Μαθήματα ιστορίας: To κίνημα «Νo Beer, No Work» και η αντιαπαγορευτική απεργία του 1919...

Γράφει ο Στέλιος Μιχ.

Τον Φεβρουάριο του 1919 οι εργάτες της Νέας Υόρκης ψήφισαν την πρώτη απεργία για «το δικαίωμα στη μπύρα». Μόλις ένα μήνα πριν είχε αλλάξει το Σύνταγμα των ΗΠΑ και η τροποποίηση πρόβλεπε την απαγόρευση της πώλησης και διακίνησης αλκοολούχων ποτών. Ήταν το ξεκίνημα της Ποτοαπαγόρευσης. Την Ποτοαπαγόρευση την γνωρίζουμε από τις ταινίες για τον Αλ Καπόνε, τους Αδιάφθορους, τον Ντικ Τρέισι και τα Speakeasies. Ήταν η κορύφωση ενός κινήματος που ξεκίνησε τουλάχιστον 50 χρόνια πριν το 1919, με μπροστάρισσες χριστιανικές θρησκευτικές οργανώσεις, σχημάτισε συλλόγους όπως η Ένωση κατά του Σαλούν και η Ένωση Γυναικών για τη Χριστιανική Εγκράτεια, και ίδρυσε το Κόμμα της Απαγόρευσης (χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία). Η Κου Κλουξ Κλαν την υποστήριξε θερμά και βοήθησε στην επιβολή της.

Το 1881, το Κάνσας έγινε η πρώτη πολιτεία που έθεσε εκτός νόμου το αλκοόλ και σιγά σιγά μια σειρά πολιτείες ακολούθησαν το παράδειγμά του έως ότου απαγορεύτηκε συνολικά στις ΗΠΑ το 1919. Τα επιχειρήματα του ποτοαπαγορευτικού κινήματος μιλούσαν για την υγεία και την ηθική. Τα χρόνια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου η «σπατάλη» δημητριακών για την παραγωγή αλκοολούχων ποτών, ειδικά του «γερμανικού» ποτού της μπύρας, θεωρήθηκε αντιπατριωτική. Κι αν αυτή ήταν η προπαγανδιστική γαρνιτούρα, ο Ροκφέλερ, ο Φορντ και άλλα μεγαλοαφεντικά της εποχής στάθηκαν πιο ειλικρινείς στηρίζοντας την καμπάνια για την ποτοαπαγόρευση και δηλώνοντας ότι έτσι θα βελτιωνόταν η αποδοτικότητα των εργατών στη γραμμή παραγωγής.
Προφανώς για τους εργάτες, που είχαν χίλιους δυο τρόπους να πεθαίνουν στη δουλειά είτε όταν έχτιζαν τις μεγαλουπόλεις είτε όταν θάβονταν στα ορυχεία, τα περί «ποταπαγόρευσης που κάνει καλό στην υγεία» ακούγονταν τουλάχιστον αστεία. Κι έτσι απάντησαν με τον τρόπο που ήξεραν. Την απεργία.
Έγραφαν οι New York Times στις 8 Φλεβάρη 1919: «Το Κεντρικό Ομοσπονδιακό Συνδικάτο σε σύσκεψή του στον Ναό της Εργασίας υιοθέτησε ψήφισμα απευθυνόμενο στα σωματεία για το κατά πόσο χρειάζεται να απεργήσουν ενάντια στην ποτοαπαγόρευση. Ο Μόρις Μπράουν είπε ότι το συνδικάτο θα πρέπει να ακολουθήσει το παράδειγμα άλλων και να απεργήσει, εκτός κι αν η μπύρα εξαιρεθεί από την απαγόρευση. Δήλωσε ότι εργάτες στις δυτικές πολιτείες, στο Νιούαρκ και άλλα μέρη του Νιου Τζέρσεϊ συμφωνούσαν με αυτή την πρόταση. Ο Φρανκ Π. Φέτριντζ, επικεφαλής του Σωματείου Οικοδόμων του Έσσεξ, υπερασπίστηκε την υιοθέτηση του συνθήματος “Νο Beer, No Work” από τα σωματεία των οικοδόμων λέγοντας ότι αν το εργατικό κίνημα απεργήσει την 1η Ιουλίου, την ημέρα εφαρμογής της απαγόρευσης, τότε το σύνθημα θα μετατραπεί σε πανεθνικό κίνημα. Το Εργατικό Συμβούλιο του Έσσεξ που εκπροσωπεί 75.000 εργάτες υιοθέτησε την πρόταση [...] Χθες, όλοι οι συνδικαλισμένοι εργάτες στο Νιούαρκ φορούσαν μια κονκάρδα με το σύνθημα “Νο Beer, No Work”».


Την επόμενη ημέρα, ο τίτλος του πρωτοσέλιδου της Evening World του Σικάγου ήταν «Το κίνημα “No Beer – No Work” εξαπλώνεται σε όλη τη χώρα» και ανέφερε ότι 200.000 εργάτες στη Νέα Υόρκη είχαν ψηφίσει να απεργήσουν την 1η Ιουλίου, «τη μέρα που θα στεγνώσουν οι κάνουλες». Σύμφωνα με το δημοσίευμα, η απεργία υπερψηφίστηκε από 20.000 μεταλλεργάτες, 60.000 εργάτες ναυπηγείων, 15.000 πυροσβέστες και 15.000 μηχανικούς. Και συνέχιζε: «Άλλοι 150.000 συνδικαλισμένοι εργάτες στην πόλη θα ψήφιζαν το ίδιο. Εκτός Νέας Υόρκης υπάρχουν άλλοι 400.000 οργανωμένοι εργάτες που σίγουρα θα στήριζαν το κίνημα “Νο Βeer, No Work”». Ο Έντουαρντ Χάνα, πρόεδρος της συνδικαλιστικής συνομοσπονδίας της Νέας Υόρκης και στέλεχος της ΑFL (κάτι σαν την αμερικάνικη ΓΣΕΕ της εποχής), δήλωνε ότι εργατικά συνδικάτα από όλη τη χώρα ήδη συμπαρατάσσονται με τους εργάτες της Νέας Υόρκης και σε λίγες εβδομάδες εκατομμύρια εργάτες στις ΗΠΑ θα είναι έτοιμοι να δράσουν με το κίνημα «No Beer, No Work» .
Εκτός από το δικαίωμα να ξεσκάνε μετά τη δουλειά, οι εργάτες του κινήματος «Νo Beer, No Work» υπερασπίζονταν και το δικαίωμα να βρίσκονται, να συζητούν και να οργανώνουν τη συνδικαλιστική τους δράση. Σε ένα άρθρο όπου παρεμπιπτόντως υπερασπίζεται την ποτοαπαγόρευση, ο Τζ. Κούπερ, μέλος της Αδελφότητας των Μηχανοδηγών, σημειώνει ότι «πριν την ποτοαπαγόρευση, οι συνεδριάσεις των εργατικών σωματείων συνήθως γίνονταν σε κάποιο δωμάτιο πάνω από κάποιο σαλούν. Το ενοίκιο -αν χρεωνόταν ενοίκιο- ήταν φθηνό. Το σαλούν ισοφάριζε συνήθως το νοίκι με τις πωλήσεις του μπαρ».
H απεργιακή αντίδραση στην ποτοαπαγόρευση εκφράστηκε και μουσικά με το τραγούδι του Σάμι Έντουαρντς, «No Beer, Νο Work» που κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά. Οι στίχοι του λένε: Ο Τζόνι Χάιμερ ήταν ανθρακωρύχος και πάντα στη δουλειά /Ο Τζόνι αγαπούσε τη μπύρα του όπως ο ναύτης το πιοτό / Μια μέρα ο επιστάτης του είπε ότι η χώρα θα στεγνώσει / Ο Τζόνι πέταξε τα εργαλεία του στο έδαφος / Να τον ακούγατε πως έκλαιγε!/ No beer, no work θα είναι η πολεμική κραυγή μου / No beer, no work, όταν αισθάνομαι στεγνός / Ποτέ δε θα μ’ αρέσει η λεμονάδα ή η μπύρα δίχως αλκοόλ / Το μόνο που θ’ αγοράζω θα’ ναι μπύρα. / Θα λουφάξω ώσπου νάρθει μια μέρα πιο φωτεινή / όταν θα μπορώ να πιω μια μπύρα / No beer, no work θα είναι η πολεμική κραυγή μου / No beer, no work μετά την 1η Ιούλη.

Στο ομώνυμο ποίημά του τον Αύγουστο του 1919, ο Έλις Πάρκερ Μπάτλερ περιέγραψε λυρικά την καμπάνια: Οι σκιές της νύχτας έπεφταν αργά/ καθώς στη Νέα Υόρκη ένας άντρας/κάρφωσε σε κάθε πόρτα μια κάρτα/με το σύνθημα/No beer no work...Τα φρύδια του ήταν σμιχτά/το στόμα του στεγνό/Ήτανε πρώτη του Ιούλη/κι από τη γλώσσα του κρέμονταν οι λέξεις/ No beer no work

Οι πληροφορίες για την απεργία της 1ης Ιουλίου λιγοστεύουν μέχρι που εξαφανίζονται για το τι πραγματικά συνέβη την ημέρα της απεργίας. Υπάρχει μόνο μια αναφορά στην ιστοσελίδα Working Class History, σύμφωνα με την οι ηγεσίες των συνδικάτων τελικά είχαν ανακαλέσει την απόφαση για απεργία για διάφορους λόγους. Η αριστερά, καταρχάς, δεν ήταν και ο πιο φανατικός πολέμιος της Ποτοαπαγόρευσης – τουλάχιστον σε εκείνη τη φάση.
Οι IWW, οι Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου, δέχονταν συκοφαντικές επιθέσεις που τους ταύτιζαν με το στερεότυπο του μεθυσμένου εργάτη, με ανοησίες που παρέφραζαν τα αρχικά της οργάνωσης ως «I Want Whiskey». Ωστόσο, οι «wobblies» ήταν εκείνοι που σε αρκετές τοπικές απεργιακές μάχες φρόντιζαν να επιβάλουν το κλείσιμο των σαλούν, ώστε οι εργάτες να παραμένουν συγκεντρωμένοι στον αγώνα και να μην ξοδεύουν τα τελευταία τους χρήματα στο αλκοόλ, γεγονός που θα αύξανε τις οικονομικές πιέσεις σε βάρος τους και θα ευνοούσε την απεργοσπασία.


Το καλοκαίρι του 1919, το Σοσιαλιστικό Κόμμα βρισκόταν στο απόγειο της κρίσης του και δυο μήνες αργότερα θα διασπαζόταν για να ιδρυθεί το Κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα. Τον ίδιο καιρό άλλωστε, το μπολσεβίκικο κόμμα που αποτελούσε την έμπνευση για τα νέα κομμουνιστικά κόμματα της εποχής, κατέστρεφε τις κάβες και τις αποθήκες με αλκοολούχα για λόγους επιβίωσης της επανάστασης. Χρόνια αργότερα, το 1932, ο γενικός γραμματέας του ΚΚ ΗΠΑ, Γουίλιαμ Φόστερ θα διατύπωνε την αντιαπαγορευτική θέση ότι «στηριζόταν σε μια εγκληματική συμμαχία μεταξύ καπιταλιστών, διεφθαρμένων πολιτικών και γκάνγκστερ, η Ποτοαπαγόρευση, προκάλεσε μια άνευ προηγουμένου έκρηξης της εγκληματικότητας. Τα “μεγάλα μυαλά” της χώρας στέκουν αδύναμα απέναντι στο πρόβλημα. Μια αμερικάνικη σοβιετική κυβέρνηση θα αναμετριόταν μαζί τους, καταργώντας την Ποτοαπαγόρευση και διασφαλίζοντας τον κρατικό έλεγχο στην παραγωγή και την πώληση αλκοολούχων ποτών. Αυτά τα μέτρα θα συνοδεύονταν με μια εντατική καμπάνια στις μάζες ενάντια στην υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ».
Απέμενε η στήριξη της AFL, της Αμερικάνικης Ομοσπονδίας Εργασίας, μιας μαζικής αλλά συντηρητικής συνδικαλιστικής συνομοσπονδίας. Εξαιρετικά ευάλωτοι στους συμβιβασμούς, οι γραφειοκράτες στην ηγεσία της παλάντζαραν πολιτικά ανάμεσα στο Δημοκρατικό και Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, δίνοντας παράλληλα μάχη ενάντια στους «ριζοσπάστες», τους IWW και τους σοσιαλιστές.
Εξάλλου, παράλληλα διεξάγονταν ακόμα μεγαλύτερες μάχες, όπως η τεράστια γενική απεργία στο Σιάτλ. Τις ίδιες μέρες που οι εργάτες της Νέας Υόρκης ψήφιζαν υπέρ της απεργίας ενάντια στην Ποτοαπαγόρευση, το ένα τρίτο της πόλης του Σιάτλ σταματούσε την παραγωγή και για πέντε ημέρες ο έλεγχος της πόλης βρέθηκε στα χέρια του Σοβιέτ του Σιάτλ, της κεντρικής απεργιακής επιτροπής που συντόνιζε τα πάντα. Το 1919 ήταν η χρονιά με το μεγαλύτερο αριθμό απεργιών στην ιστορία των ΗΠΑ. Από την αρχή μέχρι το τέλος εκείνης της χρονιάς, 4.160.000 εργάτες και εργάτριες συμμετείχαν σε 3.630 απεργίες, ένας αριθμός τριπλάσιος σε σύγκριση με δυο χρόνια πριν.

Απεργοί λιμενεργάτες στο Σιάτλ το 1919

Ωστόσο, ότι κι αν συνέβη με την απεργία της 1 Ιουλίου 1919, δεν ήταν η τελευταία κινητοποίηση ενάντια στην Ποτοαπαγόρευση. Πιο γνωστές είναι οι εικόνες με τους διαδηλωτές να κρατούν πλακάτ που γράφουν «We Want Beer». Είναι από το 1932. Στις 14 Μαΐου εκείνης της χρονιάς, 100.000 άτομα διαδήλωσαν στη Νέα Υόρκη με το σύνθημα «Θέλουμε μπύρα». Η δυσαρέσκεια είχε φύγει πλέον από τα χέρια των εργατικών συνδικάτων. Η διαδήλωση είχε αρχικά οργανωθεί από τον δήμαρχο της Νέας Υόρκης, Τζίμι Γουόκερ, ως συμβολική παρέλαση υπό το αίτημα «Μπύρα για Φόρους». Αυτό που έλεγε ένα κομμάτι προσκείμενο στο Δημοκρατικό Κόμμα, μεταξύ αυτών και ο Γουόκερ, ήταν ότι η νομιμοποίηση της μπύρας και η φορολόγηση των πωλήσεων, θα έδινε την απαραίτητη ανάσα στην οικονομία που είχε καταρρεύσει από την κρίση. Τελικά η συμμετοχή στη διαδήλωση ξέφυγε από τις εκτιμήσεις του Γουόκερ. Συμμετείχαν ακόμα και βετεράνοι του Αμερικάνικου Εμφυλίου. Ο Ρούσβελτ είχε εντάξει την κατάργηση της Ποταπαγόρευσης στο πρόγραμμά του, το περίφημο New Deal, εν όψει των εκλογών εκείνης της χρονιάς. Τον Δεκέμβριο της επόμενης χρονιάς η Ποτοαπαγόρευση καταργήθηκε με την 21η Τροποποίηση του Συντάγματος των ΗΠΑ.
Είχαν περάσει 13 χρόνια από την πανεθνική επιβολή της Ποτοαπαγόρευσης που είχε καταλήξει σε φιάσκο. Σε πολλά μέρη, ιδίως στις εργατουπόλεις, η κατανάλωση αλκοολούχων συνεχίστηκε. Μόνο το 1930 καταναλώθηκαν 2,5 εκατομμύρια γαλόνια μπύρας στις ΗΠΑ. Οι αρχικές υποσχέσεις για μείωση της εγκληματικότητας και για ποιότητα ζωής είχαν διαψευστεί προ πολλού. Η Ποτοαπαγόρευση παρέδωσε την παράνομη, πλέον, παραγωγή και διακίνηση ποτών στα χέρια της Μαφίας και κάπως έτσι υιοθετήθηκε η έκφραση «Σικάγο γίναμε». Η μισή αστυνομία της πρωτεύουσας του Ιλινόις ήταν στο μισθολόγιο του Αλ Καπόνε. Η προπαγάνδα για τη βελτίωση της δημόσιας υγείας είχε καταρρεύσει από τις βλαβερές συνέπειες του παράνομου και κακής ποιότητας αλκοόλ. Πάνω από 10.000 άνθρωποι είχαν πεθάνει και πολλοί περισσότεροι είχαν τυφλωθεί ή αποκτήσει άλλες αναπηρίες από τα δηλητήρια που κυκλοφορούσαν στη ζούλα. Όσο για την ποιότητα ζωής, αλλά και την παραγωγικότητα, είχαν δώσει τη θέση τους στην εξαθλίωση της ανεργίας και των συνεπειών της οικονομικής κατάρρευσης του 1929.
 
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:


image

Στέλιος Μιχ.

Δημοσιογραφος και ακτιβιστης
 
 
 
image

Στέλιος Μιχ.

Δημοσιογραφος και ακτιβιστης
 
 
 
image

Στέλιος Μιχ.

Δημοσιογραφος και ακτιβιστης
 
 
 

 

 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1