Του Brian Richardson*
(μετάφραση: Στέλιος Μιχ.)
Οι τελευταίοι μήνες ήταν ποτισμένοι με θλίψη για τους εραστές της reggae. To Σεπτέμβριο του 2020 χάσαμε τον Freddie “Toots Hibbert” των Toots and the Maytals. Στις 17 Φεβρουαρίου τον πρωτοπόρο Ewart Beckford “U Roy”. Τώρα θρηνούμε τον Bunny Wailer, τον τελευταίο επιζώντα από την αρχική σύνθεση των Wailers. Νοσηλευόταν από τον Ιούνιο του 2020 έχοντας υποστεί καρδιακή προσβολή και ποτέ δεν επανήλθε πλήρως. Γεννήθηκε ως Neville Livingston στο αγροτικό τζαμαϊκάνικο προάστιο St Ann στις 10 Απριλίου 1947 και ήταν παιδικός φίλος του Bob Marley. Ήταν μια εποχή όπου πολλά νησιά της Καραϊβικής διένυαν τα τελευταία στάδια της αποτίναξης 300 χρόνων Βρετανικής αποικιοκρατίας. Ταυτόχρονα με τη μάχη για ανεξαρτησία, στη Τζαμάικα, εξελισσόταν ο αγώνας για την εγκαθίδρυση μιας δικής της ταυτότητας και κουλτούρας.
Η μεγαλύτερη πρόσβαση στο ραδιόφωνο επέτρεψε σε καλλιτέχνες να συνδυάσουν την επιρροή της αμερικάνικης τζαζ με τα τύμπανα και τους παραδοσιακούς ρυθμούς που χαρακτήριζαν την αποικιοκρατική κοινωνία. Αυτό έφερε τη γρήγορη ανάπτυξη της μουσικής ska, το στυλ που υιοθέτησαν αρχικά οι Wailers. Η ska μετεξελίχθηκε μέσω του πιο «χαλαρού» rock steady σε reggae. Η υποδομή ενός σεβαστού αριθμού στούντιο ηχογράφησης και ραδιοφωνικών σταθμών, μαζί με τα περίφημα “sound systems”, δημιούργησαν ένα κοινό για αυτή την μοναδική νέα μουσική.
Ο Bunny κι ο Bob ξεκίνησαν να τραγουδούν μαζί και μετακόμισαν στη συνοικία Trenchtown του Κίνγκσον, της πρωτεύουσας. Eκεί γνώρισαν τον Winston Hubert Mackintosh, γνωστότερο ως Peter Tosh, και σχημάτισαν τους Wailing Wailers.
Ήταν πρόθυμοι να εποφεληθούν από τις νέες ευκαιρίες ηχογράφησης και το έκαναν με μια διάθεση και έναν σκοπό που τους χαρακτήριζε σε όλη την καριέρα τους. Τόσο το όνομα όσο και ο ήχος τους, αντικατόπτριζαν την αγωνιώδη κραυγή της νεολαίας. Η ανεξαρτησία είχε έρθει, αλλά είχε αποτύχει να λύσει τη βαθιά ριζωμένη φυλετική, οικονομική και κοινωνική ανισότητα που μάστιζε το νησί. Το πρώτο δημοφιλές κομμάτι των Wailing Wailers, “Simmer Down”, κυκλοφόρησε το 1963 και πέτυχε την κορυφή των τσαρτς, καθρεφτίζοντας τη σύγχυση της ατίθασης κι ανυπόμονης άγριας νεολαίας του Trenchtown.
Για κάποια χρόνια ακόμα συνέχισαν να απολαμβάνουν επιτυχίες, αλλά αυτό δεν σήμαινε ταυτόχρονα υλική ανταπόδοση. Ο Βοb μετακόμισε στις ΗΠΑ και άρχισε να δουλεύει σε εργοστάσια. Ο Bunny μπήκε για ένα διάστημα στη φυλακή για ναρκωτικά, αλλά μαζί με τον Peter συνέχισαν να γράφουν και να παίζουν μουσική.
Η μπάντα περιθωριοποιήθηκε αρκετά, σίγουρα ως ένα βαθμό λόγω της όλο και μεγαλύτερης σύνδεσής της με τον ρασταφαριανισμό, ένα άλλο φαινόμενο, μοναδικό στη Τζαμάικα. Οι πιστοί αυτής της θρησκείας γίνονταν αντικείμενο βίαιης καταστολής από τους νέους ηγέτες της ανεξάρτητης Τζαμάικας.
Συμπράττοντας με τον πρωτοπόρο Τζαμαϊκανό παραγωγό Lee “Scratch” Perry, ο αντίκτυπος των Wailers στα τέλη της δεκαετίας του ‘60 ήταν δυναμικός και ενθουσιώδης, αλλά η εμβέλειά τους παρέμενε τοπική.
Η ιστορία της εμφάνισης των Wailers ως όνομα στο διεθνές στερέωμα είναι θρυλική. Στα 19 του χρόνια, ο μελλοντικός παραγωγός και ιδρυτής της Island Records, Chris Blackwell, είχε ναυαγήσει σε έναν κοραλλιογενή ύφαλο και διασώθηκε από μια ομάδα ρασταφάρι. Αυτό βοήθησε τον Blackwell να ξεπεράσει τις παιδικές του προκαταλήψεις και να αφήσει το σχολείο. προκειμένου να αφοσιωθεί στην προώθηση της κουλτούρας τους κουβαλώντας έναν ισόβιο σεβασμό απέναντι στον ρασταφαριανισμό.
Το 1964, η TrojanRecords, η δισκογραφική εταιρεία [που ο Βlackwell είχε βοηθήσει να στήσει ο Lee Gopthal στο Λονδίνο] κυκλοφόρησε μια σπουδαία επιτυχία, το “My Boy Lollipop”, της Millie Small. Από τότε, ο Blackwell, έχοντας πλέον ιδρύσει την Island, συνέχισε να ψάχνει για νέους καλλιτέχνες και είχε ακουστά του Wailers. Τον είχαν προειδοποιήσει ότι αυτοί οι αφερέγγυοι ρασταφάρι ήταν χάσιμο χρόνου και χρημάτων. Ευτυχώς όμως, εκείνος αγνόησε τις συμβουλές και χρηματοδότησε τις ηχογραφήσεις τους που συμπεριλήφθηκαν στο άλμπουμ Catch a Fire.
Από ειρωνία της τύχης, η εξέλιξη της μπάντας είχε ως αποτέλεσμα την αποχώρηση των Bunny και Tosh. Ο Βlackwell ήταν ενθουσιασμένος από της συνοχή και την ποιότητα του υλικού τους, αλλά ήθελε να προωθήσει τους Wailers ως μια μαύρη ροκ μπάντα. Επεξεργάστηκε τις αρχικές ηχογραφήσεις προσθέτοντας επίπεδα και όργανα για να δώσει στα τραγούδια τον ήχο που επιθυμούσε. Είναι ένα εντυπωσιακό παράδειγμα στη δημιουργική. όσο και την καταστροφική διαδικασία της μουσικής παραγωγής. Προκειμένου να γνωρίσει τη φήμη και τα πλούτη, η μπάντα αναγκάστηκε να βάλει λίγο νερό στον αυθεντικό ήχο της.
Παρότι δεν γνώρισε αμέσως μεγάλη εμπορική επιτυχία, το Catch A Fire – που κυκλοφόρησε το 1973 – εκτόξευσε τους Wailers στο διεθνές στερέωμα. Ακολούθησε ένα θαυμάσιο άλμπουμ, το Burnin’. Σε ένα παλιό τηλεοπτικό απόσπασμα εκείνης της εποχής, η μπάντα εμφανίζεται να παίζει στο BBC με έναν χαρακτηριστικά άνετο Bunny αριστερά του Βοb. Δυστυχώς, αυτή έμελλε να είναι μία από τις τελευταίες εμφανίσεις του Tosh.
Ο Βunny κι ο Τosh ήταν έτοιμοι να μπουν στο στούντιο με τον Marley και τον Blackwell, αλλά ήταν ιδιαίτερα θορυβημένοι από τις τεράστιες απαιτήσεις που είχαν οι περιοδείες και την πορεία που ακολουθούσαν οι Wailers. Ο Bunny περιέγραφε τους συναυλιακούς χώρους που επέλεγε ο Blackwell ως “freak clubs” που προσέβαλαν τις θρησκευτικές του ευαισθησίες. Συν τοις άλλοις, αυτός και ο Tosh προαισθάνθηκαν, πολύ σωστά, την προσπάθεια του Blackwell να προωθήσει τον Marley ως τον αδιαμφισβήτητο ηγέτη.
Μετά τη διάσπαση, ο Marley ανασυγκρότησε το συγκρότημα ως Bob Marley & The Wailers και έγινε σούπερ σταρ πριν τον πρόωρο θάνατό του το 1981.
Ο Bunny παρέμεινε ένας Wailer και δεν τα παράτησε. Αφού άλλαξε το όνομά του, κυκλοφόρησε το πρώτο του σόλο δίσκο με τίτλο Black Heart Man το 1976. Αυτό του έδωσε την ευκαιρία να αποκτήσει τη δική του, μέχρι πρότινος περιθωριοποιημένη, φωνή, και να προβάλλει τη μαχητικότητα και το πνεύμα του. Η ανταπόκριση ήταν καλή. Στη μακρόχρονη καριέρα του κατάφερε να κερδίσει τρία βραβεία Grammy.
Παρά τις πραγματικές συνθήκες της διάσπασης των Wailers, από το μουσικό τους αποτύπωμα και τις κατά καιρούς συνεντεύξεις τους, είναι σαφές ότι ο Bunny, o Peter και ο Bob παρέμειναν αδελφές ψυχές.
Όσοι από εμάς είναι κομμάτι διασποράς της Καραϊβικής χρωστάμε πολλά στον Bunny Wailer. Μαζί με την εκπληκτική ομάδα κρίκετ των Δυτικών Ινδιών, η μουσική ήταν κάτι που μας βοήθησε να συγκροτήσουμε μια συλλογική ταυτότητα και περηφάνια απέναντι στις διακρίσεις και τους αποκλεισμούς. Η reggae διέδωσε τον ήχο της ελπίδας, της ανεκτικότητας, της αντίστασης και της αλληλεγγύης στις μαύρες κοινότητες όλου του κόσμου και οι Wailers βρέθηκαν στην πρωτοπορία της.
Μια ακόμα συνέπεια φαίνεται στον τρόπο που η ska και η reggae έγιναν ο ήχος που ένωσε την ανήσυχη νεολαία που μεγάλωσε στη Βρετανία στις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Μαζί με το punk, η reggae ήταν η μουσική με την οποία η μαύρη και η λευκή νεολαία πάλεψε τον ρατσισμό.
Αντίο Bunny. To πνεύμα σου ζει στη μουσική.
• Ο Brian Richardson είναι Bρετανός σοσιαλιστής, αγωνιστής του SWP και του βρετανικού Stand Up to Racism και συγγραφέας, μεταξύ άλλων, του βιβλίου Bob Marley: Roots, Reggae & Revolution.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ: 15 πράγματα που ίσως δεν ξέρετε για τον Bob Marley...