριν από πολύ καιρό η γιαγιά του ήταν η πολύ διάσημη Αγγλίδα ηθοποιός Mary Clare. Έμενα στο σπίτι του Roger και μου είπε ότι έφτιαχνε ένα συγκρότημα με τον Sam Gopal και τον Phil Duke, τον μπασίστα του, και χρειάζονταν έναν μάγκα που να τραγουδάει. Η μουσική ήταν κάτι ανάμεσα σε ψυχεδέλεια, μπλουζ και ρυθμούς της Μέσης Ανατολής που έμπλεκαν με το πανκ των Damned! Ηχογραφήσαμε ένα άλμπουμ, κάναμε μια περιοδεία στη Γερμανία και δώσαμε μια αποθεωτική συναυλία στο Speakeasy στο Λονδίνο. Πιστέψαμε ότι θα γίνουμε μεγάλοι, μόνο που από εκεί και μετά πήραμε την κάτω βόλτα!
Ο Sam ήταν αποφασισμένος να γίνει αστέρι. Το ήθελε με όλο του το είναι. Ήταν ένας γαμημένος ποζεράς, αλλά εμένα δεν μ’ ένοιαζε. Θέλω να πω, εγώ κι αν είμαι ποζεράς! Εξάλλου, τι γυρεύεις σ’ αυτή τη δουλειά αν δεν είσαι ποζεράς, έτσι δεν είναι; Οπότε, ο Sam ήταν μια χαρά. Είχε τις δικές του ιδέες, αλλά όταν ήθελα με άφηνε να γράφω κι εγώ κάτι. Έγραψα σχεδόν όλα τα τραγούδια που κατέληξαν στο μοναδικό μας άλμπουμ. Εκείνη την εποχή χρησιμοποιούσα ακόμα το όνομα του πατριού μου κι έτσι με έχουν καταχωρήσει σαν Ian (Lemmy) Willis. Σε μερικές συνθέσεις αναφέρομαι σαν «συγκρότημα», αλλά η αλήθεια είναι ότι έμεινα ξάγρυπνος και τις έγραψα μέσα σε μια νύχτα. Τότε ήταν που ανακάλυψα για πρώτη φορά αυτό το υπέροχο ναρκωτικό που λέγεται μεθεδρίνη. Μόνο δυο τραγούδια δεν έγραψα για το δίσκο, το «Angry Faces» που είχε γράψει ο Leo Davidson, και μια υποφερτή διασκευή στο «Season of the Witch» του Donovan.

Sam Gopal

Το άλμπουμ Escalator κυκλοφόρησε από τη δισκογραφική εταιρεία Stable που ήταν για τα πανηγύρια. Την είχαν δυο Ινδοί μάγκες, εντελώς ανίδεοι από δισκογραφικές επιχειρήσεις. Δεν ξέρω πώς καταλήξαμε στην όλη συμφωνία. Ήταν ένα από τα σχέδια του Sam – ήξερε τον παραγωγό και τέτοια. Το Escalator ήταν πλήρης αποτυχία. Η Stable παραήταν ανεξάρτητη ακόμα και για ανεξάρτητη εταιρεία. Τελικά, πήραμε χαμπάρι ότι το συγκρότημα δεν είχε μέλλον και τα παρατήσαμε. Έχει πλάκα, αλλά το 1991 σκόνταψα πάνω στον Sam Gopal λίγο πριν μετακομίσω από την Αγγλία στην Αμερική. Ήταν πολύ παράξενο, επειδή εκείνος έκοβε βόλτες κοντά στο μέρος που έμενα κι είχα να τον δω δέκα χρόνια. Τα είπαμε για λίγο και μου ανακοίνωσε ότι έφτιαχνε μια μπάντα – ξέρετε, όλα αυτά τα διασκεδαστικά πράγματα. Φαντάσου επιμονή!
Μετά τον Sam Gopal, πέρασα περίπου ένα χρόνο ζώντας σε καταλήψεις έχοντας κρεμάσει την κιθάρα μου, τριπάροντας και κωλοβαρώντας. Το κάνεις εύκολα όταν είσαι νέος κι εγώ ήμουν μόλις είκοσι τριών. Τότε περίπου άρχισα να μισώ την ηρωίνη. Ασφαλώς, υπήρχε πάντα στη γύρα, αλλά όχι και τόσο στην αρχή – το αληθινό πρόβλημα άρχισε γύρω στο 1970. Ήξερα έναν τύπο, τον Preston Dave, που δεν ήταν καν πρεζάκιας. Δηλαδή, ψιλοήταν, αλλά όχι τελείως. Και καθόμασταν παρέα του σε ένα Wimpy Bar που ήταν κάτι σαν πρόδρομος του Burger King. Βρισκόταν στην Ερλς Κορτ κι έμενε ανοιχτό όλη νύχτα. Τον Πρέστον τον είχαν πιάσει τρεμούλες κι έτσι την έκανε για το Πικαντίλι, όπου μπορούσες να ψωνίσεις πρέζα. Όταν γύρισε πήγε στην τουαλέτα και μερικά λεπτά αργότερα βγήκε τρεκλίζοντας και περπατώντας ανάποδα. Το πρόσωπό του είχε μαυρίσει και η γλώσσα του κρεμόταν έξω από το στόμα του. Κάποιος του είχε πουλήσει ποντικοφάρμακο, του είχε πάρει τα φράγκα, του είχε χαμογελάσει, και του είχε πουλήσει σίγουρο θάνατο. Σκέφτηκα, «Ανάθεμα, αν αυτή είναι η κατάντια όσων τραβιούνται με ηρωίνη, ευχαριστώ δεν θα πάρω». Έβλεπα επίσης ανθρώπους να φιξάρουν με χρησιμοποιημένες και στομωμένες βελόνες σακατεύοντας τα χέρια τους από πάνω μέχρι κάτω. Έβλεπες ανθρώπους με εμβολές στα μπράτσα στο μέγεθος μπάλας του κρίκετ. Και πουλούσαν τον κώλο τους για μια δόση. Αυτό πάντα μου φαινόταν μίζερο. Μηδέν διασκέδαση.


Πάρα πολλοί γαμημένοι φίλοι μου πέθαναν από ηρωίνη, αλλά το χειρότερο ήταν ότι από αυτό το πράγμα πέθανε και η κοπέλα που ήταν ο έρωτας της ζωής μου. Την έλεγαν Σού και ήταν το πρώτο κορίτσι που μείναμε μαζί. Ήταν δεκαπέντε όταν τα φτιάξαμε – πολύ ζόρικο αν σε τσίμπαγε η αστυνομία, αλλά το ρισκάριζες. Τέλος πάντων, όταν τη γνώρισα το 1967 ήμουν στα είκοσι ένα οπότε δεν ήμουν κανένας γεροξεκούτης, αλλά μάλλον σαν δυο καβλωμένοι πιτσιρικάδες μαζί! Το ζήτημα ήταν – τουλάχιστον για όλους τους άλλους – ότι ήταν μαύρη. Έτσι μας εξοστράκισαν. Όλοι οι φίλοι μας – οι δικοί μου κι οι δικοί της – μας ξέκοψαν. Και υποτίθεται ότι ήταν η εποχή της ειρήνης και της αγάπης! Κι όλοι τους άκουγαν μαύρη μουσική για πρώτη φορά. Χα! Αυτό απέδειξε πόσο υποκριτές ήταν όλοι τους. Κανείς δεν ήξερε πώς να μας συμπεριφερθεί. Οι φίλοι μου ξέκοψαν επειδή είχα σχέση με μια νέγρα, κι αυτό δεν μ’ άρεσε καθόλου – τα μαλακισμένα! Οι μαύροι φίλοι της, πάλι, νόμιζαν ότι ήμουν ο δυνάστης που ξεμυάλιζε μια μαύρη κοπέλα για να την έχει του χεριού μου. Μαλακίες! Τους εξήγησα ότι όταν έφυγα από το σπίτι δεν την είχα πάρει με το ζόρι – μπορούσε να έρθει και να μείνει μαζί μου με τη θέλησή της. Τη Σού όμως δεν την ένοιαζε. Γαμώτο, αν είναι να χάνεις φίλους με τέτοιον τρόπο, τότε σίγουρα δεν είναι φίλοι σου. Εκτός αυτού, ήμασταν ερωτευμένοι και αυτό ήταν το μόνο που μας απασχολούσε.
Με τη Σού ωστόσο καβγαδίζαμε σαν το σκύλο με τη γάτα. Ήταν τριπλή Δίδυμος κι έτσι ποτέ δεν ήξερες με ποια προσωπικότητα μιλούσες. Ποτέ δεν είχαμε πολλά χρήματα και κάποια στιγμή έπιασε δουλειά στο Speakeasy. Άρχισε να δέχεται προτάσεις από διάφορους, ήταν νέα και μόλις είχε ανακαλύψει την ομορφιά της. Έτσι άρχισε να βγαίνει με άλλους. Το διάστημα που δούλευε στο Speak, χωρίσαμε – η πρώτη από τις τέσσερις ή πέντε φορές στη διάρκεια της σχέσης μας – και μετά εκείνη πηδήχτηκε με τον Mick Jagger. Όταν τη ρώτησα «πώς ήταν;» μου απάντησε, «Ήταν καλά, αλλά όχι τόσο καλά για Jagger», κι αυτό ήταν τέλειο, εννοώντας ασφαλώς ότι ο Jagger δεν κατάφερε να δικαιώσει τη φήμη του. Δεν μπορούσε με τίποτα, ακόμα κι αν μπούκαρε στο δωμάτιο με το καβλί τούμπανο – εντάξει, το πιάνετε το υπονοούμενο…


Τέλος πάντων, τελικά η Σού έπιασε δουλειά στο Λίβανο χορεύοντας στη Βηρυτό. Αυτό ήταν πριν η πόλη ρημάξει, όταν ήταν ακόμα θέρετρο για τους Δυτικούς. Γύρισε εξαρτημένη του κερατά από την ηρωίνη κι έκτοτε δεν ήταν ποτέ η ίδια. Τα ξαναβρήκαμε κι εκείνη πήγε να μείνει με τη γιαγιά της. Ενώ έμενε εκεί, κάλεσε ένα φίλο της που της έδωσε λίγη πρέζα. Έτσι πήγε στο μπάνιο κι έκλεισε την πόρτα. Πήρε τη δόση της, γέμισε την μπανιέρα και πνίγηκε μέσα σ’ αυτή. Ήταν δεκαεννιά χρονών.
Όταν πέθανε εγώ ήμουν στο Λονδίνο – έπαιζα ήδη με τους Hawkwind – αλλά δεν πήγα στην κηδεία. Ποιος, άλλωστε, θέλει να τους βλέπει νεκρούς; Τους προτιμούσα ζωντανούς. Είχε και μια αδελφή, την Κέι, που ήταν όμορφη όπως η Σού. Δεν ξέρω τι έχει απογίνει, αλλά αν διαβάζει αυτές τις γραμμές ας επικοινωνήσει μαζί μου – να θυμηθούμε λιγάκι τη Σού. Εντάξει;
Έτσι λοιπόν ήξερα από πρώτο χέρι ότι δεν υπήρχε χειρότερο ναρκωτικό για να μπλέξεις από την ηρωίνη, δίχως αυτό να σημαίνει ότι δεν βίωσα κάμποσες φριχτές εμπειρίες ψάχνοντας μια ουσία που να μου ταιριάζει. Κάποτε, γύρω στο ’69 ή το ’70, είχαμε χάσει την άκρη μας. Καθόμουν με μια παρέα περιμένοντας να φτάσει το σπιντ. Ο τύπος έβγαινε με μια νοσοκόμα που δούλευε σε ένα ιατρείο κι έτσι τη δωροδόκησε για να μας βρει άλατα αμφεταμίνης. Τελικά ήρθε με ένα δοχείο που έμοιαζε να γράφει άλατα αμφεταμίνης. Κι εμείς, οι άπληστοι μπάσταρδοι, πλακωθήκαμε αμέσως. Όμως δεν ήταν αμφεταμίνη, αλλά άλατα ατροπίνης – μπελαντόνα. Δηλητήριο. Πήραμε καθένας από μια κουταλιά, εικοσαπλάσια της υπερβολικής δόσης, και κυριολεκτικά εκτροχιαστήκαμε. Τριγύριζα με μια τηλεόραση κάτω από τη μασχάλη μου και της μιλούσα. Για ένα διάστημα είχε πράγματι ενδιαφέρον. Μετά λιποθυμήσαμε όλοι και κάποιος κάλεσε τη Rescue, τη δωρεάν εταιρεία με το βανάκι διάσωσης από τα ναρκωτικά και αφού μας φόρτωσαν όλους πίσω σαν σακιά από πατάτες μας μετέφεραν στο νοσοκομείο. Ξύπνησα στο κρεβάτι και μπορούσα να δω μέσα από την παλάμη μου. Έβλεπα δω τις ζάρες του σεντονιού μου. «Γάμησέ με!» σκέφτηκα. Ήμουν σίγουρος ότι βρισκόμουν στο τρελάδικο. Έπειτα συνειδητοποίησα ότι ήταν κανονικό νοσοκομείο επειδή τα μανίκια της ρόμπας δεν ήταν αρκετά μακριά. Και τότε είδα απέναντί μου τον Τζεφ, τον φίλο μου, που μόλις είχε ξυπνήσει.
«Πσσσσσστ! Τζέφ!»
«Τι;»
«Είμαστε στο νοσοκομείο».
«Αμάν».
«Πρέπει να την κάνουμε. Είσαι καλά;»
«Ναι».
«Κάνε ησυχία».
Έτσι σηκωθήκαμε από το κρεβάτι και πάνω που πήγα να σταθώ όρθιος:
«ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΡΓΚΚΚ! ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΟΥ ΣΤΟ ΠΑΤΩΜΑ!»
Και πηδούσε και ούρλιαζε με τα μάτια του σαν κουμπιά: «Σκουλήκια και κάμπιες και μυρμήγκια – ΑΑΑΑΡΡΓΚΚ!»
Ξανάπεσα στο κρεβάτι.
Τελικά εμφανίστηκε ο γιατρός. «Αν καθυστερούσαμε άλλη μια ώρα θα ήσασταν νεκροί».
Εγώ σκεφτόμουν, «Σιγά μη μας λυπάσαι, παλιοκαραγκιόζη».
Είπε ότι μας είχαν δώσει αντίδοτο και χρειαζόταν λίγο χρόνο για να δράσει. Ε, λοιπόν, πέρασαν δυο πολύ παράξενες εβδομάδες. Δηλαδή, καθόμουν διαβάζοντας ένα βιβλίο και όταν γύριζα στη σελίδα 42 δεν υπήρχε βιβλίο. Ή, περπατούσα στο δρόμο νομίζοντας ότι κρατούσα ένα κουτί και ξαφνικά – ούπς! – δεν κρατούσα τίποτα. Παράξενο… αλλά είχε ενδιαφέρον. Πάντως όχι τόσο ώστε να το επαναλάβω!


Τελικά, αφού κωλοβάρεσα μερικούς μήνες, κατέληξα σε μια άλλη μπάντα, τους Opal Butterfly. Γνώρισα τον ντράμερ τους, τον Simon King, σε ένα μέρος στο Τσέλσι που λεγόταν Drug Store. Το Drug Store ήταν ένα μεγάλο φανταχτερό τριώροφο κτίριο. Επάνω υπήρχε ένα εστιατόριο, στο ισόγειο ένα ποτάδικο και στο υπόγειο ένα δισκάδικο. Είχε διάφορες μπουτίκ και άλλα μαγαζιά. Ήταν ένα από τα πρώτα εμπορικά, τρόπον τινά, κέντρα. Ήταν ακριβούτσικο αλλά ήταν μια χαρά. Εκεί σύχναζαν τα μέλη των Opal Butterfly για ποτό. Έτσι, λοιπόν, γνώρισα τον Simon και κάπως έτσι μπήκα στο συγκρότημα. Στ’ αλήθεια, δεν ξέρω γιατί έκανα παρέα μαζί του – ποτέ δεν τα πήγαμε καλά. Αργότερα όμως θα ακούσετε περισσότερα για τον Simon.
Ούτως ή άλλως, οι Opal Butterfly ήταν καλό συγκρότημα, αλλά δεν κατάφεραν να γνωρίσουν κάποια επιτυχία. Όταν μπήκα έπαιζαν ήδη για χρόνια και μετά από μερικούς μήνες τα παράτησαν. Ένας από αυτούς, ο Ray Major, πρόκοψε σαν μέλος των Mott the Hoople. Όπως αποδείχθηκε, η διάλυση μάλλον έγινε την κατάλληλη στιγμή, επειδή μερικούς μήνες αργότερα κατέληξα στους Hawkwind…

 

* H αυτοβιογραφία του Lemmy κυκλοφόρησε το 2002 με τίτλο White Line Fever (Simon & Schuster)

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:

Οι τελευταίες μέρες του Lemmy

Lemmy: «Ποτέ μου δεν ήπια γάλα, ούτε θα πιώ...»

O Lemmy για την Tina Turner...

Lemmy: «Αν δεν γουστάρεις τους Supersuckers, δεν γουστάρεις το rock and roll!»

Lemmy (2010): Παρακολουθήστε το ντοκιμαντέρ των Greg Olliver και Wes Orshoski για τη ζωή και το έργο του τιτάνα του rock and roll...


image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξιν και κατ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
 
 
 
image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
 
 
 
image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
 
 
 

 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1