Όταν ο Μπάμπης ο Σουγιάς ανακατεύτηκε με το sex, τα drugs και το rock and roll...

Γράφει ο Μιχάλης Πούγουνας

Τι ωραίες που ήταν εκείνες οι εποχές που, λόγω του νεαρού της ηλικίας μας, βλέπαμε την μουσική με αθώα παιδικά μάτια. Τότε που νομίζαμε ότι όσο πιο καλός είναι ο δίσκος, τόσο πιο ψηλά θα πάει στα τσαρτ ή όσο περισσότερα αντίτυπα πουλήσει τόσο πιο ψηλά θα φτάσει. Υπήρχε μια αγαθότητα που μας εμπόδιζε να δούμε τι μπορεί να παιζόταν πίσω από την κουρτίνα....

Πέρασαν πολλά χρόνια για να καταλάβω ότι εάν ένα διάσημο συγκρότημα που βρισκόταν σε περιοδεία είχε καταφέρει να εξασφαλίσει μεγάλους χορηγούς, δύσκολα θα μπορούσε να ακυρώσει κάποιες εμφανίσεις του. Όπως τα άλογα κούρσας. Είχαν επενδυθεί χρήματα στους καλλιτέχνες και το πιθανότερο από ανθρώπους που οι τελευταίοι δεν είχαν συναντήσει ποτέ. Κι αν η γυναίκα του τραγουδιστή, για παράδειγμα, του τηλεφωνούσε από την Αγγλία για να τον ενημερώσει ότι το παιδί τους είχε κάποιο «σοβαρό πρόβλημα υγείας» και ότι θα έπρεπε να επιστρέψει ενώ το συγκρότημα εμφανιζόταν στην Ιαπωνία, τη στιγμή που είχαν είχαν πονταριστεί σε αυτό εκατοντάδες μύρια, ο μουσικός δεν θα μπορούσε να φύγει. Ειδάλλως, κάποια στιγμή μπορεί να τον έβρισκαν σε κάποιο χαντάκι.

To... οικογενειακό δέντρο των μαφιόζων Gambino

Έτσι, σκέφτηκα να γράψω σε αυτό εδώ το κείμενο όσα (περίπου) πράγματα έχουμε μάθει για το κύκλωμα γύρω από το rock’n’roll, τα ναρκωτικά και την πορνεία, από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 μέχρι τα τέλη του ’70 (άντε και λιγάκι του ’80). Απέκλεισα τα μεγάλα ονόματα τύπου Beatles και Rolling Stones και αποφάσισα να περιοριστώ στην underground σκηνή της Νέας Υόρκης που επηρέασε το punk rock, μιας και με σχεδόν 9 εκατομμύρια κατοίκους είναι η μεγαλύτερη πόλη των ΗΠΑ. Επομένως, προσπάθησα να γράψω για τη μουσική της και τον υπόκοσμο και για όσα έχουμε μάθει σχετικά μέσα από ταινίες, βιβλία, φωτογραφίες και ντοκιμαντέρ.
Αυτό που κάνει ακόμα πιο ενδιαφέρουσα τη Νέα Υόρκη είναι ότι εκείνα τα χρόνια δεν ήταν η πιο «ιδανική» πόλη που θα ονειρευόταν κάποιος για να ζήσει, μιας και η «καλοσύνη» δεν κυλούσε σαν γάργαρο νεράκι στο ρείθρο του πεζοδρομίου για να χυθεί μέσα στον υπόκοσμο… συγγνώμη, στον υπόνομο, ήθελα να πω...

Φώτα, κάμερα, δράση!

Επειδή το sex και τα drugs συνδέονται με το rock’n’roll και πέρα από τρόπους που μας έρχονται στο μυαλό μόλις ακούμε το πασίγνωστο τραγούδι του Ian Dury, ας ξεκινήσω λέγοντας ότι στις αρχές της δεκαετίας του ’70, η πορνοβιομηχανία, όπως την ξέρουμε ήμερα, νομιμοποιήθηκε στην Αμερική, με αποτέλεσμα μια έκρηξη πορνοταινιών. Αυτό φυσικά τράβηξε την προσοχή της Μαφίας, η οποία πήρε υπό τον έλεγχό της τις περισσότερες κινηματογραφικές αίθουσες της χώρας. Αρκεί μόνο να αναφέρω ότι σύμφωνα με το ντοκιμαντέρ Μέσα στο Βαθύ Λαρύγγι (2005), η διανομή της ταινίας Το Βαθύ Λαρύγγι του Gerard Damiano (1972), είχε περάσει στα χέρια των μαφιόζων αποφέροντας έσοδα 600 εκατομμυρίων δολαρίων, αλλά ο παραγωγός της ταινίας, ο Νεοϋορκέζος κομμωτής Gerard Damiano, εισέπραξε από αυτά μόνο 25.000.

Η ταινία έκανε τέτοιον πάταγο που, σύμφωνα με τον Scotty Bowers, έναν γνωστό νταβατζή του Χόλιγουντ, το ταλέντο της πρωταγωνίστριας Linda Lovelace εντυπωσίασε τόσο τον διάσημο σκηνοθέτη  της δεκαετίας του ‘60 Tony Richardson, που της διοργάνωνε επί πληρωμή πάρτι επίδειξης των προσόντων της με ένα μεγάλο dildo από λατέξ για να δείξει στους καλεσμένους του μερικές από τις καλύτερες κινήσεις της. Μην βιάζεστε όμως να βγάλετε συμπεράσματα, επειδή οι περισσότεροι από αυτούς ήταν γυναίκες ηλικίας από 60 έως 80 ετών. Στο τέλος μάλιστα ενός από αυτά τα πάρτι, μια από τις πιο ηλικιωμένες γυναίκες που βρίσκονταν εκεί είχε ρωτήσει τον Richardson αν μπορούσε να της δώσει τον αριθμό τηλεφώνου της Linda και στη συνέχεια την προσκάλεσε σε μια παρόμοια εκδήλωση για μια μεγάλη παρέα διασημοτήτων προχωρημένης ηλικίας στο Μπέβερλι Χιλς.

Τα Καλόπαιδα

Στην Νέα Υόρκη έκαναν κουμάντο πέντε οικογένειες: οι Gambino, οι Genovese, oι Colombo, οι Lucchese και οι Bonanno, και είχαν χωρίσει την πόλη σε τομείς με την κάθε οικογένεια να παίρνει τις δουλειές που την ενδιέφεραν. Για να καταλάβει κανείς μέχρι που έφτανε το πράγμα, έχω πληροφορίες από φίλους ότι στα ανοιχτά της Νέας Υόρκης γίνεται εκτροφή αστακών και οι μαφιόζοι έχουν χωρίσει την θάλασσα σε... οικόπεδα. Αν, ακόμα και σήμερα, κάνεις το λάθος να πάρεις αστακό από λάθος οικόπεδο… γεια σας!

Scorsese, Pesci, Liotta και De Niro, στα γυρίσματα του Goodfellas

Στην ταινία Goodfellas του 1990, ο Martin Scorsese ασχολείται με την ιταλική μαφία της αγαπημένης του Νέας Υόρκης και βάζει τους χαρακτήρες του Robert De Niro, του Ray Liotta και του Joe Pesci να σκοτώσουν κυριολεκτικά στο ξύλο έναν μαφιόζο άλλης συμμορίας που μόλις έχει αποφυλακιστεί και «σπάει τα αρχίδια» (όπως λέει ο ίδιος) του χαρακτήρα, τον οποίο υποδύεται ο Joe Pesci, αποκαλώντας τον «λούστρο». Στη συγκεκριμένη σκηνή, ο Scorsese θέλει να διακωμωδήσει τις ιταλικές συνήθειες, σχεδόν όπως κάνει και ο Woody Allen όταν διακωμωδεί τις εβραϊκές και έτσι, πριν οι τρεις φίλοι πάνε για να θάψουν το θύμα τους, ο Pesci προτείνει στους άλλους «Ας περάσουμε πρώτα από την μάνα μου για να πάρουμε το φτυάρι». Όταν όμως μπαίνουν στο σπίτι, η ηλικιωμένη γυναίκα (την υποδύεται η μητέρα του Scorsese) είναι ακόμα ξύπνια και (φυσικά) τους βάζει να φάνε. Ο Pesci, με την πετσέτα γύρω από τον λαιμό του για να μην λεκιαστεί, της δείχνει ένα μεγάλο μαχαίρι σαν μπαλτά και της λέει, «Μαμά, μπορώ να πάρω αυτό το μαχαίρι που το χρειάζομαι για να κόψω σε κομμάτια ένα ζώο που χτυπήσαμε στον δρόμο; Θα στο φέρω πίσω».

Ο Μπάμπης ο Σουγιάς

Γιατί όμως η Μαφία αγαπούσε τη μουσική βιομηχανία; Σε σχετικό άρθρο του, ο James Mishra εξηγεί τους τέσσερις λόγους για τους οποίους την ενδιέφερε η μουσική βιομηχανία: «Πρώτον: Οι περισσότερες συναλλαγές γίνονταν σε μετρητά. Από τα φραγκοδίφραγκα των τζούκ μποξ, τα οποία έλεγχε η μαφία και την αγορά αλκοολούχων στα νυχτερινά κέντρα, μέχρι τις αγορές δίσκων βινυλίου σε δισκοπωλεία, ακόμα και (μερικές φορές) την αμοιβή καλλιτεχνών. Αυτά επέτρεπαν στους μαφιόζους να κρύβουν έσοδα και να ξεπλένουν χρήμα. Για παράδειγμα, ο Εβραίος μαφιόζος Meyer Lansky θεωρείται ένας από τους πιο επιτυχημένους εγκληματίες στην ιστορία. Ο Lansky (πέθανε το 1983) κατείχε μια μεγάλη αυτοκρατορία τυχερών παιχνιδιών, ενώ είχε σημαντικές επενδύσεις σε τζούκ μποξ. Σύμφωνα με φήμες, διεύθυνε μια εταιρεία που «έλεγχε κάθε τζούκ μποξ μάρκας Wurlitzer που υπήρχε στην περιοχή της Νέας Υόρκης». Το βιβλίο Meyer Lansky: The Thinking Man's Gangster αφηγείται την ιστορία της ανόδου του Lansky στην κορυφή. Δεύτερον: Με την μουσική βιομηχανία υπήρχε συνεχώς ρευστό. Ηχογραφήσεις τραγουδιών σε στούντιο και εκδοτικά δικαιώματα  αποτελούσαν πηγή ρευστού, κάτι σαν ενοίκιο ακινήτου. Αυτό βοηθούσε να διοχετεύονται εκεί κεφάλαια που συσσωρεύονταν από άλλες επιχειρήσεις που ελέγχονταν από τη Μαφία. Τρίτον: Μουσικές επιχειρήσεις όπως νυχτερινά κέντρα και δισκοπωλεία μπορούσαν να αλλάζουν επαγγελματική ιδιότητα. Θα μπορούσαν να προσφέρουν ακίνητα, εργάτες οικοδομών, φαγητό και ποτό, τραπεζομάντιλα, συλλογή απορριμμάτων και πολλά άλλα. Τέταρτον: Υπήρχε ευκολία παραποίησης/απομίμησης προϊόντων: Δίσκοι βινυλίου και κασέτες ήταν εύκολο να παραποιηθούν από bootleggers και να πουληθούν στην ίδια ή σε χαμηλότερη τιμή από τη λιανική έναντι μετρητών. Σήμερα λέγεται ότι η επιρροή της μαφίας στην αμερικάνικη μουσική βιομηχανία έχει μειωθεί και τα έσοδα προέρχονται όλο και περισσότερο από ψηφιακές πηγές, δυσκολεύοντας τις εγκληματικές οργανώσεις να ξεπλένουν χρήμα και να αποφεύγουν την καταβολή φόρων και δικαιωμάτων».

Meyer Lansky

Το βιβλίο Godfather of the Music Business: Morris Levy αφηγείται την ανοδική πορεία του Morris Levy, του πιο διαβόητου ιδιοκτήτη ανεξάρτητης δισκογραφικής εταιρεία (Roullette Records, από το 1957) ως αφεντικού στον κόσμο των νυχτερινών κέντρων, των δισκογραφικών εταιρειών, των δισκοπωλείων και άλλων επιχειρήσεων ψυχαγωγίας. Τσεκάρετε από περιέργεια στο discogs να δείτε τι ονόματα είχε η εταιρεία! Η αυτοβιογραφία του μουσικού Tommy James Me, the Mob, and the Music: One Helluva Ride with Tommy James & The Shondells αφηγείται την ίδια ιστορία από την πλευρά του James που είχε υπογράψει με την εταιρία Roulette Records.
Ένας άλλος, πιο σύγχρονος, είναι ο Michael Franzese. Είναι ένας πρώην capo της Νεοϋορκέζικης εγκληματικής οικογένειας Colombo. Είναι ο γιος του πρώην «υπαρχηγού» John «Sonny» Franzese, ο οποίος το 1967 καταδικάστηκε σε φυλάκιση 50 ετών για ένοπλη ληστεία τραπέζης. Στην δεκαετία του ’70, ο Michael Franzese άρχισε να ασχολείται με τη βιομηχανία του θεάματος και δέκα χρόνια αργότερα ήταν συνέταιρος στην εταιρεία μάνατζμεντ αθλητών και καλλιτεχνών του Norby Walters. Ο ρόλος του Franzese ήταν να εκφοβίζει τους ήδη υπάρχοντες, αλλά και τους μελλοντικούς πελάτες. Το 1981, ο Franzese κατάφερε να εξασφαλίσει για λογαριασμό του Walters τη συμμετοχή στην αμερικάνικη περιοδεία του Michael Jackson και των αδελφών του, ενώ το 1982, όταν ο μάνατζερ της Dionne Warwick ήθελε να διακόψει την συνεργασία με τον Walters ο Franzese συναντήθηκε μαζί του και του άλλαξε γνώμη. Στο κανάλι που διατηρεί σήμερα στο youtube, κάνει κριτική σε μαφιόζικες ταινίες, αλλά σε ένα βίντεο περιγράφει μια συνομιλία του πατέρα του με τον Norby Walters, την οποία μεταφέρω για να καταλάβουμε πόσο επικίνδυνα είναι τα πράγματα: «… Τότε, ο πατέρας μου κοιτάζει τον Norby και του λέει “Norby που είναι το μερτικό μου; Είμαι ο συνεταίρος σου. Μαζί φτιάξαμε αυτό το πρακτορείο μάνατζμεντ και είμαι από την αρχή συνεταίρος σου”. Ο Norby κοίταξε τον πατέρα μου και του είπε: “Ξέρεις, Sonny, δεν θυμάμαι να έγιναν έτσι ακριβώς τα πράγματα”, και ακόμα θυμάμαι τον πατέρα μου να του λέει, “Αν σου καρφώσω μια σφαίρα στο κεφάλι και το σάντουιτς με παστουρμά που κρατάς σκορπίσει πάνω στο τραπέζι μαζί με τα μυαλά σου, μήπως αυτό θα φρεσκάρει τη μνήμη σου;”» Ωραίες κουβέντες...

Max's Kansas City

Ο Mickey Ruskin άνοιξε το Max's Kansas City τον Δεκέμβριο του 1965 στην 213 Park Avenue South και το κλαμπ έγινε τόπος συνάντησης μουσικών, ποιητών, καλλιτεχνών και πολιτικών μέχρι το 1981 που έκλεισε. Ήταν το αγαπημένο στέκι του Andy Warhol μιας και βρισκόταν αρκετά κοντά στο στούντιό του, το Factory. Η Debby Harry δούλευε εκεί σαν σερβιτόρα, ενώ συχνά έπαιζαν ζωντανά οι Velvet Underground μέχρι το καλοκαίρι του 1970, όταν ο Lou Reed έφυγε από το συγκρότημα. Από την σκηνή του Max Kansas πέρασαν glam αστέρια όπως οι Marc Bolan, David Bowie, Iggy Pop, Alice Cooper, οι New York Dolls, ο/η Wayne County και άλλοι, ενώ τα βράδια του 1969 και του 1970 συνήθιζαν να αράζουν απέξω η Patti Smith με τον τότε φίλο της, Robert Mapplethorpe.

Max's Kansas City, το πατάρι...

Ο Bruce Springsteen έπαιξε στο μαγαζί το καλοκαίρι του 1972 και ξανά τον Νοέμβριο του 1973 (με δεύτερο όνομα τον Bob Marley και τους Wailers), ενώ εκεί εμφανίστηκαν οι Aerosmith όταν βρέθηκαν για πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη, επιλέγοντας αυτό το μέρος για να υπογράψουν το συμβόλαιό τους με την Columbia. Άλλοι μουσικοί που πέρασαν από την σκηνή αυτού του μαγαζιού ήταν ο Tim Buckley, ο Tom Waits, η Bonnie Raitt, η Emmylou Harris, ο Gram Parsons, ο Country Joe McDonald και πολλοί άλλοι.
Στα τέλη του 1974, λίγο πριν το τέλος της glam περιόδου, το Max's Kansas City έχασε την δημοτικότητά του στους καλλιτεχνικούς κύκλους. Έκλεισε τον Δεκέμβριο εκείνης της χρονιάς και άνοιξε πάλι το 1975, αρχικά με την απόφαση να γίνει ντισκοτέκ προσλαμβάνοντας τον Peter Crowley ο οποίος έκλεινε punk συγκροτήματα για να παίξουν στο CBGB και στο Mothers, ένα γκέι μπαρ στην West 23rd Street.

Άντε ψόφα, Νέα Υόρκη!

Όλα αυτά είναι χρόνια ενός επικίνδυνου κατήφορου, όπου η πόλη σπαρασσόταν από βαθιά δημοσιονομική κρίση, με τον Πρόεδρο Τζέραλντ Φορντ, τον διάδοχο του Νίξον, να κάνει γνωστό σε μια ομιλία στις 29 Οκτωβρίου του 1975, ότι δεν σκόπευε να πετάξει ένα οικονομικό σωσίβιο στη σχεδόν χρεοκοπημένη Νέα Υόρκη. Την επόμενη ημέρα, η Daily News κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Ford to City: Drop Dead» («Ο Φορντ προς τον Δήμο: Άντε Ψόφα»). Ίσως πάλι, η συγκεκριμένη αντίδραση του Φορντ να είχε να κάνει με το γεγονός ότι η Μαφία έκανε κουμάντο στην Νέα Υόρκη.


Στο ντοκιμαντέρ Fear City: New York vs The Mafiao «συνεργάτης» της οικογένειας Gambino, John Alite δηλώνει ότι «εμάς δεν μας απασχολούσε το πως θα πάρουμε την πόλη επειδή ήδη την είχαμε πάρει», ενώ ο τότε γενικός εισαγγελέας (και αργότερα δήμαρχος της πόλης) Rudy Giuliani συμπληρώνει ότι «Η Μαφία είχε δικούς της δικαστές, έλεγχε εστιατόρια, λιμάνια, πλοία και ό,τι άλλο ήθελες». «Ήξερες», συμπληρώνει ο Alite στο ντοκιμαντέρ «ότι αν δεν πληρώσεις, θα σου σπάσουν το πόδι και θα στο βάλουν στον κώλο». Αν και ο Φορντ ποτέ δεν εκστόμισε τη φράση που δημοσίευσε η εφημερίδα, αυτές οι δύο λέξεις ήταν το ζουμί εκείνης της ομιλίας και τον επόμενο χρόνο αυτός o τίτλος της εφημερίδας θα του κόστιζε την προεδρία, όταν ο Τζίμι Κάρτερ, ο υποψήφιος των Δημοκρατικών, κέρδισε τις εκλογές.

1977: Πλιάτσικο σε δρόμο της Νέας Υόρκης την επομένη του blackout

Μετά την δήλωση του Φορντ, ο Δήμος της Νέας Υόρκης ήρθε αντιμέτωπος με την οικονομική στασιμότητα, τη βιομηχανική παρακμή και την επικείμενη απειλή πτώχευσης, και αντέδρασε απολύοντας δημοτικούς υπαλλήλους και προβαίνοντας σε περικοπές στις υπηρεσίες του δήμου, όπως σε προγράμματα δημόσιας υγιεινής και μετασχολικά προγράμματα. Τα ήδη υψηλά ποσοστά ανεργίας της πόλης αυξήθηκαν ακόμα περισσότερο και πολλές οικογένειες μεσαίας τάξης - πάνω από 820.000 άνθρωποι - κατέφυγαν στα προάστια σε μια κίνηση που έγινε γνωστή ως «φυγή των λευκών», ψάχνοντας απελπισμένοι για δουλειές.
Άλλοι, θυμωμένοι με την υποβάθμιση των κοινωνικών υπηρεσιών και με το αίσθημα της παραμέλησης από την κυβέρνησή τους, στράφηκαν στην βία. Τα ποσοστά εγκληματικότητας αυξήθηκαν γρήγορα καθώς τα ναρκωτικά, οι βανδαλισμοί και οι κλοπές έγιναν ο κανόνας. Όταν τη νύχτα της 13 Ιουλίου 1977 το ηλεκτρικό ρεύμα κόπηκε εντελώς απρόσμενα προκαλώντας γενικευμένο blackout, το σκοτάδι και η σύγχυση έδωσαν την ευκαιρία για ακόμη περισσότερες επιθέσεις και λεηλασίες, σε όλη την πόλη.

Sex and drugs and rock'n'roll...

Με την νεοϋορκέζικη πορνεία και τον «ερωτικό κινηματογράφο» και την ανάμιξη της Μαφίας ασχολείται η τηλεοπτική σειρά The Deuce που βασίζεται σε αληθινές ιστορίες, τις οποίες αφηγήθηκε στον παραγωγό της σειράς David Simon και τον συγγραφέα/σεναριογράφο George Pelecanos ένας άλλος άνθρωπος-βιτρίνα της Μαφίας εκείνης της εποχής. Η τηλεοπτική δράση τοποθετείται στις αρχές της δεκαετίας του ’70 στην περιοχή The Deuce που βρίσκεται ανάμεσα στον 42η οδό, την Έβδομη και την Όγδοη Λεωφόρο, όπου τα φθηνά κτήρια έδωσαν την ευκαιρία να πλουτίσουν οι κτηματομεσίτες (και η Μαφία), με την ανοχή, φυσικά, της διεφθαρμένης και ανύπαρκτης αστυνομίας, με την ταυτόχρονη εξάπλωση της βίας και της επιδημίας των ναρκωτικών.

 

Οι Νew York Dolls στη σκηνή του Merser Arts Center

Στο βιβλίο των Gillian McCain και Legs McNeil, Please Kill Me - the Uncensored Oral History of Punk, αναφέρεται η εκτενής χρήση ηρωίνης, κοκαΐνης και λοιπών ναρκωτικών από σχεδόν όλους τους μουσικούς της εποχής εκείνης ενώ, για παράδειγμα, αναφέρει συγκεκριμένα ότι ο Dee Dee Ramone ψωνιζόταν προκειμένου να εξασφαλίζει την δόση του. Σίγουρα ο Legs McNeil το γνωρίζει καλά μιας και ήταν ο ένας από τους δημιουργούς του περιοδικού Punk.
Και ενώ το 1971 το Max's Kansas City βρισκόταν ακόμα στην ακμή του, στην 673 Broadway του Greenwich Village, υπήρχε το Broadway Central Hotel, το μεγαλύτερο ξενοδοχείο της Αμερικής που είχε χτιστεί το 1870.


Στις 15 Ιουνίου της ίδιας χρονιάς, σε μια προσπάθεια να βρουν ένα χώρο για να εκθέτουν τις δουλειές τους, δύο video artists, η Steina και ο Woody Vasulka νοίκιασαν τον χώρο όπου παλιά βρισκόταν η κουζίνα του ξενοδοχείου στην Mercer Street, ανοίγοντας το Mercer Arts Center. Το Mercer Arts Center ήταν ένας σημαντικός χώρος για μουσικές και θεατρικές εκδηλώσεις και ένα από τα συγκροτήματα που έπαιζαν πολύ συχνά εκεί ήταν οι New York Dolls. Δεν αποκλείεται μάλιστα, το κλαμπ όπου τους συναντάει για πρώτη φορά ο τρελαμένος από την κόκα Richie Finestra της τηλεοπτικής σειράς Vinyl να είναι το Mercer Arts Center. Να μην ξεχνάμε επίσης ότι κάθε φορά που ο Finestra (τον υποδύεται ο ηθοποιός Bobby Cannavale), ο ιδιοκτήτης της δισκογραφικής εταιρίας American Century Records στο Vinyl, έχει ανάγκη από χρήματα απευθύνεται στη Μαφία… Και κάτι ακόμα που θα σας αρέσει: τα αρχικά της American Century Records, είναι ACR, ένας αναγραμματισμός της γνωστής δισκογραφικής εταιρείας RCA, η οποία σήμερα ανήκει στην πολυεθνική Sony Music (κάποιος κάνει πλάκα σε κάποιον...)

Ramones

Εκεί εμφανιζόταν η glam punk μπάντα των Sniper, η πρώτη μπάντα του Jeffrey Ross Hyman. Αρχικά, ο Hyman είχε προσπαθήσει να παίξει τύμπανα στους Ramones αλλά όταν διαπίστωσε ότι το ταλέντο του ως ντράμερ ήταν μάλλον περιορισμένο, παρέδωσε τις μπαγκέτες στον Τommy Erdelyi και o ίδιος μεταμορφώθηκε σε Joey Ramone. (Οι Ramones πήραν το όνομά τους από το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Paul Ramon που είχε ο Paul McCartney την περίοδο 1960/61. Ο Douglas Glenn Colvin το χρησιμοποίησε πρώτος όταν άρχισε να κυκλοφορεί σαν Dee Dee Ramone και κατόπιν το υιοθέτησαν τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος).
Στις 3 Αυγούστου 1973 όμως, ίσως λόγω κάποιας παράνομης μετατροπής στις δοκούς στήριξης του υπογείου, ένα τμήμα της πρόσοψης στην οδό Μπρόντγουεϊ κατέρρευσε σκοτώνοντας τέσσερις ενοίκους του ξενοδοχείου. Ό,τι απέμεινε από το κτήριο κατεδαφίστηκε και  Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης έχτισε στη θέση του έναν κοιτώνα 22 ορόφων για φοιτητές της νομικής. Η κατάρρευση έγινε αιτία για να κλείσει το Mercer Arts Center τον Αύγουστο του 1973, αφήνοντας άστεγα πολλά συγκροτήματα όπως οι Suicide, οι Fast, οι Ruby and the Rednecks, ο/η Wayne County, και οι Magic Tramps, που σύντομα βρήκαν καταφύγιο στο CBGB...
Το 1973, o Hilly Kristal άνοιξε το CBGB στο Bowery, μια γειτονιά στα νότια της Νέας Υόρκης, στον Δήμο του Μανχάταν. Κάπου είχα διαβάσει ότι εκείνη την εποχή μόνο στο Bowery υπήρχαν καταγεγραμμένοι 3500 άστεγοι, πρώην τρόφιμοι ψυχιατρείων και χρήστες ναρκωτικών, ενώ τα σκουπίδια, τα σπασμένα μπουκάλια και τα ποντίκια έκαναν πάρτι στο δρόμο αφού δεν υπήρχαν υπάλληλοι καθαριότητας για να καθαρίσουν. Σχετικά με το CBGB φαντάζομαι ότι θα τα έχετε δει την ομώνυμη ταινία; Tότε, ας μην πω κάτι πέρα από το σχόλιο του Danny Fields, του μάνατζερ των Iggy and the Stooges και των Ramones ότι «Το τσίλι στο CBGB είχε τόσο απαίσια γεύση που λέγανε πως ενώ το μαγείρευαν και το ανακάτευαν, οι Dead Boys τον έπαιζαν και έχυναν μέσα…» αλλά δεν ξέρω αν θέλω να τον πιστέψω.

 

H Debbie Harry στο CBGB

Γεγονός πάντως είναι ότι με την τρίτη εμφάνιση των Television στο συγκεκριμένο κλαμπ άρχισαν να μαζεύονται και άλλοι καλλιτέχνες και συγκροτήματα, με πρώτη και καλύτερη την Patti Smith, η οποία είχε εγκαταλείψει την αγκαλιά του ποιητή και μουσικού Jim Carroll (τον είχε κράξει σε κάποια ποιητική βραδιά για την εξάρτησή του από την ηρωίνη επειδή την είχε στήσει) και είχε ερωτευθεί τον Tom Verlaine των Television, ο οποίος, όπως ο Carroll, τότε είχε την ίδια προτίμηση για την πρέζα.
Στο μεταξύ, στο Max Kansas City και υπό την καθοδήγηση του Crowley, εμφανίζονταν συγκροτήματα όπως οι Cherry Vanilla, Wayne County & the Electric Chairs, Ruby and the Rednecks, The Offs, The Fast, Suicide (όλοι αυτοί βρίσκονται στην συλλογή Max's Kansas City: 1976 and Beyond), αλλά και οι New York Dolls, Patti Smith Group,Ramones, The Mumps, The Heartbreakers, Television, Blondie, Talking Heads, Sniper, The Dictators, The Cramps, Mink DeVille, Misfits, Little Annie, The Fleshtones, The B-52's, The Stimulators, The Bongos, Klaus Nomi, αλλά και μπάντες εκτός πόλης όπως οι Runaways και οι Άγγλοι Damned. Μέχρι και ο Sid Vicious έκανε αρκετές σόλο εμφανίσεις εκεί μετά την διάλυση των Sex Pistols. Εκεί, μια βραδιά το 1977, o David Bowie σύστησε στο κοινό του κλαμπ τους Devo ως «το συγκρότημα του μέλλοντος»...

Σπίτι μου, σπιτάκι μου...


Εκείνα τα χρόνια η Patti Smith έμενε στο Hotel Chelsea ή Chelsea Hotel, η απλούστερα Chelsea, ένα ξενοδοχείο που είχε χτιστεί στο Μανχάταν ανάμεσα στο 1883 έως το 1885, στην 222 West 23rd Street, ανάμεσα στην Έβδομη και Όγδοη Λεωφόρο. Το ξενοδοχείο αυτό ήταν στενά συνδεδεμένο με συνεργάτες του Andy Warhol και υπήρξε η κατοικία αναρίθμητων καλλιτεχνών, συγγραφέων και ποιητών, ανάμεσά τους οι Arthur C. Clarke, Allen Ginsberg, Gregory Corso, Dylan Thomas, Chet Baker, Grateful Dead, Nico, Jim Morrison, Bob Dylan και αναρίθμητοι άλλοι. Στο Chelsea βρέθηκε δολοφονημένη η Nancy Spungen στις 12 Οκτωβρίου 1978, ίσως από τον Sid Vicious, ίσως όχι. Πάντως, το Goodfellas του Scorsese τελειώνει με την εκδοχή του «My Way», όπως το τραγούδησε ο Vicious. Το Chelsea Hotel το έχετε δει σε σκηνές ταινιών όπως το Sid and Nancy, το 9 1/2 Εβδομάδες, το Léon και άλλες...

O Dee Dee των Ramones στο μπαλκόνι του Chelsea

Πώς παντρεύτηκαν όλα μεταξύ τους

Σηκώθηκα κι έβαλα να ακούσω το άλμπουμ Construction #1 που κυκλοφόρησαν οι Ten Wheel Drive το 1969 με την Genya Ravan στο μικρόφωνο. Η Ravan είχε ξεκινήσει το 1963 σχηματίζοντας το γυναικείο συγκρότημα Goldie and The Gingerbreads που περιόδευσε με ονόματα όπως οι Rolling Stones, Yardbirds, Kinks, Hollies και Manfred Mann γνωρίζοντας επιτυχία το 1965 με το «Can't You Hear My Heart Beat»Οι μάνατζερ τους πάντως ήταν πιο γνωστοί στο FBI παρά στους μουσικούς κύκλους, γιατί… αλήθεια, γιατί, άραγε; Μα επειδή ήταν μαφιόζοι! Η φωνή της Genya θυμίζει κάπως της Janis Joplin, ενώ οι πολυάριθμοι μουσικοί του συγκροτήματος παίζουν jazz-rock και Soul. Οι Ten Wheel Drive ηχογράφησαν τέσσερα άλμπουμ και η Ravan συνέχισε σόλο, παίζοντας ακόμα και στο CBGB το 2005. Ποια είναι η έκπληξη, όμως; Αν κοιτάξετε τα credits του πρώτου άλμπουμ των Dead Boys, Young Loud And Snotty (1977), θα παρατηρήσετε ότι η συγκεκριμένη γυναίκα, με αυτό το μουσικό παρελθόν, είχε κάνει την παραγωγή! Και όχι μόνο αυτό, αλλά έκλεινε όλες τις συμφωνίες με τις δισκογραφικές εταιρίες και τα κλαμπ. 

Genya Ravan

Έκλεισαν όλα...


Την βραδιά που έκλεισε το Max's Kansas City, τον Νοέμβριο του 1981, το μεγάλο όνομα στο πρόγραμμα ήταν οι Bad Brains με σαπόρτ τους άγνωστους ακόμα Beastie Boys. Σήμερα το κτήριο είναι κορεάτικο εστιατόριο.
Το CBGB έκλεισε στις 15 Οκτωβρίου του 2006, με μια συναυλία της Patti Smith, ενώ σήμερα στην θέση του έχει ανοίξει μαγαζί ο John Varvatos το οποίο, πέρα από τα ρούχα που πουλάει, είναι γνωστό ως The Bowery και έχει ζωντανή ροκ μουσική, δίσκους βινυλίου, σπάνιες φωτογραφίες κ.α.
Όσο για τους Ιταλούς μαφιόζους, ο Scorsese επισημαίνει σε μια συνέντευξή του ότι «Δεν ήταν και τόσο κακοί, μωρέ. Αν ήταν να σκοτώσουν κάποιον στον δρόμο της γειτονιάς σου στις 3 το μεσημέρι, είχαν προειδοποιήσει τις μανάδες να μαζέψουν τα παιδιά στο σπίτι εκείνη την ώρα…»

H Patti Smith τραγουδάει στο κλείσιμο του CBGB με τον Flea των Red Hot Chili Peppers στο μπάσο

Χάρτης με όλες τις τοποθεσίες της εποχής
https://dsps.lib.uiowa.edu/downtownpopunderground/tour/

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:

Hilly Kristal, ο πατέρας της punk...

From The Vaults: 1974 - H Patti Smith γράφει τις εντυπώσεις της από τους Television των Tom Verlaine και Richard Hell...

Η νύχτα που γεννήθηκε το punk...

Το punk rock στη Νέα Υόρκη: New York Dolls, Johnny Thunders, Patti Smith, Richard Hell, Television, The Dictators, Ramones και... πάει λέγοντας...

Ο Φρανκ Σινάτρα και η Μαφία: «Δεν έχω καμία σχέση μαζί τους»...

.

BLOG και ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ ΤΟΥ MIΧΑΛΗ ΠΟΥΓΟΥΝΑ:

https://tribe4mian.wordpress.com/

https://newzerogod.com/home

ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΙΣ ΕΚΠΟΜΠΕΣ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΠΟΥΓΟΥΝΑ στο Blackout Radio Show...


image

Μιχάλης Πούγουνας

Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
 
 
 
image

Μιχάλης Πούγουνας

Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
 
 
 
image

Μιχάλης Πούγουνας

Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
 
 
 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1